Το... σκετσάκι που θα δούμε σε επανάληψη το βράδυ της Κυριακής
06:47 - 04 Φεβρουαρίου 2023
Παραδοσιακά, ειδικά την τελευταία εικοσαετία, κάθε βραδιά εκλογών έχει το δικό της μοναδικό ενδιαφέρον. Κάθε φορά, το διαφορετικό διακύβευμα, δημιουργούσε βραδιές θρίλερ και κρατούσε το ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Το 2003 το ερώτημα που απαντήθηκε ήταν εάν θα είχαμε εκλογές ενός γύρου, που τελικά είχαμε, ενώ το 2008 μας επιφύλασσε μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές, με τον Τάσσο Παπαδόπουλο να μην περνά στον δεύτερο γύρο και τις δημοσκοπήσεις να διαψεύδονται. Το 2013, υπήρχε αγωνία για το ποιοι δύο θα περνούσαν στον δεύτερο γύρο, αφού ο Γιώργος Λιλλήκας, έχασε το εισιτήριο για περίπου οκτώ χιλιάδες ψήφους, ενώ το 2018 και πάλι προεκλογικά το ενδιαφέρον ήταν ποιοι δύο εκ των Αναστασιάδη, Μαλά και Παπαδόπουλου θα περνούσαν στον δεύτερο γύρο.
Κάθε φορά δηλαδή και μια διαφορετική ιστορία. Κάθε φορά όμως και η ίδια συζήτηση το βράδυ των εκλογών στα διάφορα τηλεοπτικά πάνελ. Αυτή η συζήτηση ήταν πάντα για το ύψος της αποχής. Σε κάθε μια από τις εκλογικές αναμετρήσεις, η αποχή μεγάλωνε και όλο και περισσότερο αυξάνονταν και το μελόδραμα των διάφορων εκπροσώπων των κομμάτων που δεσμεύονταν ότι από την επομένη των εκλογών, θα έπρεπε να εργαστούν όλοι μαζί μεθοδικά, έτσι ώστε να μειωθούν τα ποσοστά της αποχής.
Αυτό ωστόσο δεν συνέβη ποτέ. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία του πίνακα που ακολουθεί, όπου ουσιαστικά περιγράφεται το τεράστιο πρόβλημα και η τάση των πολιτών να γυρίζουν την πλάτη και να περιφρονούν την κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας στη χώρα. Συγκεκριμένα από το 4,58% του 1983, φτάσαμε στο 9,45% του 2003, ενώ από τότε αυξάνεται δραματικά. Συγκεκριμένα στις Προεδρικές Εκλογές ξεπέρασε για πρώτη φορά το ψυχολογικό φράγμα του 10%, το 2013, έφτασε το 16% ενώ στις Προεδρικές Εκλογές του 2018, εκτοξεύθηκε στο 28,12%. Σε πραγματικούς αριθμούς αυτό το 28,12% μεταφράζεται σε αποχή 155 χιλιάδων πολιτών από τις εκλογές, με εγγεγραμμένους ψηφοφόρους 550 χιλιάδες.
Σημειώνεται ότι στις βουλευτικές του 2016 που προηγήθηκαν των Προεδρικών Εκλογών, η αποχή άγγιξε το 33,2%. Σε αντιστοιχία στις πιο πρόσφατες Προεδρικές του 2021 η αποχή έφτασε στο 34,2%. Συνεπώς από κανένα στοιχεία δεν προκύπτει ότι η αποχή θα είναι μικρότερη από το 28% του 2021, με τις εκτιμήσεις να σημειώνουν ότι αυτή θα κινηθεί σε ποσοστά κοντά στο 30%. Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί πως στις δημοσκοπήσεις που έγιναν όλο το προηγούμενο διάστημα, διαφάνηκε μια τάση μεγαλύτερης συμμετοχής στις Προεδρικές, ωστόσο αυτό δεν λέει απολύτως τίποτα, επί της ουσίας, διότι η συμμετοχή ή μη των πολιτών, την Κυριακή θα καθοριστεί και από άλλους εξωγενείς παράγοντες.
Για το ποιος ευνοείται ή όχι από το μέγεθος της αποχής υπάρχουν διάφορες απόψεις. Χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά σε ονόματα, είναι ξεκάθαρο πως η μεγαλύτερη εποχή ευνοεί τους υποψηφίους που διαθέτουν πιο σκληρή ψήφο. Από την άλλη υποψήφιοι με αποδεδειγμένα πιο χαλαρή ψήφο, οι οποίοι, όπως φάνηκε και μέσα από τις δημοσκοπήσεις προσέλκυσαν μια μάζα ψηφοφόρων, που είτε απείχε, είτε δεν διατηρούσε στενούς δεσμούς με κάποιον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, και που συνεπώς, ίσως τελικά προτιμήσει και πάλι την αποχή, για διάφορους λόγους.
Το θέμα της αποχής αγγίχθηκε επιδερμικά από κάποιους υποψήφιους, κυρίως από τους ανεξάρτητους που είδαν τη συγκεκριμένη δεξαμενή ψηφοφόρων, ως εν δυνάμει υποψήφια για να τους στηρίξει, ωστόσο κανένα ουσιαστικό βήμα δεν έγινε για να εμπνευστή και να κερδηθεί η συγκεκριμένη μάχη. Αντίθετα, αναμένεται ότι το φαινόμενο του 2018 θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο και σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει και το αποτέλεσμα των εκλογών, ειδικά σε ότι αφορά το ποιοι δύο θα περάσουν στον δεύτερο γύρο, ενώ η εκτίμηση που υπάρχει είναι πως θα λειτουργήσει αρκετά εις βάρος των ανεξάρτητων υποψηφίων που δεν στηρίζονται από κόμματα, αφού όπως είναι γνωστό, λίγο ή πολύ οι κομματικοί μηχανισμοί θα κάνουν για ακόμα μια φορά τη δουλειά τους και θα ενεργοποιήσουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους.
Στη συζήτηση που γίνεται για την αποχή και που συχνά αποφεύγεται να ειπωθεί από εκπροσώπους των κομμάτων, είναι ότι αυτή υπολογίζεται στη βάση των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Με απλά λόγια, για παράδειγμα στις επικείμενες Προεδρικές Εκλογές, οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι ανέρχονται σε είναι 561 χιλιάδες ψηφοφόροι. Ωστόσο εκτός εκλογικού καταλόγου βρίσκονται άλλοι 172 χιλιάδες πολίτες που για διαφορετικούς λόγους, είτε εκ προθέσεως, είτε γιατί ζουν ή εργάζονται στο εξωτερικό και δεν θέλησαν να εκδώσουν εκλογικό βιβλιάριο δεν το έπραξαν. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς, ότι, είτε οι υποψήφιοι, είτε τα κόμματα, εκπροσωπούν και ψηφίζονται από ένα πολύ μικρότερο ποσοστό πολιτών, από αυτό που αναφέρεται στα τελικά αποτελέσματα εκάστης εκλογικής διαδικασίας. Το 23,2% δηλαδή των πολιτών, έχουν δικαίωμα ψήφου αλλά δεν είναι εγγεγραμμένοι.
Κάτι που σημαίνει για παράδειγμα ότι, αν αύριο ο πρώτος του πρώτου γύρου των Προεδρικών Εκλογών, εξασφαλίσει 100 χιλιάδες ψήφους, τότε ουσιαστικά θα λάβει ένα ποσοστό της τάξης του 17,8%, με δεδομένο ότι θα ψηφίσουν όλοι οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι. Εάν υπολογίσει κανείς και την αποχή που μπορεί να φτάσει τους 150 χιλιάδες ψηφοφόρους, τότε το ποσοστό του διογκώνεται στο 24,3%. Το πραγματικό ποσοστό όμως του υποψηφίου, στη βάση όλων των Κυπρίων πολιτών άνω των 18 ετών, είναι μόλις 13%. Άρα το 13% μετατρέπεται σε ένα 24%.
Συνεπώς, ειδικά τα παραδοσιακά κόμματα που έχουν σταθερή και αμετακίνητη βάση ψηφοφόρων, ξεκινούν πάντα, έχοντας κατά νου ότι, ακόμα και αν υπάρχει μεγάλη αποχή, τα ίδια ωφελούνται, αφού έχουν εξασφαλισμένα ποσοστά, τα οποία πιο πιθανόν είναι να αυξηθούν, παρά να μειωθούν λόγω της αποχής. Το βράδυ των εκλογών όμως, και πάλι θα δούμε σε επανάληψη τις γνωστές δηλώσεις και τις γνωστές δεσμεύσεις ότι, «από αύριο θα πρέπει να εργαστούμε όλοι μαζί για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο της αποχής, να ανατρέψουμε την αρνητική εικόνα που εκπέμπουν οι πολιτικοί και να επαναφέρουμε το απολεσθέν κύρος της πολιτικής».