Η ιστορία του λεμεσιανού καρναβαλιού-Η έλευση στη Φραγκοκρατία και η εξέλιξη του
Γιώργος Χατζηπαναγή 06:20 - 26 Φεβρουαρίου 2023
Σε ρυθμούς καρναβαλιού ζει η Κύπρος, με την Λεμεσό να έχει σήμερα την τιμητική της, αφού το ξακουστό καρναβάλι της πόλης μετά από δύο χρόνια επιστρέφει και άπαντες στην πόλη γιορτάζουν, όπως έκαναν πριν την πανδημία του κορωνοϊού.
Χιλιάδες πολίτες θα μαζευτούν το πρωί στο παραλιακό μέτωπο της πόλης για να συμμετάσχουν στο καρναβάλι, με στόχο να κλέψουν τις εντυπώσεις με τις φετινές τους εμφανίσεις. Χιλιάδες θα είναι και οι πολίτες που αναμένεται να μεταβούν στη Λεμεσό για να παρακολουθήσουν την φαντασμαγορική παρέλαση, ενώ το παρόν τους θα δώσουν, όπως πάντα και αξιωματούχοι του κράτους.
Το Καρναβάλι στην Κύπρο, έχει τις ρίζες του στον Μεσαίωνα, όταν εκείνη την περίοδο βρίσκονταν στο νησί πολλοί Φράγκοι-Γάλλοι και Βενετοί-Ιταλοί, οι οποίοι επίσης γιόρταζαν το καρναβάλι και έφερναν από την πατρίδα τους διάφορα έθιμα του Καρναβαλιού και της Αποκριάς.
Τα πρώτα χρόνια
Την περίοδο της Φραγκοκρατίας, μεταξύ 12ου και 14ου αιώνα, κατά την οποία δεν σώζονται πολλές πληροφορίες, τα έθιμα της Απόκρεου ήταν οι κονταρομαχίες, ενώ αργότερα, στην περίοδο της Ενετοκρατίας, σύμφωνα με τον Γερμανό περιηγητή Κριστόφορι Φύρερ, οι ευγενείς της Κύπρου επιδίδονταν σε διασκεδάσεις και ειδικότερα στο κυνήγι.
Ορισμένες μέρες του χρόνου, κυρίως τις μέρες του Καρναβαλιού, οργάνωναν λαμπρές γιορτές με παιγνίδια και χορούς καθώς και λαμπρά πλουσιοπάροχα γεύματα.
Ακολούθως, επί των Οθομανών, παρότι δεν εορτάζονταν οι Αποκριές εντούτοις τρεις εβδομάδες πριν από την έναρξη της Σαρακοστής ξεκινούσε το Τριώδιο που περιλάμβανε, την Εβδομάδα της Αγάπης, κατά την διάρκεια της οποίας «μέρωνναν ούλλοι», γίνονταν τα διάφορα προξενιά, τα «χαρτώματα» και ακολουθούσε ξέφρενο γλέντι.
Μετά ήταν η Εβδομάδα της Κρεατινής ή της Αποκριάς, όπου καταναλώνονταν μεγάλες ποσότητες κρέατος. Η διασκέδαση και το γλέντι ξεκινούσε την Πέμπτη, που ονομαζόταν από τότε Τσικνοπέμπτη, κατά την οποία οι οικογένειες μαζεύονταν σε σπίτια και έψηναν λουκάνικα, ξεροτήανα, δάχτυλα και πουρέκκια. Για να γιορτάσουν απάγγελλαν τσιατισστά, ενώ οι πιο τολμηροί ντύνονταν μάσκες.
Πέραν της Τσικνοπέμπτης όμως, οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν γενικότερα και έβγαιναν στους δρόμους ή πήγαιναν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια, όπου πραγματοποιείτο το πολύ δημοφιλές παιχνίδι της απόκρυψης και αποκάλυψης, στο τέλος του οποίου έπρεπε όλοι να αφαιρέσουν τις μάσκες τους.
Τις περισσότερες φορές, σύμφωνα με την ιστορία, οι άνδρες ντύνονταν γυναίκες και το αντίστροφο, ενώ για να αποκρύψουν το πρόσωπό τους, χρησιμοποιούσαν κάρβουνο ή μαντίλα ή ακόμα και προβιά.
Την τρίτη και τελευταία εβδομάδα της Τυρινής, «σηκώνονταν» τα τρόφιμα που απαγορεύονταν στις νηστείες, εξου και η έκφραση «Σήκωση». Αποκορύφωμα της εβδομάδας η Κυριακή, όταν ο κόσμος καλούσε άλλους ανθρώπους στο σπίτι του για φαγητό, ακόμα και αγνώστους, αφού υπήρχε η αντίληψη ότι κανείς δεν έπρεπε να μένει νηστικός την συγκεκριμένη ημέρα.
Ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε τον λόγο πριν το φαγητό και έλεγε πάντα «καλωσορίσατε! Καλήν Σήκωσην τζαι Καλόν Πάσκαν να φτάσουμεν»
Οι προσκεκλημένοι ανταπαντούσαν, «στο σπίτι που καθούμαστεν πέτρα να μεν ραΐσει τζ’ ο νοικοτζύρης του σπιθκιού σίλια χρόνια να ζήσει».
Οι πελλόμασκες και η Αγγλοκρατία
Με την πάροδο του χρόνου οι μεταμφιέσεις εξελίσσονταν και βελτιώνονταν, μέχρι που κατά την ίδια περίοδο, στη Λεμεσό εμφανίστηκε το έθιμο των πελλόμασκων. Ιδιαίτερη αναφορά στις «πελλόμασκες» έκανε ο εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης, ο οποίος σε ποίημα του είχε πει:
«Ντυννούμαστον, γιατί που λες, με ντύματα πατσάλια,
Κότσινα, μαύρα βένετα, τζίτρινα παρτάλια.
Βάλλουμεν ούλλα τους πελλούς σιλια μασκαραλλίκκια,
Ρούχα, πετσιά, σπλίγκες, κουμπιά, καδένες, δακτυλίδκια.
Κάμνουμεν τούτον το κορμίν με σίλιες πατσαλάδες,
Λοιπόν, εν πάντα Σήκωσες τζ’ είμαστον μασκαράδες».
Επίσης, ένας από τους ανθρώπους «σημαίες» του λεμεσιανού καρναβαλιού, ο Γιώργος Ταλιαδώρος Τέμπλαρ, μιλώντας για τις πελλόμασκες είχε πει κάποτε ότι, «μικρό παιδί, θυμούμαι ιδίως την πρώτη και δεύτερη Κυριακή των Καρναβαλιών, ο
μακαρίτης ο πατέρας μου, ετοίμαζε τις μποτίλιες και τα ποτήρια του κρασιού και τα πορτοκάλια και επερίμενε, όπως όλοι σχεδόν οι οικοδεπότες Λεμεσιανοί να μας έρθουν οι μάσκες. Και πράγματι ήρχοντο και μας επισκέπτοντο οι μάσκες σεμνά, έπαιρναν τα πατροπαράδοτα, κρασί και πορτοκάλια και έφευγαν».
Όταν η Κύπρος πέρασε από τα χέρια των Οθομανών σε αυτά των Βρετανών, τα Καρναβάλια εξελίχθηκαν αρκετά και οι εορτασμοί εκσυγχρονίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής.
Το1898, σχηματίστηκε η πρώτη επιτροπή αξιολόγησης, η οποία αποφάσισε να βραβεύσει την καλύτερη αμφίεση, προσφέροντάς της το ποσό των 20 χρυσών φράγκων, δίνοντας με αυτό τον τρόπο κίνητρο στους διαγωνιζόμενους.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Αλήθεια», ημερομηνίας 18 Φεβρουαρίου 1898, «το επί των μεταμφιεσμένων κομιτάτο βράβευσε τον κύριο Γιάγκο Λανίτη παραστήσαντα επιτυχέστατα το Διογένη με το φανάρι του». Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αυξήθηκαν οι μεταμφιέσεις στην πόλη, αλλά και η αισθητική τους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα το 1905, διεξήχθη ένας από τους πρώτους αποκριάτικους χορούς στη Λεμεσό, τον οποίο τα μέλη του Σωματείου Αθήναιον, «έδωκαν στη λαμπρή αίθουσα του Σωματείου τους τη νύκτα του Σαββάτου, εστέφθη με μοναδική επιτυχία, ενώ το κέφι και η ευθυμία διήρκεσαν μέχρι το πρωί. Ορισμένες δε των κυριών και των κυρίων προσήλθαν εις τον χορό με φορέματα αποκριάτικα», όπως αναφέρει η ίδια εφημερίδα.
Η πρώτη εμφάνιση των παρελάσεων, ο βασιλιάς και οι κανταδόροι
Περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα άρχισαν να διεξάγονται οι πρώτες παρελάσεις των Καρναβαλιών, οι οποίες χρόνο με το χρόνο μετατρέπονταν σε ατέλειωτες πομπές. Από το 1936, εμφανίστηκε και το άρμα του βασιλιά Καρνάβαλου, που ισχύει μέχρι και σήμερα.
Το πρώτο άρμα ανέλαβαν να δημιουργήσουν και να στολίσουν οι επαγγελματίες καλλιτέχνες Γιώργος Φασουλιώτης και Βίκτωρας Ιωαννίδης
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Παρατηρητής», «υπολογίζεται ότι προσήλθαν εκ των άλλων πόλεων πέραν των 700 ατόμων, οι οποίοι θ’άφηκαν εις την Λεμεσόν ποσόν 1500 λιρών».
Τη δεκαετία του 1940 την εμφάνισή τους έκαναν οι καντάδες, εμπνευσμένες από τραγούδια με ιταλικό ήχο, τα οποία συνοδεύονταν από μαντολίνα και κιθάρες. Το έθιμο των κανταδόρων είχε φθάσει από τα Επτάνησα και την Αθήνα.
Σημειώνεται πως οι κανταδόροι στην αρχή ήταν αυθόρμητες ομάδες ρομαντικών τραγουδιστών που τους άρεσε να τραγουδούν στις ταβέρνες και στους δρόμους της μικρής τότε Λεμεσού. Με τον καιρό όμως εντάχθηκαν επίσημα στις εκδηλώσεις του Καρναβαλιού.
Οι κανταδόροι οργανώνονταν στα κουρεία με τους πιο γνωστούς να είναι οι Κάσιη και φυσικά οι Γιωργαλλέτοι. Ο Γιώργος Γιωργαλλέτος σε δηλώσεις του είχε αναφέρει ότι «εγώ, όταν άνοιξα το κουρείο το 1937, ήμουν δεκαέξι χρονών. Τότε άρχισαν να έρκουνται πολλοί μες στο μαγαζίν μου για να μαθθαίννουν μαντολίνο και κιθάρα».
Το 1947 η παρέα του Γιωργαλλέττου ονομάστηκε «Κανταδόροι Γιωργαλλέτου» και υφίσταται μέχρι και σήμερα. Όπως και για τις αμφιέσεις, έτσι και για τους κανταδόρους, θεσμοθετήθηκαν βραβεία, με αποτέλεσμα να ανέβει το επίπεδο του μουσικού επιπέδου.
Το 1960, οι κανταδόροι Φανάρη φόρεσαν για πρώτη φορά την κάπα ως στολή και από τότε πολλές άλλες ομάδες κανταδόρων υιοθέτησαν την κάπα.
Παιδική παρέλαση και μαζορέτες οι τελευταίες πινελιές
Οι πιο πρόσφατες προσθήκες στο εντυπωσιακό καρναβάλι της Λεμεσού ήταν η παιδική παρέλαση και κάποια χρόνια αργότερα η δημιουργία των μαζορετών που εμπλούτισαν με χρώμα και περισσότερο ρυθμό την εκδήλωση.
Η παιδική παρέλαση ξεκίνησε το 1953 στον δημοτικό κήπο της πόλης και σε αυτήν συμμετείχαν διακόσια παιδιά, ενώ επικεφαλής της ήταν ο βασιλιάς καρνάβαλος στο άλογό του.
Από την άλλη, οι μαζορέτες πρωτοεμφανίστηκαν στην παιδική παρέλαση του 1969 και τέσσερα χρόνια αργότερα μπήκαν και στην παρέλαση των ενηλίκων, που διεξαγόταν όπως και σήμερα, μία εβδομάδα αργότερα. Σημειώνεται ότι οι πρώτες μαζορέτες χόρεψαν σε ρυθμούς... γερμανικού εμβατηρίου. Τελικά αναπόσπαστο κομμάτι της παρέλαση το 1980.
*με πληροφορίες και φωτογραφίες από τον δήμο Λεμεσού