Το Ανώτατο απέρριψε έφεση για προαγωγή στη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας ΕΠΑ
18:49 - 19 Σεπτεμβρίου 2023
Στην ομόφωνη απόφαση να απορρίψει την έφεση που υπέβαλε ο Χ.Σ. μετά την απόρριψη της προσφυγής που κατέθεσε στο πρωτόδικο δικαστήριο κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) να προάξει την κα Χ.Δ. (ενδιαφερόμενο μέρος, ΕΜ) αντί του ιδίου στη μόνιμη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ), κατέληξε το Ανώτατο Δικαστήριο, λέγοντας ότι «ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να στοιχειοθετήσει έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ».
Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε €3.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Προχωρώντας στην εξέταση των παραπόνων του εφεσείοντα, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι «προέχει το ζήτημα της εξέτασης του ισχυρισμού ότι το ΕΜ δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της πενταετούς τουλάχιστον πείρας σε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού».
«Ακούσαμε τις πλευρές επί του θέματος αυτού, αλλά στο τέλος δεν έχουμε παρά απλώς να υιοθετήσουμε τα όσα είχε αποφασίσει σχετικά το πρωτόδικο δικαστήριο ως ακολούθως, με ειδική αναφορά στα καθήκοντα και τη συνεπαγόμενη πείρα του ΕΜ, ώστε όντως η περίπτωση να διαφοροποιείται από την υπόθεση Ιωαννίδης».
Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, «στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. θεώρησε επιβεβλημένο να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την όλη σταδιοδρομία των υποψηφίων, προκειμένου να διαπιστώσει αν αυτοί διέθεταν τη συγκεκριμένη απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας».
«Με σχετική επιστολή της προς τους ιδίους, τους ζήτησε βεβαιώσεις πείρας. Κατά συνέπεια, αυτή, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, είχε ενώπιόν της αναλυτική εικόνα της πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους, περιλαμβανομένων και των καθηκόντων αυτού κατά την περίοδο της υπηρεσίας του ως Συμβούλου στην Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού», προσθέτει.
Αναφέρει επίσης ότι «οι σχετικές συμφωνίες της εν λόγω περιόδου μαρτυρούν, ξεκάθαρα, ότι η διεξαγωγή μελετών και ερευνών δεν ήταν το κύριο καθήκον του. Πέραν αυτού, μεταξύ των καθηκόντων του περιλαμβανόταν και η:-
«Διεκπεραίωση οποιωνδήποτε θεμάτων του ανατεθούν από τον Πρόεδρο, τα οποία άπτονται της εφαρμογής του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 207/89 και του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου 22(1)/1999, διεξαγωγή μελετών σε θέματα εναρμόνισης, εφαρμογής και έρευνας, εφεξής καλουμένων ως ‘οι Νόμοι’ και των δυνάμει αυτών εκδιδομένων κανονισμών.»
Ως εκ των ανωτέρω, σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, «στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την απαιτούμενη πενταετή ‘τουλάχιστον πείρα σε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού’ ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν ήταν εκτός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, λήφθηκε δε κατόπιν επαρκούς έρευνας όλων των δεδομένων του ενδιαφερόμενου μέρους, γεγονός που αποκλείει την πιθανότητα εμφιλοχώρησης πλάνης στο σκεπτικό της. …»
Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι «με δεδομένο ότι το ΕΜ κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα εναπόκειτο στην ΕΔΥ να σταθμίσει τους θεσμοθετημένους παράγοντες αλλά και το ζήτημα του πρόσθετου προσόντος και κάθε άλλο σχετικό δεδομένο που είχε ενώπιον της, μεταξύ των οποίων η προσωπική εξέταση ως στοιχείο που ανάγεται στην αξία και αποτελεί βασικό κριτήριο (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Νικολάου (2007) 3 ΑΑΔ 1825)».
Ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως αναφέρει, «έχει η προφορική συνέντευξη όταν η διεκδικούμενη θέση βρίσκεται, όπως, εν προκειμένω, υψηλά στην ιεραρχία ώστε να απαιτεί ευρείες διοικητικές ευθύνες».
Σε τέτοια περίπτωση, συνεχίζει, «η προσωπικότητα του υποψηφίου αποτελεί σημαντικό στοιχείο σε ό,τι αφορά στην καταλληλότητα του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673)».
Σε ό,τι αφορά στο πρόσθετο, μη απαιτούμενο, από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει ότι «εναπόκειτο από την ΕΔΥ να αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα, δηλαδή να μην δώσει υπερβολική βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, αλλά ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό, ως εάν το πρόσθετο προσόν που κρίθηκε σχετικό να μην είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 643, 647)».
«Η σύσταση του Προέδρου της ΕΠΑ, και σημειώνεται εν προκειμένω η τρίχρονη υπηρεσία του ΕΜ ως συμβούλου του τελευταίου, αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, ‘προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ΄ αυτές από την Επιτροπή. Και αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και της ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν΄ ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης’ (Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390, 418)», προσθέτει.
Αναφορικά με την σύσταση του Προϊσταμένου, το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει «τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να μαρτυρεί ότι η σύσταση του βασίστηκε στην αξιολόγηση που ο ίδιος έκαμε για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων».
Εν τέλει, όπως αναφέρει το Ανώτατο Δικαστήριο, «ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η σύσταση του Προέδρου της ΕΠΑ δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων με το εξής σκεπτικό:…Δεδομένων της ισοδυναμίας του ιδίου και του ενδιαφερομένου μέρους στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων δύο χρόνων, που, τελικά, λήφθηκαν υπόψη, της κατοχής από μέρους και των δύο του προβλεπόμενου πλεονεκτήματος και όλων όσα προαναφέρθηκαν σε σχέση με το πρόσθετο, μη απαιτούμενο, προσόν του αιτητή, η συγκεκριμένη εισήγηση δεν μπορεί να επιτύχει, αφού το μόνο στοιχείο στο οποίο υπερείχε ο αιτητής ήταν η αρχαιότητα».
Σε ό,τι δε αφορά στην αρχαιότητα, στην απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει ότι «αυτή συνεκτιμήθηκε με δεδομένη πάντοτε την σημασία που έχει τόσο η προφορική εξέταση όσο και η σύσταση του Προϊσταμένου ενός υποψηφίου για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία (Δημοκρατία κ.α. ν. Μιχαηλίδης κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 756 και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 643)».
«Εν όψει όλων των παραπάνω ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να στοιχειοθετήσει έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ», καταλήγει το Ανώτατο Δικαστήριο.