Στα σκαριά ο σιγαστήρας για τα μοτιφαρισμένα οχήματα που προκαλούν θόρυβο
Πέτρος Πετρή 06:00 - 30 Μαρτίου 2023
Τους τρόπους με τους οποίους θα αντιμετωπιστούν και θα κατασχεθούν τα οχήματα που μετατρέπονται από τους ιδιοκτήτες τους, με απώτερο στόχο να κάνουν θόρυβο, επιχειρούν να βρουν στη Βουλή μέσα από μια πρόταση Νόμου, που εξετάζονται όλες οι δικλείδες ασφαλείας, ώστε να μειωθούν όσο περισσότερο γίνεται τα περιστατικά με οχήματα ή και μοτοσικλέτες που «μοτιφάρονται» και τρέχουν ανεξέλεγκτα στους δρόμους, θέτοντας σε κίνδυνο ανυποψίαστους πολίτες.
Πιο συγκεκριμένα, μετά από πρόταση Νόμου των βουλευτών, Ηλία Μυριάνθους και Κωστή Ευσταθίου, δίνεται συνέχεια στη συζήτηση ενώπιον της Eπιτροπής Μεταφορών, ώστε να ρυθμιστούν οι διαδικασίες μετακίνησης των οχημάτων, τα οποία έχουν υποστεί μη επιτρεπόμενες μετατροπές και προκαλούν οχληρία. Μάλιστα, απώτερος στόχος, είναι τα συγκεκριμένα οχήματα που προκαλούν άσκοπη φασαρία στους δρόμους κατά τη διακίνησή τους, να εντοπίζονται άμεσα και να επαναφέρονται στην εργοστασιακή τους κατάσταση.
Η πρόταση Νόμου, εφόσον ψηφιστεί στη συνέχεια, θα γίνεται σε συνεργασία πάντοτε με την Αστυνομία, όπου τα συγκεκριμένα οχήματα θα ελέγχονται και εάν εντοπίζεται μετατροπή, τότε θα ακινητοποιούνται μέχρις ότου επανέλθουν στην εργοστασιακή τους κατάσταση. Διαφορετικά, σύμφωνα με τις προτάσεις που υπάρχουν στο τραπέζι, αυτά θα κατάσχονται και είτε θα επαναφέρονται στην αρχική τους κατάσταση με έξοδα του ιδιοκτήτη ή θα πωλούνται ως εγκαταλειφθείσα περιουσία.
Τον έντονο προβληματισμό του για την κατάσταση που επικρατεί, εξέφρασε ο Βουλευτής, Κωστής Ευσταθίου, μιλώντας στον REPORTER, o οποίος ανέφερε πως, «ο κάθε ανεγκέφαλος πλέον, μετατρέπει με ειδικά εξαρτήματα το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα του με απώτερο στόχο να παράγει ένα ήχο αποκρουστικό και να ενοχλεί τους γύρω του καθημερινώς, είτε είναι μέρα, είτε νύχτα».
Η πρόταση Νόμου που βρίσκεται στο τραπέζι εξήγησε ο κ. Ευσταθίου, «αναφέρει ότι η μοτοσικλέτα ή το αυτοκίνητο το οποίο μετά από πληροφορία ή έλεγχο ή διαπίστωση, έχει μετατραπεί και παράγει δυνατό θόρυβο, τότε ο κάτοχος του οχήματος, οφείλει να το επαναφέρει στην πρότερα του κατάσταση. Εάν δεν το επαναφέρει το όχημα ο ιδιοκτήτης, με μια ειδοποίηση που θα του σταλεί από την Αστυνομία ή το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, τότε αυτό θα κατάσχεται και θα διαπράττει και αδίκημα».
Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο σε αυτού τους είδους τις υποθέσεις, όπως υπέδειξε ο κ. Ευσαταθίου, «είναι ότι θα πρέπει η μοτοσικλέτα την ώρα που κινείται, θα καλείται να τη σταματήσει ο αστυνομικός. Αποτέλεσμα, είναι ότι ο αστυνομικός που θα επιχειρήσει να ανακόψει τέτοιου είδους μηχανοκίνητα οχήματα, είναι να τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ίδιου αλλά και του οδηγού, αφού συνήθως τρέχουν με ιλιγγιώδης ταχύτητα οι οδηγοί αυτών των οχημάτων. Προκειμένου να αποφευχθούν αυτά τα φαινόμενα, όταν υπάρχουν πληροφορίες για κάποια οχήματα ότι έχουν μετατραπεί, θα λαμβάνουν την ειδοποίησή τους γραπτώς και σε δεκαπέντε μέρες θα πρέπει να το παρουσιάσουν για έλεγχο. Εάν δεν παρουσιαστεί για έλεγχο ο παράνομος, τότε το όχημα θα κατάσχεται».
Εάν υπάρχει συνεργασία από τα αρμόδια τμήματα και τους εκπροσώπους, ο κ. Ευσταθίου είπε ότι στις αρχές υπήρχαν ενστάσεις και διαφορές, αλλά με την πάροδο του χρόνου και τη συνεργασία όλων των αρμοδίων, βελτιώθηκε η πρόταση Νόμου, η οποία ακόμη επεξεργάζεται.
«Από τη στιγμή που θα διαπιστώνεται ότι οποιοδήποτε όχημα έχει μετατραπεί, θα καλείται ο κάθε ιδιοκτήτης, να το επαναφέρει στην εργοστασιακή του κατάσταση και δεν είναι μόνο ζήτημα θορύβου, αλλά είναι και θέμα ασφαλείας. Πολλά θανατηφόρα γίνονται δυστυχώς, επειδή αυτά τα αυτοκίνητα έχουν μετατραπεί και όσο παραπάνω τρέχουν ακούγεται περισσότερο ο θόρυβος και έτσι αρέσει αυτό στους νέους. Ωστόσο, θόρυβος σημαίνει ταχύτητα, αλλά ταχύτητα σημαίνει και κίνδυνος-θάνατος».
Πάντως, σύμφωνα με την πρόταση Νόμου, οποιοδήποτε πρόσωπο οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα κατά παράβαση των διατάξεων ή ό ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος του μηχανοκίνητου οχήματος είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 6,000 ευρώ.