Δ. Απαισιώτης: Διεξαγωγή νέας έρευνας για το εάν είναι ή δεν είναι ποινικό αδίκημα η διαρροή του πορίσματος

Τη δική του νομική ερμηνεία, σε σχέση με τις δηλώσεις της υπουργού Δικαιοσύνης, Άννας Προκοπίου που μίλησε για διάπραξη ποινικού αδικήματος αναφορικά με τη διαρροή της διοικητικής έρευνας για τα επεισόδια στο Τάσος Παπαδόπουλος, δίνει ο δικηγόρος Δημήτρης Απαισιώτης.

Ερωτηθείσα κατά πόσον προκύπτουν εκ πρώτης όψεως συμπεράσματα από την έκθεση, η κ. Προκοπίου ανέφερε ότι δεν μπορεί να τοποθετηθεί, καθώς «αποτελεί απόρρητο, εμπιστευτικό έγγραφο του κράτους, επισημαίνοντας ότι η έκθεση κακώς διέρρευσε και είναι ποινικό αδίκημα για όποιον τη διέρρευσε»

Σε ότι αφορά τις αναφορές περί απόρρητου εμπιστευτικού εγγράφου, ο κ. Απαισιώτης, θέλησε να αναφέρει πως:

«Σύμφωνα με την Αστυνομική Διάταξη 1/93 με τίτλο «Διοικητικές έρευνες» δεν γίνεται αναφορά ότι το πόρισμα μιας διοικητικής έρευνας για το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων από μέλος της Αστυνομίας είναι διαβαθμισμένες είτε σε «εμπιστευτικού» είτε σε «απόρρητου» χαρακτήρα. Δεν γίνεται καμία διαβάθμιση ως έγγραφο.

Σύμφωνα με την Αστυνομική Διάταξη 5/11 με τίτλο «Διαβαθμισμένες πληροφορίες» ορίζονται τα ακόλουθα:

Οι θεμελιώδεις αρχές και οι προδιαγραφές ασφαλείας που πρέπει να τηρούνται προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή ενιαίου βαθμού προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών, ρυθμίζονται από τον περί Κανονισμών Ασφαλείας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για Συναφή Θέματα Νόμο 216(Ι)/2002 και του περί της Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διατάγματος (Κ.Δ.Π.410/2013), όπως εκάστοτε τροποποιούνται. Δεν θα γίνει αναφορά των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι διαβαθμισμένες πληροφορίες κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

(α) «AΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ» στις περιπτώσεις που η κοινολόγηση τους σε μη εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο, μπορεί να προξενήσει εξαιρετικά σοβαρή ζημιά στα ζωτικά συμφέροντα και στη σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας.

(β) «ΑΠΟΡΡΗΤΟ» στις περιπτώσεις που η κοινολόγηση τους σε μη εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο, μπορεί να βλάψει σοβαρά τα ζωτικά συμφέροντα και τη σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας.

(γ) «ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ» στις περιπτώσεις που η κοινολόγηση τους σε μη εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο, μπορεί να βλάψει τα ζωτικά συμφέροντα και τη σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας.

(δ) «ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ» στις περιπτώσεις που η κοινολόγηση τους σε μη εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο, είναι αντίθετη προς τα ζωτικά συμφέροντα και τη σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας και η κοινολόγηση σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να γίνει για υπηρεσιακούς λόγους, μόνο στον απαραίτητο αριθμό προσώπων, για τα οποία δεν απαιτείται η έκδοση ειδικής εξουσιοδότησης.

Νοείται ότι η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες γίνεται πάντοτε με βάση την αρχή «ΑΝΑΓΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ».

Δηλαδή ένα διαβαθμισμένο έγγραφο ως εμπιστευτικό δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και απόρρητο. Ενώ το απόρρητο έγγραφο μπορεί να είναι και εμπιστευτικό και περιορισμένης χρήσεως.

Στον όρο «ζωτικά συμφέροντα και σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας» περιλαμβάνονται:

(α) η άμυνα και η ασφάλεια της Δημοκρατίας, τα δημόσια ήθη,

(β) η συνταγματική τάξη, η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία,

(γ) η επιχειρησιακή ικανότητα των σωμάτων ασφάλειας των ενόπλων δυνάμεων και γενικά των αρχών της Δημοκρατίας,

(δ) τα δικαιώματα και οι ελευθερίες τα οποία διασφαλίζονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας,

(στ) η υπόληψη ή τα δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου ή προσώπων.

Έγγραφα που δεν εμπίπτουν στα πιο πάνω επίπεδα διαβάθμισης θεωρούνται μη διαβαθμισμένα και η διαχείριση τους καθορίζεται με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία της οικείας υπηρεσίας ή με βάση εσωτερικούς κανονισμούς της οικείας υπηρεσίας.

Η αρμοδιότητα διαβάθμισης μίας πληροφορίας σε ένα από τα πιο πάνω επίπεδα, ανήκει στον εκδότη/φορέα προέλευσης της διαβαθμισμένης πληροφορίας, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον καν. 4 της ΚΔΠ 410/2013.

Για το χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών επιπέδου διαβάθμισης «ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ» και «ΑΠΟΡΡΗΤΟ» απαιτείται εξουσιοδότηση, η οποία εκδίδεται μετά από έγκριση Επιτροπής. Η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας της Επιτροπής, καθορίζονται στον Καν. 5(1) της Κ.Δ.Π.673/2004, όπως εκάστοτε τροποποιείται. Για τα μέλη της Αστυνομίας, δεν απαιτείται εξουσιοδότηση για το χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών επιπέδου Διαβάθμισης «ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ» και «ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ».

Για την εξουσιοδότηση προσώπου για το χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών επιπέδου διαβάθμισης «ΑΠΟΡΡΗΤΟ» ΚΑΙ «ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ», ο οικείος Αστυνομικός Διευθυντής/Διοικητής, να υποβάλλει αίτημα προς τον Αρχηγό Αστυνομίας (Υπεύθυνο Κλάδου Επιχειρήσεων του Αρχηγείου Αστυνομίας), ο οποίος μετά από σχετικό έλεγχο να υποβάλλει το αίτημα στην Εθνική Αρχή Ασφάλειας για να μελετηθεί από την αρμόδια Επιτροπή. Η εξουσιοδότηση να παρέχεται στο απολύτως αναγκαίο προσωπικό, σύμφωνα με τις πρόνοιες των καν. 5 και 6 της ΚΔΠ 410/2013.

Σχετική είναι και η Εγκύκλιος 1575, ημερομηνίας 24/05/2018 από το Τμήμα δημόσιας διοίκησης και προσωπικού.

Ενόψει των πιο πάνω προκύπτει το εξής συμπέρασμα. Το κατά πόσο ένα έγγραφο έχει συγκεκριμένη διαβάθμιση δεν εξαρτάται από την βούληση του εκδότη/φορέα αλλά αν το περιεχόμενο αυτού μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Κανονισμού 4 της ΚΔΠ 410/2013. Στην προκειμένη περίπτωση το πόρισμα Διοικητικής έρευνας κατά την δική μυ εκτίμηση δεν μπορεί να διαβαθμιστεί ούτε ως «απόρρητο» αλλά ούτε και ως «εμπιστευτικό» έγγραφο».

Η αναφορά για ποινικό αδίκημα

Σε σχέση με την αναφορά της υπουργού πως η έκθεση διέρρευσε, ο κ. Απαισιώτης αναφέρει πως, «εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω από τα δημοσιεύματα στον ηλεκτρονικό τύπο διέρρευσε ότι καταλογίζονται ευθύνες σε τρεις αξιωματικούς της Αστυνομίας. Δηλαδή έγινε αριθμητική αναφορά. Δεν γίνεται αναφορά κατά πόσο είναι ανώτεροι αξιωματικοί ή όχι. Ούτε στα ονόματα τους ή που υπηρετούν».

Όπως αναφέρει ο δικηγόρος, η υπουργός «επιβεβαίωσε με την δήλωση της ότι πράγματι καταλογίζονται ευθύνες σε τρεις αξιωματικούς. Συνακόλουθα έγινε διαρροή του πορίσματος. Ή όλη διενέργεια του πορίσματος έγινε από τον Υπαρχηγό Αστυνομίας και ενδεχομένως μέλος/η της Αστυνομίας που τον βοήθησαν στην διαδικασία λήψεων καταθέσεων. Το εύρημα του πορίσματος το γνωρίζει ο ίδιος ο Υπαρχηγός και ενδεχομένως το μέλος της Αστυνομίας που το δακτυλογράφησε εάν δεν το δακτυλογράφησε ο ίδιος ο υπαρχηγός. Το πόρισμα το γνωρίζει και ο Αρχηγός εφόσον του δόθηκε από τον Υπαρχηγό. Το πόρισμα το γνωρίζει και η Υπουργός ή/και το προσωπικό του υπουργείου της. Συνεπώς ο χρόνος διαρροής του πορίσματος στον τύπο έχει σημασία. Επειδή θα διαπιστωθεί σε ποιο στάδιο αυτό βρισκόταν και ποιος ή ποια πρόσωπα είχαν πρόσβαση σε αυτό. Βρίσκοντας το αυτό, περιορίζεται και ο αριθμός των προσώπων που το διέρρευσαν».

Δεδομένου πως η υπουργός έκανε λόγο για διάπραξη ποινικού αδικήματος εναντίον του προσώπου που το διέρρευσε, ο Δημήτρης Απαισιώτης ανέφερε πως, «προϋπόθεση διάπραξης ποινικού αδικήματος στην προκειμένη περίπτωση είναι όταν η διοικητική έκθεση/πόρισμα ήταν νόμιμα διαβαθμισμένο και ειδικότερα ως τι ήταν διαβαθμισμένο. Αν είναι ή δεν είναι ποινικό αδίκημα η διαρροή του πορίσματος, μπορεί να εξακριβωθεί, ως επίσης προσθέτω και αν είναι ή δεν είναι πειθαρχικό παράπτωμα. Διενεργείται έρευνα, συλλέγεται μαρτυρία, λαμβάνονται καταθέσεις από τους εμπλεκόμενους και η μελέτη των πιο πάνω καταδεικνύει την οδό που πρέπει να ακολουθηθεί. Συνεπώς η δήλωση της Υπουργού Δικαιοσύνης ότι είναι ποινικό αδίκημα η διαρροή τέτοιου πορίσματος αφήνει ένα κενό. Το κενό συμπληρώνεται με την διεξαγωγή νέας έρευνας ως προς την εξακρίβωση κατά πόσο πράγματι είναι ή δεν είναι ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα η διαρροή του πορίσματος».

Δειτε Επισης