Δικαιώθηκε ο Ένζο, άκυρη η απέλαση του το 2020-Έδειξε παραβίαση αρχών το Δικαστήριο
14:01 - 08 Ιουλίου 2023
Με σαφείς αιχμές για τους χειρισμούς που έγιναν το 2020 από το Υπουργείο Εσωτερικών, στην υπόθεση αλλοδαπού από τη Βραζιλία, που έκτιε ποινή φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές και αμέσως μετά την αποφυλάκιση του απελάθηκε στη βάση απόφασης του τότε υπουργού Εσωτερικών, εμφανίστηκε το Διοικητικό Δικαστήριο, ακυρώνοντας τα συγκεκριμένα διατάγματα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο Βραζιλιάνος Ένζο, συνελήφθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας τον Δεκέμβριο του 2014, αφού από έλεγχο που διενεργήθηκε στις αποσκευές του, εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης. Τον Φεβρουάριο του 2015 το Κακουργιοδικείο Λάρνακας του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα ετών, και μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές.
Ο Έντζο, καταδικάστηκε για εμπορία ναρκωτικών, ωστόσο όποιος γνωρίζει την ιστορία του, θα γνωρίζει πως δεν πρόκειται για έμπορο, όπως πολλές φορές λέγεται πως στις Φυλακές υπάρχουν έμποροι, αλλά λόγω των άθλιων συνθηκών που βίωνε, όπου ζούσε στους δρόμους και έτρωγε από τα σκουπίδια, χωρίς να έχει οικογενειακή στήριξη, συμφώνησε να μεταφέρει μια βαλίτσα με ναρκωτικά στην Κύπρο. ,
Η σχέση στις Κεντρικές και το σύμφωνο συμβίωσης
Την περίοδο που βρισκόταν στις Κεντρικές Φυλακές, ο Ένζο σύναψε σχέση με συγκρατούμενό του και τον Ιανουάριο του 2020, οι δύο σύναψαν σύμφωνο πολιτικής συμβίωσης. Σημειώνεται πως ο συμβίος του, είναι Κύπριος ο οποίος επίσης εξέτιε ποινή φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές και όταν αποφυλακίστηκε, διέπραξε νέο αδίκημα, αφού ήθελε να επιστρέψει στις Φυλακές, λέγοντας μάλιστα ενώπιον Δικαστηρίου, πως εκεί απέκτησε οικογένεια και η Διεύθυνση τον στήριξε όσο κανένας άλλος, ειδικότερα η οικογένεια του.
Λίγους μήνες μετά τη σύναψη του συμφώνου συμβίωσης και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2020 ο φίλος του αλλοδαπού, απέστειλε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης επιστολή, με την οποία ζητούσε να μην απελαθεί από την Κύπρο ο Βραζιλιάνος συμβίος του. Δέκα ημέρες μετά και συγκεκριμένα στις 14 Απριλίου, εκδόθηκε εναντίον του Ένζο το διάταγμα απέλασης του, ωστόσο αυτό ανεστάλη μέχρι τη λήψη της τελικής απόφασης από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Οι τεχνοκράτες κατά της απέλασης, ο υπουργός υπέρ
Αξίζει να σημειωθεί πως οι τεχνοκράτες του Υπουργείου Εσωτερικών και συγκεκριμένα ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου και ο Αναπληρωτής Διευθυντής του αρμόδιου Τμήματος, εισηγήθηκαν στον υπουργό την ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων για απέλαση του, αφού δεν επρόκειτο για έμπορο και δεν τίθεται θέμα δημόσιας ασφάλειας. Ωστόσο ο υπουργός Εσωτερικών, αποφάσισε περίπου έναν μήνα μετά, στις 28 Μάϊου του 2020, την απέλαση του.
Μετά από την απόφαση του υπουργού, ο Ένζο αποφυλακίστηκε στις πέντε Αυγούστου του 2020 και στις αρχές Σεπτεμβρίου απελάθηκε για τη χώρα καταγωγής του.
Σημειώνεται, πως ο Έντζο στην Κύπρο για είχε μια καλύτερη ζωή και μάλιστα του προσφέρθηκε και εργασία, ωστόσο με την απέλαση του, επέστρεψε στις συνθήκες που βίωνε στο παρελθόν, αφού δεν έχει οποιαδήποτε στήριξη.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Ένζο είναι διεμφυλικό πρόσωπο που «αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα» και ότι αργότερα, σύμφωνα με τη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου του, προχώρησε σε διαδικασία αλλαγής της ταυτότητας φύλου, στη Βραζιλία και έχει εκδοθεί νέο πιστοποιητικό γεννήσεως από τις αρχές της εν λόγω χώρας, «οι οποίες έχουν τροποποιήσει τα προσωπικά του στοιχεία και το όνομα του, αφού πλέον ονομάζεται Κάθλι.
Απορρίφθηκαν οι προδικαστικές ενστάσεις
Το Δικαστήριο πριν εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, απέρριψε τις δύο προδικαστικές ενστάσεις που κατατέθηκαν από την πλευρά των εναγόμενων που ήταν το Υπουργείο Εσωτερικών και ο αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Μετανάστευσης. Η πρώτη προδικαστική ένσταση υποστήριζε πως ο συμβίος του Ένζο στερείται εννόμου συμφέροντος να προωθεί την υπό κρίση προσφυγή κα η δεύτερη ένσταση υποστήριζε πως η προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου, εφόσον ο Βραζιλιάνος είχε απελαθεί πριν από την καταχώρηση της υπό εξέταση προσφυγής και, συνακόλουθα, έχει απωλέσει το έννομο συμφέρον του προς προώθηση της παρούσας.
Μάλιστα, στους λόγους απόρριψης της δεύτερης προδικαστικής ένστασης, το Δικαστήριο, υπέδειξε πως ο Ένζο κρατήθηκε, έστω για μικρό χρονικό διάστημα, κατά παράβαση του δικαιώματος του για ελευθερία, ενώ εκτίμησε πως με την ακύρωση των διαταγμάτων από το Δικαστήριο ο ίδιος θα μπορέσει να διεκδικήσει αποζημιώσεις για την παραβίαση των δικαιωμάτων του.
Τον χαρακτήρισαν παράνομο, αγνόησαν το σύμφωνο
Σε ό,τι αφορά την ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των αγορεύσεων των δύο πλευρών, κατέληξε στο συμπέρασμα, πως τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν αποκλειστικά στη βάση του Νόμου που επιτρέπει στον Διευθυντή του Τμήματος Μετανάστευσης να εκδίδει διατάγματα κράτησης και απέλασης σε μετανάστες που βρίσκονται παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας. Το Δικαστήριο σημείωσε πως στο διάταγμα που εκδόθηκε τον Απρίλιο αναφέρεται ότι ο Βραζιλιάνος θεωρήθηκε παράνομος μετανάστης «καθότι είχε παράνομη παραμονή και ποινή φυλάκισης (10 χρόνων)».
Μάλιστα πρόσθεσε πως στο διάταγμα κράτησης του που εκδόθηκε μέχρι την απέλαση του αναγραφόταν πως ήταν απαγορευμένος μετανάστης επειδή εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης και επειδή θεωρήθηκε αναγκαίο να παραμείνει υπό κράτηση, μέχρις ότου απελαθεί, «καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής και παρεμπόδισης των διαδικασιών απέλασης του».
Επιπλέον το Δικαστήριο σημειώνει πως πουθενά στα επίδικα διατάγματα δεν αναφέρεται ότι αυτά εκδόθηκαν επειδή ο Βραζιλιάνος αποτελεί σοβαρή απειλή για την κοινωνία και τη δημόσια τάξη. Επιπλέον αναφέρει πως, «η μόνη σχετική αναφορά, η οποία και πάλι δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον αμέσως πιο πάνω ισχυρισμό, εντοπίζεται στο δεύτερο σημείωμα που υποβλήθηκε από τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος προς τον Υπουργό, με το οποίο αναθεωρείται η εισήγηση του Τμήματος για ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων και όπου αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη για την εν λόγω αναθεώρηση η «σοβαρότητα του αδικήματος το οποίο αποτελεί σοβαρή απειλή για την κοινωνία τυχόν επανάληψη του». Στο ίδιο δε σημείωμα, ο Υπουργός, στις 10.8.2020 (και αυτό, ως θα διαφανεί πιο κάτω, έχει τη σημασία του), ανέφερε ότι ισχύει η απόφαση για απέλαση του «λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος».
Ουσιαστικά το Δικαστήριο, άδειασε τους χειρισμούς που έγιναν, αφού ενώ στα επίδικα διατάγματα δεν υπήρχε καμία αναφορά ότι αυτός αποτελεί σοβαρή απειλή, το λεκτικό άλλαξε, μόνο μετά την απόφαση του τέως υπουργού Εσωτερικών, να απελαθεί ο Βραζιλιάνος και σε αυτό το πλαίσιο, άλλαξε και το λεκτικό, έτσι ώστε να δικαιολογείται με κάποιον τρόπο η απέλαση του.
Άλλαξαν τη αιτιολογία απέλασης στην πορεία
Ακολούθως το Δικαστήριο αφού μελέτησε τα δεδομένα της υπόθεσης, σε σχέση με τη Νομολογία, για το πώς θα πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού υποθέσεις αλλοδαπών που έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης με Κύπριους πολίτες, κατέληξε στο συμπέρασμα πως, στη συγκεκριμένη υπόθεση, «η αρχή της ισότητας, και παρά τη μη ύπαρξη συγκεκριμένης και εξειδικευμένης νομοθετικής πρόνοιας, επέβαλλε τη μεταχείριση του αλλοδαπού μέλους της οικογένειας Κύπριου πολίτη, κατά τον ίδιο τρόπο όπως τα μέλη της οικογένειας Ευρωπαίων πολιτών».
«Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από την απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στο θέμα της αναλογικής εφαρμογής του Νόμου , δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη ότι τίθεται ευθέως στην παρούσα περίπτωση ζήτημα ως προς την προστασία του δικαιώματος της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Άρθρο 15 του Συντάγματος και το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ», ανέφερε το Δικαστήριο.
Μάλιστα το Δικαστήριο κακίζει τη στάση του Υπουργείου Εσωτερικών και των αρμοδίων, αφού όπως σημειώνει, «δε φαίνεται να εξετάστηκαν δεόντως και να σταθμίστηκαν όλα τα δεδομένα της περίπτωσης πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, η οποία, επιπρόσθετα, δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή και η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου και να καταστεί αντιληπτό στο Δικαστήριο για ποιο λόγο δεν μπορούσαν υπό τις περιστάσεις να ληφθούν μέτρα άλλα από την απέλαση».
Η παρέμβαση της Επιτρόπου και η έκθεση των Φυλακών
Στην απόφαση του Δικαστηρίου, γίνεται αναφορά και στην εμπλοκή στην υπόθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, η οποία είχε ζητήσει την άποψη της Διεύθυνσης των Φυλακών. Στην απαντητική τους επιστολή οι Φυλακές, οι οποίες ήταν ακόμα υπό τη διοίκηση της Άννας Αριστοτέλους ενημέρωσαν την Επίτροπο πως, ο Ένζο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Τμήμα Φυλακών, επέδειξε πολύ καλή διαγωγή και ήταν ιδιαίτερα συνεργάσιμος, συμμετέχοντας σε πληθώρα εκδηλώσεων και βοηθώντας άλλους συγκρατούμενούς του.
Μάλιστα ενημέρωνε την Επίτροπο πως οι δύο γνωρίστηκαν κατά το έτος 2015 και «έκτοτε διατηρούν σχέση, ενώ τον περασμένο Ιανουάριο σύναψαν Σύμφωνο Συμβίωσης, του οποίου η τελετή έγινε στο Τμήμα μας». Στην ίδια επιστολή, σημειώνεται επίσης ότι ο Βραζιλιάνος είναι ορφανός και ότι η μόνη οικογένεια που έχει είναι ο Κύπριος φίλος του. Περαιτέρω τονίζεται εμφατικά ότι «καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησης του στις Φυλακές, ο πρώην κρατούμενος υποβαλλόταν σε εξέταση (τεστ ούρων) για εντοπισμό ελεγχόμενου φαρμάκου, τοξικών ή άλλων απαγορευμένων ουσιών, όπου σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά».
Στην έκθεση της η Επίτροπος Διοικήσεως επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι οι περιορισμοί των δικαιωμάτων των κρατουμένων πρέπει να αιτιολογούνται στη βάση των αρχών της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, τα δε «επιβαλλόμενα μέτρα που περιορίζουν ατομικά δικαιώματα, θα πρέπει να προδιαγράφονται από τους νόμους του κράτους οι οποίοι να είναι συμβατοί με τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να έχουν αποδειχθεί ότι είναι απολύτως απαραίτητα για την επίτευξη ενός νόμιμου, σε μια δημοκρατική κοινωνία, σκοπού και να είναι ανάλογα, να είναι, δηλαδή, όσο το δυνατόν λιγότερο παρεμβατικά, για σκοπούς επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού.». Στην προκειμένη περίπτωση, επεσήμανε η Επίτροπος, πέραν από τη γενική επίκληση της ασφάλειας του ιδίου, δεν φαίνεται να υπήρξε οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας που να λήφθηκε υπόψη και να επηρέασε τη σχετική απόφαση, ενώ δε φαίνεται να απασχόλησε τις αρχές η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί συνταγματική επιταγή, αλλά εφαρμόστηκαν επαχθέστερα μέτρα.
Χαστούκι του Δικαστηρίου
Στην απόφαση του το Δικαστήριο αναφέρει πως, «η ύπαρξη των πιο πάνω θέσεων και εισηγήσεων, και πέραν του ζητήματος αναφορικά με την ανάγκη σεβασμού και προστασίας του δικαιώματος της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής, επέτεινε την ανάγκη για δέουσα έρευνα αλλά και για επαρκή και συγκεκριμένη αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης. Ωστόσο, δεν προκύπτει να λήφθηκαν υπόψη και να αξιολογήθηκαν (και αν ναι, πως) οι πιο πάνω θέσεις και παράμετροι, η δε δοθείσα αιτιολογία, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκής υπό τις περιστάσεις, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό έρευνας, αλλά και αιτιολογίας».
Επιπλέον υποδεικνύει πως, «δεν φαίνεται να αξιολογήθηκαν και να συσταθμίστηκαν κατά τρόπο εύλογο όλα τα δεδομένα, περιστάσεις και οι συνθήκες που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, ιδιαίτερα ενόψει της δια της επίδικης απόφασης απέλασης, επέμβασης στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής των αιτητών, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές και δυσανάλογο, κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας».
Συνεπώς, καταλήγει το Δικαστήριο, «διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης, εφόσον η επίδικη απόφαση, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας, καθώς και μη διενέργειας της δέουσας, υπό τις περιστάσεις, έρευνας». Το Δικαστήριο διέταξε ακύρωση των αποφάσεων του Υπουργείου Εσωτερικών, ενώ επιδίκασε δύο χιλιάδες ευρώ έξοδα υπέρ των αιτητών. Τον Έντζο εκπροσώπησε η δικηγόρος, Νικολέτα Χαραλαμπίδου.