«Δεν φοβόμουν για τον εαυτό μου, αλλά να μην χάσω κάποιον στρατιώτη»
12:02 - 13 Αυγούστου 2023
«Άνθρωποι που τίμησαν τα ελληνικά όπλα δεν πάνε χαμένοι ... καμία θυσία δεν πάει χαμένη», ανέφερε ο Βασίλειος Μανουράς από τα Ανώγεια του Ρεθύμνου Κρήτης, ο οποίος επέβαινε στο αεροσκάφος Noratlas 8 τη νύχτα της 21ης Ιουλίου του 1974, ταγματάρχης τότε στο Γ’ Γραφείο της Μοίρας Καταδρομών, που αφίχθηκε στην Κύπρο. Ο 86χρονος σήμερα αντιστράτηγος εν αποστρατεία, συμμετείχε στην επιχείρηση με τον κωδικό «Νίκη», με στόχο «τη στήριξη της δοκιμαζόμενης Κύπρου», που είχε, όμως τραγική κατάληξη, καθώς τα Νοράτλας δέχθηκαν φίλια πυρά και ένα καταρρίφθηκε. Οι μνήμες από αυτή την επιχείρηση δεν σβήνουν από το μυαλό του.
«Όταν φεύγαμε από την περιοχή Μάλεμε της Κρήτης για να έρθουμε στην Κύπρο, το μεγαλύτερο πρόβλημα για μένα ως υπευθύνου στο Γ’ Γραφείο της Μοίρας Καταδρομών, ήταν ποιοι θα έμεναν, γιατί κανένας δεν ήθελε να μείνει», αφηγείται στο ΚΥΠΕ.
Μέχρι σήμερα κάποιοι στρατιώτες του τον βλέπουν του λεν «σας αγαπάμε αλλά δεν θα σας συγχωρήσουμε ποτέ που εκείνη την νύχτα δεν μας πήρατε μαζί σας». Όπως εξήγησε ο κ. Μανουράς, κάποιοι έπρεπε να μείνουν για να φυλάν το στρατόπεδο.
Θυμάται πως δεν είχαν αποστολή για την Κύπρο, είχαν άλλες αποστολές για να μεταβούν στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στην Κω και στην Ρόδο.
Ωστόσο, την Κυριακή το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου του 1974 πήραν κάποιο τηλέφωνο με αλλαγμένα σχέδια και η διαταγή που έλαβαν ήταν να φύγουν για την Κύπρο. Μέσα σε τέσσερις ώρες έγινε η προετοιμασία. Ακολούθησε η επιβίβαση στα αεροσκάφη Νοράτλας, στο αεροδρόμιο Σούδα, νύχτα, και μετά από ταξίδι περίπου τεσσάρων ωρών αφίχθηκε το πρώτο αεροσκάφος στη Κύπρο. Όλα τα αεροσκάφη ήταν 15 με 350 περίπου επιβαίνοντες. Ο αντιστράτηγος Βασίλης Μανουράς τότε ήταν 37 ετών. Στόχος τους είπε, ήταν να φτάσουν στην Κύπρο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τον εχθρό που είχε εισβάλει στο νησί.
Όπως διαπίστωσαν και όπως αποδείχθηκε, συνέχισε, τα πράγματα ήταν πολύ επικίνδυνα διότι, μόλις φτάσανε υπήρξε δυσκολία στην προσγείωση. Η επιχείρηση ήταν πολύ δύσκολη. Πολλά όπλα έβαλλαν στα αεροσκάφη. «Εμείς δεν ξέραμε τι συμβαίνει και νομίσαμε ότι το αεροδρόμιο είχε καταληφθεί από τους Τούρκους», λέει.
Όταν επιχείρησαν την κάθοδο, ένα από τα αεροπλάνα κτυπήθηκε, καταρρίφθηκε, και χαθήκαν 29 καταδρομείς και 4 αεροπόροι. Τρία από τα αεροπλάνα βλήθηκαν και υπήρχαν και τραυματίες ενώ τα υπόλοιπα προσγειώθηκαν. «Μας πέρασαν για εχθρικά και άρχισαν να ρίχνουν ανεξέλεγκτα», αφηγείται με πόνο ψυχής ακόμα και σήμερα.
Από εκεί μεταφέρθηκαν στην Ιερατική Σχολή δίπλα από το Μετόχι Κύκκου για διανυκτέρευση και την επομένη 22 Ιουλίου του 1974, πήραν την εντολή να επιστρέψουν στο αεροδρόμιο...
«Στο αεροδρόμιο πέφτανε βόμβες.... ανταλλαγή πυρών. Οι αποκρούσεις συνεχίστηκαν, με τη μάχη να κρατά δύο ώρες», λέει ο κ. Μανουράς και προσθέτει: «Δεν φοβόμουν για τον εαυτό μου, αλλά να μην χάσω κάποιον στρατιώτη».
Στη συνέχεια διατάχτηκαν να αφήσουν το αεροδρόμιο Λευκωσίας και να το παραλάβουν οι ΟΗΕδες. «Εμείς αρνηθήκαμε να το αφήσουμε», λέει στο ΚΥΟΠΕ. Οι προσπάθειες έγιναν και από το Γενικό Επιτελείο Φρουράς ώστε να φύγουν αφού ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Σε απόσταση 400 μέτρων ήταν οι Τούρκοι. Το αεροδρόμιο δεν το παρέδωσαν, δεν ήθελαν να καταληφθεί από τους Τούρκους. Η διαπραγμάτευση συνεχίστηκε αρκετή ώρα, με τους άντρες του ΟΗΕ. «Εμείς τους είπαμε πως μόνο μετά την παράδοση του αεροδρομίου στους ΟΗΕδες θα το παραδίδαμε και θα φεύγαμε», σημειώνει και πως «εάν καταλάμβαναν το αεροδρόμιο οι Τούρκοι η εξέλιξη των πραγμάτων θα ήταν διαφορετική».
«Δυστυχώς υπήρξαν παραλείψεις, δεν υπήρξε ενημέρωση των αντιαεροπορικών δυνάμεων και έβαλλα και στα δικά μας αεροσκάφη για να φτάσουμε σ΄αυτό το αποτέλεσμα. Χάσαμε τόσους ανθρώπους που μπορεί να πολεμούσαμε στην Κύπρο ένα μήνα και να μην είχαμε τόσες απώλειες. Από κακή συνεννόηση. Την ώρα που είδαν τα αεροπλάνα μας, νόμιζαν ότι είναι τούρκικα», προσθέτει.
Ο ίδιος δεν τραυματίστηκε ωστόσο στο αεροπλάνο του είχε νεκρό ένα στρατιώτη και έναν λοχία.
Όπως αναφέρει, η επιστροφή από την Κύπρο έγινε σταδιακά, ενώ ο ίδιος γύρισε στην Κρήτη τον Απρίλιο του 1975.
Ερωτηθείς αν θα έκανε ένα τέτοιο εγχείρημα ξανά για την Κύπρο, ο κ. Μανουράς απάντησε θετικά. «Αν η Κύπρος κινδυνεύει, σίγουρα και εγώ και όλοι που μας ακολουθούσαν, τότε θα το ξανακάναμε», συμπλήρωσε, σημειώνοντας πως αυτό είναι κάτι το ενθαρρυντικό για την κοινωνία και τους νέους.
Ο κ. Μανουράς μιλάει με συγκίνηση αισθάνεται πίκρα και στεναχώρια γιατί χάσανε τόσους ανθρώπους άσκοπα και «για μια παρεξήγηση μεταξύ του Αρχηγείου με το ΓΕΕΦ στην Ελλάδα». Δεν έγινε ενημέρωση στα αντιαεροπορικά να μην ρίξουνε, λέει. Αναφερόμενος στις απώλειες ανθρώπινων ζωών, αναφέρεται στην προσφορά τους. «Η προσφορά τους ήταν μεγάλη και τεράστια. Εμποδίστηκε η κατάληψη του αεροδρομίου και τίμησαν τα ελληνικά όπλα», συμπληρώνει συγκινημένος. «Δυστυχώς η Πολιτεία δεν τους δικαίωσε», λέει και επισημαίνει ξανά ότι «η όλη επιχείρηση, ήταν μια συμβολική συμμετοχή της Ελλάδος για να βοηθηθεί η Κύπρος».
Όταν έρχεται στην Κύπρο η συγκίνηση, ομολογεί ο Βασίλειος Μανουράς, είναι μεγάλη. Στα κατεχόμενα δεν θέλησε να πάει ποτέ παρά μόνο ανέφερε όταν “η Κερύνεια γίνει Κυπριακή” .
Το ΚΥΠΕ επικοινώνησε με τον Βασίλειο Μανουρά μέσω του προέδρου του Παγκύπριου Συνδέσμου Εθνοφυλάκων Κυριάκου Λάρκου.