Τρεις ιστορίες Κυπρίων γυναικών που τόλμησαν
Μαρία Θεμιστοκλέους 06:00 - 08 Μαρτίου 2023
Γυναίκες. Μια φορά κι ένα καιρό ήταν η γιαγιά η Αννού που έκανε τη ζωή της τραγούδι και το μοιράστηκε μαζί μας, για να μάθει ο κόσμος τα βάσανά της. Ήταν η κυρά της Ρω που έγραψε ιστορία σε μια βραχονησίδα, ήταν η δασκάλα του Αγίου Κασσιανού κι εκείνες του Ριζοκαρπάσου που μας έμαθαν πώς γράφεται η αλήθεια της ιστορίας. Ήταν, όμως, και είναι κι άλλες πολλές, που στην πορεία της δημοσιογραφικής μας ζωής, μας εμπιστεύονται τη ζωή τους για να την καταγράψουμε.
Η μάνα του αγνοούμενου που την αποκαλούσαν Παναγιά, η γυναίκα του ήρωα, η μονογονιός, η πρώτη πιλότος, οι ηρωίδες της διπλανής πόρτας, της γειτονιάς, της δουλειάς, της προσωπικής τους ιστορίας που γράφουν υπερβάλλοντας εαυτόν συχνά κάτω από αντίξοες συνθήκες και πέραν αυτών που η κοινωνία έμαθε να κατατάσσει στη σφαίρα του αναμενόμενου, του… φυσιολογικού.
Μέσα από τα ρεπορτάζ ζούμε και μεταφέρουμε πολλές φορές περισσότερα από όσα θα μπορούσαμε να φανταστούμε, εκ των οποίων κάποια έχουν τη δύναμη μέχρι και να μας διαμορφώνουν. Με την ευκαιρία που μας δίνει η σημερινή παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, από τις εκατοντάδες γυναίκες που μας έκαναν την τιμή να μας εμπιστευτούν τις ιστορίες τους, στεκόμαστε σε τρεις εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, που έχουν όμως ως κοινό παρονομαστή τη δύναμη του μηνύματος για τους γράφοντες και τον αναγνώστη.
Στη φυλακή των 200 κιλών
Η Στέλλα ήταν η πρώτη γυναίκα στην Κύπρο στην οποία τοποθετήθηκε δακτυλίδι στο στομάχι. Δεν θυμάμαι τώρα πόσα κιλά είχε φτάσει και πόσα κατάφερε να χάσει μετά την επέμβαση. Θα πρέπει να ήταν κοντά στα 200 προτού καταφύγει στα χέρια της επιστήμης.
Εκείνο που θυμάμαι είναι πως άλλον άνθρωπο γνώρισα πριν από την επέμβαση και άλλον μετά. Η Στέλλα σιγά - σιγά απελευθερωνόταν από το βάρος του βάρους της. Άρχισε να βγαίνει από τη φυλακή της. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, άρχισε να γκρεμίζει τα τείχη που είχε κτίσει και κλειστεί μόνη με τη βουλιμία και τη δυστυχία της. Μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μέρες ολόκληρες, άντε και μέχρι την αυλή. Αυτή ήταν η ζωή της όλη και ήταν νέα κοπέλα.
Ήθελε να ζήσει η Στέλλα, αλλά πώς; Δεν την άφηνε η εξάρτησή της από το φαγητό, δεν την άφηνε και η νοοτροπία της κοινωνίας. Ποιος να εργοδοτήσει μια γυναίκα 200 κιλά, που συν τοις άλλοις είχε μάθει να ζει απομονωμένη; Είχε μείνει πίσω από τον κόσμο της… Και ακόμα χειρότερα, ποιος να τη δεχθεί στην παρέα του; Ρατσιστικό και σκληρό αλλά αληθινό. Και αυτή το καταλάβαινε και το αποδεχόταν, σε σημείο που να κάνει τρόπο ζωής την απομόνωση μέσα σε τέσσερις τοίχους, με μόνη παρέα τα λίτρα των αναψυκτικών και το πολύ φαγητό.
Παρηγοριά στον πόνο της μόνο η μάνα, ο πατέρας και η αδελφή της. Οι μόνοι άνθρωποι που τη στήριζαν όσο το επέτρεπαν οι δυνάμεις τους, που έμειναν δίπλα της μέχρι το τέλος. Γιατί για τη Στέλλα η ζωή στάθηκε άδικη. Όταν πια άρχισε να απαλλάσσεται από τα κιλά που την κρατούσαν μακριά από τη ζωή και άρχισε να βγαίνει σιγά - σιγά στον έξω κόσμο, ένα φορτηγό την κτύπησε θανάσιμα την ώρα που διασταύρωνε τον δρόμο, για να πάει στη δουλειά. Γιατί μέχρι και δουλειά έπιασε η Στέλλα, όταν άρχισε να γιατρεύεται από τον πόνο της ψυχής που της προκαλούσαν τα κιλά που ένα - ένα έφευγαν κι εκείνη είχε αρχίσει να ζει και να νιώθει όμοια με τους άλλους, τους οποίους είχε συνηθίσει να βλέπει πάντα από μακριά, παρακολουθώντας πίσω από τα πυκνά δέντρα της αυλής της τη ζωή που εκείνη δεν μπορούσε να αγγίξει.
Από τη Στέλλα κρατάμε το δυνατό μάθημα ζωής που μας δίδαξε. Την τόλμη να αντισταθεί στην εξάρτηση, στο βάρος της προκατάληψης και στη σκληρότητα της κοινωνίας που ό,τι δεν της μοιάζει και δεν της αρέσει το περιθωριοποιεί.
Η Κατερίνα στην αυτοστέγαση τάδε
Η Κατερίνα πήρε η ίδια τηλέφωνο για να μας μιλήσει, μετά που δημοσιεύσαμε στο περιοδικό, ρεπορτάζ που την άγγιξε. Τόλμησε, καθώς ένιωσε ότι κάτι παραπάνω είχε να πει στη κοινωνία με τη δική της ιστορία.
Μας μιλούσε από κοινότητα της επαρχίας Λάρνακας, ήταν πρόσφυγας, διαζευγμένη και ζούσε σε αυτοστέγαση με τον γιο της. Δεν θυμάμαι το όνομά του, όμως δεν μπορώ να ξεχάσω το πόσο μας καλοδέχθηκε κι ας εισβάλαμε κομματάκι άγαρμπα, θα μπορούσε κανείς να πει, με τη φωτογραφική μηχανή επ’ ώμου και το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι ανά χείρας, ταράζοντας τη γαλήνη του απογεύματος.
Ένα αγόρι μάλαμα. Ένας άγγελος, είχε πει η Κατερίνα όταν μου τηλεφώνησε. Και με το που γνωριστήκαμε και αρχίσαμε να μιλάμε, είπε πολλά και για πολλούς και για τα λίγα και τα ελάχιστα που θα μπορούσε να είχε και δεν είχε από την πολιτεία, το κράτος, την εκκλησία, από εσένα κι εμένα, για να νιώσει κι εκείνη λίγο άνθρωπος και γυναίκα. Έκλαψε, ύστερα παρηγόρησε τον Άγγελο που λίγο τρόμαξε κι άρχισε να ταράζεται, γιατί στεναχωρήθηκε η μάνα του, γύρισε με τα μάτια υγρά και το βλέμμα αναπαμένο μετά που ξέσπασε, για να μου πει εκείνο που δεν ξέχασα ποτέ: Ευχαριστώ τον Θεό που τον έχω. Μου δίνει μόνο αγάπη. Μόνο παιδιά σαν τον Άγγελο μπορούν να δίνουν μόνο αγάπη.
Εξού και η Κατερίνα δεν έκλαψε εκείνο το απόγευμα για τη μοίρα της, για την κόπωση τη σωματική και την ψυχική - χαλάλι για τον Άγγελο -, για τη μοναχική πορεία που διανύει δίχως τον πατέρα του γιού της, ακόμα κι εκείνον τον δικαιολόγησε πως δεν είχε τη δύναμη να μείνει
Δεν χαρίστηκε, όμως, κι ας δεν αναφέρθηκε σε ονόματα, σε σας και σε μένα. Δεν έκανε επίκληση στην ανθρωπιά μας, όμως ήταν σαν να το είχε κάνει. Λίγο φιλότιμο αν είχαμε όλοι μας δεν θα πορευόταν μόνη της η Κατερίνα και η κάθε Κατερίνα σε μια ατέρμονη προσπάθεια να είναι πάντα εκεί, ακλόνητη για τον Άγγελο, για τον κάθε Άγγελο. Θα είχε ένα, δυο, τρεις ανθρώπους συμπαραστάτες για να την ξεκουράζουν και να την ενθαρρύνουν, ώστε να γυρνά πιο δυνατή και γαληνεμένη στην ευλογημένη αγκαλιά του αγγέλου της.
Τιμής ένεκεν: Κυρία Ελένη Βλάχου, σ’ ευχαριστούμε…
Η κυρία Ελένη Βλάχου αποτελεί ένα πολύτιμο κομμάτι της ζωής των δημοσιογράφων, που κάλυπταν και βίωναν τη δεκαετία του ’90 τον αγώνα μητέρων και συζύγων αγνοουμένων, που έδιναν μάχη για την ενημέρωση ξένων και ντόπιων, ευρισκόμενες κάθε Σαββατοκύριακο ανελλιπώς, χειμώνα - καλοκαίρι, στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας.
Η κυρία Ελένη Βλάχου είναι η ίδια ένα μάθημα ζωής. Της ζωής μας. Και το μάθημα έχει και όνομα. Το εξής ένα: Αξιοπρέπεια. «Είναι άπρεπα πράματα τούτα», είπε. «Να επιστρέψω εγώ στο σπίτι μου τζαι η Τουρκού στο δικό της. Τούτο είναι το πρέπον», δήλωσε και ήταν απόλυτη. Κι εμείς βρήκαμε τον τίτλο: Είναι άπρεπα πράματα τούτα. Ήταν ο τίτλος κάτω από τον οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το ρεπορτάζ με τις απόψεις των μανάδων και συζύγων αγνοουμένων για τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν, όταν πρωτοείδαν, τότε, το φως της δημοσιότητας.
Άπρεπα πράματα, άλλο ήταν το πρέπον. Όπως πρέπον ήταν να είχε μάθει πριν κλείσει τα μάτια. Να είχε πληροφορηθεί τι απέγινε ο γιος της ο αγνοούμενος, ο Νίκος της. Αλύγιστη και περήφανη. Πόσο τη θαυμάζαμε! Μακριές πλεξούδες, μαύρο μακρύ φουστάνι και μαντήλι, κορμοστασιά ίσια και αγέρωχη. Πανέμορφη στην ψυχή και στην όψη μέσα από τη σεμνότητα και την αυστηρότητα στο ντύσιμο και στα λόγια. Αξιοσέβαστη. Μια Ελληνίδα, μια Σπαρτιάτισσα, μια Κύπρια ηρωομάνα.
Η κυρία Ελένη Βλάχου από τον Άγιο Αμβρόσιο της Κερύνειας. Μια από τις δασκάλες μας στη μεγάλη σχολή της δημοσιογραφίας, εκεί στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, όπου… θητεύσαμε επί σειρά ετών, καλύπτοντας τον αγώνα τους, κάτι που στην πορεία έγινε μέρος της ζωής μας. Για να είμαστε δίπλα τους. Για να βλέπουμε, να ακούμε και να μαθαίνουμε τα «πρέποντα». Για να είμαστε δίπλα στην πηγή του δέους που αναδίδει μια ζωή ταγμένη στο χρέος που στέκει αγέρωχο και τολμά μπρος στα «άπρεπα» και αντιστέκεται.
Κυρία Ελένη Βλάχου, σ’ ευχαριστούμε. Αιωνία σου η μνήμη…