Γεφύρι της Άρτας οι προαγωγές στην Αστυνομία-Ακυρώθηκαν άλλες 49 από το Δικαστήριο
15:00 - 07 Σεπτεμβρίου 2023
Χωρίς τέλος το σήριαλ με τις προαγωγές στην Αστυνομία, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε γεφύρι της Άρτας, αφού αρκετές δίνονται από τον εκάστοτε Αρχηγό και Υπουργό Δικαιοσύνης, ωστόσο αρκετές από αυτές γκρεμίζονται από το Διοικητικό Δικαστήριο, μετά από προσφυγές άλλων αστυνομικών που έμειναν πίσω.
Στις άλλες τόσες αποφάσεις που το Δικαστήριο ακύρωνε προαγωγές, που δεν είναι λίγες, ήρθε να προστεθεί άλλη μια, ημερομηνίας 1 Σεπτεμβρίου 2023, με την οποία ακυρώνονται 49 προαγωγές μελών της Αστυνομίας στον βαθμό του Υπαστυνόμου, οι οποίες δόθηκαν τον Δεκέμβριο του 2017.
Συγκεκριμένα, έντεκα μέλη της Αστυνομίας στράφηκαν κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της πεν λόγω απόφασης, προσβάλλοντας την προαγωγή των 49 μελών της Αστυνομίας αντ’ αυτών στην επίδικη θέση.
Το Δικαστήριο, στην βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του από όλες τις πλευρές, εντόπισε ότι το Συμβούλιο Κρίσεως δεν τήρησε τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(4)(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών ο οποίος ορίζει: «Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται».
Όπως προκύπτει, το Συμβούλιο Κρίσεως, σε συνεδρία του, καθόρισε τη διαδικασία που θα ακολουθείτο κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης των υποψηφίων. Συγκεκριμένα αποφάσισε το εξής: «(ε) Στην περίπτωση που ένας υποψήφιος αποτύχει εντελώς να απαντήσει, θα βαθμολογείται με μηδέν. Αν απαντήσει μέρος της ερώτησης, τότε θα βαθμολογείται με το ανάλογο ποσοστό, βάσει της κατανομής της βαθμολογίας στα προκαθορισμένα σημεία της κάθε απάντησης και θα δίδεται σχετική αιτιολογία, για την εν λόγω βαθμολόγηση».
Παρατηρείται ότι, παρά τη σαφή θέση του Συμβουλίου Κρίσεως ότι «θα δίδεται σχετική αιτιολογία» για τη βαθμολόγηση, με το ανάλογο ποσοστό στη περίπτωση που υποψήφιος απαντήσει μέρος της ερώτησης, εντούτοις, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε αιτιολογία.
Δεδομένου ότι ο ίδιος ο κανονιστικός νομοθέτης ρητά επιτάσσει την ανάγκη για αιτιολογία της γενικής εντύπωσης του Συμβουλίου, όσον αφορά την απόδοση της προφορικής συνέντευξης, αυτή η απαίτηση θα πρέπει να ικανοποιείται, ωστόσο αυτό δεν έγινε στην παρούσα, σύμφωνα με τα όσα καταλήγει το Δικαστήριο, το οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Εν προκειμένω, προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους και ειδικότερα από τα έντυπα αξιολόγησης των υποψηφίων, ότι, σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται μεν ο μέσος όρος της βαθμολογίας που εξασφάλισε ο κάθε υποψήφιος, χωρίς ωστόσο να δίδεται αιτιολογία σε σχέση με τη γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως, κατά παράβαση της ρητής απαίτησης του προεκτεθέντος Κανονισμού 9(4)(β). Σαφώς και εκφεύγει του ελέγχου του παρόντος Δικαστήριο η νοητική διεργασία των μελών του Συμβουλίου Κρίσεως, στη βάση της οποίας βαθμολόγησαν τους υποψηφίους, ωστόσο, δεδομένου ότι ο ίδιος ο κανονιστικός νομοθέτης ρητά επιτάσσει την ανάγκη για για αιτιολογία της γενικής εντύπωσης του Συμβουλίου όσον αφορά την απόδοση της προφορικής συνέντευξης, αυτή η απαίτηση θα πρέπει να ικανοποιείται και αυτό δεν έγινε στην παρούσα».
Στις περιπτώσεις όπου νομοθετικά επιβλήθηκε η ανάγκη για αιτιολογία της γενικής εντύπωσης, κρίθηκε, σε υποθέσεις που αφορούσαν διορισμούς από την ΕΔΥ, πως η απόδοση των χαρακτηρισμών «εξαίρετος», «πάρα πολύ καλός» κλπ, με αναφορά στην ορθότητα των απαντήσεων που έδιδαν οι υποψήφιοι, δεν ήταν επαρκής, καθότι δεν ήταν εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Παραπέμποντας στη νομολογία, το Δικαστήριο υπέδιεξε πως, «η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται». Δηλαδή, ο νόμος απαιτεί ρητή αιτιολογία της γενικής εντύπωσης, ενώ η νομολογία εξηγεί τί είναι που συνιστά μια τέτοια αιτιολογία και τί όχι. Υποδεικνύεται περαιτέρω ότι πρέπει να δίνονται οι λόγοι για τη γενική εντύπωση, που σημαίνει, όπως τέθηκε νομολογιακά, τον «προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων» που τη δικαιολογούν. Και, βέβαια, όπως επίσης λέχθηκε νομολογιακά, «το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους».
Όπως αναφέρεται, «εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Είναι σ' αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση».
Καταλήγοντας το Δικαστήριο είπε ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί πάσχουσας αιτιολόγησης της κρίσης του Συμβουλίου Κρίσεως κατά την ενώπιον του προφορική συνέντευξη των υποψηφίων, κρίνεται βάσιμος, εφόσον, πράγματι, στερείται επαρκούς αιτιολογίας η υπό του Συμβουλίου Κρίσεως δοθείσα βαθμολογία, με μόνη τη μονογραφή των σημείων V και X, από τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου, αναλόγως της απάντησης που δόθηκε στις επιμέρους ερωτήσεις, που οδήγησαν στην βαθμολογία που εξασφάλισαν οι υποψήφιοι.
Πληρώνει τα σπασμένα ο φορολογούμενος πολίτης
Κάνοντας τη δική του ανάγνωση στη εν λόγω απόφαση, ο δικηγόρος Δημήτρης Απαισιώτης, θέλησε να τονίσει αρχικά πως πρόκειται για προσφυγή που καταχωρήθηκε το 2018, ωστόσο η απόφαση εκδόθηκε το 2023, ενώ επιδικάστηκαν €1300 έξοδα υπέρ των αιτητών σε κάθε προσφυγή. Δηλαδή, όπως εξηγεί, «έκανε το λάθος το Συμβούλιο Κρίσεως της Αστυνομίας αλλά τα επιδικασθέντα έξοδα (1300 Χ 8 = €10.400) θα τα πληρώσει ο φορολογούμενος πολίτης».
Παράλληλα, ο κ. Απαισιώτης ανέφερε πως «από την 1/9/2023, 49 Υπαστυνόμοι, είναι πλέον Λοχίες. Κάποιοι από αυτούς μέχρι πριν την 1/9/2023 ήταν επικεφαλής Τμημάτων. Την 2/9/2023 θα πρέπει να γίνουν μετακινήσεις και μεταθέσεις, καθότι οι «πρώην» υπεύθυνοι δεν θα είναι σε θέση να βρίσκονται στην θέση που κατείχαν ως αξιωματικοί, λόγω απώλειας της προαγωγής τους αλλά και επειδή είναι ενάντια σε Αστυνομικές Διατάξεις».
Την ίδια ώρα ο νομικός, επαναφέρει το ζήτημα που προκύπτει με την μισθοδοσία, όπως αυτό τέθηκε ξανά μετά από διάφορες αποφάσεις. Όπως αναφέρει ο κ. Απαισιώτης, «τον Δεκέμβριο 2017 προήγαγε ο εργοδότης τους 49 μέλη. Διατηρούσαν βαθμό αξιωματικού για σχεδόν έξι χρόνια και λάμβαναν την ανάλογη μισθοδοσία του βαθμού που κατείχαν. Την 2/9/2023 επέστρεψαν στον προηγούμενο βαθμό που κατείχαν, αυτό του Λοχία. Λόγω υπαιτιότητας του Συμβουλίου Κρίσεων, που δεν διάβασε τον Κανονισμό 9(4)(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών και που δεν τήρησε το ίδιο το Συμβούλιο αυτά που αποφάσισε σε συνεδρία του, δηλαδή να δίδει σχετική αιτιολογία, για την εν λόγω βαθμολόγηση».
Ο Δημήτρης Απαισιώτης θέλησε να τονίσει το γεγονός ότι κάθε μήνα εκδίδονται αποφάσεις από το Διοικητικό Δικαστήριο, με το οποίο ακυρώνονται προαγωγές μελών της Αστυνομίας, σε όλους τους βαθμούς. «Τα ίδια λάθη επαναλαμβάνονται. Δεν έγινε κατορθωτό μέχρι σήμερα να συσταθεί, ένα Συμβούλιο Κρίσεως ή μια Επιτροπή που να διαβάσει τους περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμούς και να τους τηρήσει. Αν έχει αμφιβολία για το πώς πρέπει να τηρηθεί ένας Κανονισμός να ζητήσει γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα. Μέχρι και σήμερα δεν εργαλειοποιήθηκε από την Αστυνομία οποιαδήποτε απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία ακύρωσε προαγωγές. Υπάρχουν ακυρώσεις προαγωγών μελών της Αστυνομίας εδώ και 30 χρόνια. Δηλαδή, δεν μαθαίνουν από τα προηγούμενα λάθη τους και καταλήγουν να τα επαναλαμβάνουν. Ούτε έχουν γίνει μέχρι σήμερα οποιεσδήποτε πειθαρχικές διώξεις εναντίον Συμβουλίων Κρίσεων ή Επιτροπών. Αφού λόγω δικών τους λαθών, επειδή δεν διάβασαν Κανονισμό ή δεν τήρησαν αυτά που οι ίδιοι αποφάσισαν, ακυρώνονται προαγωγές μελών της Αστυνομίας. Τελικό συμπέρασμα. Κάθε μέλος της Αστυνομίας που προάχθηκε, γνωρίζει ότι άλλο μέλος θα προσβάλει την προαγωγή του και θα την ακυρώσει».