Το «παιδί θαύμα» της Αραδίππου-Οι επιρροές από την παράδοση και τα βήματα προς την κλασική μουσική
14:00 - 24 Σεπτεμβρίου 2023
Την Άντρια μπορείς να την βρεις να ρεμβάζει στο μπαλκόνι μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της μεγάλης της οικογένειας και να τραγουδά παραδοσιακά κυπριακά τραγούδια. Τραγούδησε όμως κλασική μουσική ή όπερα στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο της Ακρόπολης ακόμη και στο Katharinenkirche στο Braunschwieg της Γερμανίας. Η μουσική πορεία της κάνει υπερήφανη, τόσο την οικογένειά της, όσο και την κοινότητά της, την Αραδίππου, για αυτό και κάθε χρόνο λαμβάνει μέρος στις βραδιές μουσικής.
Η κλίση της προς την μουσική, φάνηκε από πολύ μικρή ηλικία. «Παιδί θαύμα», θα μπορούσε να την χαρακτηρίσεις, αφού από την ηλικία των επτά ετών, έπαιζε μελωδίες σε ένα παλιό αρμόνιο που υπήρχε στο σπίτι, χωρίς να διδαχθεί ποτέ. Σε ηλικία εννέα ετών και μετά από παρότρυνση της γιαγιάς της, επίσης τραγουδίστρια, άρχισε μαθήματα βιολιού. Έτσι μπήκε στην ζωή της μια και καλή, η κλασική μουσική.
Μεγαλώνοντας ήξερε πως οι επιλογές της για το μέλλον ήταν μονόδρομος. Όλα είχαν την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή την επαγγελματική της ενασχόληση με την μουσική. Έτσι και έγινε. Σπούδασε Διεύθυνση Χορωδίας στη Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε ιδιαίτερα μαθήματα μονωδίας. Από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε για σπουδές στο τραγούδι στην Μουσική Ακαδημία του Ανόβερου, τραγούδησε σε σημαντικές μουσικές σκηνές ως υψίφωνος, ενώ τώρα ετοιμάζεται να συνεχίσει τις σπουδές της στο Βερολίνο στο Πανεπιστήμιο των Τεχνών. Ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.
Η πορεία της φαίνεται να ήταν προδιαγεγραμμένη, αφού όπως η ίδια εξιστορεί στον REPORTER, είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια οικογένεια με πλούσια πολιτιστική παρακαταθήκη στην παράδοση της Κύπρου. Μεγαλύτερή της επιρροή ήταν η γιαγιά της, η οποία ήταν μέλος σε τρεις χορωδίες και παρακολουθούσε όλες τις πρόβες της για πολλά χρόνια. Λάτρεις της μουσικής ήταν και οι γονείς της. «Η γιαγιά μου συμμετείχε στον διαγωνισμό του μπάλου στον κατακλυσμό και σε διάφορα άλλα μουσικά φεστιβάλ που είχαν να κάνουν με την παράδοση κι εγώ ήμουν πιστή συνοδοιπόρος. Η μητέρα μου, καθώς μεγάλωνε έξι παιδιά, δεν είχε την δυνατότητα να συμμετέχει σε χορωδίες εκείνη την εποχήμ όμως το τραγούδι την συνόδευε πάντα στο νοικοκυριό. Θυμάμαι να τραγουδά Βίκυ Μοσχολιού, Βίκυ Λέανδρο ακόμη και όταν έραβε στην ραπτομηχανή της. Από την άλλη, ο πατέρας μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Καζαντζίδη και στην λαϊκή μουσική. Στο σπίτι μας υπάρχουν πολλά μαγνητόφωνα, πικάπ και μεγάλα μεγάφωνα, τα οποία συνέλεγε και επισκεύαζε».
Από το οικογενειακό περιβάλλον της, έλαβα ερεθίσματα από διαφορετικά είδη μουσικής, ωστόσο για πολύ λίγο, όταν ήταν μικρή, είχε σκεφτεί να ακολουθήσει κάτι διαφορετικό πέραν της μουσικής. Το επάγγελμα της οδοντίατρου και το επάγγελμα της ψυχολόγου. «Επειδή όταν ήμουν Γ΄ δημοτικού επισκεπτόμουν κάθε βδομάδα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα την οδοντίατρο, είχα επηρεαστεί. Αυτή η σκέψη έπαψε γρήγορα να με απασχολεί. Επίσης είχε περάσει από το μυαλό μου στο Λύκειο, να ασχοληθώ και με την ψυχολογία, κάτι που ακόμη και τώρα το σκέφτομαι».
Η 26χρονη Άντρια είναι από τους ανθρώπους που πιστεύει ότι δεν είμαστε μόνο ένα πράγμα, αλλά της αρέσει να έχει και να αποκτά γνώσεις γύρω από πολλά ζητήματα. Για να μας το περιγράψει αυτό, μας παράθεσε ένα κομμάτι από το βιβλίο, «Τι είπε πραγματικά ο Γιουνγκ». Ότι δηλαδή «η κοινωνία ζητάει και περιμένει και πρέπει να περιμένει από το κάθε άτομο να παίξει το ρόλο που του έχει ανατεθεί όσο γίνεται πιο τέλεια, έτσι ένας άνδρας που γίνεται ιερέας, πρέπει να συνεχώς να παίζει το ρόλο του ιερέα, με αψεγάδιαστο τρόπο. Η κοινωνία το ζητάει αυτό σαν ένα είδος εξασφάλισης ο καθένας να είναι στο πόστο του, ο τσαγκάρης από εδώ κι ο ποιητής από εκεί. Δεν ζητάει από κανέναν να είναι και τα δύο… αυτό θα ήταν «παράξενο». Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ήταν διαφορετικός από τους άλλους, όχι αρκετά αξιόπιστος (…) με άλλα λόγια πάντοτε θα τον υποπτεύονται για αναξιοπιστία και ανικανότητα, γιατί η κοινωνία είναι βέβαιη πως μόνο ένας τσαγκάρης που δεν είναι ποιητής μπορεί να φτιάξει γερά παπούτσια».
Πριν από ένα χρόνο, η Άντρια βρισκόταν για σπουδές στην Μουσική Ακαδημία του Ανόβερου και ήταν μαέστρος σε ένα γυναικείο σύνολο και σε μια μικτή χορωδία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της σε Ελλάδα και εξωτερικό, τραγούδησε στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα, στο Katharinenkirche στο Braunschwieg της Γερμανίας, στο Herrenhäuser Kirche και Herrenhäuser Gärten στο Ανόβερο, στην Αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Το κλασικό τραγούδι για την ίδια είναι απελευθέρωση. Πώς όμως μπορεί να συνδυαστεί η όπερα με την παραδοσιακή μουσική που τόσο αγαπάει και από την οποία έχει επιρροές από μιρκή; Η ίδια μας απάντησε πως «είναι καθηλωτικός ο ήχος που παράγεται από την τεχνική του κλασικού τραγουδιού και καμιά φορά ασύλληπτο το πώς μπορεί το σώμα μας να παράγει αυτό το μεγαλείο. Το παραδοσιακό τραγούδι για μένα είναι αδυναμία. Είναι οι ρίζες μου, με αυτό μεγάλωσα και πάντα θα με ακολουθεί. Άρα δε μπορώ να επιλέξω ένα από τα δύο». Πρόκειται, όπως μας είπε για δύο πολύ διαφορετικούς κόσμους, που θα μπορούσαν να συνυπάρξουν. «Έχουν γίνει κάποιες μεταγραφές παραδοσιακών τραγουδιών για φωνή και πιάνο όπως τα «20 τραγούδια του ελληνικού λαού» του Γιάννη Κωνσταντινίδη και το κυπριακό τραγούδι «Η Τυλληρκώτισσα» για πιάνο και μεσόφωνο του κύπριου συνθέτη Έυη Σαμμούτη».
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων της δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσει διαφορετικές κουλτούρες και μπήκε πολλές φορές σε πειρασμό να συγκρίνει τα εκεί δεδομένα, με το νησί όπου μεγάλωσε. Την Κύπρο. Αυτό που της έκανε εντύπωση περισσότερο από τον κόσμο στο εξωτερικό είναι ο σεβασμός, η ευγένεια, η αίσθηση του ωραίου, η κατανόηση και η αποδοχή που έχει ο κόσμος για την τέχνη. «Στην Κύπρο ζούμε σε μια πολύ κλειστή κοινωνία και νιώθω ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε. Αυτό που μου δίνει ελπίδα είναι πως οι νέοι καλλιτέχνες που επιστρέφουν πίσω στην Κύπρο, φέρνουν μαζί τους αυτά που μαθαίνουν και ανοίγουν έτσι τον δρόμο και για εμάς που σκεφτόμαστε - στο μακρινό μέλλον- να γυρίσουμε πίσω», μας αναφέρει, ενώ σχετικά με τον εάν η Κύπρος είναι ένα μέρος που θα μπορούσε να ζήσει και να βιοποριστεί ένας μουσικός, η Άντρια είπε πως αυτό εξαρτάται από το τι θέλει να ακολουθήσει ένας μουσικός. «Εγώ ξέρω ότι θέλω να ασχοληθώ με την όπερα. Η όπερα στην Κύπρο δυστυχώς δεν υπάρχει όπως αυτή υφίσταται στο εξωτερικό. Από όσο ξέρω γίνονται κάποιες παραστάσεις, πολύ σπάνια. Αυτό δεν μπορεί να μου προσφέρει κάποια μονιμότητα ούτως ώστε να ζήσω από αυτό. Πιστεύω πως είναι κάτι που θα μπορούσα να κάνω η όπερα, δεδομένου ότι θα ζω στο εξωτερικό. Για μένα είναι σημαντικό να βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο νιώθω ασφάλεια και αποδοχή. Καμιά φορά ο ανταγωνισμός αυτού του χώρου γίνεται ψυχοφθόρος για πολλούς. Είμαι πολύ τυχερή που είχα για καθηγήτρια μου την Χαρούλα Γκλαβοπούλου, η οποία μου έμαθε να περπατώ τον δικό μου δρόμο και να συγκεντρώνομαι στην δική μου πρόοδο».
Αν την ρωτήσεις πού κατατάσσει τον εαυτό της ως μουσικό, θα σου μεταφέρει μια φράση που της είπε ένας φίλος: Εσύ παιδί μου είσαι πυροτέχνημα, δεν μπορείς να μπεις σε κουτί. «Αυτή η φράση με συντροφεύει. Ο κόσμος της Τέχνης είναι ατέρμονος, μαγικός και μια ζωή θα τον εξερευνώ. Αυτό που ξέρω είναι ότι η τέχνη μου, θέλω να συγκινεί και να μιλά στους ανθρώπους και μέσα από αυτήν να αντικατοπτρίζονται οι αξίες και τα ιδανικά μου».
Ο δρόμος της Άντριας , φαίνεται πως ακόμη θα είναι μακρύς, αφού την αναμένει μια νέα αρχή στο Βερολίνο όπου θα συνεχίσει τις σπουδές της εκεί. Συνοδοιπόροι της σε όλο αυτό, πέραν από την οικογένειά της υπήρξαν και οι καθηγήτριές της στην Ελλάδα η Μαρία Μελιγκοπούλου, η Σιρανούς Τσαλικιάν και η Χαρούλα Γκλαβοπούλου οι οποίες την μυήσαν στον κόσμο του κλασικού τραγουδιού από τον οποίο μαγεύτηκε.