Η προϊστορία της προσέλευσης, το σπάσιμο του δίπολου και το φετινό ερώτημα
06:40 - 11 Φεβρουαρίου 2023
Ένα μεγάλο ερώτημα αναφορικά με τον δεύτερο γύρο των Προεδρικών Εκλογών είναι πού θα κινηθεί το ποσοστό της αποχής. Στον πρώτο γύρο δεν προσήλθαν στις κάλπες 156,952 ψηφοφόροι, με αποτέλεσμα η αποχή να βρίσκεται στο 27,96%. Το ύψος της αποχής αναπόφευκτα επηρεάζει το μέγεθος της λαϊκής εντολής προς τον νέο Πρόεδρο, καθώς ανεβάζει το ποσοστό του πάνω από το 50%, χωρίς, όμως, σε πραγματικούς αριθμούς να τον επιλέγουν περισσότεροι από τους μισούς πολίτες. Γι’ αυτό και το ύψος της προσέλευσης στον δεύτερο γύρο αποκτά τη δική του σημασία.
Σε γενικές γραμμές, οι πολίτες που επιλέγουν ένα υποψήφιο στον πρώτο γύρο και αυτός περάσει στον δεύτερο, δεν αλλάζουν τη ψήφο τους υπέρ του αντιπάλου, με εξαίρεση στην περίπτωση της τακτικιστικής ψήφου, όπου θεωρητικά μπορεί να αναθεωρηθεί ο τακτικισμός. Τις περισσότερες φορές, όμως, ούτε αυτοί οι ψηφοφόροι αλλάζουν γνώμη και έτσι η συντριπτική πλειοψηφία διατηρεί την ίδια εκλογική συμπεριφορά. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, σε πραγματικούς αριθμούς, έλαβε στον πρώτο γύρο 127,309 ψήφους και ο Ανδρέας Μαυρογιάννης 117,551 και έτσι η διαφορά τους είναι 9,758 ψήφοι, που ανάγεται σε ποσοστό 2,45%. Στόχος τους είναι να προσελκύσουν όσους περισσότερους γίνεται από τους ψηφοφόρους που είτε ψήφισαν κάποιον άλλο, είτε επέλεξαν την οδό της αποχής. Κι αυτοί είναι τόσοι πολλοί, που η ψαλίδα μπορεί να αυξομειωθεί πολύ εύκολα.
Η προϊστορία δεν μπορεί να μας δώσει απόλυτη εικόνα για τον τρόπο που θα κινηθεί η αποχή, καθώς στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν και αυξήσεις και μειώσεις της αποχής μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου. Η κυρίαρχη τάση, ωστόσο, φαίνεται να είναι η χαμηλότερη αποχή στον δεύτερο γύρο, που φαίνεται να θεωρείται πιο σημαντικός για τους πολίτες, αφού εκεί είναι που κρίνεται τα τελευταία χρόνια η Προεδρία.
Στις προηγούμενες Προεδρικές Εκλογές, το 2018, η αποχή στον πρώτο γύρο ήταν 28,12% και στον δεύτερο γύρο μειώθηκε στο 26,03%. Αντιθέτως, το 2013, στον πρώτο γύρο ήταν 16,86%, ενώ στον δεύτερο αυξήθηκε σε 18,42%. Το ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτές τις δύο εκλογικές διαδικασίες, οι υποψήφιοι που βρέθηκαν στον δεύτερο γύρο ήταν οι ίδιοι, ο Νίκος Αναστασιάδης και ο Σταύρος Μαλάς, αλλά οι ψηφοφόροι αντέδρασαν με διαφορετικό τρόπο όταν βρέθηκαν ενώπιον του ίδιου διλήμματος και στη μια περίπτωση πήγαν λιγότεροι στις κάλπες και στην άλλη περισσότεροι.
Σε ό,τι αφορά προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες, το 2008, όταν αντιμέτωποι ήταν ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο Γιαννάκης Κασουλίδης, στον πρώτο γύρο η αποχή κινήθηκε στο 10,38% και στον δεύτερο γύρο μειώθηκε σε 9,16%.
Η τάση για ευρεία αποχή άρχισε, ουσιαστικά, περίπου τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ενώ προηγουμένως ήταν χαμηλότερη. Στις εκλογές του 2003, όταν εξελέγη ο Τάσσος Παπαδόπουλος από τον πρώτο γύρο, ήταν 9,45% και μάλιστα την τότε εποχή δεν λειτουργούσαν εκλογικά κέντρα στο εξωτερικό και έπρεπε να μετακινηθούν στην Κύπρο φοιτητές και μόνιμοι κάτοικοι που ήταν εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, ώστε να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Ακόμη πιο χαμηλή ήταν η αποχή στις παλαιότερες εκλογικές διαδικασίες. Στις εκλογές του 1998, αντιμέτωποι στον δεύτερο γύρο ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης και ο Γιώργος Ιακώβου και πέτυχε την επανεκλογή του ο Γλαύκος Κληρίδης. Στον πρώτο γύρο, η αποχή ήταν 8,28% και στον δεύτερο γύρο μειώθηκε σε 5,88%. Στις προηγούμενες εκλογές που κυριάρχησε ο Γλαύκος Κληρίδης, το 1993, είχε απέναντι του στον δεύτερο γύρο τον Γιώργο Βασιλείου και η αποχή μειώθηκε από το 7,58% του πρώτου γύρου σε 6,73% στον δεύτερο. Το 1988, με τους ίδιους δύο μονομάχους, ήταν ο Γιώργος Βασιλείου που έκοψε πρώτος το νήμα και η προσέλευση ήταν σχεδόν πανομοιότυπη, με την αποχή να βρίσκεται στο 5,76% στον πρώτο γύρο και στο 5,70% στον δεύτερο.
Η διαφορά όλων αυτών των Προεδρικών με τις φετινές εκλογές είναι πως στο παρελθόν είχαμε ένα παραδοσιακό δίπολο μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και συνήθως καλούνταν να μετακινηθούν οι ψηφοφόροι των κομμάτων του Κέντρου, εάν δεν ήταν τοποθετημένοι από την αρχή σε υποψήφιο που βρισκόταν και στον δεύτερο γύρο. Αυτή την Κυριακή, ωστόσο, έχουμε δύο ανεξάρτητους υποψηφίους, εκ των οποίων ο ένας στηρίζεται από τα κόμματα του Κέντρου και ο άλλος από το ΑΚΕΛ, με τον ΔΗΣΥ να έχει γραμμή για ψήφο κατά συνείδηση. Αυτό σημαίνει πως ενδεχομένως δεν είναι τα ίδια ένστικτα που ενεργοποιούνται όπως και στο παρελθόν, όταν στην ουσία το δίλημμα ήταν πάντοτε μεταξύ ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ.
Μάλιστα, την εικόνα καθιστά ακόμη πιο θολή το γεγονός πως προβεβλημένα στελέχη του ΔΗΣΥ εκφράζουν στήριξη στον Ανδρέα Μαυρογιάννη, τον οποίο υποστηρίζει το ΑΚΕΛ, κάτι που σαφώς δεν έχει συμβεί ποτέ ξανά προηγουμένως και που δεν γνωρίζουμε πώς θα επηρεάσει τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Πάντως, χωρίς σαφή γραμμή από το κόμμα, και με έντονα συναισθήματα εναντίον και του ενός και του άλλου υποψηφίου, δεν αποκλείεται αρκετοί Συναγερμικοί να απέχουν από αυτές τις εκλογές. Με δεδομένο ότι ο κ. Νεοφύτου έλαβε στον πρώτο γύρο το 26,11%, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου προερχόταν από τη βάση του ΔΗΣΥ, αν η τάση για αποχή είναι πολύ ψηλή ανάμεσα στους ψηφοφόρους του κόμματος, δεν αποκλείεται να έχουμε φέτος ρεκόρ.