Εβδομήντα χρόνια μπαρμπέρης στην παλιά Λευκωσία-Η ιστορία του κουρείου Σωτηριάδη
Μύρια Οδυσσέως 07:07 - 09 Ιουλίου 2023
«Καμιά φορά βλέπω εφιαλτικά όνειρα ότι πούλησα το μαγαζί και στεναχωριέμαι. Δεν μπορώ να φανταστώ να είμαι εν ζωή και να είμαι μακριά από το μαγαζί. Όσον μπορώ, θα εργάζομαι». Τι διαφορετικό θα μπορούσε να νιώσει κάποιος που μεγάλωσε, έμαθε, έζησε και γέλασε για περίπου εβδομήντα χρόνια στους δρόμους της παλιά πόλης της Λευκωσίας;
Η οδός Ιπποκράτους στην παλιά πόλη, είναι το δεύτερο σπίτι για τον κ. Γιώργο Σωτηριάδη ή «Κόκο» όπως τον φωνάζουν οι περισσότεροι. Άλλωστε είναι ο πιο παλιός από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων στη γειτονιά. Είναι ένα από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Σωτηριάδη που είχαν στην ιδιοκτησία τους από το 1935 το κουρείο «Μοdern style», στην οδό Λήδρας, μέχρι το 1966 που μετακόμισαν στην οδό Ιπποκράτους.
Οι θύμισες πολλές στο πέρασμα των τόσων χρόνων, αφού από την ηλικία των 12 ετών, άφησε το σχολείο και μαθήτευσε για δύο χρόνια δίπλα στον πατέρα του. Τον αυστηρότερο δάσκαλο και πελάτη που είχε να αντιμετωπίσει, που όμως του έδωσε τη σημαντικότερη συμβουλή. «Γιε μου να έχεις υπομονή με τους πελάτες». Συμβουλή που την κρατάει μέχρι σήμερα και θεωρεί ως έναν από τους λόγους της επιτυχίας του.
Και εάν κάποιος υποψιαστεί ότι λόγω της ηλικίας, ο κος Γιώργος δεν έχει δουλειά, αυτό δεν ισχύει. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής μας - που διήρκησε σχεδόν δύο ώρες - διακόψαμε τουλάχιστον τρεις φορές για να περιποιηθεί παλιούς, καλούς αλλά και νέους πελάτες που ήρθαν στο κουρείο του. Ένας από αυτούς ήρθε από τα Λατσιά. Ήρθε και ένας τουρίστας που είχε κουρευτεί κοντά του πριν από τρεις βδομάδες και ζήτησε να τον κουρέψει ξανά. «Πάντα είχα πελατεία και σήμερα έχω, αλλά σίγουρα είναι πιο λίγοι. Οι νέοι θεωρούν ότι επειδή είμαι μεγάλος σε ηλικία δεν μπορώ να κόψω τα μαλλιά τους όπως θέλουν, όταν όμως δοκιμάσουν, με προτιμούν».
Ο αυστηρός πατέρας, οι δυσκολίες και οι αλλαγές
Πίσω στο 1935, αλλά και πολύ πιο μετά τα κουρεία ήταν αποκλειστικά για άντρες. Ήταν σαν καφενείο όπου οι πελάτες απολάμβαναν τον πρωινό, συνήθως, καφέ και στη συνέχεια την περιποίηση που τους πρόσφεραν οι μπαρμπέρηδες. Το κουρείο του πατέρα του, που βρισκόταν στην οδό Λήδρας έσφυζε από ζωή και αποφάσισε να είναι ο μεσαίος του γιός αυτός που θα συνεχίσει, αφού δεν μπορούσε οικονομικά να αντέξει τις σπουδές δύο παιδιών. Ο κος Γιώργος θα γινόταν ο συνεχιστής της μικρής επιχείρησης και έγινε ένας από τους καλύτερους.
Δεν σπούδασε το επάγγελμα, αλλά για δύο χρόνια έβλεπε και παρατηρούσε τη δουλειά του αυστηρού και απαιτητικού πατέρα του. Στα δεκατέσσερά του πήρε για πρώτη φορά λεπίδα και ψαλίδι και από τότε η ιστορία συνεχίστηκε. Συνομιλώντας, θυμήθηκε τις τότε δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. «Δεν είχαμε νερό στο κουρείο και μας έφερνε ένας Τούρκος με την άμαξα. Ερχόταν με το άλογο που πίσω κουβαλούσε ένα μεγάλο ντεπόζιτο με νερό. Βάζαμε σε ένα δοχείο λίγο κρύο νερό και λίγο ζεστό για να ξεπλύνουμε τους πελάτες».
Δύσκολη υπόθεση για τους μπαρμπέρηδες τότε, ήταν η τέχνη του ξυρίσματος με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή με την χρήση της λεπίδας και τον αφρό. Πρέπει να έχεις ελαφρύ χέρι, να ξέρεις από που θα ξεκινήσεις και κυρίως να είσαι προσεχτικός για να μην κοπεί κάποιος πελάτης. Πάντως ο κος Γιώργος, θυμάται κάποια παρατράγουδα κατά τη διάρκεια ξυρίσματος. «Ήμουν 17 ετών. Ανέλαβα έναν πελάτη που είχε στη μύτη μια μεγάλη ελιά, του είπα να μην κινηθεί και κινήθηκε γιατί φοβήθηκε και τον τραυμάτισα στην ελιά. Πήγε νοσοκομείο. Θυμάμαι άλλη μια φορά, που ήρθε στο κουρείο μας ο Διευθυντής της σχολής Σαμουήλ. Του άρεσε να μιλά κατά τη διάρκεια, όμως όταν τον ξύριζα στο πιγούνι που είναι ευαίσθητη περιοχή, του ζήτησα να σταματήσει να μιλά και με αγνόησε. Όταν έβαλα το ξυράφι, μίλησε και τον έκοψα βαθιά».
Φυσικά τα γεγονότα αυτά δεν τον πτόησαν. Συνέχισε να εργάζεται με πάθος, ενώ τώρα παρέχει συμβουλές σε νέους κομμωτές που βρίσκονται στη γύρω περιοχή και θέλουν να χρησιμοποιούν την παλιά τεχνοτροπία για ξύρισμα. Οι αλλαγές στο μαγαζί, έγιναν όχι μόνο λόγω του θανάτου του πατέρα του, αλλά επειδή ήθελε και ο ίδιος να ακολουθήσει το ρεύμα της εποχής. Πολλές νέες τεχνικές, πολλά νέα ψαλίδια και με την μόδα να διαφοροποιείται και να ανακυκλώνεται χρόνο με τον χρόνο, ο κος Γιώργος έφερε νέο αέρα στο μαγαζί και μοντέρνα έπιπλα για την τότε εποχή που διατηρεί μέχρι σήμερα. Οι κόκκινοι δερμάτινοι καναπέδες αποτελούν σήμα κατατεθέν στο κουρείο του.
Οι καιροί άλλαξαν και ο κος Γιώργος θεωρεί πως οι δυνατότητες που δίνονται σε όσους επιλέξουν το επάγγελμα του μπαρμπέρη, πλέον είναι περισσότερες. «Τώρα με τις μηχανές και τα πολλά είδη ψαλιδιών η δουλειά μας έγινε πιο εύκολη. Τώρα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα και η ποιότητα ήταν καλύτερη». Βέβαια πολλές φορές ο ίδιος, ανάλογα με τον πελάτη που έχει απέναντί του, επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον παραδοσιακό τρόπο και καθώς βρισκόμασταν εκεί, μας έδειξε την τεχνική που του έμαθε ο πατέρας του, για την κάψη σκαθαριών στο σώμα, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό ξυλάκι και φωτιά.
Η μόνη του ένσταση, αν και μοντέρνο μυαλό για την ηλικία του, είναι η μόδα που καθιερώθηκε οι άνδρες να έχουν γένια, αφού τα παλιά χρόνια αυτός που είχε γένια, αποκαλείτο από τον περίγυρο του ως μέθυσος ή αλήτης.
Τα ιστορικά γεγονότα μέσα από το παράθυρο του κουρείου
Εβδομήντα χρόνια είναι πολλά. Λόγω της τοποθεσίας και των δύο κουρείων ήταν επακόλουθο, να γίνει μάρτυρας γεγονότων της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου. Τις μάχες της ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, και άλλα πολλά. Το 1955-1959, μικρό παιδί τότε, θυμάται πως μια μέρα καθώς κοιτούσε από την πόρτα του κουρείου, είδε την εκτέλεση δύο Άγγλων στρατιωτών από πιστόλι που πήρε ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Σαμψών, από δύο μαθήτριες. «Τους εκτέλεσε και μετά τους φωτογράφησε. Φυσικά μετά τρέχαμε να γλιτώσουμε γιατί έφτασαν στην περιοχή πολλοί στρατιώτες. Είναι γεγονός που δεν ξέχασα ποτέ».
Το 1974, θυμάται τις μάχες που γίνονταν στο δρόμο κοντά στο κουρείο τους στην Ιπποκράτους και ότι κατάφεραν να σώσουν κάποιον που έτρεχε μακριά από τους πυροβολισμούς. «Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί. Μια μέρα θυμάμαι κάποιον να μπαίνει μέσα στο κουρείο για να γλιτώσει και τον βάλαμε στην καρέκλα και κάναμε πως τον ξυρίζαμε. Δεν ρωτήσαμε ποτέ ποιος ήταν».
Το ανήσυχο πνεύμα, η φωτογραφία και ψάρεμα στον βυθό
Όταν συναντήσει κανείς τον κ. Γιώργο θα αντιληφθεί πως πρόκειται για ανήσυχο πνεύμα. Μέσα στα ψαλίδια που φυλάει σαν αντίκες στις διάφορες βιτρίνες στο κουρείου του, θα δεις και πολλές φωτογραφικές μηχανές, αλλά και δεκάδες φωτογραφίες να κοσμούν τους τείχους του. Οι πιο πολλές από αυτές τις φωτογραφίες απεικονίζουν τις μάχες στην περιοχή, τον ίδιο να αράζει πάνω στην αγαπημένη του Vespa και φωτογραφίες αγαπημένων φίλων.
Το πάθος του για την φωτογραφία άρχισε το 1973 και τελείωσε απότομα, όταν τις παλιές φωτογραφικές και τα φιλμ αντικατέστησαν οι νέες, με νέα τεχνοτροπία. Αρνήθηκε να ακολουθήσει. Παρόλα αυτά, για κάποια χρόνια φωτογράφιζε στον ελεύθερο του χρόνο αρραβώνες, βαφτίσεις και γάμους. «Το 1973, ήταν τα μακριά μαλλιά στην μόδα. Δεν κουρευόταν ο κόσμος και είχα ένα φίλο φωτογράφο που ακολουθούσα συχνά πυκνά σε γάμους. Έβλεπα τη δουλειά του και σιγά-σιγά έμαθα την τέχνη της φωτογραφίας και την εκτύπωση φωτογραφιών. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να βγάζεις φωτογραφίες σε γάμο γιατί τα φίλτρα έβγαζαν μόνο 12 φωτογραφίες και έπρεπε να ξέρεις όλη τη λειτουργία στην εκκλησία για να φωτογραφήσεις την κατάλληλη στιγμή. Ασχολούμουν με αυτό, το Σάββατο το απόγευμα και τις Κυριακές και γύρισα όλη σχεδόν την Κύπρο. Τώρα άλλαξαν τα πράγματα».
Η άλλη του μεγάλη αγάπη ήταν το ψάρεμα. Γέννημα θρέμμα από τη Λευκωσία, την θάλασσα την αγάπησε κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών που έκανε μικρό παιδί με την οικογένειά του στην παραθαλάσσια περιοχή της Λαπήθου. Από νεαρή ηλικία μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, βουτούσε πάντα απόγευμα ή βράδυ, σε 15 μέτρα βάθος για να βρει όσα πιο πολλά ψάρια μπορούσε. Επίσης, δεν παραλείπει κάθε χρόνο να πραγματοποιεί ταξίδια, αφού έχει ταξιδέψει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και χώρες της Ασίας. Βρέθηκε από το Βιετνάμ, μέχρι και την Κούβα.
Πέραν από τις αγαπημένες τους ενασχολήσεις, ο κος Γιώργος, αγαπάει και φροντίζει τα ζώα. Ακόμη και τα περιστέρια στη γειτονιά, όταν περνούν το κατώφλι του, περιμένουν να τους δώσει ξηρά τροφή και να τα χαϊδέψει.
Όσες ώρες και αν καθίσεις μαζί του, τόσες πολλές ιστορίες θα ακούσεις. Έκλεισε όμως την συνάντησή μας με μια συμβουλή προς τους νέους και μια φράση, ένδειξης της αγάπης για τον επάγγελμα και το μαγαζί του. «Πρέπει να έχουν υπομονή και εργατικότητα και πρέπει να ακολουθούν τις αλλαγές που φέρνει το επάγγελμα τους. Δυστυχώς εμείς οι παλιοί φεύγουμε. Εγώ όσο αντέχω θέλω να είμαι εδώ. Νιώθω πως αν φύγω δεν θα το αντέξω».