«Άησμε να πιάω το μωρό μου, ελάλουν του... Τζαι επέταξε μου το μες τ’ αγκάθκια»
14:12 - 20 Ιουλίου 2023
«Επεθάνε ο άντρας μου 25 χρονών. Της αρφής μου της μεγάλης 32 χρονών. Της μητσιάς 23 χρονών. Ο γιος του θείου μου 25 χρονών. Το παιδί που ήρτε κοντά μας 14 χρονών, ο στρατιώτης 20 χρονών».
Η Χαρίτα Μάντολες απαριθμεί νεκρούς. Δώδεκα στο σύνολο. Που δολοφονήθηκαν εντελώς απρόκλητα από τον Τούρκο εισβολέα. Δώδεκα ζωές που χάθηκαν τόσο άδικα εκείνη την μαύρη μέρα που σταμάτησε ο χρόνος. Ο χρόνος που η ίδια δεν χάνει στιγμή την ελπίδα πως κάποτε θα ξαναρχίσει στο χωριό της, την Ελιά.
«Περιμένω με αγωνία την επιστροφή μας, μάνα μου, στα σπίτια μας. Ήμουν 27 χρονών. Τζαι άμα πάω πίσω εν να αρχίσω να μεγαλώνω, έτσι νοιώθω. Να πάω πίσω τζαι να αρχίσω να μεγαλώνω...»
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Δεν υπάρχει ελληνική ψυχή σε αυτό το νησί που να μην γνωρίζει την Χαρίτα. Που να μην έχει υποκλιθεί στον αγώνα και τη δύναμή της.
Η ιστορία της τραγική. Όπως την ιστορία της Κύπρου. Μα η μορφή της αγέρωχη, σε κάποιο οδόφραγμα, να κρατά μέσα σε παλιές φωτογραφίες σφιχτά τον πόθο της δικαίωσης και της επιστροφής. Όπως σφιχτά κρατούσε τα παιδιά της, εκείνη την μέρα που είδε τον κόσμο να χάνεται.
Η Χαρίτα Μάντολες ξαναλέει την ιστορία της. Ξαναλέει την ιστορία της Κύπρου. Δεν κουράζεται να το κάνει. Γιατί πιστεύει βαθιά πως δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Όπως δεν ξέχασε ποτέ εκείνη.
«Τόσα χρόνια να αγωνιάς, να περιμένεις τζαι να αγωνίζεσαι τζαι να γυρίζεις τις στράτες να ρωτάς, εν λίο πράμα; Εν τζαιν ένα τζαι θκυο τζαι τρία… Γίνεται να ξηχάσω; Τα μωρά μου ήταν θκυό χρονών η κόρη μου, νου χρονού ο γιος μου. Τζαι εγώ να ξηχάσω; Εν πράματα τούτα να ξηχαστούσειν;»
Και ξεκινά να μιλά. Απευθείας από την καρδιά. Χωρίς παρεμβάσεις, χωρίς ωραιοποιήσεις. Γεγονότα όπως πέρασαν από τα μάτια της, γεγονότα όπως στιγμάτισαν την ψυχή της.
«Εφκέναν μες το σπίτι μας»
«Μέναμε στο ξωκλήσι της Ελιάς, κοντά στον Καραβά. Ήταν κάμπος, περβόλια και το χωριό ήταν στους πρόποδες του Πενταδακτύλου. Εμείς είχαμε χτίσει κάτω στα περβόλια, κοντά στη θάλασσα. Εν ίσιεν μίλι που το Πέντε Μίλι που εγίνηκε η αποβίβαση. Βλέπαμε την κατάσταση. Ήμασταν τα πρώτα θύματα.
Αφτέναν φωθκιές πας τον Πενταδάκτυλο που τις 15 του Ιούλη τζαι επηένναν προς την Τζερύνεια. Εβλέπαμε τα σημάθκια που αφτέναν οι φωθκιές τόπο τόπο. Εν ήταν μια φωθκιά τζαι επήεννε. Τη Δευτέρα. Τούτο το πράμα το βλέπω συνέχεια μπροστά μου. Εβουρούσαν οι πραξικοπηματίες μες τα περβόλια με τα όπλα τζαι εγυρεύκαν παιθκιά, πως ήταν μακαριακοί. Ερωτούσαν μας «είδες τον τάδε, είδες τον τάδε;». Τζαι αντίς να τους πω τζει που εβούραν, ελάλουν τους που την άλλη, για να τους παραπλανήσω. Πράγματα φοβερά εγίνουνταν μες το πραξικόπημα.
Ο άντρας μου εστράφηκε ως το μεσημέρι. Λαλεί εκόψαν μας τα τανκς στον Γερόλακκο, εν μας αφήκαν να πάμε Λευκωσία. Τζαι εστράφηκε πίσω και εμείναμε σπίτι κλειδωμένοι. Εγυρίζαν τζαι εφωνάζαν μεν φκέννετε έξω. Ελαλούσαν του αντρός μου εν το γυρί σας να σας κλείσουμε μες το Κάστρο.
Ήρτε η Παρασκευή την νύχτα, εππέσαμε, όι πως ετζοιμούμασταν. Τζαι εξυπνήσαν μας οι εκρήξεις το Σάββατο 20 του Ιούλη. Άνοιξα το παράθυρο τζαι είδα τον μαύρο τον καπνό που έφκενε που την Τζερύνεια, στο στρατόπεδο της Γλυτζιώτισσας. Για να παραπλανήσουν τον στρατό μας, εκάμναν ότι εννα φκουν τζιαμέ. Ενώ οι Τούρτζοι εφκέναν μες το σπίτι μας. Στο Πέντε Μίλι, στο Έξι Μίλι. Εφκέναν τζιαμέ τα πλοία και η θάλασσα ήταν γεμάτη».
Αναζητώντας καταφύγιο
Έβλεπαν την καταστροφή να πλησιάζει. Κι έπρεπε να αναζητήσουν καταφύγιο. Χωρίς καν να μπορούν να φανταστούν τι έμελλε να συμβεί και ποια άνιση μάχη θα είχαν απέναντί τους...
«Γλήορα, λαλώ του αντρός μου, σήκου πάνω. Λαλεί μου ''έντα μπου γίνεται;''. ''Σήκου τζαι ήρταν οι Τούρτζιοι''. Εκράτεν το ράδιο τζαι άκουε το BBC τζαι είπε ότι τα πλοία εξεκινήσαν που την Μερσίνα τζαι κατευθύνονται στην Κύπρο. ''Γλήορα'', λαλεί, ''πιάστα μωρά να κάμουμε γάλα'', να φωνάξουμε την αρφή μου δίπλα, να φκουν έξω. ''Σήκωστον παπά σου'', λαλεί μου, που εμείνησκε μαζί μας. Τζαι επιάσαμε τα μωρά τζαι εβουρήσαμε μες τα λεμονόδεντρα να γλιτώσουμε.
8:20 είπε το ράδιο έφεδροι στρατιώτες να παν να καταταγούν. Ήταν έφεδρος ο άντρας μου τζαι ο άντρας της αρφής μου της μητσιάς. ''Άτε'', λαλεί, ''πάμε''. Λαλώ τους ''πού να πάτε, εν θωρείτε πως με το πραξικόπημα εξαφανίσαν τα όπλα; Πού να πάτε;''. ''Όι, εν να πάμε'', λαλεί, ''εν γίνεται''. Τζαι επήαν. Εκοντέψαν στη Γλυτζιώτισσα τζαι ήβραν τους στρατιώτες να στρέφουνται πίσω. Ίντα μπου ήρτετε, λαλούν τους, αφού επήαμεν εμείς τζαι είπαν μας εν έσιει όπλα. Τζαι εστραφήκασειν πίσω. Μάλιστα οι στρατιώτες ερωτούσαν μας γιατί τους αφήκαμε τους αντράδες μας να φύουν τζαι είπαν μας πως είδαν στρατιώτες μες τα χωράφκια σκοτωμένους.
Πουπάνω τα αεροπλάνα τζαι που τη θάλασσα εσύρναν όλμους. Ήταν πόλεμος τούτος; Επολεμούσαν οι Τούρτζιοι μανισιοί τους. Εσκοτώναν τα παιθκιά του κόσμου. Επήαν άδικα».
Η αδικία κυριαρχεί σ’ αυτή την ιστορία. Δεκαετίες μετά τα γεγονότα δεν έχουν γίνει λιγότερο συγκλονιστικά, ούτε έχουν καταστεί λιγότερο οδυνηρά. Η αδικία, σαν την πληγή, δεν έχει στεγνώσει.
«Ήμασταν μες τα δεντρά τζαι πλέον άρκεψεν ο κόσμος, τζείνοι που ήταν τέλια κοντά στην θάλασσα, να έρκουνται τζαι τζείνοι. Ήρταν πάνω τζαι ήβραν μας, μες το περβόλι. Έχανεν η μάνα το παιδί τζαι το παιδί την μάνα. Ήρτεν ο Γιαννάκης, 14 χρονών, τζαι λαλέι μας ''έχασα την μάνα μου τζαι τον πατέρα μου'' τζαι εχώστηκε μαζί μας. Ύστερα ήρτεν ένας άνθρωπος ''έχασα την γεναίκα μου, έχασα την πεθερά μου'' τζαι εκλαίαν τα μωρά τζαι ερωτούσαν αν είδαμε την μάμμα τους. Κάποιοι επροχωρήσαν προς το βουνό, εν εμείναν μαζί μας.
20 του Ιούλη το μεσημέρι εβλέπαμε τους Τούρκους κοντά μας, που επυροβολούσαν τζαι ερέσσαν. Εσκεφτήκαμε να πάμε σε ένα υπόγειο, που ήταν χτισμένο με πέτρα, πουκάτω που το σπίτι της αδερφής μου της μικρής. Τζαι είπαμε να πάμε να κρυφτούμε μες τον στάβλο να γλιτώσουμε, γιατί εφοούμασταν να μεν μας σκοτώσουν οι αδέσποτες σφαίρες.
Κρυφτήκαμε τζειμέσα την νύχτα. Ξημέρωσε Κυριακή. Επήεν ο άντρας μου σπίτι μας δίπλα να φέρει γάλα για τα μωρά μας. Εφώναξε ένας στρατιώτης ''βοήθεια βοήθεια''. Ήταν τραυματισμένος μες τον φούρνο μας. Επήεν ο άντρας μου, εκατέβασεν τον. Επήα τζαι εγώ, επήραμεν τον στο σπίτι μας. Δεν μπορώ να το ξεχάσω το παιδί τούτο. Ο Χριστόφορος, που τον Άη Γιάννη του Αγρού. Εμαζέψαν μας, λαλεί μου, τρία χωρκά που το Τρόοδος τζαι επήραν μας τζαι εβάλαν μας τους μακαριακούς σε τρία λεωφορεία τζαι εφέραν μας δαμέ πιο κάτω που το σπίτι σας. Τζαι εστήσαν μας ενέδρα οι Τούρτζιοι τζαι εσκωτώσαν τους ούλους. Εγώ επληγώθηκα και έπαιξα τον πεθαμένο και την νύχτα ήρτα ως το σπίτι σας. Άκουα τα μωρά που εκλαίασειν μες τον στάβλο. Αλλά εν ήξερα αν ήσασταν Έλληνες ή Τούρκοι, ώσπου τζαι άκουσα τον άντρα σου που μου εφώναξε ''πρόσεξε'' και τότε εζήτησα βοήθεια».
Τα τελευταία λόγια
«Εμείναμε την Κυριακή τζιαμέ, ώσπου τζαι εγίνηκε 5:20 τζαι ήβραν μας οι Τούρτζιοι. Εφκάλαν μας. Εχτυπήσαν πολλά τους ανθρώπους μας. Ερωτούσαν πού εν ο στρατός σας, τα πυρομαχικά. Εδιούσαν τους ξύλο. Τα γάλατα, τα πιπερά των μωρών μας εσπάσαν τα. Εφέραν τζαι μιαν ξένη με ένα μωρό. Της γεναίκας ετρέχαν που τα πόθκια της τα γαίματα, εκακοποιήσαν την.
Επροχωρήσαμε προς την Ελιά αλλά εν τζαι επήραν μας στην Ελιά. Εστρίψαν μας που έναν αγροτικό δρόμο μες τα περβόλια. Είπαν μας κάτσετε δαμέ πουκάτω που την ελιά να δούμε τι θα σας κάμουμε. Εγονατίσαμε τζαι εμείς πουκάστην ελιά. Πας το βουνό είχε ένα ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και στα δεξιά μας ήταν η εκκλησία του χωριού, του Αγίου Νικολάου. Επαρακαλούσαμε τον Αρχάγγελο να μας βοηθήσει. Οι Τούρκοι όμως επυροβολούσαν στον αέρα. Πολλοί Τούρτζιοι, πολλοί... Με τους κούσπους, τα φτυάρια. Αεροπλάνα επετούσαν πουπάνω και οι Τούρκοι εβάλλαν κόκκινα μαντίλια πάνω στα κεφάλια τους και ελαλούσαν μας ''μεν φοάστε, είναι δικά μας''. Και οι όλμοι που ερίχναν τα πλοία επέφταν τζιαμέ κοντά μας.
Εμείς προσευχόμασταν. Και επιάσαν έναν άνθρωπο που μες τον κύκλο, με το μωρό μες τ’ αγκάλια, τζαι εφκάλαν τον έξω που τον κύκλο. Έφκαλε το περίστροφο να τον σκοτώσει τον άνθρωπο. Και η γυναίκα του που μες τον κύκλο εφώναζε στα Αγγλικά ''μην πυροβολήσεις, εν ο άντρας μου, εν το μωρό''. Τρεις φορές επροσπάθησε και την τρίτη φορά επρόλαβε ο άνθρωπος και έκατσε κάτω το μωρό και εγλίτωσε την σφαίρα. Ο Τούρκος εθύμωσε και έκατσε τον πουκάτω. Εδίαν του κλωτσιές και έσυρε μας τον τζαι τζείνο μέσα στον κύκλο.
Μπροστά μας ήταν μια ελιά που είχε μια κουφάλα μεγάλη. Παντού είχε λεμονόδεντρα, εκάτσαν μας στις ελιές. Ένας Τούρκος κρύφτηκε στην κουφάλα της ελιάς. Εμείς εβλέπαμε προς τζείνο το σημείο, επειδή ήταν ο Αρχάγγελος, τζαι ο Τούρκος εκάθετουν καρτζί μας. Οι άλλοι οι Τούρτζιοι που μας επροσέχαν, νομίζω ότι δεν τον εβλέπαν τούτο τον στρατιώτη. Κάθε λίο έφκενε που την κουφάλα τζαι έκαμνε μας ένα νέψιμο με το χέρι ότι εννα αρχίσουν να πυροβολούν. Και έκαμνε μας το χέρι του ότι εννα πέσετε κάτω. Εμείς μεταξύ μας ερωτούσαμε τι ήθελε να πει και μας έκαμνε έτσι με το χέρι του.
Τα τελευταία λόγια που άκουσα που τον άντρα μου ήταν ''αν αρχίσουν οι Τούρκοι να πυροβολούν, εσύ πέσε κάτω τζαι κάμε την νεκρή''. Τα τελευταία του λόγια...»
Η εκτέλεση
Με τα τελευταία εκείνα λόγια στον νου, η Χαρίτα έζησε τις επόμενες στιγμές. Δεν ήταν ταινία, δεν ήταν αρχαία ελληνική τραγωδία. Ήταν μια μαζική δολοφονία. Ανάμεσα στις ελιές που έδιναν ζωή στον τόπο ετούτο, ήρθε ο θάνατος...
«Ύστερα ήρτε ο αξιωματικός. Ήταν ένας κοντός, ίσιεν τρεις αστέρες πας το μανίκι του. Δεν ήξερε να μιλά ούτε Αγγλικά ούτε Γερμανικά, μόνο Τούρτζικα. Ερωτήσαν μας ποιος που μας μιλά Τούρτζικα και είχαμε μια κοπέλα, που επαντρέφτηκε στο χωρκό μας, ήταν που την Άχνα και είπε ότι ξέρει. Είπε του η γυναίκα ότι πρέπει να σεβαστείτε, είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα. Άπλωσε το σιέρι του πουπάνω μας και λέει στα Τουρκικά ''όλους θα σας σκοτώσω''. Είπαμε του γιατί να μας εκτελέσετε; Είμαστε άοπλοι, εν τζαι εφταίξαμε σε κανέναν. Ο Τούρκος είπε της θα σας εκτελέσουμε γιατί οι δικοί σας οι στρατιώτες σκοτώνουν δικά μας γυναικόπαιδα στα Κότσινα. Και λέει του ψέματα σας λέουν, εν εμπήκαν οι δικοί μας οι στρατιώτες. Η γυναίκα ελάλεν του λέτε ψέματα αλλά εκείνος έδωσε τη διαταγή τζαι έφυγε.
Είπαν μας σηκωθείτε και να περπατάτε δύο-δύο στη γραμμή. Άμα ετέλειωνε η δυάδα εχτυπούσαν μας και εκλωτσούσαν μας και ελέαν να στραφείτε πίσω τρεις-τρεις. Μετά εφτάναμε πίσω στην ελιά. Θυμούμαι έσφιγγα σφιχτά σφιχτά την κόρη μου. Ο γιος μου εν επερπάταν τζαι εκράταν τον συνέχεια ο παπάς του. Τζαι τζείνη την ώρα ένας Τούρκος δίπλα μου επυροβόλησε έναν άνθρωπο που εστέκετουν κοντά στην ρίζα της ελιάς. Τζαι είδα τον Κώστα που έπεσε κάτω. Προσπάθησε να σηκωθεί και εξαναπυροβόλησε τον πάλε και σωριάστηκε κάτω. Έπιασε τη ρίζα της ελιάς έτσι σφιχτά σφιχτά. Όπως τον Σολωμό που έπεφτε που τον ιστό της σημαίας, το ίδιο... Αγκάλιασε την ελιά και εστάθηκε και επυροβόλησε τον πάλε και εσωριάστηκε κάτω. Εγώ, κόρη μου, εν είχα τη δύναμη να γυρίσω δίπλα, να κάμω τίποτε. Τζαι τζείνη την ώρα ήρταν τα λόγια του άντρα μου που μου είπεν αν δεις να πυροβολούν τζαι έπεσα κάτω στη γη, με την κόρη μου σφιχτά στην αγκαλιά μου. Οι γεναίτζες ούλες έτσι εππέσασειν κάτω.
Ο άντρας της αρφής μου εκράτεν το θκυο χρονών μωρών του και η αρφή μου εκράτεν το τριών μηνών το βρέφος. Τζαι τζείνος που εκράτεν το θκυο χρονών που είδε τζαι επυροβολούσαν ήρτε τζαι έβαλε της τον κοντά της τον γιο της. Τζαι μετά επυροβολήσαν τον. Τους 12 τους άντρες επυροβολήσαν τους. Όλους... Τζαι ύστερα ήρταν τζαι εκλωτσούσαν τις γεναίτζες που εππέφταμε για να σηκωθούσειν. Φαίνεται ότι εν ο στρατιώτης της κουφάλας που τους είπε να μην σκοτώσουν τις γεναίτζες τζαι τα μωρά. Έτσι νομίζω.
Εκλωτσούσαν μας. Εμένα εκλώτσησε με τζαι λαλώ ';μα ζιώ; Είδα που επυροβολούσαν, εσκοτώναν τζαι εμένα εν με σκοτώσαν;'' Τζαι έτζισα πας το πόδι μου για να δω αν είμαι ζωντανή, να το νιώσω. Εγύρισα το κκελλούι της κόρης μου. Λαλώ εννα την έπνιξα που την έσυρα μες τ’ αγκάλια μου. Τζαι ανοιγόκλεισε μου τα ματούθκια της. Λαλώ ζιω εγιώνι, ζιει το μωρό.
Σηκώνουμε πάνω τζαι φωνάζω ''Αντρέα, Αντρέα'' του άντρα μου. Ήταν ομπρός μου μπρούμυτα κάτω τζαι το μωρό πουπάνω του γεμάτο αίμα. Εσκέφτηκα ότι μπορεί να παίζει τον νεκρό. Τίποτε... Οι Τούρτζιοι εν με αφήσαν να τζίησω πάνω του. Τόσα χρόνια ελαλούσα ότι μπορεί να ήταν νεκρός ο άντρας μου αλλά ελαλούσαν μου εν έτζισες πάνω του, να διαπιστώσεις αν ήταν νεκρός. Ελάλουν 95% να ήταν νεκρός. Αλλά μπορεί να ήταν πληγωμένος τζαι εσηκώσαν τον. Αλλά εν μας αφήναν να τζίσουμε πάνω του.
Ούτε με αφήναν να πάω στο μωρό. Τζαι ήρτε κοντά μου ο στρατιώτης τζείνος της κουφάλας τζαι ετράβουν του τα μανίτζια του, που το παντελόνι. ''Άφησμε να πιάω το μωρό μου, εν το μωρό μου'', ελάλουν του, έδειχνα του το τζαι αλλό δύο κοριτσάκια ήταν πας τους παπάδες τους, τους νεκρούς. Τζαι επήεν τζείνος της κουφάλας τζαι επιαεν μου το μωρό μου που το σιερούι τζαι επέταξε μου το μακριά τζαι αρκουδούσε το μωρό μες τ’ αγκάθκια. Τζαι έπιασε τζαι τα άλλα τα κορούθκια τζαι επέταξε μας τα. Εσπρώχναν μας οι Τούρτζιοι να φύουμε τζαι εμείς ελαλούσαμεν τους εσκοτώσετε τους, σκοτώστε μας τζαι εμάς, εν φεύκουμε. Τζαι εκράτουν την κόρη μου τζαι εβουρούσα να πιάσω το μωρό μου που τ’ αγκάθκια τζαι έν τα εσήκωνα. Τζαι ήρτε μια κοπελίτσα τζαι λαλεί μου άφησμου τον Γιάννη σου τζαι εν δικό μου μωρό. Επιαεν τον, μάνα μου, τζαι έσφιξε τον μες τα αγκάλια της. Τζαι ετράβησε το με λύσσα ο Τούρκος τζαι έσυρε το μακριά. Εβίασεν την... Καλό… τούτα τα πράματα, κόρη μου, μπόρεις να τα ξιάσεις;
Εβουρούσαμε. Έθκιωχνε μας ο Τούρκος τζαι οι άλλοι οι Τούρτζιοι εβουρούσαν μας πουπίσω τζαι ετραβούσαν τις κορούδες. Τζαι τζείνος εγύρισε το όπλο πας τους Τούρκους τζαι ετράβαν τις κορούες που τα σίερκα, να έρτουν μαζί μας τζαι εκαταφέραμε τζαι εν επειράξαν άλλη. Εβουρούσαμε, εεβουρούσαμε, εβουρούσαμε τζαι αφήκαν μας ύστερα. Η αρφή μου έχασε τα μωρά. Ήβρε τα ο άντρας της ξαδέρφης μου, τζαι έφερε μας τα σε ένα περβόλι που άκουε τα κλάματά μας τζαι τζείνος επήε τζαι εκρύφτην μες τον λάκκο τζαι έκαμε εφτά μερόνυχτα μες τον λάκκο. Ήταν ο μόνος που εγλίτωσε. Εφτά μέρες έκαμε μες τον λάκκο, ώσπου είδεν τον Άη Γιώρκη τζαι είπε του να βγει έξω. Αγνοείται η μάνα του τζαι η αρφή του».
Ο εντοπισμός των οστών
Κι έφυγαν από την Ελιά, για πάντα στιγματισμένες, χωρίς να μάθουν αν άφησαν πίσω τους νεκρούς ή τραυματίες. Άλλωστε τους έλεγαν να παριστάνουν τις νεκρές, άρα πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο να έκαναν κι αυτοί το ίδιο. Πέρασαν δεκαετίες ολόκληρες, μέχρι να μάθουν την αλήθεια για τους δώδεκα άνδρες που άφησαν πίσω. Δεκαετίες κατά τις οποίες η τύχη τους αγνοείτο, επειδή δεν τις άφησαν καν να τους πλησιάσουν…
«Εμπήκαμε σε ένα στάβλο τζαι εμείναμεν την Κυριακή, τη Δευτέρα, την Τρίτη. Μετά ήρταν τζαι ήβραν μας κατά λάθος δύο στρατιώτες δικοί μας τζαι ειδοποιήσαν τα Ηνωμένα Έθνη τζαι εφκάλαν μας. Επήραν μας στη Λάπηθο και ύστερα στον Καραβά. Ερέξαμε που ούλλα τα χωρκά. Η Πλατανιστάσα ήταν ο τελευταίος μας σταθμός. Εμείναμε ως τες 6 του Αυγούστου, που επήα με τα μωρά μου στην Λευκωσία για να πάω στον Ερυθρό Σταυρό να τους δηλώσω».
Κι όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, μετά από μια τέτοια τραγωδία, η Χαρίτα βρέθηκε ξανά απέναντι από τον εφιάλτη…
«Ήβρε με η πεθερά μου τζαι ο πεθερός μου, επιάσαν με, επήραν με Αχερίτου. Έπιασε με ο κουνιάδος μου, επήρε με στο Βαρώσι, στο σπίτι του. Στη δεύτερη εισβολή, 14 του Αυγούστου, ήμουν στην Αμμόχωστο... Ήβραν μας οι Εγγλέζοι στη Δεκέλεια, επιάσαν μας, επήραν μας σε κάτι τσιατίρκα. Στη Λεμεσό ήρτα τον Νιόβρη».
Άθελά της, η Χαρίτα Μάντολες γίνεται σύμβολο της Κύπρου. Σύμβολο του αγώνα για διακρίβωσης της τύχης όλων των αγνοουμένων, σύμβολο του αγώνα για αντίσταση, σύμβολο του αγώνα για απελευθέρωση.
«Δεν σταμάτησα ποτέ μάνα μου να τους ψάχνω. Έπρεπε να μάθω. Να πω στα μωρά μου την αλήθκεια, που ερωτούσαν πού εν ο παπάς. Ήμουν τζιαμέ στο οδόφραγμα. Κάθε Σάββατο τζαι Κυριακή ενυχτοξημερωνούμαστειν. Τζαι τούτοι ούλλοι επηένναν τζαι ετρώαν τζαι επίναν τζαι έρκουνταν με το εκμέκ κατεϊφι. Ως τζαι ξύλο εφάμεν που λλόου τους, επειδή εφωνάζαμεν τους. Εκάμαμε χρόνια στα οδοφράγματα, ένας συνεχής αγώνας. Δόξα σοι ο θεός».
Και τελικά έμαθε την τραγική αλήθεια, επειδή η ίδια το απαίτησε. Την βρήκε εκεί που την άφησε, όταν σταμάτησε ο χρόνος, με τη βοήθεια ενός ρεπορτάζ του αείμνηστου Δημήτρη Ανδρέου.
«Επήα στο σημείο τζείνο με τον αείμνηστο τον Δημήτρη Ανδρέου, μετά που ανοίξαν τα οδοφράγματα. Λαλώ αν ήταν νεκροί τζιαμέ, εν να τους ερίψαν χώμα που πάνω. Είδαν οι Τούρτζιοι ότι έδειξα το σημείο τζαι επήαν τζαι εκάμαν εκταφή τζιαμέ τζαι ήβραν τα λείψανα. Είπαν που την τηλεόραση ότι ήβραν λείψανα στην Ελιά. Αλλά λαλώ ποια η απόδειξη ότι εν το σημείο που έδειξα; Τζαι επιασα τον αρφότεχνο μου τζαι επήαμε. Κανένας εν επήε. Επήαμε εμείς. Τζαι τελικά ετηλεφωνήσαν μου τζαι είπαν μου ότι ήταν ο δικός μας ο τάφος…».
«Ούτε παπούτσι είχαμε, ούτε κρεβάτι»
Η Χαρίτα πάλεψε μόνη της. Όπως τόσες άλλες γυναίκες του πολέμου. Πάλεψε για να βρει τους δικούς της, πάλεψε για να μεγαλώσει τους δικούς της. Αντλούσε δύναμη από την πίστη της στον Θεό και στην πατρίδα.
«Εν ηξέρεις, κόρη μου, τι ετραβήσαμε. Ο Θεός να βάλει το σιέρι του τζαι να προστατέψει εσάς τους νέους τζαι τα μωρά μας. Ο Θεός τζαι η Παναγία μου...
Εκάμναμε τρεις δουλειές η κάθε μια μάνα, αγωνιζούμασταν. Ούτε παπούτσι είχαμε, ούτε κρεβάτι, ούτε μαΐρισσα. Ούλλες οι γεναίτζες του πολέμου, πόσα βάσανα επεράσαμε. Εν είμαι εγώ μόνο. Εκάμναμε δυο τζαι τρεις δουλειές για να τα φκάλουμε πέρα, ποιον κράτος κόρη μου; Τέσσερις λίρες εδιούσαν μας, τζαι άμα έρκετουν το καλοτζαίρι εσταματούσαν μας τα. Απαράδεκτα πράματα. Εν εμείναμε να πεθάνουμε, δόξα σοι ο Θεός. Ούτε επεινάσαμε. Εμείς περνούμε τζαι με τα λία. Να μεν ζήσετε, κόρη μου, τούτο που εζήσαμε εμείς. Εν θέλουμε πόλεμο. Ο,τι τζια να πούμε είναι λίο. Δόξασοι ο Θεός. Κρατούμεν τον Θεό. Την Παναγία μου».
Η Χαρίτα Μάντολες δεν μπορεί να ξεχάσει. Σαράντα χρόνια μετά, αναβλύζει παράπονο. Αλλά ο αγώνας της δεν σταματά. Αφυπνίζει εμάς. Αφυπνίζει συνειδήσεις. Μας θυμίζει πως δεν πρέπει να ξεχνούμε. Την Κύπρο, την ιστορία μας, το «δεν ξεχνώ»…