Ακυρώθηκε ένταλμα έρευνας από το Ανώτατο για υπόθεση ναρκωτικών
21:05 - 23 Ιανουαρίου 2024
Το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, εξέδωσε την 16 Ιανουαρίου, προνομιακό ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρώνεται το ένταλμα έρευνας κατοικίας υπόπτου ημερομηνίας 19 Σεπτεμβρίου, 2023.
Στην απόφαση του το Ανώτατο αναφέρει ότι αίτημα εκ μέρους του Αιτητή για την εξασφάλιση άδειας καταχώρισης διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας, απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πρωτόδικης δικαιοδοσίας του.
Αναφερόμενο στην υπόθεση και τη διαδικασία έκδοσης του εντάλματος έρευνας, το οποίο ακύρωσε, το Ανώτατο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εξέδωσε ένταλμα έρευνας λυόμενης οικίας στην στην Παρεκκλησιά, καθώς την εν λόγω λυόμενη κατοικία, σύμφωνα με την αστυνομία, διέμενε ο αιτητής του Certiorari, και αφού προηγουμενως σε όχημα το οποίο οδηγούσε, μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε νωρίτερα την ίδια ημέρα, εντοπίστηκαν μεταξύ άλλων, ναρκωτικές ουσίες (κάνναβη).
Το Ανώτατο προσθέτει ότι ερεισμα για την έκδοση του σχετικού εντάλματος, αποτέλεσε το περιεχόμενο ένορκης δήλωσης αστυφύλακα της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) Λευκωσίας, στη βάση της οποίας αποδιδόταν εμπλοκή του Αιτητή του Certiorari σε υπόθεση που αφορά τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α και Β και παράνομης κατοχής των ίδιων φαρμάκων με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και στη διαπίστωση από τον Δικαστή που εξέδωσε το σχετικό ένταλμα έρευνας, εύλογης υπόνοιας ότι εντός της ως άνω λυόμενης κατοικίας φυλάσσονταν ναρκωτικά και άλλα τεκμήρια τα οποία δυνατόν να αποτελέσουν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση των ως άνω αδικημάτων.
Αίτημα εκ μέρους του Αιτητή για την εξασφάλιση άδειας καταχώρισης διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του ως άνω εντάλματος έρευνας, απορρίφθηκε αρχικά από το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφέρεται στην απόφαση.
Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, επιλαμβανόμενο έφεσης που προωθήθηκε εκ μέρους του Αιτητή κατά της πρωτόδικης απόφασης, αποφάνθηκε ότι «με βάση το περιεχόμενο του όρκου, σημειώνουμε πως δεν διευκρινιζόταν κατά πόσο ο εφεσείων και ή η συνοδηγός εισήλθαν εντός της οικίας και γενικότερα δεν δίνεται περιγραφή της στάσης και συμπεριφοράς τους κατά το χρονικό διάστημα παραμονής του οχήματος εκεί» και έκρινε ότι τα γεγονότα, ως αυτά αναδύονταν από την ένορκη δήλωση που τέθηκε ενώπιον του εκδόσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστηρίου, τεκμηρίωναν συζητήσιμη υπόθεση, η οποία δικαιολογούσε τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας για να εκδικαστεί η έκδοση του διατάγματος.
Περαιτέρω το Ανώτατο αναφέρει πως συνακόλουθα, ο Αιτητής, έχοντας εξασφαλίσει σχετική άδεια, προχώρησε ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου στην καταχώρηση της υπο συζήτηση αίτησης. Παρατηρεί ότι ως προκρίνεται στο αιτητικό της, οι λόγοι επί των οποίων επιζητείται η αιτούμενη θεραπεία, διασυνδέονται με την εύλογη υπόνοια σύνδεσης της ως άνω οικίας με τα ναρκωτικά για τα οποία γίνεται λόγος στο εγκαλούμενο ένταλμα έρευνας, υπό τις προϋποθέσεις πάντα του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Σε ό,τι αφορά το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου που εξέτασε και εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, το Ανώτατο στην απόφαση του αναφέρει ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο του όρκου επί του οποίου στηρίχθηκε η σχετική αίτηση της Αστυνομίας, είχε ληφθεί πρόσφατη πληροφορία στην ΥΚΑΝ ότι ο Αιτητής, ο οποίος διαμένει σε λυόμενη κατοικία, στην Παρεκκλησιά Λεμεσού, ασχολείται με την εμπορία και διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, ήτοι κάνναβης και κοκαΐνης.
Για σκοπούς διερεύνησης της πληροφορίας, η ως άνω οικία τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και στις 19.09.2023, περί ώρα 18:10 θεάθηκε όχημα ενοικιάσεως με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό μία κοπέλα να έρχεται στην οικία. Μετά πάροδο 15 λεπτών το πιο πάνω όχημα με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό τη γυναίκα, αναχώρησε από την οικία και κατευθύνθηκε προς Λευκωσία.
Μέλη της ΥΚΑΝ συνέχισαν να παρακολουθούν το όχημα διακριτικά. Σε κάποιο σημείο το όχημα εισήλθε στο κοιμητήριο του χωριού Πέρα Ορεινής, Λευκωσίας, όπου παρέμεινε για λίγα λεπτά χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή από τα μέλη της ΥΚΑΝ που βρίσκονταν στο σημείο. Μόλις το όχημα με τους ως άνω επιβαίνοντες εξήλθε από το χώρο του κοιμητηρίου, δόθηκαν οδηγίες όπως αυτό ανακοπεί για έρευνα, όπου ήταν δυνατό.
Περί ώρα 20:10 το όχημα ανακόπηκε παρά την έξοδο Πέρα Χωρίο Νήσου, όπου και ανευρέθηκε στην κατοχή τους ποσότητα ναρκωτικών, ήτοι ξηρή φυτική ύλη – κάνναβη συνολικού βάρους 1.224 γρ. περίπου, ζυγαριά ακριβείας με ίχνη άσπρης σκόνης όμοια με κοκαΐνη, ένα καλαμάκι κλειστό δια καψίματος με άγνωστη ουσία, το χρηματικό ποσό των €585 σε διάφορα χαρτονομίσματα, ως επίσης και άλλα τεκμήρια τα οποία παραλήφθηκαν για εξετάσεις. Και τα δύο πρόσωπα ανακρινόμενα αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμιξη ενώ ο Αιτητής αρνήθηκε ότι διαμένει στην εν λόγω λυόμενη κατοικία, αναφέροντας ως τόπο διαμονής του την πατρική του οικία σε άλλη διεύθυνση, στη Λεμεσό.
Συνεχίζοντας το Ανώτατο σημειώνει ότι οι θέσεις των πλευρών σε σχέση με το ζήτημα που πρωτίστως απασχολεί, την ύπαρξη δηλαδή ή μη εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι η συγκεκριμένη, λυόμενη κατοικία, διασυνδέεται με τα αντικείμενα για τα οποία εκδόθηκε το σχετικό ένταλμα, κατά τρόπο που να ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 27 του Κεφ.155, είναι διαμετρικά αντίθετες.
Προσθέτει ότι ως προκρίνεται από την πλευρά του Αιτητή, τα γεγονότα ως είχαν τεθεί υπόψιν του Δικαστηρίου μέσω της ένορκης δήλωσης του αστυφύλακα της ΥΚΑΝ που υποστήριζε το αίτημα για την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος έρευνας, παρά το γεγονός ότι διασυνδέουν το πρόσωπο του Αιτητή με τα διερευνόμενα αδικήματα, σε καμία περίπτωση δεν διασυνδέουν την λυόμενη οικία με την διάπραξη των αδικημάτων ή με τα τεκμήρια (ναρκωτικά) που παρουσιάζεται να αναζητεί η αστυνομική αρχή.
Υποδεικνύοντας ότι στη σχετική ένορκη δήλωση, πέραν της γενικής και αόριστης αναφοράς ότι ο Αιτητής ήλθε, και όχι εισήλθε στην λυόμενη επίδικη οικία, δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την έλευση και παραμονή του Αιτητή στο χώρο της οικίας. Πέραν δε του γεγονότος ότι δεν γίνεται λόγος ότι εισήλθε ή ότι εξήλθε από αυτήν, δεν παρατίθεται οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ύποπτες κινήσεις του κατά το στάδιο που παρουσιάζεται με το αυτοκίνητο να έρχεται σε αυτή, κρατώντας ή μεταφέροντας από και προς την οικία και αντίστροφα οτιδήποτε, κατά τρόπο που θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει ένα πέπλο υπονοιών είτε περί ύπαρξης στο συγκεκριμένο σημείο των ναρκωτικών, είτε περί σύνδεσης της συγκεκριμένης λυόμενης οικίας με τα ναρκωτικά ή άλλα τεκμήρια που αναζητούσε η αστυνομία.
Εν πάση περιπτώσει, συνεχίζει το Ανώτατο, δεδομένη υπήρξε η θέση του Αιτητή, η οποία και τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου, ότι ο ίδιος δεν διέμενε στην περί ου ο λόγος λυόμενη κατοικία. Άλλωστε, σημειώνεται, στην σχετική ένορκη δήλωση, «δεν γίνεται λόγος για χρήση της συγκεκριμένης λυόμενης κατοικίας για τη φερόμενη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, ούτε υποστηρίχθηκε ότι σε αυτήν αποκρύπτονταν ή φυλάσσονταν ναρκωτικές ουσίες».
Παρατηρεί επίσης πως ότι τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου, ήταν μια γενική αναφορά περί πληροφορίας ότι ο Αιτητής εμπλέκετο σε διακίνηση ναρκωτικών. Η εμπλοκή όμως του τελευταίου στην διακίνηση ναρκωτικών, ακόμα και ανεύρεσης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών στο ενοικιαζόμενο όχημα που φέρεται να οδηγούσε ο Αιτητής, υπό το σύνολο των περιστάσεων και με δεδομένη την αποκοπή του οχήματος για σκοπούς ελέγχου σε χρόνο μεταγενέστερο και όχι ευθύς αμέσως από την απομάκρυνση από την λυόμενη οικία, έχοντας στο μεταξύ μεσολαβήσει η μετάβαση με το όχημα σε κοιμητήριο για κάποια λεπτά, χωρίς η αστυνομία να έχει οπτική επαφή με αυτό, δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να δημιουργήσει εύλογες υποψίες ότι στη συγκεκριμένη λυόμενη κατοικία υπήρχαν τα ναρκωτικά ή ότι η τελευταία συνδεόταν με τέτοιες ουσίες.
Αναφέροντας επίσης ότι έχει σημειώσει αλλά δεν πως δεν μπορεί να υιοθετηθεί ως προσέγγιση «η ανησυχία της δικηγόρου που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα στη διαδικασία, ότι τυχόν αποδοχή της αίτησης θα προκαλέσει στο έργο της αστυνομίας ανυπέρβλητα κωλύματα, οδηγώντας πολλές φορές στην αποτυχία εξιχνίασης σοβαρών αλλά και περίπλοκων υποθέσεων».
Σημειώνει ακολούθως ότι η ανάγκη εφαρμογής του νόμου και καλά εδραιωμένων νομολογικών αρχών για κάποιο ζήτημα, είναι αδιαπραγμάτευτη και εκ των ων ουκ άνευ. Θα ήταν αδιανόητο, σε ένα κράτος δικαίου, να τίθεται θέμα «προσαρμογής» του πιο πάνω αξιώματος προς εξυπηρέτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητας. «Τυχόν ανυπαρξία κάποιων στοιχείων ή μη ικανοποίηση κάποιων αναγκαίων προϋποθέσεων και κριτηρίων για την επιτυχία ενός συγκεκριμένου αιτήματος, εξέλιξη που κατά περίπτωση μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, δεν μπορεί ασφαλώς να λειτουργεί κατά τον καταλυτικό τρόπο που εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος», προσθέτει.
Συμπληρώνει ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, η ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας προωθήθηκε το σχετικό αίτημα και εξασφαλίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το ένταλμα έρευνας, δεν φαίνεται να δικαιολογούσε εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονταν στη συγκεκριμένη λυόμενη κατοικία και για τη διασύνδεση της τελευταίας με τις ναρκωτικές ουσίες, στο βαθμό έστω που απαιτείται σε περιπτώσεις του είδους.
Συνακόλουθα, αναφέρει, δεν στοιχειοθετείται η ύπαρξη εύλογης αιτίας σε συνάρτηση με τα αντικείμενα των οποίων επιδιωκόταν η ανεύρεση, ως προβλέπεται τούτο στο άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Πηγή: ΚΥΠΕ