Κόλαφος απόφαση Δικαστηρίου-«Μαγειρεμένη» δίωξη, ευθύνες σε Γ. Τρυφωνίδη και αστυνομικούς

Σε μια χρονική περίοδο που συζητείται έντονα η… ομερτά της Νομικής Υπηρεσίας σε σχέση με πορίσματα που ενώ εισηγούνται ποινικές διώξεις, κρατούνται ως επτασφράγιστα μυστικά, χωρίς να δίνονται επαρκείς εξηγήσεις που θα ικανοποιούσαν το δημόσιο αίσθημα που επιζητά διαφάνεια, άλλη μια απόφαση Δικαστηρίου έρχεται να ρίξει και άλλο λάδι στη φωτιά.

Και αυτό διότι, μέσα από αυτή αναδεικνύονται διάφορα ζητήματα, αφού στα πλαίσια της δίκης, διατάχθηκε η αποκάλυψη και η παράδοση πορίσματος που τότε ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αποκάλυπτε και το οποίο εισηγείτο ποινικές διώξεις, αλλά και το ζήτημα των διώξεων κατ’ επιλογή από τους θεσμούς, παρά το γεγονός, όπως πολλάκις γράφτηκε, πως οι νόμοι είναι για όλους οι ίδιοι και δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται αναλόγως στο ποια πρόσωπα εμπλέκονται σε ποινικές υποθέσεις.

Παράλληλα, μέσα από την απόφαση των 87 σελίδων, καταλογίζονται σοβαρές ευθύνες στην Αστυνομία αλλά και σε μέλη της Δύναμης, για σειρά παραλείψεων, ενώ τίθεται θέμα αμεροληψίας ως προς τον τρόπο της διερεύνησης.

Την ίδια ώρα, μέσα από την εν λόγω υπόθεση, αναδεικνύεται και το ζήτημα της εισαγωγής των κινητών στις Φυλακές, το οποίο επί Διεύθυνσης Τρυφωνίδη, βρισκόταν στο απόγειο του, ενώ αφήνονται αιχμές κατά του τότε αναπληρωτή Διευθυντή σε σχέση με το εν λόγω θέμα. Ένα θέμα, που ωστόσο, επιδείχθηκε από συγκεκριμένες κατευθύνσεις ιδιαίτερη ευαισθησία τους τελευταίους μήνες, με αφορμή και τις καταγγελίες της Διεύθυνσης των Φυλακών κατά του τέως Διοικητή της ΥΚΑΝ, Μιχάλη Κατσουνωτού, εξού και οι εν λόγω κατευθύνσεις κατηγορήθηκαν για επιλεκτική ευαισθησία, στην προσπάθεια τους να δώσουν άλλοθι στις παράνομες ενέργειες.

Μάλιστα, μέσα από την απόφαση, καταγράφονται γεγονότα όπως είχαν παρουσιαστεί το 2010, όπου για την εισαγωγή κινητών στις Φυλακές, είχαν εμπλοκή τόσο μέλη των Φυλακών, όσο και της Αστυνομίας.

Πληρώνει τα σπασμένα ο φορολογούμενος πολίτης

Πρόκειται για την υπόθεση αρχιδεσμοφύλακα Κωνσταντίνου Μούζουρου, ο οποίος επί Διεύθυνσης Τριφωνίδη, που ήταν ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας, παρουσιάστηκε ως εγκέφαλος εισαγωγής κινητών στις Φυλακές, σε συνεργασία με άλλα μέλη των Κεντρικών και αστυνομικούς.

Ο δεσμοφύλακας είχε συλληφθεί και τεθεί υπό κράτηση, ενώ το 2011 καταχωρήθηκε εναντίον του ποινική υπόθεση, η οποία εν τέλει, το 2013, δεν αποδείχθηκε και στην διαδικασία εκ πρώτης όψεως, ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες.

Στη συνέχεια, ο δεσμοφύλακας έβαλε την Κυπριακή Δημοκρατία στο σκαμνί για κακόβουλη δίωξη, με το Δικαστήριο, μετά από μια μακρά διαδικασία που κράτησε μια δεκαετία, να τον δικαιώνει με μια απόφαση καταπέλτη και να καταδικάζει την ΚΔ σε αποζημιώσεις περίπου 100 χιλιάδων ευρώ, τις οποίες όμως θα πληρώσει ο φορολογούμενος πολίτης και όχι οι ενέχοντες.

Κουκουλώθηκε το πόρισμα με ποινικά, αποκαλύφθηκε με απόφαση Δικαστηρίου

Επικαλούμενη εμπιστευτικά και ευαίσθητα στοιχεία που δεν μπορούν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, η Νομική Υπηρεσία αρνήθηκε να αναφερθεί σε πορίσματα, παρά τις έντονες επικρίσεις και τις σκιές που αφέθηκαν γύρω από τους χειρισμούς της. Ενδεικτικές είναι υποθέσεις που αφορούν τα τελευταία πορίσματα που απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη, όπως αυτού του μαύρου βαν που εισηγείται διώξεις, τα διαβατήρια, Κατσουνωτού, δολοφονία Θανάση κτλ.

Μετά την αθώωση του δεσμοφύλακα, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας, διόρισε δύο ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές ώστε να διερευνηθούν ποινικά αδικήματα, από τον τότε αναπληρωτή των Κεντρικών Φυλακών, Γιώργο Τριφωνίδη, τον λειτουργό των Φυλακών, Λάζαρο Λαζάρου και τους δύο αστυνομικούς Νεόφυτο Σιάηλο και Μ. Καννάουρο.

Εν τέλει, οι ανακριτές εντόπισαν σε βάρος και των τεσσάρων ποινικά αδικήματα και εισηγήθηκαν ποινικές διώξεις.

Ωστόσο, για άλλη μια φορά επικράτησε… ομερτά! Το πόρισμα παρέμεινε επτασφράγιστο μυστικό, ενώ ο τότε Εισαγγελέας ανέτρεψε τις εισηγήσεις των ανακριτών και αποφάσισε να μην ασκηθούν ποινικές διώξεις, ενώ αρνήθηκε να δώσει το πόρισμα στην πλευρά του δεσμοφύλακα.

Η υπόθεση όμως οδηγήθηκε ενώπιον Δικαστηρίου, το οποίο στα πλαίσια αγωγής, διέταξε όπως αυτό παραδοθεί στην υπεράσπιση. Ωστόσο, αρχικά, η υπάλληλος στο Αρχείο Ποινικών Υποθέσεων της Νομικής Υπηρεσίας που είχε στην κατοχή της το πόρισμα των Π.Α, όταν της ζητήθηκε να το καταθέσει ο Γενικός Εισαγγελέας, έφερε ένσταση. Το θέμα αποφασίστηκε με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, τούτου ημερ. 14.12.21 και το πόρισμα κατατέθηκε ως Τεκμήριο στην υπόθεση.

Μάλιστα, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, το Δικαστήριο, όπως αναφέρει στην απόφαση, τα συμπεράσματα του πορίσματος, «είναι εύλογα και ορθά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση. Τούτος άλλωστε ήταν και εκ των βασικών λόγων που το πόρισμα, με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, θεωρήθηκε ότι έπρεπε να αποτελέσει μέρος του μαρτυρικού υλικού στην παρούσα. Διότι, εν ολίγοις, το αδίκημα της κακόβουλης δίωξης είναι δύσκολο να αποδειχθεί και η κατάθεση του πορίσματος θα έδινε μία λογική ευκαιρία στον Ενάγοντα να αποδείξει την υπόθεσή του, ευκαιρία η οποία θα μειωνόταν δραματικά στην απουσία του πορίσματος ή θα εδραζόταν σε υποκειμενικές αντιλήψεις των μαρτύρων χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κρίση δύο ειδικών στις ποινικές ανακρίσεις επί του επίδικου ερωτήματος. Το περιεχόμενο του πορίσματος βοήθησε πράγματι το Δικαστήριο στην αναζήτηση της αλήθειας».

Μια απόφαση για παράδοση του πορίσματος, κρίνεται καθοριστικής σημασίας, αφενός γιατί αυτή εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2021, δηλαδή στην θητεία της παρούσας ηγεσίας της Νομικής Υπηρεσίας που επικρίνεται για την άρνηση της να παραδώσει πορίσματα, και αφετέρου, μόλις πρόσφατα για άλλη μια φορά η Νομική Υπηρεσία αρνήθηκε να παραδώσει πόρισμα στην πλευρά παραπονουμένων. Πρόκειται για την υπόθεση της Διεύθυνσης των Φυλακών κατά του Μιχάλη Κατσουνωτού, που ενώ ο ανεξάρτητος ανακριτής εισηγήθηκε τη δίωξη του, εν τέλει η Νομική Υπηρεσία αποφάσισε το αντίθετο, επικαλούμενη λόγους δημόσιου συμφέροντος που δεν επεξηγήθηκαν.

Οι νομικοί σύμβουλοι της Αριστοτέλους, Πάμπος Ιωαννίδης, Τζο Τριανταφυλλίδης και Κρις Τριανταφυλλίδης, ζήτησαν το πόρισμα για σκοπούς ιδιωτικής ποινικής, αγωγών και προσφυγής στο ΕΔΑΔ, ωστόσο αρνήθηκαν. Εντούτοις, είναι κάτι που θα εξεταστεί πλέον από τα Δικαστήρια, τόσο εντός όσο και εκτός Κύπρου, όπου προσέφυγε η πλευρά Αριστοτέλους.

Σημειώνεται, πως άρνηση στην παράδοση πορίσματος υπήρχε και στην υπόθεση της δολοφονίας του εθνοφρουρού του Θανάση, με τον ΕΔΑΔ να διατάζει όπως παραδοθεί το πόρισμα στην οικογένεια.

Και Αν. Διευθυντής Φυλακών και Αστυνομικός

Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον Δικαστηρίου από την υπεράσπιση του δεσμοφύλακα, (εκπροσωπήθηκε από κα Νεοφύτου και κα Μούζουρου για Μούζουρου και Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε) στράφηκε ιδιαιτέρως έναντι του αν. Διευθυντή Γιώργου Τρυφωνίδη, ο οποίος σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, αφενός διατηρούσε μαζί του κόντρα και αφετέρου διότι ήταν σε θέση λόγω της ταυτόχρονης διπλής ιδιότητας του ως Αναπληρωτής Διευθυντής των Φυλακών και Ανώτερος Αξιωματικός της Αστυνομίας, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε ταυτόχρονα και στο πειθαρχικό συμβούλιο αστυνομικών, να επηρεάσει με τέτοιο εγγενή τρόπο την πορεία της ανακριτικής διαδικασίας από την Ανακριτική Ομάδα που η δίωξη που επακολούθησε ήταν αναπόδραστα και αναγκαστικά πλημμελής.

Μάλιστα, το Δικαστήριο στην απόφαση του τόνισε πως: «Ο μόνος που μαρτύρησε για την Υπεράσπιση ήταν ο Σιάηλος (σ.σ αστυνομικός). Ο Τρυφωνίδης, Λαζάρου και Καννάουρος δεν εμφανίστηκαν ενώπιον μου για να μαρτυρήσουν υπέρ της Δημοκρατίας την οποία υπηρετούσαν. Η σιωπή τους ήταν εκκωφαντική».

Κινητά κρυμμένα στο γραφείο Τρυφωνίδη

Ήταν η θέση της υπεράσπισης του δεσμοφύλακα, πως είχε στοχοποιηθεί από τον Τριφωνίδη, η συμπεριφορά του οποίου, όπως αναφέρθηκε, πάντοτε αλαζονική και εκδικητική, ενώ η κόντρα τους κορυφώθηκε με αφορμή ένα δημοσίευμα που αφορούσε σεξουαλική παρενόχληση, για το οποίο ο Τρυφωνίδης του καταλόγισε ευθύνες για τη διαρροή.

Στις 12.10.10, σύμφωνα με την υπεράσπιση, με αφορμή την ανεύρεση μεγάλου αριθμού τηλεφώνων μέσα σε ντουλάπι/θυρίδα/locker στα γραφεία του προσωπικού της πτέρυγας 1Α των Φυλακών, ο Τρυφωνίδης και ο Λαζάρου στοχοποίησαν τον δεσμοφύλακα Μούζουρα και του επέρριψαν αδίκως και κακόβουλα την ευθύνη.

Ο δεσμοφύλακας είχε συλληφθεί και τεθεί υπό κράτηση, ενώ τέθηκε σε διαθεσιμότητα.

Εξέφρασε την πεποίθηση του ότι τα κίνητρα με τα οποία ασκήθηκε η δίωξη του ήταν αλλότρια, δηλαδή είχαν σκοπό όχι να φέρουν τους αληθινούς ένοχους ενώπιον Δικαστηρίου, αλλά να πλήξουν την επαγγελματική του ακεραιότητα και σταδιοδρομία και να τον στοχοποιήσουν ως εξιλαστήριο θύμα για να συγκαλύψουν την ανεπάρκεια της διεύθυνσης των Φυλακών για λήψη μέτρων που θα απέτρεπαν την εισδοχή παράνομων αντικειμένων. Καταλόγισε στον Τρυφωνίδη και στον Λαζάρου αλλά και στους αστυνομικούς ανακριτές της υπόθεσης ότι σχεδίαζαν την απέλαση του βασικού μάρτυρα από το Βιετνάμ, ενώ γνώριζαν ότι χωρίς τη μαρτυρία αυτού δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί οποιοσδήποτε κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση και με το αλλότριο κίνητρο να παραμείνει μετέωρη η αθωότητα του. Κατόπιν παρέμβασης του δικηγόρου του στον Γενικό Εισαγγελέα, συνέχισε, αυτό αποφεύχθηκε όπως αποφεύχθηκε και η απέλαση του έτερου βασικού μάρτυρα στην υπόθεση.

Ο ένας εκ των δύο μαρτύρων, τελικά δεν παρουσιάστηκε από την κατηγορούσα αρχή στη δίκη, διότι, όπως ήταν η εκτίμηση της υπεράσπισης, ο δεύτερος μάρτυρας μαρτύρησε στο Δικαστήριο ότι αυτός έκρυβε τα κινητά στο γραφείο του Τρυφωνίδη αφού ήταν καθαριστής του και τούτο θα ενέπλεκε αναγκαστικά και τον Τρυφωνίδη.

Δεν άφηνε την ΑΑΔΙΠΑ να διερευνήσει ο Τρυφωνίδης

Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, εντός της πρώτης εβδομάδας της διαθεσιμότητάς του, ο δεσμοφύλακας στις 29.10.10, απέστειλε χειρόγραφη επιστολή μέσω του δικηγόρου του στον Γενικό Εισαγγελέα και στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας (Α.Α.Δ.Ι.Π.Α.) με την οποία κατήγγειλε τον Τρυφωνίδη και τα κίνητρα του, που ήταν κατά τον δεσμοφύλακα Κωνσταντίνο Μούζουρο, η ανεύρεση εξιλαστήριων θυμάτων και όχι η αποκάλυψη της αλήθειας, ούτε η απονομή της δικαιοσύνης.

Ο Τρυφωνίδης, με τη σύλληψη του δεσμοφύλακα, προέβαινε σε δηλώσεις στα Μ.Μ.Ε. με απώτερο σκοπό να αποποιηθεί ευθύνης για την εισαγωγή των τηλεφώνων στις Φυλακές και να πετύχει τη δημιουργία εντυπώσεων ότι η ανεύρεση τους δεν οφειλόταν στην ανεπάρκεια του ως Αναπληρωτή Διευθυντή, αλλά σε κάποιους δεσμοφύλακες που ήταν τα σάπια μήλα εντός του σωφρονιστικού ιδρύματος. Προς τούτο, παρουσιάστηκαν σχετικές δηλώσεις του στα ΜΜΕ.

Η έρευνα από την Α.Α.Δ.Ι.Π.Α. για τη διερεύνηση του παράπονου του Μούζουρου διακόπηκε παρόλο που αυτή διόρισε τους ποινικούς ανακριτές Πελαγία και Ιωάννου, διότι ο Τρυφωνίδης και άλλοι βαθμοφόροι στις Φυλακές αρνούνταν να συνεργαστούν, αναφέροντας ότι η Α.Α.Δ.Ι.Π.Α. δεν είχε δικαιοδοσία να διερευνήσει τους υπάλληλους του Τμήματος Φυλακών που υπάγονταν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και όχι στην Αστυνομία.

Κινητά στις Φυλακές με τη σέσουλα

Μέσα από την απόφαση, αναδεικνύεται το σοβαρό πρόβλημα των κινητών που υπήρχε κατά την τότε εποχή, τα οποία, όπως αναφέρεται, ο Γιώργος Τριφωνίδης τα έσπαζε με σφυρί, ενώ μεγάλη ποσότητα κινητών, έκρυβε στο γραφείο του κατάδικος.

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα ενώπιον Δικαστηρίου για την υπόθεση, δηλαδή στα οποία συμφώνησε ο δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας, ο δεσμοφύλακας τότε αντιμετώπιζε κατηγορίες, οι οποίες του απέδιδαν πως μεταξύ του 2008 και 2010, συνωμότησε με τον κατάδικο στις Κεντρικές Φυλακές, να εισάξουν παράνομα κινητά τηλέφωνα, συνολικά 186 στον αριθμό και τα αξεσουάρ τους και ότι για να γίνει κάτι τέτοιο διέπραξε το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό.

Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο τόνισε πως: «Προκαλεί δε έκπληξη ότι όχι μόνο δεν υπάρχει σύνδεση των Κατηγορούμενων με εισαγωγή των τεκμηρίων στις Φυλακές, αλλά σύμφωνα με τους ίδιους τους ανακριτές της υπόθεσης υπάρχει σύνδεση με άλλο άτομο, το οποίο τους έχει παραδεχτεί την εισαγωγή περί των 500 κινητών στις Φυλακές. Διερωτώμαι κατά πόσο δεν καθίσταται, πρόσθετα, αντινομική η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής από το πιο πάνω γεγονός και μόνο».

Κακή έρευνα από Αστυνομία

Με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, σε σχέση με την ποινική δίωξη που ασκήθηκε στον δεσμοφύλακα, κρίθηκε πως έγιναν σωρεία λάθη από την Αστυνομία, όπως κατέγραφε και το πόρισμα των ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών.

Αφού παραθέτει μια σειρά από παραλείψεις, το Δικαστήριο αναφέρει: «Η διερεύνηση της υπόθεσης από την Ανακριτική Ομάδα ήταν τόσο πλημμελής που κατέληξε ελλιπής και δεν θα μπορούσε να στηρίξει συμπέρασμα εύλογης και πιθανής αιτίας. Το αποτέλεσμα μίας μολυσμένης διερεύνησης είναι κι εκείνο αναγκαστικά μολυσμένο (βλ. κατ’ αναλογίαν “the fruit of the poisonous tree”). Κατέληξα σε αυτό το συμπέρασμα έχοντας κατά νου ότι κανένα από τα πιο πάνω στοιχεία, από μόνο του, δεν θα ήταν ικανό να με οδηγήσει στο ίδιο συμπέρασμα. Εν τούτοις, η συνεκτίμηση όλων με οδηγεί σε αναπόφευκτα αρνητική απάντηση στο ερώτημα που έθεσα στον εαυτό μου. Δεν υπήρξε, επομένως, εύλογη και πιθανή αιτία για την καταχώριση της ποινικής δίωξης».

Επηρέασε την αστυνομική έρευνα ο Τρυφωνίδης, τον έστησε στον τοίχο

Σε σχέση με το ερώτημα εάν υπήρξε κακοβουλία από πλευράς Αστυνομίας, το Δικαστήριο στα ευρήματα του, σημειώνει πως ο Τρυφωνίδης δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά ούτε και ενώπιον των ποινικών ανακριτών, αφού τήρησε το δικαίωμα της σιωπής, ενώ αναφέρεται πως είχε προσωπική κόντρα με τον δεσμοφύλακα.

Μάλιστα, στην απόφαση αναφέρεται πως:

-Ο Τρυφωνίδης, παρόλη την απόσπασή του ως Αναπληρωτής Διευθυντής των Φυλακών, συνέχιζε να διατηρεί τη θέση του, ως ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας. Τούτο είναι σημαντικό, όχι θεωρητικά, αλλά πρακτικά στην παρούσα υπόθεση, λόγω του ότι ο Τρυφωνίδης ήταν ιεραρχικά ανώτερος, ακόμα και από τον Ν. Σιάηλο, επικεφαλής της Ανακριτικής Ομάδας. Συμμετείχε, δε, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Αστυνομικών, με ό,τι τούτο σήμαινε για το πως οι υφιστάμενοί του, μέλη της Ανακριτικής Ομάδας, τον αντίκριζαν. Έχοντας πτυχίο νομικής και εμπειρία διερεύνησης αστυνομικών υποθέσεων, είναι πιο πιθανόν παρά όχι, στη βάση της μαρτυρίας που άκουσα, να επηρέασε τον τρόπο διεξαγωγής της αστυνομικής ανάκρισης τόσο, ώστε να καταστήσει αυτήν εγγενώς πλημμελή.

-Επιλεκτικά μετέφερε τους δύο βασικούς μάρτυρες στα κρατητήρια Λακατάμιας, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, δηλαδή ώστε να μην επηρεαστεί η μαρτυρία τους ως μαρτύρων κατηγορίας, από άλλους κατάδικους ή δεσμοφύλακες στις Κεντρικές Φυλακές, ενώ δεν έπραξε το ίδιο για άλλο κατάδικο, στον οποίον ο ένας εκ των μαρτύρων απέδιδε ιδιότητα ιθύνων νου στην εισαγωγή και διακίνηση κινητών τηλεφώνων στις Φυλακές. Έδιδε οδηγίες στον Λαζάρου σε σχέση με ποιους κατάδικους θα μπορούσε να ανακρίνει η Ανακριτική Ομάδα.

-Δεν έχω βρει, παρόλο που προσπάθησα, οποιονδήποτε λόγο γιατί ο Τρυφωνίδης, ως Αν. Διευθυντής των Φυλακών, να μάζευε κινητά τηλέφωνα, που έβρισκε πάνω σε κατάδικους και να τα κατέστρεφε αργότερα (έσπαζε με σφυρί τα κινητά ενώπιον των φωτογραφικών καμερών των M.Μ.Ε.) εκτός από το ότι ήθελε να δείξει στην κοινή γνώμη ότι επιλαμβάνετο σθεναρά του θέματος. Το έπραττε όμως με τον λάθος τρόπο».

-Δεν τέθηκε ενώπιον μου καμία μαρτυρία ότι οι κατάδικοι χχχ και χχχ κατηγορήθηκαν ενώπιον Δικαστηρίου, παρόλο που υπήρχε η λεπτομερής μαρτυρία του ίδιου του ενός που ενέπλεκε και τους δύο. Γιατί ο Διευθυντής ενός τόσο νευραλγικού τμήματος για την ασφάλεια της Δημοκρατίας να ζητούσε αστυνομική παρέμβαση μόνο όταν υπήρξε μαρτυρία εναντίον δεσμοφυλάκων, αλλά όταν υπήρχε μαρτυρία εναντίον καταδίκων, όχι; Και να κατέστρεφε τα τεκμήρια της τελευταίας; Ειδικά όταν προσπαθεί να επιλύσει ένα διαχρονικό πρόβλημα στις Φυλακές;

- Επίσης δεν επέτρεψε στους ποινικούς ανακριτές κατά τον πρώτο τους διορισμό τους το 2011 και πριν την αθώωση του δεσμοφύλακα, να έχουν πρόσβαση στις Φυλακές, με ό, τι τούτο συνεπάγετο, ιδιαίτερα σε σχέση με την πρόσβαση στους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας στην υπόθεση. Σήμαινε, επίσης, μη πρόσβαση των ποινικών ανακριτών στη σκηνή των αδικημάτων.

Κακόβουλη δίωξη

Με βάση τα όσα κατατέθηκαν, ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, πως η υπεράσπιση του δεσμοφύλακα Κωνσταντίνου Μούζουρου, απέδειξε την απαιτούμενη κακοπιστία στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

«Δηλαδή, ο Τρυφωνίδης, έχοντας ήδη προσωπική κόντρα με τον δεσμοφύλακα, ο οποίος τον είχε καταγγείλει στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως πριν τον επίδικο χρόνο και όντας ειδικός στις ανακρίσεις και ιεραρχικά ανώτερος της Ανακριτικής Ομάδας καθώς και μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου των αστυνομικών, μπορούσε να επηρεάσει και είναι πιο πιθανόν παρά όχι να επηρέασε την ανακριτική διαδικασία, τόσο εγγενώς και πλημμελώς, που το αποτέλεσμα αυτής ήταν εξ αντικειμένου μολυσμένο αφού στοχοποίησε εξαρχής τον δεσμοφύλακα. Μόνο σε αυτό το συμπέρασμα μπορώ να καταλήξω εάν συνυπολογίσω και το ότι η Ανακριτική Ομάδα ουδέποτε πήρε κατάθεση είτε από τον Τρυφωνίδη, είτε από τον Λαζάρου, ενώ ήταν οι πλέον αρμόδιοι να δώσουν τέτοια μαρτυρία ως εκ της θέσεως τους. Ειδικά αφού, σύμφωνα με τις τοποθετήσεις του βασικού μάρτυρα, ο κατάδικος χχχ ήταν ο καθαριστής του γραφείου του Τρυφωνίδη και έκρυβε και εκεί κινητά. Και εν τέλει ο χχχ δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο. Καταλήγω, λοιπόν, ότι το κίνητρο ή ελατήριο του Τρυφωνίδη σε σχέση με τον δεσμοφύλακα, ήταν άλλο από την προσαγωγή των πραγματικών υπόπτων και ενόχων ενώπιον της δικαιοσύνης. Ήταν, δηλαδή, να τον στοχοποιήσει και ή να τον φιμώσει και ή να τον καταστήσει παράδειγμα προς αποφυγήν. Ήταν επίσης να δείξει ότι υπό τη διεύθυνσή του οι Κεντρικές Φυλακές δεν νοσούσαν, αλλά ανθούσαν. Ήθελε να γίνει μία υποτυπώδης διερεύνηση από την αστυνομία για να αποφύγει τη δημόσια κριτική, να υποδειχθούν κάποιοι ύποπτοι και να τελειώσει το θέμα, που πήρε τόσες διαστάσεις μέσω του Τύπου, το συντομότερο δυνατόν. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση από αυτήν στο ότι ο Τρυφωνίδης κατέστρεφε κινητά τηλέφωνα που εισάγονταν στις Φυλακές από κατάδικους χωρίς να ζητεί αστυνομική διερεύνηση ή βοήθεια. Ήταν λοιπόν ο Τρυφωνίδης σε θέση να μολύνει το ανακριτικό έργο, έτσι που το αποτέλεσμα αυτού έπασχε εγγενώς. Παραπέμπω απλά στα συμπεράσματα του Πορίσματος των ποινικών ανακριτών. Εν ολίγοις, ο Τρυφωνίδης κατέστρεψε μαρτυρία καταστρέφοντας κινητά (άλλα από τα επίδικα) που βρίσκονταν κατά καιρούς πάνω σε κατάδικους, δεν κατήγγελλε στην Αστυνομία αυτές τις ανευρέσεις και, λόγω της στάσης του αυτής, παραμένει μετέωρο μέχρι σήμερα αν γνώριζε για το ότι ο κατάδικος χχχ έκρυβε κινητά στο γραφείο του. Αν το γνώριζε είναι πιθανόν να προσπάθησε να απεκδυθεί ευθύνης ή ανάμειξης στην υπόθεση με τα κινητά. Ο Λαζάρου ενήργησε επίσης κακόβουλα εναντίον του Ενάγοντα. Αρνήθηκε τα πάντα που δύναντο να τον συνδέσουν με την υπόθεση των κινητών, ενώ υπάρχει σωρεία μαρτυρίας που δημιουργεί ερωτήματα που παρέμειναν μέχρι σήμερα αναπάντητα».

Βαριές ευθύνες στους δύο αστυνομικούς

Σε ότι αφορά τον αστυνομικό Καννάουρο, εναντίον του οποίοι υποδείχθηκαν ποινικά στο πόρισμα, το Δικαστήριο κατέληξε πως:

«Και ο Καννάουρος είναι πιθανότερο παρά όχι να ενήργησε κακόβουλα εναντίον του Ενάγοντα (σ.σ δεσμοφύλακα). Απείλησε τον χχχ με διαθεσιμότητα όταν του έπαιρνε κατάθεση στο Τ.Α.Ε, ενώ τελικά, παρόλο που χρησιμοποιήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, άλλαξε εξαρχής και ουσιωδώς την εκδοχή του, μπήκε σε διαθεσιμότητα μόνο για 3 μήνες, μετά επέστρεψε στα καθήκοντά του και πήρε προαγωγή. Ενώ ακόμα και όταν μαρτυρούσε στο ποινικό Δικαστήριο ήταν της άποψης ότι ο νόμος των φυλακών προστάτευε τους κατάδικους από ποινική ευθύνη, κάτι που είπε προφανώς για να δικαιολογήσει γιατί δεν αναζητήθηκαν και κατάδικοι ως ύποπτοι, αλλά μόνο δεσμοφύλακες. Τήρησε σιωπή ενώπιον μου και έτσι δύναμαι να προβώ σε όποια συμπεράσματα ευλόγως προκύπτουν από την ενώπιον μου αξιόπιστη μαρτυρία.

Το κίνητρο του Λαζάρου (λειτουργού των Φυλακών) και του Καννάουρου να πλήξουν τον Ενάγοντα, λοιπόν, όντας ο πρώτος το δεξί χέρι του Τρυφωνίδη και συντοπίτης του ο δεύτερος, ήταν η ελπίδα να εξασφαλίσουν την εύνοιά του ιεραρχικά ανωτέρου τους ή και να εισπράξουν κάποια ανταλλάγματα από τον Τρυφωνίδη, ο οποίος επεδίωκε να αποσιωπήσει την κριτική προς το άτομό του από την κοινή γνώμη και να στρέψει τις υποψίες (και) στον Ενάγοντα».

Παράλληλα, για τον Καννάουρο αναφέρεται πως υπήρξε μαρτυρία ότι οι αστυνομικοί ανακριτές τον πίεζαν να κατονομάσει δεσμοφύλακα και ακόμη ένα, ότι αυτοί έβαζαν τα κινητά στις Φυλακές, ενώ απείλησε μάρτυρα με διαθεσιμότητα.

Σε σχέση με τον κ. Σιάηλο, νυν ανώτερος υπαστυνόμος και κατά τον επίδικο χρόνο επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας, που επίσης εναντίον του υποδείχθηκαν ποινικές ευθύνες, αναφέρεται πως αναμείχθηκε στην προσωποκράτηση του δεσμοφύλακα και στις 91 ερωτήσεις που του υπέβαλαν οι ποινικοί ανακριτές, δεν απάντησε στις 90, ενώ στην τελευταία απάντησε πως έκαμε το καθήκον του και ότι η υπόθεση προωθήθηκε στο Δικαστήριο με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα.

Επιπρόσθετα, πέραν των παραλείψεων που καταγράφονται από την ανακριτική ομάδα, καταγράφεται πως:

«Εναντίον του Σιάηλου οι ποινικοί ανακριτές βρήκαν ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία για να διωχθεί για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας, της συνωμοσίας για ανατροπή της πορείας της Δικαιοσύνης και επηρεασμό μαρτύρων, παρεμπόδιση σε δικαστική διαδικασία ή αστυνομική έρευνα, δόλο και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό και παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος. Ότι δηλαδή κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο ψευδή στοιχεία εναντίον του Εναγόμενου (σ.σ δεσμοφύλακα) στις 22.10.10 με σκοπό την παράνομη εξασφάλιση της προσωποκράτησης του. Επιπλέον υπήρχε η μαρτυρία δεσμοφύλακα ότι ο Σιάηλος τον απείλησε κατά την ανακριτική του κατάθεση να πει την αλήθεια διαφορετικά θα τον έβαζε φυλακή».

Ξεκάθαρα μηνύματα

Σημαντικά είναι και τα μηνύματα που στέλνει καταληκτικά μέσα από τον απόφαση του το Δικαστήριο, το οποίο αναφέρει πως υφιστάμενος έτυχε μεταχείρισης βάσει αλλότριου κινήτρου από προϊστάμενό του στη δημοσία υπηρεσία, ενώ τόνισε πως οι θεσμοί θα πρέπει να λειτουργούν αμερόληπτα για να λάμψει η αλήθεια.

«Η μεταχείριση του Ενάγοντα από τον Τρυφωνίδη δεν ήταν απλώς λεκτική ή συμπεριφορική. Ήταν τόσο εξαιρετικά αρνητική προς το άτομό του Ενάγοντα, στην οποία ουδείς δημόσιος υπάλληλος πρέπει να υπόκειται από τον Διευθυντή του. Ήταν συμπεριφορά που κίνησε τους μηχανισμούς του δικαίου εναντίον του με τα αλλότρια κίνητρα που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Επιπρόσθετα, οι Τρυφωνίδης και Λαζάρου θεώρησαν εαυτούς τόσο άμεμπτους ή τόσο υπεράνω κανόνων δικαίου που δεν μαρτυρήσαν είτε ενώπιον των ποινικών ανακριτών για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, είτε ενώπιον της δικαιοσύνης για να υπερασπιστούν την Κυπριακή Δημοκρατία που υπηρετούσαν. Κάθε πολίτης σε ένα κράτος δικαίου πρέπει να κοιμάται ήσυχος ότι η υπόθεσή του θα διερευνηθεί από την Αστυνομία δίκαια και αμερόληπτα και ότι οι θεσμοί της Δημοκρατίας θα λειτουργήσουν- όχι για να τον πλήξουν- αλλά για να λάμψει η αλήθεια και να υπερισχύσει το δίκαιο».

Εκτίθεται η Αστυνομία

Με βάση τα πιο πάνω, άκρως εκτεθειμένη παραμένει και η Αστυνομία, αφού στην ουσία, πέραν των σοβαρών παραλείψεων που τις καταλογίζονται, υποδεικνύεται εν ολίγοις, «μαγείρεμα» υπόθεσης και επηρεασμό της αστυνομικής έρευνας, η οποία δεν ήταν αμερόληπτη.

Ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει, είναι πως παρά το γεγονός πως εντοπίστηκαν ποινικά αδικήματα σε βάρος αστυνομικών, δεν τους ασκήθηκαν ποινικές διώξεις, ενώ άγνωστο αν τα δύο μέλη, διερευνήθηκαν και πειθαρχικά.

Σημειώνεται, πως ο ένας αστυνομικός έχει αφυπηρετήσει πριν από περίπου ένα χρόνο από το Σώμα, σε αντίθεση με τον άλλο.

Ωστόσο, άγνωστο εάν η απόφαση θα φέρει εξελίξεις και θα διαταχθούν έρευνες, όπως σε άλλες περιπτώσεις, ή αν θα είναι άλλη μια απόφαση που θα παραμείνει στα συρτάρια.

Πάντως, η νέα υπουργός Δικαιοσύνης, αλλά και η Κυβέρνηση, καλούνται να βρουν τρόπους με τους οποίους θα αξιολογούν και θα λαμβάνουν υπόψη τις αποφάσεις των Δικαστηρίων, όπως ζητούν να πράττουν και οι πολίτες.

Δειτε Επισης

Έλεγαν έκαναν έρευνες αλλά ήταν νεκρή στην ίδια της την πολυκατοικία-Εκτεθειμένο το ΤΑΕ Λεμεσού, σωρεία ερωτημάτων
Αλλαγές στη συνεργασία EUROPOL με ιδιώτες και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων
Έργα κατά τις προσεχείς ημέρες, τα οποία θα επηρεάσουν την τροχαία κίνηση
Σοβαρός τραυματισμός 84χρονου-Συγκρούστηκε με όχημα, εγκατέλειψε τη σκηνή ο δεύτερος οδηγός
Διεύρυνση περιπτώσεων μεταφοράς κατάδικου σε άλλη χώρα για να εκτίσει ποινή
Πληρώνονται υπερωρίες μέχρι και τον Αύγουστο 2024 οι Αστυνομικοί ύψους €2,8 εκ.
Νεκρή στην πολυκατοικία όπου διέμενε εντοπίστηκε η 59χρονη που είχε δηλωθεί ελλείπουσα στη Λεμεσό
Χάθηκαν τα ίχνη της 13χρονης Κωνσταντίνας από την οικία της στη Λευκωσία (pic)
Στη Νομική Υπηρεσία ο φάκελος για τον ανήλικο που έστελνε email για βόμβες στα αεροδρόμια της Ελλάδας
Κολλημένες στην Εισαγγελία εννέα υποθέσεις για το σκάνδαλο Αββακούμ, σε εξέλιξη άλλες έξι