Εναντίον της υποχρεωτικής παρουσίας αξιωματούχων στη Βουλή ο Σαββίδης
12:53 - 27 Σεπτεμβρίου 2023
Την αντίθεση του με την πρόταση Νόμου που κατέθεσαν επτά βουλευτές για την υποχρέωση των κρατικών αξιωματούχων, όπως είναι υπουργοί, μέλη των ΔΣ και ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, να παρουσιάζονται ενώπιον των επιτροπών της Βουλής, όταν προσκαλούνται, εξέφρασε ενώπιον της επιτροπής Νομικών, ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης.
Ο κ. Σαββίδης, υπέδειξε στους βουλευτές, ότι η προσπάθεια τους να εντάξουν τους υπουργούς, τον ίδιο και τον Βοηθό του και τους ανεξάρτητους αξιωματούχους, σε μια τέτοια υποχρέωση να λογοδοτούν στη Βουή, κατά τη γνώμη του είναι αντισυνταγματική.
Υπενθυμίζεται ότι η συγκεκριμένη πρόταση Νόμου κατατέθηκε από την Ειρήνη Χαραλαμπίδου και συνυπογράφεται από τους Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, Χρύση Παντελίδη, Χρύσανθο Σαββίδη, Χρίστο Σενέκκη, Σταύρο Παπαδούρη και Κωστή Ευσταθίου και προβλέπει τροποποίηση της Νομιθεσίας, έτσι ώστε να καταστήσουν υποχρεωτική την παρουσία των αξιωματούχων στη Βουλή, όπως επίσης και την παράθεση στοιχείων που ζητούνται. Μάλιστα η πρόταση Νόμου προβλέπει κυρώσεις, για όσους αποφεύγουν να παραστούν στη Βουλή.
Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την πρόταση Νόμου σημειώνεται πως, «σκοπός της παρούσας πρότασης νόμου είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, ειδικά μετά τη θέση της κυβέρνησης, στη βάση σχετικής γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι οι υπουργοί της κυβέρνησης δεν υπόκεινται στον κοινοβουλευτικό έλεγχο και δεν είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται ενώπιον των κοινοβουλευτικών επιτροπών, σε αντίθεση με την καθιερωμένη πρακτική των τελευταίων δεκαετιών».
Ενώπιον της επιτροπής Νομικών, σήμερα βρέθηκε και ο Γενικός Ελεγκτής, Οδυσσέας Μιχαηλίδης, ο οποίος από την πλευρά του έστειλε το μήνυμα πως συμφωνεί με την πρόταση Νόμου, ενώ υπογράμμισε πως θεωρεί ότι ο Γενικός Ελεγκτής πρέπει να παρίσταται όταν του ζητηθεί στη Βουλή.
«Πρέπει να υπάρχει νόμος για να μην είναι στην βούληση των ανθρώπων. Βρήκαμε τις γνωματεύσεις που βρίσκονται στο σύγγραμμα του κ. Κόμπου, που κατέγραψαν τις γνωματεύσεις του Κρίτωνα Τορναρίτη. Ανατρέξαμε στα δύο πρακτικά της Βουλής και θα σας πω ότι η υφιστάμενη νομοθεσία, που ήρθε από πρόταση νόμου ήταν του 1985 και εγγράφηκε από τη Στέλλα Σουλιώτου».
Και πρόσθεσε: «Δεν είναι μία πρόταση Νόμου που την έγραψαν δύο βουλευτές. Όπως προκύπτει από τις γνωματεύσεις του Κρίτωνα Τορναρίτη και τα πρακτικά, το νομικό θέμα είναι ότι υπάρχουν δύο Νόμοι. Ο ένας είναι για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, που τουλάχιστον στο παρελθόν η θέση όλων είναι ότι δεν ασκούσε έλεγχο η Βουλή», εξήγησε.
Πάντως ο Γιώργος Σαββίδης ανέφερε πως «πρόθεση των υπουργών είναι να παρευρίσκονται στις Επιτροπές της Βουλής και δεν είναι Αντισυνταγματικό», ενώ αναφερόμενος στον δικό του ρόλο, υπενθύμισε ότι η Βουλή λίγο πριν τις εκλογές, επιχείρησε να ελέγξει τον ρόλο του Εισαγγελέα, με Νόμο που αργότερα ακυρώθηκε από το Ανώτατο, το οποίο αναφέρει ότι «η άσκηση της εργασίας του Εισαγγελέα, δεν υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο».
Από πλευράς Κυβέρνησης πάντως, η Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου ανέφερε πως, «η θέση της Κυβέρνησης είναι να υπάρχει αγαστή συνεργασία με τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι οδηγίες που δόθηκαν προς όλους είναι να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις των Επιτροπών, στο μέτρο του εφικτού. Αυτή η πρόταση έχει αποδειχτεί έμπρακτα με την παρουσία των υπουργών στις Επιτροπές, με μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις απουσιών, λόγω πρακτικών δυσκολιών», είπε, ενώ παρέπεμψε και στις αναφορές του Γιώργου Σαββίδη.
Από πλευράς υπουργείου Δικαιοσύνης, υποδείχθηκε πως το θέμα είναι Συνταγματικό και νομικό, όπως το ανέπτυξε ο Γενικός Εισαγγελέας. «Θέλω να πω ότι υπάρχει αγαστή συνεργασία της υπουργού με τη Βουλή και το θέμα ανέπτυξε η υπουργός, η οποία στην πρώτη παρουσία της εδώ ζήτησε να υπάρχει συνεργασία», ανέφερε.
Το θέμα αναμένεται να απασχολήσει και επόμενες συνεδρίες της επιτροπής Νομικών της Βουλής.
Οι θέσεις των Βουλευτών
Σε δηλώσεις του ο Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών, Κοινοβουλευτικός του ΔΗΣΥ, Νίκος Τορναρίτης, είπε ότι θα πρέπει να γίνει μία συζήτηση για τη θεσμοθέτηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά υπογράμμισε ότι η Βουλή εν γένει, πρέπει να λειτουργεί με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας», προσθέτοντας ότι «για να υπερασπιστούμε την ίδια τη δημοκρατία μας πρέπει πρώτα και πάνω από όλα θα υπερασπιστούμε το Σύνταγμα», και υπενθυμίζοντας τη διάκριση των εξουσιών που υφίσταται στην προεδρική δημοκρατία της Κύπρου.
Ο κ. Τορναρίτης είπε ότι δεν μπορεί η Βουλή να υποχρεώσει τους Υπουργούς να παραστούν ενώπιον μιας Επιτροπής ή ακόμα και να καταθέσουν έγγραφα. Σημείωσε ότι ο ΔΗΣΥ δεν υποστηρίζει την πρόταση νόμου, που κατατέθηκε στην Επιτροπή, λόγω αντισυνταγματικότητας και πρόσθεσε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, παρέθεσε «σωρεία γνωματεύσεων που αποκλείουν τη συγκεκριμένη πρόταση».
«Δεν μπορούμε να δεχτούμε τη συμπερίληψη του Γενικού Εισαγγελέα ή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε αυτή τη συζήτηση», συνέχισε ο κ. Τορναρίτης, είπε όμως ότι «η διαφάνεια, η σύγχρονη σκέψη πολιτική σκέψη λέει ότι οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν και οι πολιτικοί είναι υπόχρεοι να ενημερώνουν τους πολίτες» και ότι γι’ αυτό πρέπει να γίνει μία συζήτηση, ώστε να θεσμοθετηθεί κάτι τέτοιο. Διαβεβαίωσε ότι «η Νομική Υπηρεσία είναι πάντοτε παρούσα είναι απόλυτα υποβοηθητική και στις προτάσεις νόμου, άρα στην πράξη σε πολύ μεγάλο επίπεδο ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται».
Σε ερώτηση για το τι θα συνεπαγόταν η άρνηση Υπουργού να παρουσιάσει έγγραφα στην Επιτροπή, όπως η έκθεση γεγονότων για τη Χλώρακα που αναμένεται τώρα από την Υπουργό Δικαιοσύνης, ο κ. Τορναρίτης είπε ότι αυτό θα σήμαινε «σοβαρή πολιτική τοποθέτηση», προσθέτοντας ότι «ο λαός αποφασίζει για τη δική μας τύχη, είτε ημών των βουλευτών είτε των υπουργών, γιατί αν υπάρξει σοβαρή λαϊκή δυσαρέσκεια προς έναν Υπουργό, τότε θα λάβει σοβαρά υπόψη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τι πιστεύει ο κόσμος».
Η Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, εκ των εισηγητών της πρότασης νόμου, την οποία συνυπογράφουν άλλοι έξι βουλευτές από διαφορετικά κόμμα, είπε ότι η κατάθεσή της κρίθηκε αναγκαία όταν το Δεκέμβρη του 2020 ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Νίκος Νουρής κατέθεσε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα στην Επιτροπή Ελέγχου, ότι οι Υπουργοί δεν είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται ενώπιον του Κοινοβουλίου ή να καταθέτουν στοιχεία.
Είπε ότι είναι ανησυχητική η θέση που εξέφρασε ο Γενικός Εισαγγελέας «ότι η Βουλή δεν μπορεί να ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που εμείς ως βουλευτές κατανοούμε ότι μπορούμε να ασκούμε», όπως ανέφερε. «Αυτό τι σημαίνει, σημαίνει από απονευρώνεται τελείως η Βουλή και ότι ο ρόλος μας ακούμπα τα όρια του διακοσμητικού παράγοντα στην πολιτική ζωή», σημείωσε. «Δεν μπορεί μία κοινωνία να μένει δέσμια γνωματεύσεων και ερμηνειών του 1975-1977», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «το ζητούμενο σήμερα είναι η διαφάνεια, είναι η χρηστή διαχείριση της καθημερινότητας στην πολιτική».
Εξήγησε ότι σύμφωνα με τον νόμο του 1985, ανεξάρτητοι αξιωματούχοι είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται ενώπιον της Βουλής, όχι όμως ο Πρόεδρος της ΕΔΥ και μέλη Διοικητικών Συμβουλίων.
«Θεωρούμενο ότι σε μία σύγχρονη κοινωνία ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι υψίστης σημασίας, οι υπουργοί δεν μπορεί να επιλέγουν πότε θα εμφανιστούν ενώπιον του κοινοβουλίου, και αν ένα θέμα δυσχεραίνει την πολιτική τους θέση να αποφασίζουν να μην εμφανιστούν, αλλά αν άλλο θέμα προάγει και προβάλλει το έργο τους να εμφανίζονται πρόθυμοι να το παρουσιάσουν». Υπογράμμισε ότι η συζήτηση αυτή θα πρέπει να ανοίξει σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων.
Όσον αφορά το ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, είπε ότι οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα δεδομένου και του συντάγματος δεν μπορούν να ελεγχθούν, αλλά διερωτήθηκε ποιο θα ήταν το πρόβλημα να ενημερώσει το κοινοβούλιο για το μέγεθος των δαπανών που Κυπριακή Δημοκρατία καταβάλλει σε ξένους νομικούς οίκους, προκειμένου να υπερασπιστούν υποθέσεις σε διεθνή δικαστήρια. Σημείωσε ότι πρότεινε, για να προχωρήσει η πρόταση νόμου, να αφαιρεθεί ο Γενικός Εισαγγελέας από όλες τις πρόνοιες του κειμένου και να εστιάσει η πρόταση στη συμπερίληψη των Υπουργών.
Η Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, εκ των Βουλευτών που συνυπέγραψαν την πρόταση νόμου, είπε ότι «ο κοινοβουλευτικός έλεγχος και μπορεί και πρέπει να ασκείται πιο αποτελεσματικά, ώστε να διασφαλίζεται περισσότερη διαφάνεια την οποία η κοινωνία των πολιτών απαιτεί, αλλά και την οποία ο τόπος έχει ανάγκη».
Διευκρίνισε ότι «ο σκοπός μας δεν είναι να στήνουμε λαϊκά δικαστήρια στο κοινοβούλιο» και ανέδειξε ως προτεραιότητα μέσω αυτής της πρότασης «να εξασφαλίσουμε ότι θα γίνονται σεβαστές οι διαδικασίες της Βουλής, να ενισχυθεί ο ρόλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και ταυτόχρονα να διατηρηθεί το κύρος και η αξιοπιστία του κοινοβουλευτικού ελέγχου». Επεσήμανε ότι ο έλεγχος πρέπει πάντοτε να γίνεται μέσα στα συνταγματικά πλαίσια και στη διατήρηση των νομών και των κανονισμών που διέπουν τη λειτουργία του κράτους.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, είπε ότι «ο οποιοσδήποτε νόμος, περιλαμβανομένου και του νόμου 21 του 1985, εφόσον δεν έχει αμφισβητηθεί ή κριθεί αντισυνταγματικός από το δικαστήριο, τότε ισχύει και τεκμαίρεται ότι είναι συνταγματικός μέχρι αποδείξεως αυτού».
Σε ερώτηση κατά πόσο διαβλέπει να είναι εφικτό να βρεθούν νομικές ρυθμίσεις, που θα δεσμεύουν τους Υπουργούς να παρίστανται στη Βουλή, είπε ότι είναι μία νομική συζήτηση, που θα πρέπει να συνεχιστεί σε ένα πνεύμα συνεννόησης και σωστής νομικής ανάλυσης, ώστε να μην υπάρξουν «παρατράγουδα» στην πορεία. «Οι καιροί στους οποίους ζούμε, απαιτούν την όσο δυνατόν μεγαλύτερη δημόσια λογοδοσία όλων των αξιωματούχων», είπε.
«Ως ΔΗΚΟ δεν έχουμε καμία ένσταση να υποστηρίξουμε αυτή τη διαδικασία, δεν έχουμε καμία αναστολή να πούμε ότι αυτή είναι και η δική μας πολιτική θέση, για την εξυπηρέτηση των καλώς νοούμενων συμφερόντων της κοινωνίας και του κράτους, και όχι ως εφαλτήριο για να κάνουμε ανέξοδες, αλλά συνταρακτικές συζητήσεις, είτε από τη Βουλή, είτε από την τηλεόραση, είτε στον δημόσιο διάλογο», κατέληξε.
Σε ερώτηση αν μία τέτοια αλλαγή στη νομοθεσία αλλάζει τη φυσιογνωμία του Συντάγματος, υπογράμμισε ότι δεν είναι μία απλή συζήτηση, αλλά ότι θα πρέπει να εξεταστούν όλες οι πτυχές και σημείωσε ότι η πρόταση νόμου θα μπορούσε να αλλάξει, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι στην πορεία δεν θα υπάρξουν παρενέργειες.
Με τη σειρά του, ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Πανίκος Λεωνίδου, σημείωσε ότι το άρθρο 1 του Συντάγματος καθορίζει με σαφήνεια το σύστημα άσκησης εξουσίας ως προεδρική δημοκρατία, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για υποχρεωτικό άρθρο, το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει με τροποποίηση του Συντάγματος. Διευκρίνισε, ακόμα, ότι το άρθρο 79 καθορίζει τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση των Υπουργών να παρίστανται στο Κοινοβούλιο στο πλαίσιο άσκησης ελέγχου.
«Η άποψή μας είναι ότι ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου που γίνεται σήμερα είναι ξεκάθαρο ότι έχει δημιουργήσει μία συνταγματική πρακτική, δηλαδή οι Υπουργοί και όλοι οι θεσμοί του Κράτους να έρχονται στη Βουλή για άσκηση του ελέγχου που απαιτούν οι Βουλευτές και τα θέσμια», πρόσθεσε ο κ. Λεωνίδου.
«Είμαστε ανοιχτοί και είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε κι άλλες πτυχές αυτής της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, γιατί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι το μέσο με το οποίο ενισχύεται η δημοκρατία, ενισχύεται η διαφάνεια, ενισχύεται το κράτος δικαίου», κατέληξε.
Εξάλλου, κατά τη συνεδρίαση, ο Βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων, Χαράλαμπος Θεοπέμπτου, υποστήριξε ότι θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να λειτουργήσει θεσμοθετημένα ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, υπογραμμίζοντας ότι χρειάζεται διαφάνεια στη λειτουργία του κράτους.