Τα μέτωπα της Αστυνομίας, τα συσσωρευμένα προβλήματα και η επιτακτική ανάγκη για αλλαγές
07:02 - 02 Ιουλίου 2023
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, πως το Υπουργείο Δικαιοσύνης, θεωρείται ένα από τα πιο καυτά χαρτοφυλάκια, δεδομένου των κρίσιμων ζητημάτων που έχει να διαχειριστεί τα οποία αφορούν την Αστυνομία και τις Κεντρικές Φυλακές, δύο Τμήματα τα οποία ενδεχομένως να μην έπρεπε καν να βρίσκονται κάτω από την ίδια ομπρέλα, λόγω διαφορετικής σχολής σκέψεως, οι μεν έχουν τον ρόλο του διώκτη και οι δε του σωφρονισμού, με τη φιλοσοφία – ένα εφαρμόζεται με βάση τις οδηγίες των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων - να διαφέρει από τη γη μέχρι τον ουρανό.
Πριν παραδώσει σκυτάλη, η τέως υπουργός Δικαιοσύνης, Στέφη Δράκου, στον απολογισμό της, μεταξύ άλλων είχε μιλήσει για την μεταρρύθμιση της Αστυνομίας, η οποία όπως είπε, είναι χωρισμένοι σε τρεις φάσεις, «με την πρώτη να έχει ολοκληρωθεί τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ οι επόμενες δύο φάσεις βρίσκονται σε πλήρη παράλληλη εξέλιξη».
Αναμφίβολα, για μια σειρά από λόγους, η Αστυνομία σε διάφορες περιπτώσεις, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα και έγινε δέκτης σφοδρής κριτικής, με την αξιοπιστία και το κύρος της να τίθενται υπό αμφισβήτηση, χωρίς βέβαια να ισοπεδώνονται όλες οι προσπάθειες που καταβάλλονται για να βελτιωθούν τα κακώς έχοντα, που για να γίνει αυτό, καταρχάς θα πρέπει να υπάρξει αυτογνωσία και βούληση για αλλαγή δεδομένων.
Τα σκάνδαλα διαφθοράς με εμπλοκή στελεχών της Αστυνομίας που στο τέλος της ημέρας δεν έχουν καμία επίπτωση σε αντίθεση με απλούς αστυνομικούς που διώκονται για λιγότερο σοβαρές υποθέσεις, οι «ιδιαίτεροι» χειρισμοί σε ότι αφορά πολύκροτες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται αξιωματούχοι, η κραυγαλέα υπόθεση του Θανάση που η Αστυνομία για 17 ολόκληρα χρόνια επέμενε πως αυτοκτόνησε και άλλες υποθέσεις που αποφάσεις έδειξαν λανθασμένους χειρισμούς και σωρεία παραλήψεων, η υπόθεση του Στυλιανού που έθεσε τέρμα στη ζωή του ενώ υπήρχαν ουκ ολίγες καταχωρήσεις που εξέπεμπαν σήμα κινδύνου αλλά αγνοήθηκαν, το θανατηφόρο του 2012 το οποίο σκέπασε με αμφισβήτηση τις ενέργειες της Δύναμης, τα απανωτά επεισόδια στα γήπεδα, οι απανωτές αποδράσεις τα τελευταία χρόνια, οι υποθέσεις σεξουαλικής φύσεως κατά αστυνομικών, η μάστιγα των ναρκωτικών που διογκώνεται όλο και περισσότερο αλλά έμποροι κυκλοφορούν ελεύθεροι, η εξέλιξη πλέον κάθε μορφής βίας, η αδυναμία για εξιχνίαση σοβαρών εγκλημάτων, όπως δολοφονίες με φόντο τον υπόκοσμο και βομβιστικές επιθέσεις… Όλα αυτά, σε συνδυασμό με άλλα τόσα καθημερινά προβλήματα που αφορούν την υποστελέχωση της Αστυνομίας και την αδυναμία της να ελέγξει καταστάσεις, συνθέτουν το παζλ της αμφισβήτησης και παρουσιάζουν ένα Σώμα Ασφαλείας κατώτερο των περιστάσεων.
Είναι για αυτό το λόγο, που το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα έπρεπε να βάλει πλώρη για αλλαγή δεδομένων στην Αστυνομία, αφενός για να επανακτήσει την χαμένη της αξιοπιστία, και αφετέρου, για να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών, που εμφανίζονται δύσπιστοι. Για να γίνει αυτό, σίγουρα χρειάζονται αλλαγές σε διάφορα επίπεδα αλλά και τέτοιες ενέργειες που θα δείχνουν στον απλό πολίτη, πως η Αστυνομία δεν ενεργεία κατά το δοκούν αλλά επιβάλει τον Νόμο κατά ίσο τρόπο και όχι αναλόγως με το ποιος ή ποιοι εμπλέκονται, ενώ την ίδια ώρα απαιτούνται τέτοιες ενέργειες, ώστε οι πολίτες να νιώθουν πως το Σώμα Ασφαλείας είναι δίπλα τους και πάνω από όλα, όπως είναι το καθήκον του, τους παρέχει ασφάλεια.
Ποιο λοιπόν είναι το πλάνο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την Αστυνομία; Μια απάντηση που θα έπρεπε να έρθει δια στόματος Άννας Προκοπίου, ωστόσο μέχρι σήμερα είναι μετρημένες – έως και ελάχιστες - οι κουβέντες που ακούστηκαν από την υπουργό, γεγονός που προβληματίζει, εκτός και αν δεν υπάρχει παραδοχή πως υπάρχουν ζητήματα που θα πρέπει να επιλυθούν στις τάξεις της Αστυνομίας.
Κάτι, το οποίο προκύπτει και μέσα από τον απολογισμό του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας, για τις πρώτες 100 μέρες διακυβέρνησης. Ενώ ο Νίκος Χριστοδουλίδης αναφέρθηκε σε όλα τα Υπουργεία, όταν ήρθε η σειρά του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το μόνο άξιο προς αναφορά, ήταν η μετατροπή της Ανοιχτής Φυλακής σε Κλειστή, γεγονός που θα αυξήσει την χωρητικότητα και ενδεχομένως να δοθεί ανάσα στον πρόβλημα του υπερπληθυσμού. Ένα μέτρο που θα υλοποιηθεί σε βάθος χρόνου, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε ότι αφορά την σωφρονιστική πολιτική – που εδώ είναι και η ουσία – ενώ δεν έγινε καμία αναφορά σε πλάνο για την Αστυνομία. Δεν ειπώθηκε τίποτε περισσότερο που να αφορά το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Υποστελέχωση της πρώτης γραμμής
Πέραν των σκανδάλων και διάφορων υποθέσεων που στάθηκαν η αφορμή έπληξαν το κύρος της Αστυνομίας, τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μέλη της, ειδικότερα αυτά που αφορούν την υποστελέχωση της πρώτης γραμμής, έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα της Δύναμης. Και αυτό διότι, λόγω έλλειψης προσωπικού, οι αστυνομικοί σε αρκετές περιπτώσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα πολλαπλά μέτωπα, κάτι που συνεπάγεται με αδυναμία.
Θα πρέπει να σημειωθεί, στην πρώτη γραμμή, συμπεριλαμβάνονται τα Τμήματα και τα μέλη της Αστυνομίας που έχουν καθημερινή επαφή με τον πολίτη για βοήθεια ή παράπονα ή για διερεύνηση διαφόρων υποθέσεων.
Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Συντεχνίας των αστυνομικών, Ισότητας, Νίκος Λοϊζίδης, αυτή τη στιγμή στην πρώτη γραμμή υπηρετούν μαζί με τους δόκιμους αστυφύλακες οι οποίοι μπαινοβγαίνουν στα τμήματα της πρώτης γραμμής, περί των 2.500 αστυνομικών. Αριθμός που ποσοστιαία αγγίζει το 40-45%.
«Για να αντιληφθεί ο κάθε πολίτης το τι πραγματικά συμβαίνει, σκεφτείτε ένα σταθμό πόλης στον οποίο υπάρχουν κρατητήρια, επεισόδια που πρέπει να μεταβούν άμεσα, τηλέφωνα από πολίτες για εξυπηρέτηση, παρουσιασθέντες που υπογράφουν σε σταθμούς κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, πολίτες στο Γραφείο Παραπόνων και όλα αυτά μαζί με άλλες «υποχρεώσεις» σε μια περιοχή που αριθμεί πάνω από 50.000 κόσμο να υπάρχουν δύο αστυνομικοί ανά βάρδια. Να σημειώσουμε επίσης τα προβλήματα με τις κτιριακές εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό που υπάρχουν στην πρώτη γραμμή τα οποία είναι απαρχαιωμένα».
Σημαντικά Τμήματα με μειωμένα μέλη
Παράλληλα, ο Νίκος Λοϊζίδης, αναφέρθηκε και στην υποστελέχωση που υπάρχει σε συγκεκριμένα Τμήματα, τα οποία είναι πολυδιαφημιζόμενα, ωστόσο δεν υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός μελών που θα μπορεί να ανταπεξέλθει στις ανάγκες που προκύπτουν.
Όπως αναφέρει, «το να διαφημίζουμε και να λέμε ότι δημιουργούμε Τμήματα απλά για να ικανοποιούμε είτε οργανωμένα σύνολα, είτε την κοινή γνώμη, μας έχει φέρει σαν Αστυνομικούς στη δυσάρεστη θέση να ενημερώνουμε ότι δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε με το λίγο αριθμό αστυνομικών είτε του συγκεκριμένου τμήματος, είτε συγκεκριμένου τομέα. Για παράδειγμα, το πολύ διαφημιζόμενο Τμήμα για τα Ζώα της Αστυνομίας, αριθμεί για ολόκληρη την Επαρχία Λευκωσίας 3 Μέλη ή το Τμήμα Βία στην Οικογένεια, αριθμεί περίπου 50 μέλη Παγκύπρια και οι υποθέσεις οφείλουν να γίνουν ενέργειες καθημερινά μπορεί να φτάνει και τον ίδιο αριθμό. Οπόταν αντιλαμβάνεστε, ή θα γίνουμε ρεαλιστές και θα λέμε και θα πράττουμε αυτά που μπορούμε και αυτά που πρέπει ή απλά θα στέλνουμε κάποιους Αστυνομικούς στα συγκεκριμένα Τμήματα και σαν ωρολογιακή βόμβα θα βρίσκεται στα χέρια τους η έλλειψη ή η παράλειψη ενεργειών σε συγκεκριμένα μη ρεαλιστικά πρωτόκολλα. Ταυτόχρονα δεν μπορεί κάποια Τμήματα να υπάρχουν χωρίς να διερευνούν και όλες τις υποθέσεις τους να τις βλέπουμε να καταλήγουν στα Επαρχιακά ΤΑΕ και Σταθμούς. Ο καιρός που τα κάρβουνα διερεύνησης ήταν στην πλευρά των συγκεκριμένων τμημάτων μόνο έχει περάσει ανεπίστρεπτή».
Συνθήκες εργασίας
Ένα άλλο πρόβλημα που μπαίνει στην εξίσωση, τα οποίο ειπώθηκε ουκ ολίγες φορές από τους αστυνομικούς, είναι οι συνθήκες εργασίας που είναι συνυφασμένες με την γραφειοκρατία, που έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται χρόνος, αφού στην ουσία οι αστυνομικοί που υπηρετούν σε συγκεκριμένα Τμήματα, ακολουθούν τον κανονισμό, «όλοι για όλα», με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σύμφωνα με τον κ. Λοϊζίδη, «η συνεχόμενη γραφειοκρατία μέσα σε δαιδαλώδεις διαδικασίες γραφειοκρατικές, για δικαιολόγηση μη ρεαλιστικών πρωτοκόλλων αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των αστυνομικών της πρώτης γραμμής. Υπάρχει τρομερό πρόβλημα με τη γραφειοκρατία. Για παράδειγμα, για ένα παράπονο θα πρέπει ένας αστυνομικός να κάνει πάνω από περίπου 90 ενέργειες για να δικαιολογήσουμε το ότι εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια λάθους ή παράλειψης του αστυνομικού και όχι στην ουσία του παραπόνου που είναι η διεκπεραίωση και η εξιχνίαση της παράβασης. Αυτό δείχνει ότι οι αστυνομικοί δεν έχουν διαχωριστεί σε κατηγορίες, λόγω έλλειψης προσωπικού, αλλά και πολυπλοκότητας στο φόρτο εργασίας. Για παράδειγμα, ένας ανακριτής ο οποίος εξετάζει φόνο το προηγούμενο βράδυ, θα πρέπει το επόμενο πρωί να διερευνήσει κλοπή από οικιακή βοηθό για το ποσό των 20 ευρώ. Το οργανωμένο έγκλημα έχει εκσυγχρονιστεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, για το οποίο πρέπει επιτέλους να αντιληφθούμε ότι αν θέλουμε να το πατάξουμε, θα πρέπει να είμαστε προμηθείς και όχι επιμηθείς».
Στην εξίσωση που αφορά τις συνθήκες εργασίας, συμπεριλαμβάνονται και τα καθήκοντα που δεν είναι αστυνομικής φύσεως, ωστόσο εκτελούνται από μέλη της Δύναμης, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιούνται αστυνομικοί για ενίσχυση Τμημάτων.
Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο κ. Λοϊζίδης, «όταν υπηρεσίες όπως Τελωνείο, Ταμείο Θήρας, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, Στρατός, Δημοτικές Αρχές, Φόρος, Δικαστική Εξουσία, Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, αλλά και Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στη λειτουργία τους και τη συμπληρώνει το Αστυνομικό Σώμα, αυτό μας παραπέμπει σε μη αστυνομικής φύσεως καθήκοντα τα οποία έχουν γίνει πλέον παράτυπα ίσως και εκτός δικαιοδοσίας των Αστυνομικών καθημερινό βίωμα. Δεν μπορεί απαρχαιωμένες τακτικές λειτουργίας, γενικά της πολιτείας, να συμπληρώνονται από αστυνομικούς ενώ θα έπρεπε το καθήκον και το λειτούργημά μας να περιορίζετε της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας. Για να αντιληφθεί ο κόσμος, το τι κάνουν οι αστυνομικοί για να γλυτώσει χρήματα το κράτος, ορίζονται ως επιμελητές ανήλικων παραβατών. Ρόλος που στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται άκρως σημαντικός για να επαναφέρουν τους ανήλικους παραβάτες στο σωστό δρόμο. Η πολιτεία σκέφτεται τα χρήματα παρά το καλώς νοούμενου καλό της πολιτείας».
Έλλειψη εξοπλισμού
Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, οι αστυνομικοί σε αρκετές περιπτώσεις επανέλαβαν την ανάγκη για διάθεση εξοπλισμού, ο οποίος θα συνάδει με το σήμερα.
«Η Αστυνομία κάθε χρόνο λαμβάνει από την πολιτεία περίπου 270 εκατομμύρια για όλες τις υποχρεώσεις της. Είναι ανεπίτρεπτο εν έτη 2023 και οι 5.000 αστυνομικοί περίπου να μην έχουν τον ατομικό τους εξοπλισμό σε όλα τα είδη. Είναι ανεπίτρεπτο κτηριακές εγκαταστάσεις (ΑΔΕ Λευκωσίας, ΑΔΕ Λεμεσού κ.ά) να βρίσκονται εκτός νομοθεσίας αλλά και έτοιμες για κατάρρευση», αναφέρει ο πρόεδρος της Ισότητας, προσθέτοντας πως, «είναι ανεπίτρεπτο, ο τεχνολογικός εξοπλισμός και τα οχήματα να είναι στην πλειοψηφία τους ελλιπή και προβληματικά. Θα πρέπει να υπάρξει καλύτερος συντονισμός, καλύτερη διανομή των εκατομμυρίων και προϋποθέσεις ιεραρχίας αγορών, επιδιορθώσεων και ανακαινίσεων».
Εναλλαξιμότητα και παραγωγές
Δεν ήταν λίγες οι φορές, που αρμόδιοι ανέφεραν την ανάγκη της εναλλαξημότητας, ώστε επικεφαλής τμημάτων να μην βρίσκονται για χρόνια στην ίδια θέση, αφού κάτι τέτοιο, έχει τόσο θετικές όσο και αρνητικές συνέπειες, ενώ είναι το ανακάτεμα της τράπουλας κατά διαστήματα, είναι ένα μέτρο που συμβάλει στην πάταξη της διαφθοράς. Ωστόσο, στην Αστυνομία υπάρχουν στελέχη που υπηρετούν στην ίδια θέση για αρκετά χρόνια.
Από την πλευρά του, ο Νίκος Λοϊζίδης, αναφέρει πως «η εναλλαξιμότητα των αστυνομικών είναι απλά ένα παραμύθι και στάχτη στα μάτια του οποιουδήποτε πιστεύει για αξιοκρατία στα Σώματα Ασφαλείας», κάτι το οποίο, όπως σημειώνει, αποδεικνύουν και οι αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στις προσφυγές που αφορούν τις προαγωγές στο Σώμα. «Όταν κάποιος υπηρετεί στην πρώτη γραμμή με έλλειψη επιπρόσθετης μοριοδότησης για σκοπούς προαγωγής, με έλλειψη επιδόματος επικινδυνότητας, με συνεχείς ψευδείς καταγγελίες εναντίον του από παραβάτες και ανθρώπους του υποκόσμου στην ΑΑΔΙΠΑ, και η τραγική έλλειψη προσωπικού, τότε αντιλαμβάνεστε όλοι γιατί δεν υπάρχει η εναλλαξιμότητα της πρώτης γραμμής και γιατί δεν εφαρμόζεται».
Αδυναμία στην εξιχνίαση σοβαρών εγκλημάτων
Βλέποντας κανείς τα δεδομένα που αφορούν το σοβαρό έγκλημα, διαπιστώνει πως την τελευταία δεκαετία, όλες οι δολοφονίες που διαπράχθηκαν με φόντο τον υπόκοσμο, παραμένουν ανεξιχνίαστες, γεγονός που δείχνει την αδυναμία της Αστυνομίας, η οποία φαίνεται να μην έχει το πάνω χέρι. Από την άλλη, τεράστια αδυναμία παρουσιάζεται και στην εξιχνίαση των εμπρηστικών ή βομβιστικών επιθέσεων, με τα ποσοστά εξιχνίασης να κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα.
Ο πρόεδρος της Ισότητας, κληθείς να σχολιάσει την αδυναμία της Αστυνομίας, θέλησε να αναφέρει πως το θέμα της πρόληψης είναι το ένα ζήτημα και αυτό της διερεύνησης άλλο, ωστόσο η παραδέχθηκε πως παρατηρείται αδυναμία. Άλλωστε, ο οποιοσδήποτε πιστεύει το αντίθετο, τα στοιχεία μέσα από διάφορες υποθέσεις, τον διαψεύδουν.
Όπως είπε ο κ. Λοϊζίδης, «το οργανωμένο έγκλημα χρειάζεται πρόληψη αλλά και διερεύνηση. Δεν μπορεί οι άνθρωποι του υποκόσμου να μην νιώθουν την ανάσα της αστυνομίας στο σβέρκο τους καθημερινά και να μην νιώθουν την πίεση ότι βρίσκονται κάτω από την ακίδα παρακολούθησης από τις Αρχές. Η διερεύνηση είναι ένα άλλο κεφάλαιο το οποίο, ο λόγος που στερούμε, είναι στο μεγάλο αριθμό εμπρησμών και βομβιστικών ενεργειών αλλά και φόνων που λόγω της φύσης των εγκλημάτων θα έπρεπε να στηριχθούμε περισσότερο στην πρόληψη και λιγότερο στη διερεύνηση αυτών. Το μεγάλο όπλο του Νομοσχεδίου παρακολουθήσεων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων θα πρέπει να γίνει επιτέλους πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όχι για να «ακούμε» φιλενάδες ή ερωτευμένους αλλά να καταγράφουμε εγκληματίες πρώτης διαλογής για να μπορέσουμε να φέρουμε ενώπιον της Δικαιοσύνης αυτούς που πρέπει. Οι αλλαγές προσώπων σε συγκεκριμένα Τμήματα τα οποία έχουν αποτύχει ή έχουν παρεξηγήσει το ρόλο τους, θα έπρεπε να είναι επιβεβλημένοι».
Βία στα γήπεδα
Τα τελευταίο ένα χρόνο, οπότε αποφάσισαν οι οργανωμένοι οπαδοί να επιστρέψουν στα γήπεδα, οι Αρχές πιάστηκαν απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τους χούλιγκαν, με αποτέλεσμα, σχεδόν κάθε αγωνιστική, να στιγματίζεται με επεισόδια. Γεγονός για το οποίο επικρίθηκε έντονα η Αστυνομία και ειδικότερα η ηγεσία της, τόσο από την κοινή γνώμη, όσο και από τα ίδια τα μέλη της, που έδειχναν τρύπια επιχειρησιακά πλάνα.
Η βία στα γήπεδα, μπορεί μεν να αποτελεί και ένα κοινωνικό φαινόμενο, ωστόσο η Αστυνομία έχει την ευθύνη για την διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας και πρέπει να βρει τρόπους ώστε να μειώσει στο ελάχιστο το φαινόμενο.
Από την πλευρά της, η Συντεχνία Ισότητα, αναφέρθηκε στον Συνδέσμους Φιλάθλων αλλά και στην απουσία μόνιμων αντιοχλαγωγικών ομάδων. «Θα σας παραπέμψω στο γνωστό «Συμβόλαιο – Μνημόνιο» που υπέγραψε η κ. Κουκκίδου Προκοπίου με παράνομους Συνδέσμους Φιλάθλων και θεωρούμε ότι τελειώσαμε με το συγκεκριμένο θέμα. Όπως επίσης και τις φανταστικές μόνιμες αντιοχλαγωγικές ομάδες τις οποίες και πάλι θα κλωνοποιήσουν αστυνομικούς, δίνοντας τους δύο και τρεις ρόλος να επωμιστούν στην καθημερινότητά τους. Παράδειγμα αν υπηρετείς στην ομάδα «Ζ», θα θεωρείσαι και αντιοχλαγωγικός. Τέτοιου είδους αλχημείες θεωρούμαι ότι θα λύσουν το πρόβλημα. Θα επαναλάβουμε τη λύση. Να κάνουμε το Νόμο τρόπο. Όποιος είναι παράνομος δεν έρχεται στα γήπεδα και δεν κάνει εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Η Αστυνομία είναι αυτή που αποφασίζει αν θα αστυνομευθεί μια εκδήλωση. Οι εξουσίες για την ευνομία της πολιτείας δεν ανήκουν σε καμιά Ομοσπονδία, σε κανένα Πολιτικό Κόμμα και σε καμιά εξυπηρέτηση συμφερόντων. Τα Νομοσχέδια είναι εκεί, ο Νόμος ορίζει την Αστυνομία σε αυτό το ρόλο και όποιος δεν μπορεί να αντέξει την ευθύνη θα πρέπει να αντιληφθεί ότι θα είναι υπόλογος σε ανθρώπινες ζωές που μπορούν να χαθούν στο μέλλον».
Χαμένη εμπιστοσύνη
Το βασικό ερώτημα που τίθεται, είναι με ποιο τρόπο πλέον η Αστυνομία μπορεί να ανακτήσει την χαμένη της εμπιστοσύνη, κάτι που αναμφίβολα θα επέλθει μέσα από μια σειρά ενέργειες και ριζικές αλλαγές, και όχι μέσα από επικοινωνιακές προσεγγίσεις, αφού όσο και να κρύβει κανείς τα προβλήματα κάτω από το χαλί, σε κάποια στιγμή αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Συντεχνίας Ισότητα, αναφέρει πως «η εμπιστοσύνη στην Αστυνομία χάθηκε γιατί δεν προβάλλετε το έργο των Αστυνομικών της πρώτης γραμμής για διάφορους λόγους είτε αντιζηλίας για προαγωγές, είτε αντιζηλίας για έλλειψη γνώσεων και αυτό που δείχνουμε στην κοινή γνώμη είναι φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, ανούσιες συναντήσεις υψηλού επιπέδου, οι οποίες μπροστά στα αυξημένα κρούσματα παραβατικότητας, προκαλούν το αίσθημα της κοινής γνώμης. Όταν η εντύπωση και τα λόγια ενός πολίτη για την Αστυνομία αλλάξει, και από εξώδικο μετατραπεί ο αστυνομικός σε προστάτη του νομοταγή πολίτη, τότε θα αντιληφθούμε ότι άλλαξε η εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τους αστυνομικούς. Οι πολύπλοκες διαδικασίες, οι οποίες έδεσαν τα χέρια της Αστυνομίας, έκαναν τον Κύπριο πολίτη να θεωρεί ότι ο αστυνομικός δεν θέλει να τον εξυπηρετήσει και όχι ότι αδυνατεί λόγω νομοθεσίας».