Ο αμετάβλητος πόλεμος στην Ουκρανία, το κυνήγι στη Γάζα και η αυξημένη συστημική αστάθεια
07:04 - 31 Δεκεμβρίου 2023
Την τελευταία διετία η αστάθεια που παρατηρείται στο διεθνές στερέωμα, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, έπειτα από επίθεση που δέχθηκαν από Παλαιστίνιους, δημιουργεί τριγμούς στο ισοζύγιο δυνάμεων ανά το παγκόσμιο. Τα δύο μεγάλα μέτωπα που είναι ανοιχτά, οδηγούν καθημερινά σε νέες εξελίξεις και σε μια νέα τάξη πραγμάτων, που αναπόφευκτα προκαλεί ανησυχία για το αύριο της γης και το μέλλον των επόμενων γενιών.
Με δεδομένο ότι η έλευση του 2022 και του 2023 έφεραν δύο σημαντικές πολεμικές διαμάχες, κανένας πολίτης δεν μπορεί να νιώθει την ασφάλεια και την σιγουριά ότι το νέο έτος δεν μας επιφυλάσσει κάτι ακόμα χειρότερο, ιδίως όταν ο ένας από τους πολέμους που μαίνονται είναι σε απόσταση αναπνοής από την Κύπρο και σε περίπτωση κλιμάκωσής του, με την εμπλοκή άλλων κρατών, είναι δεδομένο ότι θα μας επηρεάσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ο REPORTER, επικοινώνησε με τον επίκουρο καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μιχάλη Κοντό, ο οποίος ανέλυσε την την κατάσταση αστάθειας που επικρατεί, ως επίσης και τις επικείμενες εξελίξεις τόσο στον ρωσουκρανικό πόλεμο, όσο και στον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς. Παράλληλα, παρέθεσε την άποψή του για το μεγάλο ερώτημα που πλανάται πάνω από ολόκληρο τον κόσμο και το οποίο έχει να κάνει με το πόσο κοντά ή πόσο μακριά είμαστε από ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο.
«Δύσκολα θα μεταβληθεί η κατάσταση στην Ουκρανία»
Ο πρώτος χρονικά πόλεμος που συνεχίζει να μαίνεται για δύο σχεδόν χρόνια, είναι αυτός ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία, ο οποίος παραμένει αμετάβλητος, την ίδια ώρα που τρίτες δυνάμεις, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, δείχνουν να ακολουθούν πλέον μια πιο διπλωματική στάση για το συγκεκριμένο μέτωπο, κάτι που δεν είναι προς όφελος των Ουκρανών.
Όπως εξήγησε ο κ. Κοντός, «αν και το πεδίο παραμένει ενεργό και η σύγκρουση θερμή, εν τούτοις φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ένα εδαφικό status quo το οποίο πολύ δύσκολα θα μεταβληθεί» και σημείωσε πως, «ήδη δυτικά ΜΜΕ χαρακτηρίζουν την ουκρανική αντεπίθεση ως αποτυχημένη, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες παρατηρούνται τάσεις μετριασμού της στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας» .
Αυτές οι τάσεις μετριασμού, σε συνδυασμό με την πιθανότητα εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2024, οδηγούν το κεφάλαιο αυτό να βαίνει προς ολοκλήρωση, σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. «Αναπόφευκτα, θα ακολουθήσουν και οι Ευρωπαίοι υποστηρικτές του Κιέβου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ πιθανό να δούμε σύντομα τη σύγκρουση να παγοποιείται μέσω μιας κατάπαυσης του πυρός, χωρίς όμως να επιλύεται. Η ρωσική κατοχή ουκρανικών εδαφών θα διατηρηθεί, οι σχέσεις μεταξύ Μόσχας-Δύσης θα παραμείνουν τεταμένες, ενώ η Ουκρανία θα επικεντρωθεί πλέον στη διεκδίκηση της εδαφικής της ακεραιότητας με διπλωματικά μέσα».
Εκείνο που πρέπει να ερμηνευθεί πλέον, με βάση την εκτίμησή του, είναι κατά πόσον μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η εξέλιξη ως μια «ρωσική νίκη», ωστόσο όπως τόνισε αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. «Π.χ. ποιοι ήταν οι αρχικοί στόχοι και ποιο το εκτιμώμενο κόστος τους; Ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία; Πώς θα διαμορφωθεί η γεωπολιτική της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας, με την ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και την επικείμενη σύσφιξη σχέσεων της Ουκρανίας και της Μολδαβίας με την ΕΕ; Ποιες θα είναι οι ρωσικές δυνατότητες προβολής ισχύος στην ευρύτερη περιοχή την επαύριο του δαπανηρού αυτού πολέμου και ποιες οι αντίστοιχες διπλωματικές συνέπειες; Ποιες οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της αυξανόμενης εξάρτησης της Ρωσίας από την Κίνα;»
Προς το παρόν δεν υπάρχουν ασφαλείς απαντήσεις σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα, είπε ο κ. Κοντός, εκφράζοντας ωστόσο την άποψη, ότι το πολυδιάστατο κόστος του μακροχρόνιου αυτού πολέμου που στο παρόν στάδιο δεν έχει καταβάλει τη Ρωσία, είναι αδύνατο να απορροφηθεί πλήρως και, αναπόφευκτα, θα εκδηλωθεί σε κάποιο βαθμό μεσοπρόθεσμα.
Η επόμενη φάση του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας
Την ίδια ώρα, οι εξελίξεις τρέχουν και σε ότι αφορά στον πόλεμο ανάμεσα σε Ισραήλ και Χαμάς, που ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες και ο οποίος όπως δείχνει, αργά ή γρήγορα θα μπει σε μια νέα φάση, που θα αφορά το κυνήγι των στελεχών της Χαμάς, αλλά και τη διπλωματία.
Τη δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με την ανάλυση του κ. Κοντού, το Ισραήλ επιτυγχάνει σταδιακά τους στόχους του επί του πεδίου, με την καταστροφή των υποδομών της Χαμάς και την διάλυση του διοικητικού και κοινωνικού της ιστού. Με την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στον νότο, η προσοχή θα μεταφερθεί στο «κυνηγητό» των στελεχών της Χαμάς, κυρίως εκτός Γάζας. «Η φάση όμως αυτή θα περιλαμβάνει περισσότερο επιχειρήσεις των μυστικών υπηρεσιών και λιγότερο του ισραηλινού στρατού. Εν τούτοις, το παράπλευρο κόστος της όλης επιχείρησης είναι τεράστιο. Ο αριθμός των αμάχων που χάθηκαν στα συντρίμμια της Γάζας είναι εξαιρετικά μεγάλος, γεγονός που θα έχει σοβαρές κοινωνιολογικές και διπλωματικές συνέπειες. Το γεγονός ότι η καταστροφή αυτή προκλήθηκε ως αποτέλεσμα της «συλλογικής επίθεσης αυτοκτονίας» της Χαμάς, της 7ης Οκτωβρίου, πολύ λίγο θα επηρεάσει τις δημόσιες αντιλήψεις για το Ισραήλ, κυρίως στον αραβικό κόσμο.
Αποτυπώνεται πολύ πιο έντονα πλέον ως δημόσια εικόνα η καταστροφή της Γάζας, παρά η γενεσιουργός της αιτία. Οι επόμενες γενιές των Ισραηλινών θα θυμούνται την πιο αιματηρή επίθεση στο έδαφος του εβραϊκού κράτους στην ιστορία του ανεξάρτητου βίου της χώρας, ενώ οι επόμενες γενιές Παλαιστινίων θα βιώνουν τις συνέπειες της καταιγιστικής απάντησης του ισραηλινού στρατού» .
Στο διπλωματικό πεδίο τα πάντα θα εξαρτηθούν από το κατά πόσον οι εμπλεκόμενοι, κυρίως οι κυβερνήσεις των αραβικών χωρών, θα επιδείξουν το απαιτούμενο σθένος και ευελιξία, έτσι ώστε να μην επιτρέψουν στην Χαμάς (και σε άλλες παρόμοιας φύσης οργανώσεις) να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο του παλαιστινιακού κινήματος, ούτε φυσικά να καταστεί ξανά συστημικός παίχτης στον αραβικό και ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο, υπέδειξε ο επίκουρος καθηγητής. «Αναμφίβολα, η διασύνδεση του παλαιστινιακού με την ισλαμική τζιχάντ θα επιβιώσει και θα αποκτήσει νέες εκφάνσεις. Το κατά πόσον όμως θα καταστεί ξανά κυρίαρχος του παιχνιδιού στα παλαιστινιακά εδάφη είναι που θα καθορίσει την μελλοντική ισχύ της. Εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας για την επόμενη μέρα είναι και το μέλλον της διακυβέρνησης του Ισραήλ, αλλά και (κυρίως) το μέλλον των σχέσεών του με τον αραβικό κόσμο, οι οποίες έδειχναν να ωθούνται από ούριο άνεμο μέχρι και την 7η Οκτωβρίου».
Οι απειλές για είσοδο στον πόλεμο και ο κίνδυνος για γενικευμένη σύρραξη
Η επόμενη φάση του πολέμου είναι το ένα από τα κομμάτια του παζλ που πρέπει να συνθέσεις για να δεις την εξέλιξη του. Ένα άλλο κομμάτι, ίσως πολύ μεγαλύτερο και με τεράστια βαρύτητα, είναι οι κινήσεις των υπόλοιπων χωρών που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τους Ισραηλινούς ή με τους Παλαιστίνιους. Μια απ’ αυτές τις χώρες, είναι το Ιράν, το οποίο μαζί με την Χεζμπολάχ από την πρώτη στιγμή εξαπολύουν απειλές σε βάρος του Ισραήλ, ωστόσο δεν έκαναν ακόμα συγκεκριμένα βήματα που να δείχνουν ότι εμπλέκονται έμπρακτα στον πόλεμο.
«Η ορθολογική στάθμιση των δεδομένων υποβάλλει ότι μια τέτοια εμπλοκή δεν είναι προς το συμφέρον του Ιράν. Όσο όμως οι ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα συνεχίζονται και οι καταστροφές επεκτείνονται, τόσο το Ιράν θα αισθάνεται την πίεση να ανταποκριθεί στον αυτόκλητο ρόλο του ως ηγέτιδα (και προστάτιδα) δύναμη της παλαιστινιακής αντίστασης και, γενικότερα, του μουσουλμανικού κόσμου.
Τα κτυπήματα των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, αλλά και το ενδεχόμενο κλιμάκωσης στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ λόγω της δράσης της Χεζμπολλάχ, αποτελούν εκδηλώσεις αυτής της τάσης. Αναμφίβολα, εάν το στρατιωτικό σκέλος των επιχειρήσεων του ισραηλινού στρατού δεν ολοκληρωθεί (ή έστω αποκλιμακωθεί) σύντομα, η απειλή αυτή θα μεγεθύνεται και ο κίνδυνος θα παραμένει ορατός», επισήμανε ο κ. Κοντός.
Έχοντας ουσιαστικά δύο φλεγόμενα μέτωπα γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εύλογα ο κόσμος διερωτάται εάν είμαστε κοντά σε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο και αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε πόσο κοντά είμαστε. Ο επίκουρος καθηγητής χαρακτήρισε την εποχή μας ως μια περίοδο αυξημένης συστημικής αστάθειας, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από αυξημένη ένταση στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Εν τούτοις, αυτό απέχει πολύ από του να χαρακτηριστεί ως παγκόσμιος πόλεμος, τουλάχιστον με τους όρους των δύο προηγούμενων παγκοσμίων πολέμων.
«Σαφώς υπάρχει η πρόθεση της Κίνας και της Ρωσίας να αντικαταστήσουν την αμερικανο-κεντρική μεταπολεμική τάξη πραγμάτων (ή να την αναθεωρήσουν προς όφελός τους). Οπωσδήποτε η πιθανότητα μιας ένοπλης ρήξης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων είναι αυξημένη όταν υφίστανται αυτές οι συνθήκες, δηλαδή όταν υπάρχουν αναθεωρητικές τάσεις εις βάρος του status quo. Εν τούτοις, παρόμοιες προϋποθέσεις υπήρξαν και κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ένταση, χωρίς όμως να έχουμε μία μετωπική πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Δεν υπάρχουν πανομοιότυπα μοντέλα, υπάρχουν μόνο παρατηρήσιμες τάσεις των οποίων η ροπή δεν είναι ποτέ απολύτως ευθύγραμμη».