Το φανάρι έφερε την καταδίκη του πρωτόδικα, το φανάρι τον αθώωσε στο Ανώτατο
06:12 - 20 Φεβρουαρίου 2023

Έχοντας ως μοναδική μαρτυρία ένα φανάρι, στο οποίο εντοπίστηκε γενετικό υλικό, οδηγήθηκε ενώπιον Δικαστηρίου ο υπό αριθμόν ένας ύποπτος για την Αστυνομία για υπόθεση ληστείας και επίθεσης, με την Κατηγορούσα Αρχή να πετυχαίνει την καταδίκη του, αφού η βασική μάρτυρας κατηγορίας κρίθηκε αξιόπιστη, ωστόσο το Ανώτατο ανέτρεψε την καταδίκη του και τον αθώωσε, υποδεικνύοντας πως δεν υπήρχε ασφαλές εύρημα ότι το τεκμήριο μεταφέρθηκε στη σκηνή από το δράστη, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση, στις 14 Ιανουαρίου 2022, γύρω στις έξι και τριάντα το πρωί, η παραπονούμενη, η οποία εργάζεται σε εστιατόριο στην Πάφο, περπατούσε στο πεζοδρόμιο μπροστά από το εστιατόριο, κρατώντας στο ένα της χέρι σκεύος με κρέμα και δύο τσάντες και στο άλλο τα κλειδιά της. Ενόσω βρισκόταν στην πόρτα για να εισέλθει εντός του εστιατορίου, αντιλήφθηκε ένα αυτοκίνητο να σταματά πίσω της. Ενώ επιχειρούσε να ανοίξει την πόρτα του εστιατορίου, άγνωστος άνδρας της επιτέθηκε, τραβώντας την τσάντα της, με αποτέλεσμα η ίδια να πέσει στο έδαφος.
Ακολούθως, ο άγνωστος άντρας, αφού άρπαξε την τσάντα, τράπηκε σε φυγή. Όταν η ίδια σηκώθηκε, άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Από διαμέρισμα που βρίσκεται πάνω από το εστιατόριο, προσέτρεξε ένοικος, ο οποίος εντόπισε στο έδαφος, σε σημείο έξω από την πόρτα του εστιατορίου πάνω στο πεζοδρόμιο, ένα μαύρο μικρό φανάρι, στο οποίο εντοπίστηκε γενετικό υλικό του κατηγορούμενου.
Η τσάντα της παραπονούμενης περιείχε €5.000, την ταυτότητα και το διαβατήριό της, καθώς και τραπεζική κάρτα. Η παραπονούμενη, ως αποτέλεσμα της επίθεσης που δέχτηκε, τραυματίστηκε σε διάφορα σημεία του σώματός της.
Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου, (σ.σ εκπροσωπήθηκε από Κ. Σιαηλής για Σιαλής & Σιαηλή ΔΕΠΕ) αμφισβήτησε ότι ο δράστης της ληστείας ήταν ο καταδικασθείς, καθώς και τον τρόπο που το γενετικό του υλικό θα μπορούσε να είχε εναποτεθεί σε αυτό, όπως και ότι το φανάρι ήταν στην κατοχή του δράστη και του έπεσε κατά τη διάπραξη των αδικημάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη την παραπονούμενη και αποδέχτηκε τη μαρτυρία της ότι, πριν ανοίξει την πόρτα για να εισέλθει στο εστιατόριο, δεν είχε προσέξει κάποιο αντικείμενο στο έδαφος. Στη βάση ότι το φανάρι εντοπίστηκε στο πεζοδρόμιο, σε σημείο μπροστά από την πόρτα εισόδου του εστιατορίου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτό είχε μεταφερθεί στη σκηνή από το δράστη κατά το χρόνο που διαπράχθηκε η ληστεία. Στη βάση δε της επιστημονικής μαρτυρίας, αναφορικά με την παρουσία του γενετικού υλικού, κατέληξε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο κάτοχος και ο χρήστης του φαναριού, το οποίο εντοπίστηκε στη σκηνή όπου διαπράχθηκε η ληστεία και η επίθεση. Έκρινε, επίσης, ότι το φανάρι αποτελεί ένα προσωπικό αντικείμενο που μεταφέρθηκε στη σκηνή από τον δράστη.
Στη βάση αυτών των στοιχείων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε περιθώριο αμφιβολίας ότι ο δράστης της επίθεσης και της ληστείας ήταν ο κατηγορούμενος, με την υπεράσπιση να προσφεύγει στο Ανώτατο.
Ήταν η θέση της υπεράσπισης, πως ενώ το Δικαστήριο ορθά έκρινε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως ειλικρινή, «παρέλειψε να δώσει τη δέουσα σημασία στις ξεκάθαρες αναφορές της, ότι δεν πρόσεξε καλά τον χώρο έξω από το εστιατόριο και προέβη στο ακροσφαλές εύρημα πως το φανάρι μεταφέρθηκε στη σκηνή από το δράστη». Ταυτόχρονα υπέδειξε πως η παραπονούμενη είχε αναφέρει ότι, εάν υπήρχε στο χώρο το φανάρι θα το έβλεπε, ενώ παράλληλα είχε δηλώσει ότι είχε στα χέρια της το σκεύος με την κρέμα και τις τσάντες και η προσοχή της ήταν στραμμένη στο να ανοίξει την πόρτα.
Σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Ανώτατο, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, έκρινε πως η παραπονούμενη κρίθηκε αξιόπιστη και ειλικρινή, ωστόσο δεν εστίασε την προσοχή του στο περαιτέρω ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή από την ειλικρινή μαρτυρία της προέκυπτε μετά βεβαιότητας ότι το φανάρι δεν ήταν εκεί από προηγουμένως.
«Η κρίση του Δικαστηρίου βασίστηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι, εάν το φανάρι βρισκόταν εκεί, θα έπρεπε να το είχε δει», ανέφερε το Ανώτατο, παραπέμποντας στα όσα ειπώθηκαν κατά την αντεξέταση της, επί του προκειμένου κρίσιμου σημείου, που στην ουσία οδήγησε στην καταδίκη του κατηγορούμενου.
Ερώτηση: Συμφωνείς μαζί μου, ότι δεν διακρίνουμε, δεν βλέπουμε το ίδιο όπως που να ξημερώσει κανονικά;
Απάντηση: Εντάξει, σίγουρα.
Ερώτηση: Λοιπόν, πηγαίνοντας προς το εστιατόριο που δουλεύεις, αντιλαμβάνομαι ότι κρατώντας από το ένα σου χέρι ένα pyrex και από την άλλην δύο τσάντες;
Απάντηση: Όχι, ήταν όλα μαζί στο ίδιο χέρι, κρατούσα μόνο τα κλειδιά μου στο δεξί μου.
Ε. Άρα η προσοχή σου ήταν εστιασμένη στο να μην σου πέσει το pyrex και οι τσάντες σου, έτσι;
Α. Ναι, εντάξει.
Ε. Τζιαί στόχος σου ήταν η πόρτα, πήγες κατευθείαν στην πόρτα;
Α. Ναι.
Ε. Φαντάζομαι ότι δεν έκανες και κατόπτευση του τόπου, δηλαδή να γυρίσεις να δεις αν είχε κάτι στον δρόμο, αν έχει κάτι στο πεζοδρόμιο, εσύ πήγες όπως είσαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος κατευθείαν στην πόρτα.
Α. Ναι.
Ε. Εντάξει και ούτε έλεγξες με λεπτομέρεια αν υπήρχε τίποτε στα δεξιά σου ή στα αριστερά σου; Κατευθείαν στόχος ήταν η πόρτα.
Α. Ναι.
Ε. Συμφωνείς μαζί μου;
Α. Ναι.
Ε. Μάλιστα, άρα μπορεί και να υπήρχε οτιδήποτε και να μην το έχεις προσέξει;
Α. Κοίταξε, μάλλον μπορεί πιο πίσω από το μαγαζί, πιο πάνω, πιο κάτω, αλλά εγώ δεν είδα κάτι.
Ε. Αυτό το ότι δεν είδες κάτι, δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπήρχε, διότι ο στόχος σου πάλι ήταν η πόρτα και να μεταφέρεις και τα αντικείμενα που εκράτας, δεν πήγες για να κοιτάξεις τι έχει έξω από το μαγαζί.
Α. Όχι.
Ε. Μάλιστα, εγώ σου υποβάλλω ότι το συγκεκριμένο το φανάρι υπήρχε και όταν κατευθυνόσουν προς το μαγαζί, αλλά δεν το είδες.
Α. Θα μπορούσα να το δω κύριε Σιαηλή γιατί εκεί που υπέδειξε ο άνθρωπος ότι το βρήκε, πέρασα από εκεί, δεν μπορεί να μην το είδα, μπορεί να μην είδα αν είχε αυτοκίνητο πιο πάνω ή αν είχε οτιδήποτε πιο μακριά από εμένα, αλλά τη στιγμή εκεί που περνούσα, οπωσδήποτε αν είχε κάτι θα το έβλεπα.
Ε. Εκείνην την ώρα που πήγαινες, δεν έβλεπες εσύ την πόρτα και να μην προσέχεις και τα πράγματα να μην σου πέσουν; Η έννοια σου ήταν αν έχει κάτι κάτω;
Α. Όχι, απλώς περπατούσα και θα μπορούσα να δω αν είχε κάτι.
Ε. Μπορείς να αποκλείσεις την περίπτωση να μην είδες καθόλου κάτι;
Α. Δεν νομίζω να μην το είδα, να ήταν εκεί και να μην το είδα, ήταν καθαρός ο τόπος, δεν είχε κάτι πάνω στο πεζοδρόμιο που να μην το έβλεπα.
Ε. Έλεγξες το πεζοδρόμιο και είσαι σίγουρη ότι υπήρχε κάτι;
Α. Δεν έλεγξα, αλλά λέω ότι αν υπήρχε κάτι, θα το έβλεπα, αυτό είπα.
Ε. Επαναλαμβάνω, λέεις ότι αν υπήρχε κάτι, πιθανόν να το έβλεπες.
Α. Ναι.
Ε. Υπάρχει όμως και η περίπτωση να μην το έβλεπες;
Α. Τι να πω;
Ε. Εγώ σου υποβάλλω, ότι υπήρχε και περίπτωση να μην το έβλεπες όπως και δεν το είδες.
Α. Εγώ δεν νομίζω να μην το είδα, να ήταν εκεί και να μην το είδα.»
Όπως αναφέρει στην απόφαση του το Ανώτατο, από την αντεξέταση της παραπονούμενης προκύπτει ότι δεν υπήρξε θετική και σαφής μαρτυρία εκ μέρους της ότι το φανάρι δεν ήταν εκεί όταν αυτή πήγε να ανοίξει την πόρτα του εστιατορίου.
«Η θέση της βασίστηκε στην υπόθεση πως, εάν βρισκόταν εκεί, θα μπορούσε να το έβλεπε. Η παραπονούμενη κρίθηκε αξιόπιστη από το Δικαστήριο το οποίο, όμως, δεν φαίνεται να είχε προβληματιστεί ότι αυτή, εισερχόμενη στο εστιατόρια κρατούσε στο ένα χέρι το σκεύος με την κρέμα και δύο τσάντες και στο άλλο τα κλειδιά του εστιατορίου, με την προσοχή της στραμμένη στην πόρτα. Όσον αφορά δε στο φωτισμό, η ώρα ήταν 06.25, μήνας Ιανουάριος, και η παραπονούμενη συμφώνησε με τη θέση της υπεράσπισης ότι η ορατότητα δεν είναι η ίδια όπως όταν ξημερώσει κανονικά».
Με βάση το πιο πάνω, το Ανώτατο έκρινε πως η μαρτυρία της παραπονούμενης ότι δεν είδε το φανάρι πριν την επίθεση, δεν μπορεί να οδηγήσει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι αυτό δεν βρισκόταν εκεί από προηγουμένως. Ως εκ τούτου, και δεδομένου πως η μοναδική μαρτυρία που συνέδεσε τον κατηγορούμενο με την υπόθεση ήταν η ανεύρεση του φαναριού, στο οποίο εντοπίστηκε το γενετικό του υλικό, το Ανώτατο ανέτρεψε την καταδίκη και αθώωσε τον κατηγορούμενο.
«Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το φανάρι μεταφέρθηκε στη σκηνή από το δράστη κατά το χρόνο διάπραξης της ληστείας και της επίθεσης ήταν ακροσφαλές. Με δεδομένο ότι ο εφεσείων συνδέθηκε με την διάπραξη των αδικημάτων, λόγω της ύπαρξης του γενετικού του υλικού στο φανάρι, απαιτείτο ασφαλές εύρημα ότι το φανάρι μεταφέρθηκε στη σκηνή από το δράστη κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων. Εφόσον η μαρτυρία ως προς τούτο υστερούσε, οδηγούμαστε στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την σύνδεση του εφεσείοντα με τα διαπραχθέντα αδικήματα. Συνεπώς, η καταδίκη του πρέπει να ακυρωθεί».