Επικύρωση ποινής σε αστυνομικό που εξαπάτησε πολίτες-«Ανεντιμότητα και εκμετάλλευση της θέσης εξουσίας»
16:45 - 04 Ιουλίου 2023
«Στην προκειμένη περίπτωση, το αδίκημα ήταν σοβαρό και όλως ιδιαιτέρως κάτω από τις περιστάσεις που είχε διαπραχθεί. Οι δύο πολίτες εξαπατήθηκαν από τον Εφεσείοντα τον οποίο η πολιτεία είχε επιφορτίσει με το καθήκον προστασίας του κοινωνικού συνόλου εντάσσοντας τον στην Αστυνομική Δύναμη. Όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομοθεσία, ο Εφεσείων είχε καθήκον να εργάζεται προς την προαγωγή της αποστολής της Αστυνομίας, που περιλαμβάνει τη διατήρηση του νόμου και την πάταξη της παρανομίας. Άκρως, λοιπόν, επιβαρυντικό στοιχείο ήταν ότι ο Εφεσείων εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως αστυνομικός, παράμετρος που είχε αποφασιστική σημασία στην επιτυχία του παράνομου του σκοπού, αφού είναι την αστυνομική του ιδιότητα που χρησιμοποίησε ο Εφεσείων για να καταστεί πειστικός και να αποσπάσει τα δύο ποσά».
Αυτά ανέφερε μεταξύ άλλων το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έκλεισε την πόρτα σε αστυνομικό που άσκησε έφεση επί της ποινής που του επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο τον καταδίκασε σε τέσσερις μήνες φυλάκιση, αφού τον έκρινε ένοχο για υπόθεση απάτης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο αστυνομικός, είχε χρησιμοποιήσει την ιδιότητα του για να εξαπατήσει δύο πολίτες, αποσπώντας από τον ένα €950 και από τον άλλο €1.150, παριστάνοντας στον κάθε ένα, ψευδώς, ότι θα του εξασφάλιζε συγκεκριμένο αυτοκίνητο από δημοπρασία αυτοκινήτων που είχαν κατασχεθεί από την Αστυνομία.
Ο αστυνομικός, μέσω του συνηγόρου του, χαρακτήρισε ενώπιον του Ανωτάτου ως έκδηλα υπερβολική την ποινή που του επιβλήθηκε, αφού αυτή δεν ήταν με αναστολή όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με την θέση του, ενώ ανέφερε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες και συνθήκες, που μεταξύ άλλων ήταν η παραδοχή του.
Ωστόσο, εξετάζοντας τα δεδομένα, το Ανώτατο, διαφώνησε με την θέση του αστυνομικού, παραπέμποντας στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ανέφερε πως η «παραδοχή είχε βαρύνουσα σημασία, αλλά δεν ήταν άμεση», σημειώνοντας πως «υπήρξε καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της υπόθεσης, αλλά μέρος της οφειλόταν στον ίδιο τον Εφεσείοντα. Αποζημιώθηκαν οι παραπονούμενοι, αλλά αυτό έγινε τέσσερα και πλέον χρόνια μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, δύο περίπου μήνες πριν ο Εφεσείων παραδεχτεί τις κατηγορίες».
Περαιτέρω, κατά την έφεση, αναφέρθηκε από πλευράς αστυνομικού το ζήτημα της εργοδότησης του, λέγοντας πως θα ακολουθήσει πειθαρχική διαδικασία εναντίον του, ώστε να αποφασιστεί για την παραμονή του στη Δύναμη, με αποτέλεσμα, όπως είπε, «να αισθάνεται ότι θα τιμωρηθεί δεύτερη φορά για τα αδικήματα, και αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός αυτό».
Το Ανώτατο, έκρινε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλες τις παραμέτρους που όφειλε να λάβει υπόψη του και στην ορθή τους διάσταση, σε σχέση με το αίτημα για ποινή με αναστολή, σημειώνοντας πως κατέληξε ότι η τυχόν αναστολή της ποινής δεν θα αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν θα εξυπηρετούσε την παράμετρο της αποτροπής, δίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην επιτηδειότητα με την οποία είχε ενεργήσει ο κατηγορούμενος, επικαλούμενος δήθεν ενημέρωση που είχε ως εκ της ιδιότητας του ως αστυνομικός.
Ως εκ τούτου, το Ανώτατο απέρριψε την έφεση του αστυνομικού, παραπέμποντας μεταξύ άλλων στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που υπέδειξε πως ο κατηγορούμενος, «επινόησε μια ολόκληρη ιστορία και τις λεπτομέρειες της, προκειμένου να πείσει και ενήργησε με προσχεδιασμό», ενώ σημείωσε πως το ύψος της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, δεν πρέπει να δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε.
«Η διάπραξη αδικημάτων από φορείς εξουσίας εντεταλμένους στη διαφύλαξη της εφαρμογής του νόμου, κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού προς τους θεσμούς. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για αδικήματα που εμπεριέχουν το στοιχείο της ανεντιμότητας και της εκμετάλλευσης της θέσης εξουσίας για την προαγωγή προσωπικού συμφέροντος. Έτσι ενήργησε ο Εφεσείων. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις».