Ο φόβος σύγκρουσης ή αντιποίνων φέρνει απροθυμία για διερεύνηση σκανδάλων από Κύπριους ερευνητές
14:13 - 24 Ιουνίου 2023
Μετά από πολλά χρόνια, η έντονη αμφισβήτηση των Κύπριων διαιτητών, σε συνδυασμό με ένα σορό καταγγελίες για σκάνδαλα διαφθοράς στο κυπριακό ποδόσφαιρο, πάρθηκε η απόφαση ώστε να φτάσουν στο νησί μας ξένοι διαιτητές, που θα ορίζονται σε κρίσιμα παιχνίδια, και δεν θα έχουν οποιαδήποτε σχέση με την μια ή την άλλη ομάδα, και το κυριότερο, δεν θα έχουν συγγενείς, φίλους και κουμπάρους αθλητικούς παράγοντες.
Κάπως έτσι, άρχισε να διαμορφώνεται το σκηνικό και στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, η οποία πήρε «μεταγραφή» ξένους εμπειρογνώμονες, ώστε να αναλάβουν την διερεύνηση καταγγελιών. Μια επιλογή, στην οποία στράφηκε η Αρχή, καθώς όπως ανακοίνωσε, υπήρξε απροθυμία από Κύπριους Λειτουργούς Επιθεώρησης, να διερευνήσουν τις καταγγελίες που στρέφονταν εναντίων κάποιων αξιωματούχων και αυτός είναι ο λόγος που αποτάθηκε σε οργανισμούς και φορείς στο εξωτερικό, δημόσιους και μη, προς εξεύρεση των κατάλληλων προσώπων με εξειδίκευση σε θέματα διαφθοράς, με σκοπό τη διερεύνηση κάποιων υποθέσεων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Αυτοί είναι οι Βρετανοί που διερευνούν τις καταγγελίες κατά Αγγελίδη-Προτεραιότητα σε δύο υποθέσεις
Βέβαια, θα πρέπει να λεχθεί πως στο ποδόσφαιρο, υπήρχαν υποψήφιοι που ήθελαν να διαιτητεύσουν αγώνες, ωστόσο στην περίπτωση της Αρχής κατά της Διαφθοράς, η λίστα ήταν τρύπια. Ωστόσο, αρκετοί ήταν αυτοί που χαρακτήρισαν την εξέλιξη αυτή, δηλαδή την άφιξη ξένων ερευνητών, ως θετική, αφού μειώνονται οι πιθανότητες επηρεασμού τους, λόγω των σχέσεων ή των δραστηριοτήτων τους.
Και σε αυτό το σημείο, ενδεχομένως να οφείλεται και η απροθυμία που επέδειξαν οι Κύπριοι, αφού μπορεί μεν όλοι να κρατούν τα λάβαρα για την πάταξη της διαφθοράς, ωστόσο ο φόβος της σύγκρουσης ή των αντιποίνων, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται εκτός εξίσωσης, αφού λίγο πολύ ο κάθε ένας έχει σχηματίσει πλέον εικόνα για τον τρόπο που εξελίσσονται κάποια πράγματα στην Κύπρο και θα ήταν ουτοπία να πιστεύει κάποιος πως όλα θα κυλίσουν ομαλά, στην περίπτωση που αποφασίσει να σταθεί απέναντι από τη διαφθορά, ταράζοντας τα ήρεμα νερά ενός συστήματος με πλοκάμια προς πάσα κατεύθυνση.
Αυτό το γεγονός, πάντως, ότι δηλαδή οι εν δυνάμει Κύπριοι ερευνητές, αρνήθηκαν να διερευνήσουν καταγγελίες εναντίον αξιωματούχων, δημιουργεί ερωτήματα, κατά πόσον ως κοινωνία είμαστε έτοιμοι να συγκρουστούμε με συμφέροντα και παγιωμένα κατεστημένα, που στη βάση των σκανδάλων διαφθοράς που αποκαλύπτονται, συντηρούσαν και συντηρούν τη διαπλοκή, τις πελατειακές σχέσεις και τον πλουτισμό συγκεκριμένων προσώπων, εις βάρος του κράτους και των πολιτών.
Πώς δηλαδή ως κοινωνία επιδιώκουμε να βάλουμε τέρμα σε αυτά τα φαινόμενα, αν εκείνες οι επαγγελματικές ομάδες που έχουν τα εχέγγυα να τα καταπολεμήσουν, προτιμούν να απέχουν την κρίσιμη στιγμή; Πώς να αναμένει κανείς πλήρη διερεύνηση των σκανδάλων και διαφάνεια, όταν εξ αρχής, από τις πρώτες έρευνες που καλείται να διεξάγει η Αρχή κατά της Διαφθοράς, βρίσκει τέτοιου είδους προσκόμματα στην προσπάθεια της;
Αν επιχειρήσει κανείς να βρει τους ακριβείς λόγους που κάποιος αρνείται να συμμετάσχει σε συγκεκριμένες έρευνες κατά αξιωματούχων, αυτοί ενδεχομένως να είναι δύο. Ο πρώτος έχει να κάνει με τον φόβο της σύγκρουσης με πρόσωπα με τα οποία ενδεχομένως να συνεργάστηκε ή να συνεργαστεί, να γνωρίζει ή να υπάρχει η οποιαδήποτε σχέση, που στην ουσία στο μέλλον θα βρει απέναντι του, συνεπώς στην εξίσωση μπαίνει ο φόβος για αντίποινα, οποιασδήποτε μορφής. Είτε αυτά είναι επαγγελματικά, είτε προσωπικά, με υπόσκαψη τους. Εξάλλου, όπως παραδέχθηκε πρόσφατα ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης, «σε πλείστες δε περιπτώσεις, η πλήρης στήριξη προς αυτούς που μάχονται ενάντια στη διαφθορά, όχι απλώς τερματίζεται, αλλά μετατρέπεται κάποτε και σε ανοικτή πολεμική εναντίον τους, ή σε συγκεκαλυμμένη υπόσκαψη του έργου ή του προσώπου τους».
Το δεύτερο έχει να κάνει με ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα που στην Κύπρο το βιώσαμε στο παρελθόν ουκ ολίγες φορές, και σχετίζεται με απειλές και εγκληματικές ενέργειες, εις βάρος προσώπων που κυνηγούν την αλήθεια, υπηρετούν τη διαφάνεια και δεν σταματούν μέχρι να φθάσουν σε αυτή, ανεξαρτήτως αν αυτοί που καταγγέλλονται συνήθως βλέπουν σκιές και κίνητρα, χωρίς να πιστεύουν πως υπάρχουν άτομα που υπηρετούν την διαφάνεια στις πράξεις και όχι στα λόγια, αρνούμενοι οποιοδήποτε συμβιβασμό - τύπου πάρε δώσε - που σε πολλές περιπτώσεις θα λειτουργούσε προς όφελος τους.
Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι βομβιστικές επιθέσεις, απειλές, εκβιασμοί ή άλλες εγκληματικές ενέργειες κατά προσώπων που αποτελούσαν ή θα αποτελούσαν μέρος της αλυσίδας για εξιχνίαση μιας υπόθεσης διαφθοράς, μπήκαν στην εξίσωση. Και είναι αυτά που λειτουργούν κατασταλτικά, στην απόδοση Δικαιοσύνης, ειδικότερα όταν κάποιος αντιλαμβάνεται πως παραμένει απροστάτευτος.
Μόλις πρόσφατα άλλωστε, έχουν καταγραφεί ενώπιον της Βουλής οι καταγγελίες του Χάρη Σαββίδη, ότι δύο πρόσωπα που θα κατέθεταν για τα σκάνδαλα του ποδοσφαίρου, το προηγούμενο βράδυ έγιναν στόχοι βομβιστικών επιθέσεων, ενώ τρίτο πρόσωπο δέχθηκε απειλές. Εγκλήματα που κατά πάσα πιθανότητα δεν εξιχνιάστηκαν ποτέ, δίνοντας έτσι το «σύνθημα» της στρατηγικής σε περίπτωση που κάποιος πάει αντίθετα με τις προκαθορισμένες γραμμές.
Μέσα σε αυτό, το όχι φυσιολογικό πλαίσιο που λειτουργεί η κυπριακή κοινωνία, ήταν μάλλον πολύ λογική η στάση των Κύπριων εν δυνάμει ερευνητών να μην εμπλακούν με συγκεκριμένες υποθέσεις. Δεν πρέπει, ωστόσο, αυτό να θεωρείται κανονικότητα και θα πρέπει να προβληματίσει και την πολιτεία. Θα πρέπει δηλαδή το κράτος και οι θεσμοί του να διερωτηθούν γιατί επικράτησε ως κανονικότητα να νίπτει κανείς τας χείρας του, φοβούμενος για τη ζωή του, εις βάρος της δικαιοσύνης και της διαφάνειας, φοβούμενος για τη σωματική ακεραιότητα του ιδίου και της οικογένειας του, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης και ασφάλειας, αφού τα παραδείγματα του παρελθόντος σε διάφορες υποθέσεις έστειλαν ξεκάθαρα μηνύματα.
Ενδεχομένως, λόγω και αυτού του κλίματος, δηλαδή του φόβου, είναι που αρκετές καταγγελίες υποβάλλονται ανώνυμα στην Αρχή κατά της Διαφθοράς.
Σίγουρα η έλευση ξένων ερευνητών, προσδίδει μια νέα ώθηση στην προσπάθεια της Αρχής κατά της Διαφθοράς, να ερευνήσει μια σειρά από καταγγελίες που έχει ενώπιον της. Προσδίδει παράλληλα και αυξημένο κύρος στο αποτέλεσμα της έρευνας, διότι στην περίπτωση που οι ερευνητές ήταν Κύπριοι, πολύ εύκολα, είτε η μια πλευρά είτε η άλλη, αναλόγως του αποτελέσματος της έρευνας, θα απέδιδε στους ερευνητές συγκεκριμένα κίνητρα.
Το μόνο σίγουρο όμως, είναι πως κάποιοι που στην πράξη και τα έργα για την πάταξη της διαφθοράς σε οποιοδήποτε επίπεδο, οποιασδήποτε μορφής, παραμένουν θεατές και αντιδρούν αναλόγως συμφερόντων και επικοινωνιακής στρατηγικής, στο τέλος θα εμφανιστούν ως τα πρόσωπα που κρατούσαν εξ΄ αρχής τα λάβαρα για κάθαρση και θα λένε «τα λέγαμε εμείς», ελπίζοντας να μεγαλώσουν την δεξαμενή των ψήφων τους.
Εξάλλου, όπως είπε ο τέως Γενικός Εισαγγελέας, που είτε κάποιος συμφωνεί είτε διαφωνεί μαζί του, έμεινε στην ιστορία ως ο Γενικός που δίωξε τον Βοηθό Εισαγγελέα, «αφ΄ης όμως στιγμής η πορεία της αποκάλυψης, της εξιχνίασης και της δίωξης αγγίζει οποιοδήποτε πρόσωπο ή οποιαδήποτε πρόσωπα του δικού τους ζωτικού χώρου, είτε πολιτικού χώρου, είτε συγγενικού, είτε φιλικού, οι διακηρύξεις, τα μεγάλα λόγια και η στήριξη προς τους διώκτες, αμέσως παύουν».