Σφάλμα Εισαγγελέα δείχνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δικαιώνει Ελεγκτή που έδειξε παρανομία
11:37 - 03 Απριλίου 2023
Νιώθοντας δικαιωμένος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που αδειάζει γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, η Ελεγκτική Υπηρεσία εξαπολύει νέα πυρά κατά της Νομικής Υπηρεσίας ως προς τις ενέργειες της, με τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη να επαναλαμβάνει την επιτακτική ανάγκη για διαχωρισμό των εξουσιών του Εισαγγελέα, ώστε να μην ενεργεί ως νομικός σύμβουλος και ταυτόχρονα ως δημόσιος κατήγορος.
Η αντίδραση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, έρχεται στον απόηχο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα να χαρακτηρίσει ως νόμιμες δύο συμβάσεις με το Υπουργείο Οικονομικών, τις οποίες ο ίδιος έδειξε πως πρόκειται για παράνομες πράξεις, αφού έπρεπε να είχε προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός.
Η απάντηση του Ελεγκτή έρχεται μετά από σχετική επιστολή που έλαβε στις 30 Μαρτίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία, η έγκριση που είχε δώσει ο τέως Υπουργός Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του, για απευθείας ανάθεση των δύο συμβάσεων ήταν παράνομη και η εκ των υστέρων και/ή εκ των προτέρων γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η απευθείας ανάθεση στις δύο πάνω συμβάσεων ήταν νόμιμη, ήταν εσφαλμένη.
Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, όπως ανακοινώνει, αναμένεται να πραγματοποιήσει την Τρίτη, συνάντηση με αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το θέμα του κράτους δικαίου.
Αυτούσια η ανακοίνωση του Γενικού Ελεγκτή
- Σε ανακοίνωσή μας στις 23.1.2023 (σύνδεσμος εδώ) είχαμε αναφέρει ότι στις 2.1.2023 ενημερώσαμε τον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών ή αστικών αδικημάτων σε σχέση με τη σύναψη από το Υπουργείο Οικονομικών δύο συμβάσεων με χρηματοοικονομικούς συμβούλους, μία τον Νοέμβρη του 2021 αξίας €95.200 και μία τον Ιούλη του 2022 αξίας €191.238, χωρίς τη ύπαρξη διαθέσιμων πιστώσεων και με απευθείας ανάθεση, χωρίς προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων. Τις σχετικές αποφάσεις είχαν λάβει ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου του. Οι συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο των δύο συμβάσεων αφορούσαν την ετεροβαρή για το κράτος και παράνομη συμφωνία που δρομολογούσε η Κυβέρνηση για επέκταση της συμφωνίας των αεροδρομίων κατά 5,5 χρόνια.
Όπως προκύπτει, το Υπουργείο, εξασφάλισε τον Οκτώβρη του 2022, δηλαδή μετά που αναδείξαμε για πρώτη φορά το θέμα της παράνομης απευθείας ανάθεσης των δύο συμβάσεων, γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι η απευθείας ανάθεση ήταν νόμιμη. Επίσης, στην επιστολή μας ημερ. 2.1.2023 είχαμε καταγράψει ισχυρισμούς του Υπουργείου Οικονομικών ότι και κατά τον ουσιώδη χρόνο σύναψης των δύο συμβάσεων είχαν τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα για την απευθείας αυτή ανάθεση.
Μάλιστα αυτό περιλαμβάνεται και σε κοινή δήλωση των Υπουργείων Οικονομικών και Μεταφορών ημερ. 27.9.2022. Αυτό σημαίνει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας κλήθηκε να εξετάσει πιθανά ποινικά αδικήματα των ιθυνόντων του Υπουργείου Οικονομικών οι οποίοι όμως ενήργησαν στη βάση δικής του καθοδήγησης και/ή δικής του εκ των υστέρων κάλυψης. Επειδή δε προφανώς ο Γενικός Εισαγγελέας δεν μπορούσε αντικειμενικά να εξετάσει το θέμα και επειδή η δεύτερη ανάθεση ύψους €191.238 αφορά δημόσια σύμβαση που με βάση τη σχετική νομοθεσία θα έπρεπε, λόγω του ύψους της, να είχε προκηρυχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είχαμε αναφέρει ότι θα διαβιβάσουμε σχετική καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παράνομη απευθείας ανάθεση.
2.Πράγματι, την 1.2.2023 αποστείλαμε σχετική επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την οποία λάβαμε απάντηση στις 30.3.2023, εκ της οποίας επιβεβαιώνεται ότι:
- η έγκριση που είχε δώσει ο τέως Υπουργός Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του, για απευθείας ανάθεση των δύο συμβάσεων ήταν παράνομη, και
- η εκ των υστέρων και/ή εκ των προτέρων γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η απευθείας ανάθεση στις δύο πάνω συμβάσεων ήταν νόμιμη, ήταν εσφαλμένη. Η αλληλογραφία αυτή διαβιβάστηκε σήμερα στον Υπουργό Οικονομικών.
3.Κατά την άποψη μας, τα πιο πάνω γεγονότα εντείνουν την ανάγκη άμεσης προώθησης των κατάλληλων συνταγματικών και άλλων μεταρρυθμίσεων ώστε να υπάρχει διαχωρισμός των εξουσιών του νομικού συμβούλου του κράτους από αυτών του δημόσιου κατήγορου. Όπως δε μας υποδεικνύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην υπό αναφορά επιστολή της, θα έχουμε την ευχέρεια να ενημερώσουμε για το θέμα αυτό την αντιπροσωπεία της με την οποία θα έχουμε αύριο συνάντηση για το θέμα του κράτους δικαίου (rule of law).
4.Στην προκειμένη περίπτωση η Υπηρεσία μας, ασκώντας τις εκ του Συντάγματος εξουσίες της για έλεγχο των πληρωμών και των δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται, εξέφρασε την άποψη ότι οι δύο συμβάσεις που υπέγραψε το Υπουργείο Οικονομικών ήταν παράνομες.
Ο Γενικός Εισαγγελέας τις χαρακτήρισε νόμιμες. Υπενθυμίζουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις ο Γενικός Εισαγγελέας απαίτησε να υποτάξουμε τη δική μας ανεξάρτητη ελεγκτική γνώμη στις δικές του γνωματεύσεις ως να είμαστε παράρτημα της Νομικής Υπηρεσίας, θέση την οποία έχουμε κατηγορηματικά απορρίψει εξηγώντας ότι, με βάση τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα, ο ελεγκτής ευθύνεται πάντα ο ίδιος για την ελεγκτική του γνώμη έστω και αν αυτή βασίστηκε στη γνώμη ειδικών όπως είναι οι νομικοί σύμβουλοι.
Ιδού λοιπόν ένα παράδειγμα όπου, εάν υιοθετούσαμε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, θα είχαμε εκφράσει ελεγκτική γνώμη που θα ήταν εσφαλμένη, κάτι που θα έπληττε τη αξιοπιστία του δικού μας θεσμού.
Διαφορετική ανάγνωση από Εισαγγελέα
Διαφορετική ανάγνωση από αυτή του Γενικού Ελεγκτή, κάνει από την πλευρά του ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος απαντώντας στον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, κάνει λόγο για παραποίηση της απάντησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που διαστρεβλώνει τα γεγονότα, ενώ την ίδια ώρα δείχνει εκτροπή του ρόλου και των εξουσιών του Γενικού Ελεγκτή,
Αυτούσια η ανακοίνωση:
Αναγκάζομαι να αναφερθώ στη σημερινή ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, σε σχέση με την απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην καταγγελία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για την απευθείας ανάθεση δύο συμβάσεων από το Υπουργείο Οικονομικών, για να τονίσω την απρεπή και συνειδητή προσπάθεια που ενορχηστρωμένα γίνεται εις βάρος της Νομικής Υπηρεσίας, των νομικών λειτουργών της και των επικεφαλής της, μέσω της χειραγώγησης, της παραποίησης και του αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από την αντικειμενική και ορθή ενημέρωση.
Απαντώντας στην άκρως παραπλανητική ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, σημειώνω ότι:
- Η ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας παραποιεί, κατά τρόπο απαράδεκτο, την απάντηση την οποία αυτή έλαβε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την οποίαν η ίδια κοινοποίησε στη Νομική Υπηρεσία.
- Πουθενά στην απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπάρχει κατάληξη, ή έστω κατ’ αρχήν εκτίμηση, ότι η έγκριση που είχε δώσει ο Υπουργός Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του για απευθείας ανάθεση των δύο συμβάσεων, ήταν παράνομη, όπως η Ελεγκτική Υπηρεσία ισχυρίζεται στην παράγραφο 2 της ανακοίνωσής της.
- Πουθενά στην απάντησή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι η σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ήταν νομικά εσφαλμένη. Αντίθετα, από το περιεχόμενο της απάντησης της Επιτροπής, επιβεβαιώνεται πλήρως η ορθότητα της νομικής βάσης, των αρχών και της νομολογίας στις οποίες εδράζεται η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν καταλήγει σε διαπίστωση ύπαρξης οιασδήποτε παράβασης εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε κρίνει καν σκόπιμο να εκκινήσει οποιαδήποτε διαδικασία περαιτέρω διερεύνησης για το θέμα.
- Σε κανένα σημείο της επιστολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φαίνεται να υιοθετούνται οι θέσεις του Γενικού Ελεγκτή, όπως αυτές προβάλλονται στην ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, το ισχύον εναρμονιστικό νομοθετικό πλαίσιο στην Κύπρο, παρέχει την κατάλληλη βάση για αξιολόγηση τυχόν παραβιάσεων και δεν διαπιστώνει γενική πρακτική και/ή συστημική αποτυχία της Δημοκρατίας να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο.
- Από την απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταδεικνύεται ξεκάθαρα το αβάσιμο και αχρείαστο της καταγγελίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας σε θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας παραποιεί την απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποκρύπτει πληροφόρηση και διαστρεβλώνει τα γεγονότα εις βάρος της ενημέρωσης των πολιτών.
Εν κατακλείδι, θεωρώ το περιστατικό αυτό ως ακόμα μια απαράδεκτη εκτροπή του ρόλου και των εξουσιών του Γενικού Ελεγκτή, ο οποίος, για ακόμη μία φορά, προφασιζόμενος ανυπόστατες και κατ’ ισχυρισμό παρανομίες, κατήγγειλε τη χώρα μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.