Ο πολιτικός αυτοεγκλωβισμός του Νίκου Χριστοδουλίδη και τα δύσκολα μαθήματα
Μικαέλλα Λοΐζου 07:05 - 14 Ιανουαρίου 2024
Ο ανασχηματισμός τον οποίο ανακοίνωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη Δευτέρα και ο ανορθόδοξος τρόπος με τον οποίο έγινε, καθώς δόθηκε η εντύπωση πως εξαναγκάστηκε από τα γεγονότα να προχωρήσει σε κινήσεις, αποτελεί σίγουρα ένα μάθημα για τον Νίκο Χριστοδουλίδη. Μάθημα που προστίθεται σε κάποια άλλα, που σχετίζονται με τον πολιτικό αυτοεγκλωβισμό, τον οποίο πρέπει να μάθει να αποφεύγει.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όταν ήταν ακόμη υποψήφιος, φρόντισε να δημιουργήσει κάποια καλούπια για τη διακυβέρνησή του, τα οποία είτε δεν είχε σκεφτεί πολύ καλά, είτε καθορίστηκαν περισσότερο από καλές και ενίοτε ρομαντικές προθέσεις παρά πραγματισμό. Ανάμεσα σε αυτά ήταν οι προδιαγραφές που έθεσε για το κυβερνητικό του σχήμα, τις οποίες ουδέποτε τήρησε στην ολότητά τους, επειδή δεν ήταν ρεαλιστικό να το πράξει. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης έκανε προεκλογικές διακηρύξεις τις οποίες, για λόγους που πρέπει ο ίδιος και οι συνεργάτες τους να αναζητήσουν, δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει ή η υλοποίησή τους συνιστούσε ρίσκο.
Σε ό,τι αφορά το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος είχε θέσει τρεις βασικές προδιαγραφές: Ότι θα αποτελείτο από 50-50 γυναίκες και άντρες, ότι δεν θα διόριζε προβεβλημένα στελέχη κομμάτων και ότι δεν θα διόριζε πρώην αξιωματούχους.
Δεν φρόντισε, όμως, να βρει εκ των προτέρων αρκετές γυναίκες για να αξιοποιήσει, με αποτέλεσμα, παρά την αύξησή τους στο ευρύτερο προεδρικό περιβάλλον, να μην μπορεί να πιάσει τον στόχο του 50-50. Στην ουσία, έδωσε την εντύπωση, με το καλημέρα της διακυβέρνησής του, πως είχε δώσει μια κούφια υπόσχεση. Παρόλο που αυτή θα ήταν μια ενέργεια προς τη σωστή κατεύθυνση, κυρίως επειδή θα έστελνε σημαντικά μηνύματα σε σημειολογικό επίπεδο, δεν ήταν σοφό να την υποσχεθεί αν δεν ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να διασφαλίσει την υλοποίησή της.
Στην πράξη το μόνο που πέτυχε ο κ. Χριστοδουλίδης, με μία διακήρυξη που ούτε τον Μάρτιο του 2023, ούτε τον Ιανουάριο του 2024 κατάφερε να υλοποιήσει, είναι να δεχθεί κριτική με το «καλημέρα» της διακυβέρνησής του, για ένα ζήτημα που προκάλεσε μόνος του. Πιστώνεται με τις καλές προθέσεις, ωστόσο η αδυναμία εφαρμογής δημιούργησε έδαφος για επικρίσεις.
Οι άλλες δύο προδιαγραφές που έθεσε πάνε πακέτο και διαχωρίζονται από την μη επαρκή αξιοποίηση γυναικών, υπό την έννοια ότι μάλλον εδράζονταν σε λανθασμένη ανάγνωση της καθημερινής πολιτικής πρακτικής, παρά σε μια ορθή ιδέα που δεν προετοιμάστηκε σωστά και κατέστη αδύνατη η εφαρμογή της. Είναι σαφές πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι συνεργάτες του -κάποιοι από τους οποίους είχαν ελάχιστη ή καθόλου πολιτική εμπειρία- πίστευαν ότι τα πρόσωπα που είναι απαλλαγμένα από πολιτικά βαρίδια και προέρχονται από τον τεχνοκρατικό χώρο θα μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα στην εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος. Αυτό ήταν ένα τεράστιο ρίσκο, καθώς οι θέσεις που καταλάμβαναν ήταν σε μεγάλο (στην περίπτωση Υπουργών και Υφυπουργών) ή σε μικρότερο (στην περίπτωση άλλων διορισμών, όπως Επιτρόπων ή στελεχών του Προεδρικού) βαθμό θέσεις πολιτικής φύσεως. Και όπως ήταν αναμενόμενο, ούτε τήρησε την προεκλογική του διακήρυξη στο μάξιμουμ, ούτε κατάφεραν όλοι οι τεχνοκράτες του (κάποιοι εκ των οποίων ανέλαβαν χαρτοφυλάκια με αντικείμενα που δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με τις τεχνοκρατικές τους γνώσεις) να προσαρμοστούν στους πολιτικούς τους ρόλους.
Αν και απέφυγε τους διορισμούς προσώπων της πρώτης κομματικής γραμμής (χωρίς όμως να αποφεύγει κομματικούς, όπως ο Γιάννης Παναγιώτου, η Μαρίνα Χατζημανώλη και ο Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης), από την πρώτη στιγμή ο κ. Χριστοδουλίδης αξιοποίησε πρόσωπα που είχαν θητεύσει σε πολιτειακά αξιώματα στο παρελθόν, όπως ο Μάκης Κεραυνός και ο Κωνσταντίνος Ιωάννου. Στο πλαίσιο, δε, των διορθωτικών κινήσεων που έγιναν τώρα, το κομματικό στοιχείο έγινε αρκετά πιο έντονο, καθώς υπουργικό χαρτοφυλάκιο έχουν πλέον ο αντιπρόεδρος του ΔΗΚΟ και η πρώην Εκπρόσωπος Τύπου της ΕΔΕΚ. Ο Βασίλης Πάλμας, δε, ο οποίος «χρεώνεται» στη ΔΗΠΑ, έχει υπηρετήσει και σε κυβερνητικά και σε κομματικά αξιώματα στο παρελθόν.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε εγκλωβιστεί στην πεποίθηση ότι οι τεχνοκράτες θα απέδιδαν καλύτερα από άτομα με κάποια πολιτική εμπειρία, ίσως ως αντίδοτο στην πολιτική αποστροφή των πολιτών, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ιδιαίτερα ισχυρές ενδείξεις για αυτό. Αντίθετα, σε πολλές χώρες με κοινοβουλευτικά συστήματα, συνηθίζεται σχεδόν όλοι οι Υπουργοί να είναι εκλελεγμένοι βουλευτές, δηλαδή πολιτικοί καριέρας και προβεβλημένα κομματικά στελέχη, οι οποίοι έχουν την ευθύνη να θωρακίσουν την υπουργική τους δραστηριότητα με την κατάλληλη τεχνοκρατική υποστήριξη, αλλά δεν θεωρείται απαραίτητο να είναι τεχνοκράτες οι ίδιοι. Με αυτό τον τρόπο δεν χρειάζεται να «εκπαιδευτεί» πολιτικά το εκάστοτε μέλος της Κυβέρνησης, γιατί κάτι τέτοιο θεωρείται προαπαιτούμενο για να αναλάβει ένα τόσο δύσκολο έργο. Αν και κάποιοι από τους τεχνοκράτες Υπουργούς του σταδιακά προσαρμόστηκαν και αποδίδουν, ξεκάθαρα δεν το έκαναν όλοι, ακόμη και αν τελικά επιβίωσαν του ανασχηματισμού.
Παρά το γεγονός ότι ο κ. Χριστοδουλίδης είχε αντλήσει αυτά τα μαθήματα από την έναρξη της θητείας του, φρόντισε να αυτοεγκλωβιστεί και πάλι σε μια κατάσταση που δημιούργησαν ο ίδιος και οι συνεργάτες του. Η δική του προαγγελία ανασχηματισμού από μόνη της στη συνέντευξή του δεν θα ήταν τόσο μεγάλο ατόπημα, εάν ήταν έτοιμος να προχωρήσει αμέσως σε ανασχηματισμό και κυρίως αν δεν συνοδευόταν από τις διαρροές. Όμως στην ουσία κυκλοφορούσαν πληροφορίες για αντικατάσταση προσώπων με ταυτόχρονη επιβεβαίωση από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια επικοινωνίας επικείμενων αλλαγών, που αργότερα ο ίδιος άφηνε να νοηθεί πως δεν ήταν και τόσο επικείμενη. Αυτό προκάλεσε αναμενόμενη δυσφορία και ανασφάλεια στα μέλη της Κυβέρνησης, την οποία δεν κατάφερε να απαλύνει ο Πρόεδρος, με αποτέλεσμα την παραίτηση του Φίλιππου Χατζηζαχαρία και την ανάπτυξη παραφιλολογίας για παραίτηση και άλλων Υπουργών ή Υφυπουργών που φιγούραραν στις λίστες αντικατάστασης.
Δεν είναι ξεκάθαρο πότε σκόπευε όντως να προβεί σε ανασχηματισμό ο Νίκος Χριστοδουλίδης. Αλλά οι δικές του τοποθετήσεις και οι διαρροές που έγιναν από το περιβάλλον του δημιούργησαν μια ασφυκτική για τον ίδιο κατάσταση, την οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει. Η περιορισμένη εμπλοκή των κομματικών του συνεργατών στη διαδικασία, μπορεί να του γλίτωσε κάποιες επικρίσεις περί επιβολής επιλογών ή αποδοχής βέτο από τους κομματάρχες, ωστόσο τον έφερε και πάλι σε δύσκολη θέση, καθώς ούτε ο Μάριος Καρογιάν ούτε ο Μαρίνος Σιζόπουλος κατέβαλαν οποιαδήποτε προσπάθεια να το κρύψουν.
Ακόμη και αυτό είναι ένα ζήτημα, καθώς μόνος του ο κ. Χριστοδουλίδης καλλιέργησε την εντύπωση πως είναι τεράστιο πρόβλημα αυτού του είδους οι κομματικές παρεμβάσεις και θα «αντιστέκεται» σε αυτές, υπό την έννοια ότι πάντοτε συνηθίζεται τα κυβερνώντα κόμματα να κάνουν εισηγήσεις στον Πρόεδρο. Στην πραγματικότητα, κανένας ένοικος του Προεδρικού δεν έχει την πολυτέλεια να κυβερνήσει πλήρως ανεξάρτητα από το κομματικό σύστημα, επειδή χωρίς υποστήριξη από κοινοβουλευτικές δυνάμεις, τίποτα δεν μπορεί να περάσει από τη Βουλή. Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει κυβερνών κόμμα, υπάρχουν όμως δυνάμεις της συμπολίτευσης, οι οποίες δόθηκε η εντύπωση ότι παραγκωνίστηκαν στη διαδικασία, λίγο καιρό πριν εισέλθουν σε προεκλογική εκστρατεία ενόψει των διπλών εκλογών. Μπορεί ο Πρόεδρος να θεωρούσε ότι έστελνε μηνύματα στο κοινό ότι θα μείνει μακριά από συνδιαλλαγές και παζάρια αλλά ενδεχομένως τα μηνύματα που εισπράττονται στο εσωτερικό αυτών των κομμάτων να είναι πολύ διαφορετικά από αυτόν τον «ευγενή σκοπό» και να αποτελέσουν πρόβλημα για τη συνεργασία τους σε μελλοντικό χρόνο.
Αυτά τα μαθήματα θα πρέπει να διδάξουν στον Πρόεδρο και στο περιβάλλον του πως οι ιδέες και οι διακηρύξεις είναι πολύ καλές μόνο εάν συνοδεύονται από σωστά ζυγισμένες, προετοιμασμένες και υλοποιήσιμες πράξεις. Διαφορετικά μετατρέπονται σε παγίδες.