Κατήγορος Vs Κατηγορούμενος-Ποιος θα πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο στα Δικαστήρια;
06:00 - 24 Απριλίου 2023
Ποιος έχει τον τελικό λόγο στο Δικαστήριο πριν ανακοινώσει την απόφαση του ο Δικαστής; Αυτό το ερώτημα καλείται να απαντήσει η επιτροπή Νομικών της Βουλής, η οποία στην επόμενη συνεδρία της θα συζητήσει εκ νέου την πρόταση Νόμου που κατέθεσαν οι Βουλευτές Κωστής Ευσταθίου και Πανίκος Λεωνίδου, με την οποία ουσιαστικά προτείνουν την τροποποίηση του Νόμου, ώστε να προβλέπεται ότι στο τέλος ποινικής δίκης ο κατήγορος ή ο δικηγόρος του κατήγορου αγορεύει πρώτος και ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του αγορεύει πάντοτε τελευταίος.
Το θέμα απασχόλησε την επιτροπή Νομικών και σε παλαιότερες συνεδρίες με την Υπηρεσία Κοινοβουλευτικών Επιτροπών να έχει ετοιμάσει και σχετικό σημείωμα, πέρυσι το καλοκαίρι, αφού ζητήθηκαν και λήφθηκαν πληροφορίες για το τι ισχύει σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Από τη μελέτη των απαντήσεων των κοινοβουλίων 21 κρατών μελών που λήφθηκαν υπόψη, προκύπτει ότι σε τέσσερα κράτη μέλη, βάσει της νομοθεσίας, παρέχεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του να αγορεύει τελευταίος, εκ των οποίων σε δύο από αυτά τα κράτη μέλη αναφέρεται περαιτέρω ότι το δικαίωμα αυτό παραμένει και μετά από δευτερολογία της κατηγορούσας αρχής (ή και άλλων μερών). Περαιτέρω, σε ένα κράτος μέλος ακολουθείται ως πρακτική να αγορεύει τελευταίος ο συνήγορος υπεράσπισης4.
Ειδικότερα, σε ένα κράτος μέλος εκ των 16 κρατών μελών, έχει κριθεί και νομολογιακά ότι ο κατηγορούμενος πάντα έχει τον τελευταίο λόγο τόσο ενώπιον πρωτόδικου δικαστηρίου όσο και ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εφόσον αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο της διαδικασίας. Συνεπώς, σύμφωνα με την σχετική απάντηση στο ερωτηματολόγιο, ο περιορισμός αυτού του δικαιώματος ή η στέρηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να αγορεύσει τελευταίος προσβάλλει σημαντικά τα δικαιώματά του αφού του στερείται το δικαίωμα της υπεράσπισης. Περαιτέρω, η στέρηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να αγορεύσει τελευταίος συνιστά ουσιώδη παράβαση διαδικαστικών κανόνων, ενώ παράλληλα δεν επιτρέπεται οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός αναφορικά με την διάρκεια της τελικής αγόρευσης του κατηγορουμένου.
Σε 10 εκ των 16 κρατών μελών προβλέπεται ότι πάντοτε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του αγορεύουν στο τέλος ακόμη και μετά από δευτερολογία της κατηγορούσας αρχής.
Σε 8 εκ των 16 κρατών μελών, στα οποία υπάρχει ρητή διάταξη ότι πάντοτε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του αγορεύουν στο τέλος, προβλέπεται επιπρόσθετα ότι ο κατηγορούμενος έχει τον τελευταίο λόγο ακόμη και μετά την τελική αγόρευση του συνηγόρου του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε 1 κράτος μέλος προβλέπεται ότι σε περίπτωση έφεσης ο εφεσείων ξεκινά πρώτος την τελική αγόρευση.
Καταληκτικά, στην έκθεση της Υπηρεσίας Ερευνών της Βουλής, σημειώνεται ότι, από την έρευνα προκύπτει ότι και στα 21 κράτη μέλη της ΕΕ που απάντησαν είτε δίνεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του να αγορεύει τελευταίος μέσω νομοθεσίας, με εξαίρεση ένα κράτος μέλος όπου το δικαίωμα αυτό δίνεται βάσει πρακτικής, είτε υπάρχει ρητή διάταξη σε νομοθεσία ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του πάντοτε αγορεύει στο τέλος. Σε οκτώ κράτη μέλη προβλέπεται περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος έχει τον τελικό λόγο ακόμη και μετά την τελική αγόρευση του συνηγόρου του. Στο Ηνωμένο Βασίλειο επίσης υπάρχει νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει ότι η κατηγορούσα αρχή αγορεύει πρώτη και μετά ακολουθεί η υπεράσπιση.
Ο Καναδάς αποτελεί εξαίρεση στα πιο πάνω ευρήματα, αφού η νομοθεσία προβλέπει ότι ο κατήγορος δικαιούται να μιλήσει τελευταίος στους ενόρκους, εκτός στην περίπτωση όπου δεν υπάρχουν μάρτυρες για να εξεταστούν από την υπεράσπιση οπότε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δικαιούται να μιλήσει τελευταίος στους ενόρκους.
Διαφωνεί ο Γενικός Εισαγγελέας
Πάντως, ενόψει της συζήτησης στην επιτροπή Νομικών της Βουλής, η Νομική Υπηρεσία, απέστειλε σημείωμα στην Επιτροπή, με το οποίο αντιτίθεται στην τροποποίηση. Η Νομική Υπηρεσία θεωρεί ότι διαταράσσει την ισορροπία στην ποινική δίκη, δεν λαμβάνει υπόψη το τεράστιο βάρος που έχει να αποσείσει η κατηγορούσα αρχή για να αποδείξει τις κατηγορίες εναντίον κάποιου κατηγορουμένου, παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες του δικού μας συστήματος και τη μη εισαγωγή στο δικό μας σύστημα αντίβαρων που έχουν δοθεί σε άλλες χώρες σε σχέση με υποχρεώσεις που φέρει η υπεράσπιση κατά την ποινική δίκη.
Όπως σημειώνεται κατόπιν σφαιρικής εξέτασης του ζητήματος, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει την άποψη ότι, έχοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες που διέπουν το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης στην Κύπρο, συμπεριλαμβανομένων και όλων των ωφελημάτων/δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι ύποπτοι και μετέπειτα κατηγορούμενοι και την απουσία υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν σε αυτούς από άλλα δικαιικά συστήματα, η κατάργηση του εδαφίου (2) του άρθρου 74 του Κεφ. 155 θα στερήσει από την κατηγορούσα αρχή το δικαίωμα να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα/θέσεις του κατηγορουμένου που συχνά προβάλλονται σε τελευταίο/όψιμο στάδιο, εναποθέτοντας δυσβάσταχτο βάρος στην απόδειξη των υποθέσεων στην πλευρά που ούτως η άλλως έχει το βάρος απόδειξης και μάλιστα σε βαθμό πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και εν τέλει θα έχει δυσμενή αντίκτυπο στην αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, διαταράσσοντας τις ισορροπίες που υπάρχουν έως τώρα στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης.
Συγκεκριμένα, στο σημείωμα περιλαμβάνονται οκτώ σημεία, με τα οποία η Νομική Υπηρεσία, εξγητεί τους λόγους που αντιτίθεται στη συγκεκριμένη αλλαγή. Ως πρώτο σημείο αναφέρει πως «καταρχάς δεν θεωρούμε ότι το υπάρχον άρθρο είναι αντισυνταγματικό και ουδέποτε, εξ’ όσων γνωρίζουμε κι έχουμε εξετάσει, στα τόσα χρόνια ισχύος του, δεν έχει αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο περί της αντισυνταγματικότητας του».
Μάλιστα αναφέρεται στο σύγγραμα του Γ.Μ Πική, στο οποίο εκφράζεται αμφιβολία. Η συγκεκριμένη αμφιβολία αναφέρει η Νομική Υπηρεσία, που αφορά τη συνταγματικότητα του ισχύοντος Νόμου, αποτελεί προσωπική άποψη που είναι απόλυτα σεβαστή, όμως επιδέχεται αντιλόγου. «Στο σύγγραμμα», προσθέτει, «δεν εξειδικεύεται συγκεκριμένος λόγος που να συναρτάται με στάθμιση του υπό αναφορά δικαιώματος της κατηγορούσας αρχής με τα τόσα σημαντικά οφέλη, τα οποία το Κυπριακό ποινικό σύστημα παρέχει στον κατηγορούμενο. Έπειτα, η εν λόγω άποψη δεν παραπέμπει σε οποιαδήποτε απόφαση Κυπριακή ή Ευρωπαϊκή - του Στρασβούργου ή του Λουξεμβούργου - ή άλλου δικαστηρίου, που να αφορά άμεσα ή έμμεσα τέτοιο ζήτημα. Ο λόγος φαίνεται να είναι το ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε τέτοια απόφαση».
Στο δεύτερο σημείο, υποστηρίζει πως, τα όσα ισχύουν σε Ηπειρωτικά συστήματα δικαίου, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στο κυπριακό δικαιικό σύστημα, εφόσον δεν είναι συγκρίσιμα και αφορούν μία εντελώς διαφορετική φιλοσοφία δικαίου και ένα τελείως διαφορετικό τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η ποινική δίκη. «Το Ηπειρωτικό σύστημα», εξηγεί, «είναι εξεταστικό σύστημα, σε αντίθεση με το δικό μας ανιπαραθετικό σύστημα και ο τρόπος διεξαγωγής της ποινικής δίκης, με την παρουσία και το ρόλο του Εισαγγελέα, ως η ιστάμενη δικαιοσύνη, διαφέρει ουσιωδώς από τη δική μας περίπτωση, όπου η κατηγορούσα αρχή είναι ένα από τα δύο μέρη σε μία δίκη. Ο τρόπος δε κατάθεσης της μαρτυρίας στο δικαστήριο, η εξέταση και η αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο ρόλος των διάδικων μερών στην ποινική δίκη, κλπ. διαφέρουν ουσιωδώς στα ηπειρωτικά συστήματα δικαίου σε σύγκριση με τα ισχύοντα στα κοινοδικαιικά».
Επιπλέον στο τρίτο σημείο, αναφέρει πως, η εκδίκαση ποινικών υποθέσεων στην Κύπρο, τόσο στο Επαρχιακό Δικαστήριο σε συνοπτική διαδικασία, όσο και στο Κακουργιοδικείο, διεξάγεται από επαγγελματίες δικαστές με πείρα, στο βαθμό που απαιτείται για τις ανάγκες της κάθε δικαιοδοσίας.
«Αποτελεί θεμελιακό αξίωμα ότι ο δικαστής διαθέτει την ικανότητα:
(α) να αντικρίζει τη μαρτυρία - γραπτή, δια ζώσης όπως και άλλη - ανεπηρέαστος από υποκειμενικές αντιλήψεις, συναισθήματα και σκέψεις που αποτελούν μέρος των αποσκευών του κάθε ανθρώπου,
(β) να εξονυχίζει τη μαρτυρία, να την αξιολογεί αντικειμενικά και να προβαίνει σε συλλογισμούς για να καταλήγει, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, σε ορθά συμπεράσματα. Πολλά από τα επιχειρήματα που ακούστηκαν για υιοθέτηση της αρχής για να αγορεύει τελευταίος ο κατηγορούμενος στην Αγγλία δεν ισχύουν στην Κύπρο, όπου το σύστημα ενόρκων δεν εφαρμόστηκε ποτέ», αναφέρει η Νομική Υπηρεσία.
Σε σχέση με το επιχείρημα ότι σε κάποιες χώρες του Κοινοδικαίου, όπως στην Αυστραλία, στον Καναδά και στην Αγγλία, δόθηκε δικαίωμα στον κατηγορούμενο να αγορεύει, στο τέλος της ποινικής δίκης, τελευταίος, η Νομική Υπηρεσία, αναφέρει πως, η εν λόγω τροποποίηση στην Αγγλία προέκυψε από σχέδιο νόμου το οποίο ετοίμασε, και επισύναψε σε Έκθεση της, η Επιτροπή Αναθεώρησης Ποινικής Νομοθεσίας. Στη Βουλή των Λόρδων, προσθέτει, «διεξήχθη εκτενής και πολύπλευρη συζήτηση επί του θέματος, η οποία αφορούσε στοχευμένα την ποινική δίκη με ενόρκους. Υιοθετήθηκε τελικά η εισήγηση της Επιτροπής, πάρα το ότι ακουστήκαν και πολλά επιχειρήματα κατά αυτής της εισήγησης, ακριβώς επειδή κατά κύριο λόγο τα επιχειρήματα που ακουστήκαν αφορούσαν τον αντίκτυπο των τελικών αγρεύσεων στους ενόρκους και όχι σε επαγγελματίες δικαστές».
Ως πέμπτο σημείο, η Νομική Υπηρεσία ανφέρει πως, δεν είναι καθόλου ακριβές ότι όλες οι χώρες του κοινοδικαίου ακολουθήσαν το παράδειγμα της Αγγλίας. Απεναντίας, στην Ινδία, στη Σιγκαπούρη, στη Νότια Αφρική, σε όλες τις πολιτείες των Η.Π.Α. όπως και στο Ομοσπονδιακό ποινικό σύστημα, η κατηγορούσα αρχή έχει το δικαίωμα τελευταίου λόγου. Στην Αμερική, λόγου χάρη, γίνονται, κατά κανόνα, τρείς αγορεύσεις. Η πρώτη από την κατηγορούσα αρχή, η δεύτερη από την υπεράσπιση και, έπειτα, απαντητική από την κατηγορούσα αρχή. Παρέμενε επί μακρόν, ως εξαίρεση, η πολιτεία της Μινεσότα η οποία, όμως, με σχετικά πρόσφατη τροποποίηση, επέλεξε και αυτή να ακολουθήσει τις άλλες.
Σε ό,τι αφορά τη σειρά των αγορεύσεων, στο έκτο σημείο επισημαίνεται από τη Νομική Υπηρεσία, ότι στις Η.Π.Α. η επιλογή ακολουθεί τη γενική θεωρία/αρχή ότι η πλευρά που φέρει το βάρος απόδειξης πρέπει να έχει το δικαίωμα να αγορεύει τελευταία, ώστε να μπορεί καλύτερα να πείσει ότι απέσεισε το βάρος. Αυτή η θεωρία, που συχνά παρουσιάζεται να έχει γενική εφαρμογή (π.χ. και στις αστικές δίκες), αποκτά αυξημένη σημασία σε ποινικές υποθέσεις λόγω του αυξημένου βάρους απόδειξης. Υποδεικνύεται συναφώς ότι, σε ποινικές υποθέσεις, ο κατηγορούμενος ήδη απολαμβάνει διάφορα, σημαντικά οφέλη.
Στο έβδομο σημείο, επανέρχεται στο θέμα της Αγγλίας η Νομική Υπηρεσία, και σημειώνει πως ακόμα και οι αλλαγές που υιοθετήθηκαν για τη σειρά αγορεύσεων, συνοδεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από άλλες αλλαγές στο σύστημα της ποινικής διαδικασία, οι οποίες λειτουργήσαν ως αντίβαρα αυτής της τροποποίησης και αφαιρέθηκαν μερικά «οφέλη» από την υπεράσπιση, τα οποία, καθώς θεωρήθηκε, αντιστρατεύονταν την καλή απονομή της δικαιοσύνης.
«Επικράτησε», υποδεικνύει, «η άποψη ότι η υπεράσπιση υπέχει ευθύνη, σε ορισμένους τομείς, να αποκαλύψει στοιχεία και να συμβάλει, κατά τρόπο που συγκεκριμένα ορίζεται, στη διακρίβωση της αλήθειας, πάντοτε βεβαίως με προσοχή, ώστε να αποφεύγεται οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός, ασυμβίβαστος με τις προϋποθέσεις δίκαιης δίκης».
Και προσθέτει: «Από το 1967, για παράδειγμα, με το Criminal Justice Act 1967, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε πλέον να προβάλει υπεράσπιση περί άλλοθι εκτός εάν, εντός καθορισθείσας προθεσμίας, παρέσχε ειδοποίηση περί τούτου στην κατηγορούσα αρχή. Μεταγενέστερη, πιο σύγχρονη νομοθεσία, προσδιόρισε περαιτέρω τομείς ευθύνης της υπεράσπισης, μειώνοντας έτσι την ευχέρεια ελιγμών που η υπεράσπιση είχε παλαιότερα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Criminal Procedure and Investigations Act 1996, μετά την πρόσαψη κατηγορίας και την παράδοση του σχετικού υλικού από την κατηγορούσα αρχή, ο κατηγορούμενος οφείλει να υποβάλει γραπτή δήλωση, με την οποία να εκθέτει την υπεράσπιση του επί συγκεκριμένων σημείων, τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 6Α. Κατά συνέπεια, στην Αγγλία η διαδικασία τώρα κινείται μέσα σε συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο πληροφόρησης της κατηγορούσας αρχής αναφορικά με το ποια θα είναι η θέση της υπεράσπισης στη δίκη. Θεωρήθηκε λοιπόν αναγκαία η εξεύρεση μιας νέας ισορροπίας μεταξύ των δύο πλευρών. Κύριο συστατικό στοιχείο αποτέλεσε η νομοθετική υποχρέωση της υπεράσπισης να συμβάλλει στη διαδικασία ώστε να αποκρυσταλλώνονται, πριν από τη δίκη, τα θέματα που θα χρειαστεί να απασχολήσουν. Αυτές οι σύγχρονες υποχρεώσεις της υπεράσπισης επιβλήθηκαν διότι θεωρήθηκε ότι ήταν λογικές για αποτελεσματική εφαρμογή του ποινικού δικαίου και ότι βρίσκονταν σε αρμονία με τις καθιερωμένες αρχές περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
«Όλα αυτά δεν εισήχθησαν στο δικό μας σύστημα και διαφοροποιούν αφ’ εαυτών την όλη συζήτηση για τη σειρά των τελικών αγορεύσεων. Σε χώρες, όπου η ποινική δικονομία δεν επιβάλλει στην υπεράσπιση οποιαδήποτε υποχρέωση να καταστήσει πριν από τη δίκη ή στις αρχές της δίκης γνωστή τη γραμμή της υπάρχει ο εγγενής κίνδυνος, στο τελευταίο στάδιο της δίκης, να προβληθεί από την υπεράσπιση μια εσφαλμένη συλλογιστική κατασκευή ή να παρουσιαστεί μια εσφαλμένη εικόνα για τα πράγματα, ακόμα και καλόπιστα», καταλήγει στο σημείο επτά η Νομική Υπηρεσία.
Τέλος στο σημείο οκτώ αναφέρει πως, «ενα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι θεωρητικό. Στην Κύπρο, πολλές φορές μέσω της τελικής αγόρευσης του κατηγορουμένου προβάλλονται επιχειρήματα - ακόμα και υπερασπιστικές γραμμές - που δεν είχαν υποβληθεί έως τότε και ως εκ τούτου προκύπτει αδήριτη ανάγκη απάντησης τους από την κατηγορούσα αρχή. Ενώ η υπεράσπιση οφείλει με την αντεξέταση να προσδιορίζει τη θέση της, αφήνεται χώρος για σημαντική ασάφεια, η οποία μπορεί να παράσχει έδαφος για ελιγμούς με την τελική αγόρευση της υπεράσπισης. Πρόκειται για πρόβλημα που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί, γιατί αλλιώς μπορεί να πλήξει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης».
Καθίσταται, επομένως, απαραίτητο ιδιαίτερα σε συστήματα, όπου η ποινική δικονομία δεν επιβάλλει στην υπεράσπιση οποιαδήποτε υποχρέωση να καταστήσει από πριν γνωστή τη γραμμή της, αναφέρει, «να διατηρηθεί η δυνατότητα διόρθωσης εσφαλμένης εικόνας, όπως και ανασκευής εσφαλμένης συλλογιστικής, ώστε να διασφαλιστεί ότι τέτοιες πλημμέλειες δεν θα παρεισφρήσουν στη δικαστική κρίση. Αυτό επιτυγχάνεται, στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες, με το δικαίωμα της κατηγορούσας αρχής να έχει τον τελευταίο λόγο».
Σημειώνει, δε, «ότι υπάρχουν χώρες, όπως π.χ. στη Σιγκαπούρη, το δίκαιο της οποίας επίσης βασίζεται στο Αγγλικό, όπου ο κατηγορούμενος υπέχει και υποχρέωση να πληροφορεί την κατηγορούσα αρχή ως προς τη γραμμή υπεράσπισης του και συνάμα παρέχεται στην κατηγορούσα αρχή το δικαίωμα να έχει τον τελευταίο λόγο. Διασφαλίζεται με αυτόν τον τρόπο ότι η κατηγορούσα αρχή, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης σε τόσο υψηλό βαθμό, δεν θα βρεθεί προ εκπλήξεων την τελευταία στιγμή από τοποθετήσεις της υπεράσπισης, η ανεδαφικότητα των οποίων ίσως να μην είναι προφανής».