Η έλλειψη ταύτισης, η απουσία συγκολλητικής ουσίας και οι ρωγμές της συμπολίτευσης
Μικαέλλα Λοΐζου 06:00 - 15 Ιουλίου 2023
Οι εκποιήσεις βρέθηκαν στο επίκεντρο της ειδησεογραφίας τις τελευταίες ημέρες. Και όχι τυχαία. Στην ουσία, μαζί με το θρίλερ αναφορικά με τις εξελίξεις στο ίδιο το ζήτημα, που είναι άκρως σημαντικό για την κυπριακή οικονομία, ξετυλιγόταν και η πιο ξεκάθαρη κρίση που έχει βιώσει αυτή η Κυβέρνηση στους τέσσερις και κάτι μήνες που βρίσκεται στην εξουσία. Και μπορεί στην πορεία να βρέθηκαν οι λύσεις, δεν είχαν όμως προβλεφθεί.
Η Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη εξαρτάται σε κοινοβουλευτικό επίπεδο από τα συμπολιτευόμενα κόμματα ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και ΔΗΠΑ αλλά, όπως διαφάνηκε, τα συμπολιτευόμενα κόμματα δεν συμπλέουν πάντοτε μαζί της (αν και το πράττουν τις περισσότερες φορές), ούτε είναι πάντα πρόθυμα να προβούν σε υποχωρήσεις για να τη βοηθήσουν. Και οι ρίζες αυτής της κατάστασης μπορούν να εντοπιστούν αν γυρίσει ο χρόνος πίσω στον προεκλογικό και στο γεγονός πως καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές δεν φρόντισε να δημιουργηθεί επαρκής συγκολλητική ουσία, ώστε να οι δεσμοί τους να είναι ιδιαίτερα δυνατοί.
Η κοινή τους πορεία είχε χαρακτηριστεί προεκλογικά, κυρίως από την πλευρά του Αβέρωφ Νεοφύτου, ως «αχταρμάς». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα, αφού ουδέποτε υπήρχαν τεράστιες αποκλίσεις. Τα κόμματα αυτά είχαν μεγαλύτερη ιδεολογική συγγένεια μεταξύ τους, από όση με οποιαδήποτε από τα δύο μεγάλα κόμματα που βρίσκονται σήμερα στην αντιπολίτευση και ήταν αρκετά εύκολο να συμφωνούν μεταξύ τους στα περισσότερα ζητήματα, απλώς και μόνο επειδή πρεσβεύουν διαφορετικές αποχρώσεις του Κέντρου και έχουν παρόμοιες προτεραιότητες και οπτική σε πολλά ζητήματα. Και υπερψήφισαν το πρόγραμμα διακυβέρνησης ενός κεντροδεξιού υποψηφίου, που σε πολλά σημεία ήταν πλήρως ταυτισμένο με τις διαχρονικές τους θέσεις σε διάφορα ζητήματα, με τις διαφωνίες τους να μην κρίνονται ανυπέρβλητες.
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν καταβλήθηκε ποτέ ιδιαίτερη προσπάθεια να «επισημοποιηθεί» η συνεργασία τους μέσα από ένα πολυμερές σχήμα. Αντιθέτως, το κάθε κόμμα έφτασε στον τότε υποψήφιο και νυν Πρόεδρο μέσα από τον δικό του δρόμο και συμφώνησε μαζί του διμερώς, χωρίς την εμπλοκή των υπόλοιπων συγκάτοικων στην εξουσία και χωρίς να δημιουργούνται οι παραδοσιακές σχέσεις, με τις οποίες έμαθε να λειτουργεί η κυπριακή πολιτική. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης έδειχνε, κατά καιρούς, να αντιμετωπίζει τη συνεργασία αυτή ως ένα αναγκαίο κακό, παρά ως ένα σημαντικό πολιτικό bonus, αφενός επειδή αναγνώριζε τα αδιέξοδα των ψηφοφόρων του Κέντρου και αφετέρου επειδή πόνταρε τόσο πολύ στις Συναγερμικές ψήφους και απέφευγε όσο περισσότερο μπορούσε να συνταυτίζεται με άλλα κόμματα. Το ρίσκο του απέδωσε, αφού η ιστορία έδειξε πως κατάφερε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία της κεντρώας ψήφου, παράλληλα με ένα σημαντικό κομμάτι της εκλογικής βάσης του ΔΗΣΥ, το οποίο πολλαπλασιάστηκε στον δεύτερο γύρο.
Αυτή η ρύθμιση επέτρεψε στο ΔΗΚΟ, την ΕΔΕΚ και τη ΔΗΠΑ να θεωρούν την εκλογική του νίκη δική τους νίκη, αλλά να διατηρούν ταυτόχρονα τις αποστάσεις εκείνες, τόσο από τον ίδιο τον Πρόεδρο, όσο και η μία δύναμη από την άλλη, που να τους επιτρέπουν να λειτουργούν με σχεδόν απόλυτη ανεξαρτησία. Έτσι βρεθήκαμε με μία Κυβέρνηση, στην οποία το κάθε συμβαλλόμενο μέρος λειτουργεί αυτόνομα και που η εύρυθμη λειτουργία της βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αυτόματη ιδεολογική σύγκλιση μεταξύ των διάφορων μερών.
Στην ουσία, τα τρία κόμματα δεν συνταυτίστηκαν με τον Νίκο Χριστοδουλίδη ούτε με τον τρόπο που συνταυτίζονται με τον αρχηγό του κράτους τα κυβερνώντα κόμματα, ούτε με τον τρόπο που προκαλείται συνταύτιση ανάμεσα σε σχήματα με θεσμοθετημένη συνεργασία, που έχουν μια κοινή υποψηφιότητα. Το γεγονός, δε, πως οι πρώτες σειρές των στελεχών τους απουσιάζουν από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν βοηθά ούτε σημειολογικά ούτε πολιτικά στο να δημιουργηθούν συνθήκες συνταύτισης και κατ’ επέκταση δυνατών δεσμών.
Η απουσία συνταύτισης μεταξύ κομμάτων και Κυβέρνησης είναι πάρα πολύ σημαντική και αποδείχθηκε περίτρανα στο ζήτημα των εκποιήσεων και στις δυσκολίες που προέκυψαν. Ήταν ξεκάθαρο πως οι πολιτικές δυνάμεις εμφανίστηκαν περισσότερο αφοσιωμένες στους δικούς τους ψηφοφόρους, παρά στους ψηφοφόρους του Νίκου Χριστοδουλίδη. Ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη διατήρηση της δικής τους σωστής -όπως το έβλεπαν- εικόνας, παρά για τη δημιουργία της εικόνας μιας Κυβέρνησης που λειτουργεί σωστά και ομαλά. Χωρίς κάποιου είδους δεσμευτική συμφωνία, χωρίς τη συγκολλητική ουσία που δένει τους Προέδρους με τα κόμματά τους, δεν ήταν πρόθυμα να απορροφήσουν το πολιτικό κόστος αποφάσεων με τις οποίες διαφωνούσαν, με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε ένα κυβερνών κόμμα.
Πριν από λίγο καιρό, Κυβέρνηση και συμπολιτευόμενα κόμματα έθεσαν σε λειτουργία κάποιες διαδικασίες καλύτερης συνεννόησης, εντοπίζοντας το κενό που υπήρχε αλλά και την ανάγκη της εκτελεστικής εξουσίας για καθοδήγηση στο ακανθώδες σκηνικό της Βουλής. Τα πρόσφατα γεγονότα, όμως, ενδεχομένως να απέδειξαν πως χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη και πιο έγκαιρη διαβούλευση μεταξύ των πλευρών.
Το γεγονός πως ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν διαθέτει κυβερνών κόμμα δεν μπορεί να αλλάξει, όση υποστήριξη κι αν αντλεί από τους συνεργάτες του στις πλείστες των περιπτώσεων. Έχει όμως συμπολιτευόμενα κόμματα και οι εκλογές, μαζί με τις όποιες ανησυχίες του προκαλούσαν, ανήκουν στο παρελθόν. Για να μην περνά από κρίση σε κρίση ή, ακόμη χειρότερα, να απειληθεί η συνοχή της, ήρθε η στιγμή να βρει τους τρόπους ώστε να φέρει τα κομμάτια της Κυβέρνησής του πιο κοντά και να μην επιτρέπει στις ρωγμές να βαθαίνουν. Αν δεν τα καταφέρει, είναι ορατό το ενδεχόμενο να μείνει ο ίδιος μακριά από την εφαρμογή των στόχων και των σχεδιασμών του.