Πόρτα Ανωτάτου σε έφεση για ιδιωτική ποινική παρά την αθώωση πρωτόδικα

Ως απαράδεκτη έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο την έφεση που ασκήθηκε σε ιδιωτική ποινική υπόθεση όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τρεις κατηγορουμένους, οι οποίοι κατηγορούνταν για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, για απάτη και για συνομωσία για καταδολίευση.

Οι τρεις κατηγορούμενοι βρέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού μετά από καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής, με τον παραπονούμενο να ισχυρίζεται πως κατά την περίοδο μεταξύ των μηνών Μαρτίου και Οκτωβρίου το 2015, με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό καταδολίευσης, απέσπασαν από αυτόν μια συλλογή συλλεκτικών χαρτονομισμάτων, αξίας πέραν του ενάμιση εκατομμυρίου ευρώ, καθώς και διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους τριάντα χιλιάδων ευρώ.

Επιπρόσθετα, με βάση τις κατηγορίες, οι τρεις τους κατά την ίδια χρονική περίοδο, με δόλιο τέχνασμα και συγκεκριμένα παρουσιάζοντας και προσποιούμενοι ότι ο ένας εξ αυτών, ήταν δικηγόρος, με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στην Κύπρο και δικηγορικό γραφείο στη Λεμεσό, απέσπασαν από τον παραπονούμενο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, μία συλλογή συλλεκτικών χαρτονομισμάτων.

Η τρίτη κατηγορία, που αφορούσε το αδίκημα της συνομωσίας για καταδολίευση, καταλογιζόταν στους κατηγορούμενους, ότι συνωμότησαν μεταξύ τους, όπως καταδολιεύσουν τον παραπονούμενο, από τον οποίο και απέσπασαν τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά.

Οι τρεις κατηγορούμενοι, που εκπροσωπούνταν από τον δικηγόρο Αλέξανδρο Κληρίδη, αρνήθηκαν ενοχή και ακολούθησε η ακροαματική διαδικασία, με το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση των μαρτυριών, να καταλήγει η πλευρά του παραπονούμενου απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή εναντίον των κατηγορουμένων και έτσι αυτοί αθωώθηκαν και απαλλάχτηκαν από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.

Μετά την αθώωση των τριών, η υπεράσπιση του παραπονούμενου προσέφυγε στο Ανώτατο ασκώντας έφεση επί της πρωτόδικης απόφασης, αφού πρώτα έλαβε έγκριση από τον Γενικό Εισαγγελέα, η άδεια του οποίου είναι αναγκαία, ωστόσο για νομικά ζητήματα και όχι για την ουσία της μαρτυρίας.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ήταν η θέση της υπεράσπισης του παραπονούμενου πως το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα από λανθασμένη και ή μη επαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας, κατέληξε σε λανθασμένα και αυθαίρετα ευρήματα που έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία και τα κατατεθέντα τεκμήρια. Μέσω του δεύτερου λόγου έφεσης, αναφέρθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσέγγισε την υπόθεση με προκατάληψη και παρενέβη στη διαδικασία σε βαθμό που οδήγησε σε παραβίαση της δίκαιης δίκης, ενώ με τον τρίτο λόγο έφεσης, υπέδειξε ως λανθασμένη την απόφαση του Δικαστηρίου, να μην επιτρέψει την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του παραπονούμενου.

Με δεδομένο ότι της καταχώρησης της έφεσης προηγήθηκε η εξασφάλιση έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα, το Ανώτατο εξέτασε κατά πόσο οι λόγοι έφεσης, όντως καλύπτονται από τις πρόνοιες του νόμου.

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα, περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, αναφέροντας μεταξύ άλλων, πως «αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιοδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων».

Επιπρόσθετα, από τους περιορισμούς που θέτει συγκεκριμένο άρθρο στην άσκηση έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα, σημειώνεται ότι το δικαίωμα άσκησης έφεσης από ιδιώτη περιορίζεται ότι περαιτέρω, από την οφειλόμενη στενή ερμηνεία του ίδιου άρθρου στο πλαίσιο που καθορίζει η προνοούμενη από το Γενικό Εισαγγελέα έγκριση για την άσκηση έφεσης. «Αν ο Γενικός Εισαγγελέας δια της εγκρίσεως του παραχώρησε, όπως εν προκειμένω, άδεια άσκησης έφεσης με βάση το εδάφιο του Άρθρου 137, αυτό είναι το πλαίσιο της έφεσης και είναι υπό αυτό το πρίσμα που πρέπει αν εξετασθούν οι λόγοι έφεσης όσο βάσιμοι και αν φαίνονται».

Αξιολογώντας τους λόγους έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο μεταξύ άλλων ανέφερε πως η επιχειρηματολογία που προωθήθηκε από πλευράς του συνηγόρου του εφεσείοντα, τόσο μέσω της αιτιολογίας του υπό συζήτηση λόγου έφεσης, καθώς και των όσων αναπτύχθηκαν εκτενέστερα στο διάγραμμά του, «δεν ήταν τίποτε άλλο από μια συγκεκαλυμμένη προσπάθεια αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε καμία περίπτωση δεν αφορούσαν σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου, επί των πραγματικών γεγονότων».

Παράλληλα, όπως καταγράφεται στην απόφαση, όλα όσα προβλήθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου, είχαν να κάνουν με την αντικανονικότητα της διαδικασίας κατά την αναδίπλωση της ποινικής δίκης, είτε λόγω παρεμβάσεων του Δικαστηρίου, είτε λόγω του τρόπου που αφέθηκε η όλη διαδικασία να εκτυλιχθεί και που ουδόλως σχετίζεται με πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.

Ως εκ τούτου, το Ανώτατο, κρίνοντας πως η έφεση δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 137, με βάση το οποίο η πλευρά του παραπονούμενου εξασφάλισε την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για την καταχώρησή της, την απέρριψε ως απαράδεκτη, επικυρώνοντας με αυτό τον τρόπο την αθώωση των κατηγορουμένων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν και στο Ανώτατο από τον δικηγόρο Αλέξανδρο Κληρίδη.

Δειτε Επισης

Έλεγαν έκαναν έρευνες αλλά ήταν νεκρή στην ίδια της την πολυκατοικία-Εκτεθειμένο το ΤΑΕ Λεμεσού, σωρεία ερωτημάτων
Αλλαγές στη συνεργασία EUROPOL με ιδιώτες και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων
Έργα κατά τις προσεχείς ημέρες, τα οποία θα επηρεάσουν την τροχαία κίνηση
Το Διεθνές Δικαστήριο διώκει τον... νεκρό ηγέτη της Χαμάς-Εγείρεται ξανά το ερώτημα αν ζει
Σοβαρός τραυματισμός 84χρονου-Συγκρούστηκε με όχημα, εγκατέλειψε τη σκηνή ο δεύτερος οδηγός
Διάγγελμα Πούτιν για τον πόλεμο στην Ουκρανία-«Σε περίπτωση κλιμάκωσης, θα απαντήσουμε συμμετρικά»
Διεύρυνση περιπτώσεων μεταφοράς κατάδικου σε άλλη χώρα για να εκτίσει ποινή
Πληρώνονται υπερωρίες μέχρι και τον Αύγουστο 2024 οι Αστυνομικοί ύψους €2,8 εκ.
Νεκρή στην πολυκατοικία όπου διέμενε εντοπίστηκε η 59χρονη που είχε δηλωθεί ελλείπουσα στη Λεμεσό
«Μαθητές καπνίζουν, σπάζουν παράθυρα, κρέμονται από τα παράθυρα»-Αρκετές καταγγελίες για λεωφορεία