Ακύρωσε ένταλμα πρόσβασης σε ιδιωτική επικοινωνία το Ανώτατο-«Δεν αρκούν οι υποθέσεις, κίνδυνος εκτροπής»
06:00 - 11 Ιανουαρίου 2024
«Εάν ο Αιτητής, βάσιμα ή όχι εμπλέκεται στη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, δεν αποτελεί κριτήριο, για το ζήτημα που εδώ απασχολεί. Ότι ενδιαφέρει για την έκδοση ή όχι Δικαστικού εντάλματος του είδους, στο βαθμό τουλάχιστον που αφορά την ικανοποίηση της προϋπόθεσης που περιγράφεται στο άρθρο 23(1)(β) του Ν.92(Ι)/1996, είναι η ύπαρξη μαρτυρίας, γεγονότων και στοιχείων από τα οποία θα μπορούσε, αντικειμενικώς θεωρούμενων των πραγμάτων, να προκύψει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία του Αιτητή να συνδέεται ή να είναι συναφείς με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Με δεδομένο ότι ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου που εξέτασε την αίτηση και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, δεν διαπιστώνεται να έχει τεθεί οτιδήποτε για το ειδικότερο πιο πάνω ζήτημα, ικανό να καλύψει την ως άνω προϋπόθεση, η νομιμότητα της έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, αναπόδραστα, εκθεμελιώνεται».
Με αυτή την τοποθέτηση, χωρίς να λεχθούν πολλά και σημειώνοντας πως δεν αρκούν απλά οι υποθέσεις της Αστυνομίας, χωρίς στοιχεία, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε προνομιακό ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρώνεται διάταγμα, ημερομηνίας 22.09.2023, που αφορούσε πρόσβαση στο περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας υπόπτου, που είχε συλληφθεί για υπόθεση ναρκωτικών. Μάλιστα, το Ανώτατο υπέδειξε πως χωρίς την παράθεση γεγονότων που να διασυνδέουν μια συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία με το υπό διερεύνηση αδίκημα, φαίνεται να κινείται εκτός του γράμματος και του πνεύματος του νόμου, ελλοχεύοντας παράλληλα κινδύνους εκτροπής, από τις σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση, μετά από πληροφορία που έφθασε στην ΥΚΑΝ, ο ύποπτος είχε τεθεί υπό παρακολούθηση, ενώ όταν ανακόπηκε για έρευνα, στην κατοχή του εντοπίστηκε ποσότητα κάνναβης, καθώς και άλλα τεκμήρια, όπως επίσης διάφορα σχετικά τεκμήρια εντοπίστηκαν και στην οικία του. Μετά τη σύλληψη του και στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης, η ΥΚΑΝ ζήτησε και εξασφάλισε ένταλμα για εξουσιοδότηση της πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης όσων δεδομένων αποτελούν καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, λέγοντας πως «η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του περιεχομένου επικοινωνίας ενδέχεται να βοηθήσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης, αφού ενδέχεται να καταδείξουν περαιτέρω πρόσωπα που βοήθησαν ή μετείχαν στην συναλλαγή, μεταφορά και προμήθεια των ναρκωτικών».
Ένσταση Εισαγγελέα
Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, καταχώρησε ένσταση σχετικά με το αίτημα της υπεράσπισης του υπόπτου (σ.σ εκπροσωπείτο από Α. Χρίστου, Ν. Ζένιου και Μ. Καζάκο, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.), για ακύρωση του σχετικού εντάλματος, εκφράζοντας την θέση πως το προσβαλλόμενο δικαστικό ένταλμα, εκδόθηκε ορθά, νομότυπα και/ή σύννομα, καθότι συνέτρεχαν όλες οι εκ του νόμου απαραίτητες προϋποθέσεις προς τούτο. Επιπρόσθετα, η δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας, Έρια Παπαλοΐζου, ανέφερε πως «η έκδοση του επίδικου δικαστικού εντάλματος, υπό τις περιστάσεις, ήταν καθόλα δικαιολογημένη ενώ η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, επαρκώς αιτιολογημένη. Από την τεθείσα ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία, προβάλλεται, προέκυπτε η απαιτούμενη εύλογη υποψία, που δικαιολογούσε πλήρως το αίτημα της αστυνομίας για έκδοση του επίδικου διατάγματος. Το Κατώτερο Δικαστήριο, υποδεικνύεται, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια προχώρησε στην έκδοση του εν λόγω εντάλματος, λαμβάνοντας υπόψιν και αξιολογώντας αντικειμενικά τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούσαν τη συγκεκριμένη ποινική διερεύνηση».
Επίσης, η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, διερωτήθηκε: «Με ποιο άλλο τρόπο, αν όχι με τη χρήση του κινητού του τηλεφώνου, θα μπορούσε να γίνεται η διευθέτηση της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών από τον Αιτητή; Με ποιόν άλλο τρόπο θα μπορούσε η Αστυνομία να διερευνήσει εμπλοκή άλλων προσώπων για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, αν όχι με την πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία των εμπλεκομένων; Από πού αλλού δύναται να εντοπίσει και/ή αντλήσει μαρτυρία η Αστυνομία από την οποία να προκύπτει διασύνδεση του Αιτητή και άλλων με την διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, αφού τέτοια μαρτυρία μόνο από το ίδιο το περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας μπορεί εύλογα να προκύψει;». Επέμενε, παράλληλα, ότι το Δικαστήριο έκρινε αντικειμενικά και όχι με μηχανιστικό τρόπο το δικαιολογημένο του αιτήματος για έκδοση του επίδικου διατάγματος, καταγράφοντας επί τούτου την ικανοποίηση του για την ύπαρξη εύλογη υποψίας ή πιθανότητας η ιδιωτική επικοινωνία για την οποία ζητήθηκε η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη, να συνδέεται ή να είναι συναφής με το υπό διερεύνηση σοβαρό αδίκημα.
Επιπρόσθετα, η δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας, κάλεσε το Ανώτατο «να μην θεωρήσει ως δεσμευτικό προηγούμενο σχετική πρωτόδικη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, σε υπόθεση στην οποία ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έφερε ένσταση στον παραμερισμό σχετικού εντάλματος, ενόψει του γεγονότος, ως κρίθηκε τελικά και από το Δικαστήριο, ότι δεν τέθηκε μαρτυρία, η οποία να συνηγορούσε πως ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου είχε τεθεί τέτοια μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος του είδους, για τον ίδιο ουσιαστικά λόγο που προβάλλεται από τον Αιτητή στην παρούσα».
Δεν αρκούν οι υποθέσεις, έδειξε κίνδυνο εκτροπής
Ωστόσο, αντίθετη με τη θέση που εκφράστηκε από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα, ήταν η θέση του Ανωτάτου, το οποίο παρέπεμψε στους περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμους του 1996, (Ν. 92(Ι)/1996), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί το 2015, αναλύοντας τις απαιτήσεις που θα πρέπει να ικανοποιούνται, ώστε να εκδοθεί σχετικό ένταλμα.
(α) να υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκηµα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της ∆ημοκρατίας.
(β) να υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής µε το αδίκηµα ή µε τον κίνδυνο για την ασφάλεια της ∆ηµοκρατίας.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Στην απόφαση του το Ανώτατο, σημειώνει πως μπορεί να παρέχεται η δυνατότητα «παρέμβασης» στο Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιωτικής επικοινωνίας, ωστόσο αυτό είναι επιτρεπτό μόνο κατόπιν Δικαστικού διατάγματος και εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που το ίδιο το Σύνταγμα και η σχετική νομοθεσία καθορίζουν. Μία εκ των αναγκαίων και επιτακτικών προϋποθέσεων για την επιτυχία τέτοιου αιτήματος, είναι να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφείς με το υπό διερεύνηση αδίκημα (άρθρο 23(1)(β) του Ν.92(Ι)/1996).
«Το πώς θα προκύψει αυτή η εύλογη υποψία ή πιθανότητα, είναι ζήτημα πραγματικό. Είναι, συνακόλουθα, αναγκαίο να τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου τέτοια γεγονότα, μαρτυρία ή στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η ως άνω εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία για την οποία ζητείται η πρόσβαση, συνδέεται ή είναι συναφείς με το υπό διερεύνηση αδίκημα», ανέφερε το Ανώτατο, το οποίο έκρινε πως στην συγκεκριμένη περίπτωση, «οι υποθέσεις και μόνο εκ μέρους της Αστυνομίας ότι για τη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, ο Αιτητής θα πρέπει να χρησιμοποιούσε τα κατασχεθέντα κινητά τηλέφωνα, όπως και οι συμπερασματικές απολήξεις εκ μέρους της προς τούτο, άνευ άλλου τινός και απογυμνωμένες από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που θα επέτρεπαν και θα δικαιολογούσαν, αντικειμενικώς θεωρούμενων των πραγμάτων στην ικανοποίηση της ως άνω προϋπόθεσης, δεν είναι αρκετές προς τούτο».
Περαιτέρω, το Ανώτατο υπέδειξε πως «ούτε τα ρητορικά ερωτήματα τα οποία επιστρατεύτηκαν από την πλευρά της ομνύουσας και κατ' επέκταση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, τα οποία σχετίζονται με την δυνατότητα και τις δυσκολίες ως γίνεται κατανοητό που προκύπτουν στη διερεύνηση του αδικήματος κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, δύνανται να αποτελέσουν κριτήριο για την έκδοση ή μη εντάλματος του είδους. Τούτο, δεν αποτελεί ζήτημα που ο νομοθέτης καθιέρωσε ως κριτήριο, για την έγκριση ή μη αιτήματος του είδους. Ομοίως δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί η θέση για το αυταπόδεικτο του αιτιολογημένου της έκδοσης διαταγμάτων του είδους, στις περιπτώσεις που διερευνάται η εμπλοκή άλλων προσώπων για το αδίκημα της κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών. Μια τέτοια προσέγγιση, χωρίς την παράθεση γεγονότων που να διασυνδέουν μια συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία με το υπό διερεύνηση αδίκημα, φαίνεται να κινείται εκτός του γράμματος και του πνεύματος του νόμου, ελλοχεύοντας παράλληλα κινδύνους εκτροπής από το σκοπό που προφανώς επιχειρείται να εξυπηρετηθεί με τις σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος αλλά και του ειδικότερου πιο πάνω νόμου».