«Για να είμαστε όλοι εμείς εδώ, χάθηκαν αυτά τα παιδιά... Πρέπει να δικαιώσουμε τον αγώνα τους»
14:13 - 20 Ιουλίου 2023
«Είναι τα παιδιά μας, οι πατεράδες μας αυτοί που χάθηκαν. Γι’ αυτό πρέπει να σταθούμε δίπλα τους όλοι», είπε η κα. Ανδρούλλα. «Από τις 20 Ιουλίου 1974 δεν το είδα ποτέ. Μετά από 45 χρόνια, βρέθηκαν τα οστά του στο Πέντε Μίλι», ψέλλισε η κα. Σοφία. «Βγήκε πάνω στο ύψωμα να δει από που έρχονταν τα τανκς των Τούρκων και άρχισαν να του βάλλουν. Τότε σκορπίστηκαν όλοι, χάθηκαν. Από τότε αγνοείται», είπε με δάκρυα στα μάτια αδελφή αγνοουμένου.
Τα λόγια αυτά προκαλούν πόνο σε όποιο τα ακούει. Λόγια που φέρνουν δάκρια στα μάτια, αφού βγαίνουν από τα στόματα γυναικών που τόσα χρόνια κρατάνε μία φωτογραφία στα χέρια. Ήταν νέες όταν έγινε η εισβολή. Τα ρυτιδιασμένα πρόσωπά τους κρύβουν τον πόνο που βιώνουν εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, αλλά και την κρυφή ελπίδα ότι κάποτε, ίσως, να έχουν νέα για τους δικούς τους ανθρώπους, που ακόμη αγνοούνται. Για εκείνους τους ανθρώπους που πότισαν τα κατεχόμενα εδάφη με το αίμα τους.
Η κα. Ανδρούλλα είχε περασμένο στο λαιμό της ένα πλακάτ. Πάνω είχε πέντε φωτογραφίες και από κάτω τα ονόματα εκείνων που περιμένει. Από πάνω γράφει «Αγνοούμενα πρόσωπα από την τουρκική εισβολή του 1974» και από κάτω το ίδιο στα αγγλικά.
«Οι πληγές είναι ανοικτές και είναι λες και έγινε χθες ο πόλεμος. Για μας, που επισκεπτόμαστε τον Τύμβο καθημερινά και όχι μια φορά το χρόνο, για να δούμε όλα αυτά τα παιδιά, να δούμε τις φωτογραφίες τους και να τους πούμε πως "είμαστε εδώ και αγωνιζόμαστε, είμαστε εδώ και περιμένουμε. Είμαστε εδώ και εσείς που χαθήκατε είστε οι ήρωες μας". Για να είμαστε όλοι εμείς εδώ, χάθηκαν αυτά τα παιδιά και πρέπει να δικαιώσουμε τον αγώνα τους. Να μην αφήσουμε να περάσει καμία μέρα που να ξεχάσουμε αυτά τα παιδιά.
Έχω συγγενείς πεσόντες. Τον ξάδελφο μου, τους θείους μου, τους γείτονές μου. Είναι όλοι αγνοούμενοι και δεν βρέθηκε κανένας. Εδώ είναι ο Κυριάκος Καρέτσος από την Ελλάδα, ήταν στην τορπιλάκατο, με το ψευδώνυμο Καρύδας. Φιλοξενούσα τη μάνα του το 1974, ήμασταν φίλες, ήρθε, πήγε στην Κερύνεια, τον είδε και την επόμενη ημέρα έγινε ο πόλεμος. Η πρεσβεία της Ελλάδας την πήρε και την έστειλε στη Νίκαια. Σε ένα χρόνο με πήρε τηλέφωνο και μου είπε με μια βραχνή φωνή «Αντρούλλα μου στάθου μάνα και αδελφή και όταν τον βρεις πες του δεν άντεξε η καρδιά μου να τον περιμένει». Εγώ της ορκίστηκα και αυτό κάνω συνέχεια. Δεν ξεχνώ κανένα.
Δεν έχουμε κανένα νέο. Τίποτε. Ούτε τα οστά τους και δεν είμαστε διατεθειμένοι εμείς οι συγγενείς, να αφήσουμε τα κόκκαλα των παιδιών μας. Είναι τα παιδιά μας, οι πατεράδες μας αυτοί που χάθηκαν. Γι’ αυτό πρέπει να σταθούμε δίπλα τους όλοι».
Η κα. Σοφία ετοίμαζε το καπνιστήρι πάνω από το μνήμα του ξαδέλφου της, για να λιβανίσει εκείνον και τον αδελφό της. Τον αδελφό της που είδε για τελευταία φορά εκείνη την μαύρη μέρα του μοιραίου καλοκαιριού, πριν από 49 χρόνια, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Τον αντάμωσε ξανά, 45 χρόνια μετά, μόνη και σε ένα κασόνι, με τα λείψανά του.
«Είπα του να ξυπνήσει να δει πως ήρθαμε. Μέναμε στη Βασίλεια, ήταν εργολάβος. Με το άκουσμα της εισβολής, πήγε και κατατάγηκε στον στρατό, τους πήραν με τα όπλα δηλαδή. Του φωνάζαμε να μην πάει, αλλά έλεγε ότι θα τον σκοτώσουν και μετά θα πάνε στη μητέρα του και την αδελφή του. Από τις 20 Ιουλίου του 1974 δεν το είδα ποτέ. Μετά από 45 χρόνια, βρέθηκαν τα οστά του στο Πέντε Μίλι. Οι γονείς του έφυγαν με μία πίκρα, με ένα πόνο και τίποτε άλλο. Ήταν ο πιο μικρός μας, τώρα είμαι εγώ η πιο μικρή. Ο αδελφός μας πέθανε και περίπου στον χρόνο βρέθηκαν τα οστά του άλλου μας αδελφού».
Καθόταν στις καρέκλες που είχαν τοποθετηθεί στον Τύμβο, για τους συγγενείς των πεσόντων και των αγνοουμένων, κατά την επιμνημόσυνη δέηση. Κρατούσε στα χέρια τη φωτογραφία του αδελφού της και τα μάτια της ήταν γεμάτα με δάκρυα.
«Ο αδελφός μου ήταν 27 ετών. Ήταν μηχανικός πάνω στα ρόβερ. Όταν έγινε η εισβολή ήταν αρραβωνιασμένος. Όταν άκουσε ότι έγινε η εισβολή και ήρθαν τα αεροπλάνα, ήρθε τρεχάτος στο σπίτι, ετοίμασε τον αδελφό μας το μικρό και του είπε “άτε τζιαι εν να μας πιαν οι Τούρτζοι”. Μετά πήγε στη Λάρνακα και στην Αμμόχωστο και πολέμησαν στην Αλυκή.
Ένας αξιωματικός τον διάταξε να πάει στο Παλαίκυθρο. Στη δεύτερη εισβολή, τους άφησε ο αξιωματικός μέχρι την τελευταία στιγμή εκεί. Η αρραβωνιαστικιά ενός φίλου του, από την Κυθρέα τους είπε γιατί δεν φεύγουν; Και ο αξιωματικός της είπε ότι θα φύγουν μόνο όταν διατάξει ο ίδιος. Ο αξιωματικός τότε γέμισε ένα λεωφορείο και ο αδελφός μου ήταν δεκανέας. Ήταν είκοσι άτομα μέσα στο λεωφορείο και προχώρησαν μέχρι τη Μόρα για να αποκόψουν τους Τούρκους, για να υποχωρήσει ο υπόλοιπος στρατός.
Όταν έφτασαν εκεί τους έβαλλαν τα αεροπλάνα. Όταν κατέβηκαν από το αεροπλάνο, ο αδελφός μου άρχισε να τους μετρά και ήταν όλοι καλά. Ήταν ο λοχίας του. Βγήκε πάνω στο ύψωμα να δει από που έρχονταν τα τανκς και άρχισαν να του βάλλουν. Τότε σκορπίστηκαν όλοι, χάθηκαν. Από τότε αγνοείται».