«Το χωνέψαμε ότι δεν θα τον δούμε ζωντανό, τώρα είμαστε με την ελπίδα ότι θα μας φέρουν κάποτε τα οστά του...»

Ήταν 14 ετών όταν είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του, λίγες ώρες πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι του στην Άσσια, μετά την βάρβαρη εισβολή των δυνάμεων του Αττίλα. Έζησε για ένα χρόνο μακριά από τη μητέρα του, όταν επιλέχθηκε ανάμεσα στα τόσα άλλα παιδιά, για να πάει σε ανάδοχη οικογένεια. Από το 1980 ήξερε ότι ο πατέρας του ήταν νεκρός, μετά από ανεπίσημες πληροφορίες που έλαβε η οικογένειά του, για την μαζική εκτέλεση στο χωριό του. Μέχρι σήμερα, με κάθε ευκαιρία κρατά στα χέρια του τη φωτογραφία του, με μοναδικό του αίτημα, να βρεθούν τα οστά του δικού του ανθρώπου, για να μπορέσουν να του κάνουν μία κανονική κηδεία.

Ο Γιάννης Χατζηγαβριήλ, ο τρίτος γιος της οικογένειας του Ηλία Π. Χατζηγαβριήλ, ο οποίος στην Άσσια ήταν γνωστός και ως Μανής, ανήκει στη μεγάλη ομάδα των ατόμων που αναγκάστηκαν στις 14 Αυγούστου, να εγκαταλείψουν το χωριό τους, για να γλιτώσουν. Ο Ηλίας Π. Χατζηγαβριήλ εκείνη την ημέρα είχε πάει στο περιβόλι του, για να φροντίσει τα ζώα του και δεν ενώθηκε ποτέ ξανά με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Αυτό που ξέρει η οικογένειά του είναι ότι τον συνέλαβαν οι εισβολείς, όπως και τόσους άλλους χωριανούς και έκτοτε δεν έμαθαν τι απέγινε η τύχη τους. Λίγα χρόνια μετά, ήρθαν κάποιες ανεπίσημες πληροφορίες, ότι έγινε μαζική εκτέλεση των κατοίκων της Άσσιας, όμως μέχρι σήμερα δεν έλαβαν καμία απάντηση, για τα οστά του.

Η ιστορία των αγνοουμένων της Άσσιας είναι γνωστή και προκαλεί πόνο. Οι «αρχές» των κατεχομένων, λίγο πριν το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, αποφάσισαν αυθαίρετα να ανοίξουν τον ομαδικό τάφο στον οποίο έβαλαν όλους τους νεκρούς της Άσσιας και να μεταφέρουν τα οστά τους σε ένα σκουπιδότοπο. Κάποια οστά εντοπίστηκαν και αναγνωρίστηκαν, αλλά οι πλείστοι ακόμη δεν έχουν ταυτοποιηθεί.

Ο γιος του, Γιάννης Χατζηγαβριήλ, μιλά στον REPORTER και θυμάται πώς ήταν η ζωή στη Άσσια, πριν την εισβολή, πώς βίωσε την πρώτη φάση της, πώς κατάφερε να ξεφύγει από τους Τούρκους όταν άρχισαν τη δεύτερη φάση του σχεδίου τους για να κατακτήσουν την Κύπρο, αλλά και πώς βίωσε τα πρώτα Χριστούγεννα μετά την εισβολή στην Ελλάδα, καθώς ήταν ανάμεσα στα άτομα που είχαν επιλεγεί για να πάνε σε ανάδοχες οικογένειες.

«Ήμασταν έξι αδέλφια και δύο οι γονείς, οκτώ. Περνούσαμε πολύ καλά στην Άσσια, ήταν ένα κοσμοπολίτικο μέρος και είχαμε και δύο κινηματογράφους, πηγαίναμε περιπάτους. Σε σχέση με άλλα χωριά, η Άσσια ήταν ένα ζωντανό χωριό. Οι κάτοικοι δεν έφευγαν από το χωριό, επειδή ήταν κοντά στη Λευκωσία και πήγαιναν στις δουλειές τους και έρχονταν.

Όταν έγινε η εισβολή ήμουν 14 ετών. Στις 20 Ιουλίου ήμασταν στο περβόλι, όλα τα αδέλφια και περιποιούμασταν τα ζώα και καταλάβαμε ότι άρχισε η εισβολή, επειδή βλέπαμε όλο τον Πενταδάκτυλο από τα βόρεια και περνούσαν τα μεταγωγικά αεροπλάνα και πήγαιναν προς το Κιόνελι, που έριξαν τους αλεξιπτωτιστές. Πήγαιναν προς τα αριστερά. Στο χωριό ήρθαν αρκετοί από την Κυθρέα και την Κερύνεια, επειδή ήθελαν να γλιτώσουν και μέσα στο μεγάλο αριθμό των αγνοουμένων της Άσσιας ήταν και οι αγνοούμενοι της Κυθρέας. Νόμιζαν ότι θα γλιτώσουν και πιάστηκαν στην Άσσια».

Η δεύτερη εισβολή και πώς έφυγαν από την Άσσια

«Στις 14 Αυγούστου έγινε η δεύτερη εισβολή. Στις 8:30 το πρωί ήρθαν δύο αεροπλάνα και βομβάρδισαν μία μάντρα παλιών αυτοκινήτων ενός χωριανού στα νότια του χωριού, λίγα μέτρα από το σχολείο. Θραύσματα των βομβών έπεσαν στο χωριό, μας πολυβόλησαν και όταν έσπασε ο κλοιός της Μίας Μηλιάς και ξεχύθηκε ο στρατός προς το Βαρώσι. Γύρω στις 2:30 μπήκαν στο χωριό οι Τούρκοι, έριχναν πυροβολισμούς στον αέρα με τα άρματα.

Εμείς είχαμε προλάβει να φύγουμε, όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί. Δεν είχαμε περιθώριο να σκεφτούμε, τόσο τραγικό ήταν για να μπορέσουμε να οργανωθούμε. Την ώρα που προσπαθούσαμε να φύγουμε από το χωριό, πέρασε από μπροστά μας ένας χωριανός που είχε ταξί και μας έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο και μας πήρε στο Δασάκι της Άχνας. Η μία μου αδελφή με την μητέρα μου κρύφτηκαν στο σπίτι ενός γείτονα και δεν μας είδαν ότι φύγαμε και οι άλλες μου δύο αδελφές είχαν φύγει με ένα θείο μας. Ο πατέρας μας ήταν στο περβόλι, πήγε να περιποιηθεί τις αγελάδες.

Οι Τούρκοι συνέλαβαν τη μητέρα και την αδελφή μου, όπως και πολλούς άλλους στο χωριό, συγκεκριμένα το μισό χωριό που δεν κατάφερε να φύγει. Ήμασταν 2,500-3,000 κόσμος και οι μισοί έμειναν μέσα. Ξαναβρεθήκαμε με τη μητέρα και την αδελφή μου στη Λάρνακα, όταν τις έφεραν οι Τούρκοι.

Εγώ ήμουν ο τρίτος της οικογένειας, ο μικρότερος από τα αδέλφια και μετά είναι οι τρεις μου αδελφές. Όταν φτάσαμε στο Δασάκι της Άχνας, εμείς ψάξαμε να βρούμε τη μητέρα μας και τις αδελφές μας, με την πεποίθηση ότι ήταν μαζί με τον θείο μου. Δεν ξέραμε ότι κρύφτηκε στην προσπάθεια να βρει το θείο μας. Εμείς βρήκαμε το θείο μας κάτω από κάτι δέντρα, μαζί με τις δύο μας αδελφές που ήταν μαζί του και μείναμε μαζί του. Μετά πήγαμε Ξυλοτύμπου και μείναμε εκεί για κάποιο διάστημα και μετά μεταφερθήκαμε στη Λάρνακα, δίπλα από το Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου άρχισαν να φέρνουν τα γυναικόπαιδα από τις κατεχόμενες περιοχές που εγκλωβίστηκαν. Ήταν μία ανταλλαγή των κατοίκων, επειδή είχαν εγκλωβιστεί και στις ελεύθερες περιοχές Τουρκοκύπριοι. Ήταν διαχωρισμός πληθυσμός. Έτσι βρεθήκαμε και μείναμε Λάρνακα όλοι μαζί εκτός από τον πατέρα μας».

Τα πρώτα Χριστούγεννα μετά την Εισβολή

«Τα πρώτα Χριστούγεννα μετά την εισβολή, εγώ δεν ήμουν στην Κύπρο. Μετά την εισβολή είχαν στείλει χιλιάδες παιδιά σε οικογένειες και οικοτροφεία στην Ελλάδα, για να τα προστατεύσουν. Ανάμεσα σε εκείνα τα παιδιά ήμουν και εγώ με τη μία μου αδελφή. Είχαμε πάει σε μία οικογένεια στην Πάτρα, την οικογένεια του κ. Παρασκευόπουλου. Εμείς ήμασταν μικροί και δεν καταλαβαίναμε πόσο δύσκολες ήταν οι καταστάσεις. Ο αποχαιρετισμός από τους δικούς μας ήταν δύσκολος, στο λιμάνι, όταν μας έβαλαν σε ένα πλοίο για να ταξιδέψουμε, όμως δεν θυμάμαι να πέρασα δύσκολα πηγαίνοντας στην Ελλάδα. Μας είχαν υποδεχτεί αρκετά καλά, μας συμπεριφέρθηκαν λες και ήμασταν οικογένεια. Ήταν νεαρό ζευγάρι και ήταν αρκετά καλό το κλίμα. Εγκλιματίστηκα καλά μπορώ να πω. Η αδελφή μου είχε πρόβλημα και δεν ήθελε να μείνει, ήθελε να επιστρέψει στη μητέρα μας. Μέχρι τα Χριστούγεννα την έφεραν πίσω.

Η φιλοξενία κράτησε ένα χρόνο και το 1975 είχα ξαναπάει στην Ελλάδα, που με έστειλε το Υπουργείο Εργασίας σε κάποιες τεχνικές σχολές. Τότε είχα επαφές μαζί τους, επειδή έμεινα εκεί τέσσερα χρόνια και μετά επέστρεψα στην Κύπρο για το στρατιωτικό μου. Από τότε δεν κράτησα επαφές μαζί τους».

Οι πληροφορίες ότι είναι νεκροί

«Από εκεί και πέρα περιμέναμε να μάθουμε νέα για τους δικούς μας. Δεν υπήρχε καμία πληροφόρηση επίσημα για την τύχη τους. Περιμέναμε τις αποφάσεις της Κυβέρνησης, αλλά δεν είχαμε καμία ενημέρωση. Μετά από λίγα χρόνια, γύρω στο 1980, ήρθαν κάποιες πληροφορίες, ότι τους εκτέλεσαν παραστρατιωτικά σύνολα των Τουρκοκυπρίων. Υπήρχαν πληροφορίες, από επαφές που είχαν με Τουρκοκυπρίους, όμως δεν ήταν επίσημες ανακοινώσεις από την Κυβέρνηση.

Μετά τις πρώτες πληροφορίες ότι τους σκότωσαν, η μητέρα μου συμπεριφερόταν λες και το είχε χωνέψει ότι είναι νεκρός και άρχισε να του κάνει και μνημόσυνα, από το 1980. Είχε στο μυαλό της ότι δεν θα τον ξαναδεί. Κι εμείς σιγά-σιγά αποδεχτήκαμε ότι ήταν νεκρός, επειδή η μητέρα μας με την στάση της, μας έδωσε να καταλάβουμε ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Μέχρι που εντοπίστηκε ο τάφος τους, μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Ο τάφος που δεν είχε πολλά οστά, επειδή μετακίνησαν τα οστά, αλλά κάποια τα ταυτοποίησαν.

Πριν να ανοίξουν τα οδοφράγματα, έγινε επέμβαση από τις αρχές των Τουρκοκυπρίων, εκεί που τους είχαν θαμμένους, για να μην μαθευτεί ότι υπήρχε εκεί ένας μαζικός τάφος. Μετέφεραν τα οστά και για ακόμη δεν βρέθηκαν κάποια από τα οστά του».

«Θέλουμε να βρεθούν τα οστά για να του κάνουμε κανονική κηδεία»

«Εγώ προσωπικά θέλω να βρεθούν τα οστά του, για να μπορέσουμε να του κάνουμε μία κανονική κηδεία. Του κάνουμε τα μνημόσυνα, αλλά θέλω να ξέρω ότι εκεί είναι ο δικός μας άνθρωπος, ότι κάπου είναι. Όταν άρχισαν οι ταυτοποιήσεις, πήραν από εμάς δείγμα και από την αδελφή του πατέρα μου, σε περίπτωση που τον βρουν να ξέρουν ότι εκείνα τα οστά ανήκουν στον τάδε. Θα ήθελα να μπει ένα τέλος σε όλο αυτό. Υπήρχε μία προσδοκία, όμως, τελικά το χωνέψαμε ότι δεν θα τον δούμε ζωντανό και τώρα είμαστε με την ελπίδα ότι θα μας φέρουν κάποτε τα οστά του. Θέλουμε να τον βάλουμε στον τάφο της μητέρα μας, που είχε τον καημό για να βρεθεί.

Όσο περνούν τα χρόνια και δεν βρίσκουμε τους δικούς μας, δυσκολεύει η κατάσταση. Ειδικά μετά τους χειρισμούς των Τούρκων, που μετακίνησαν τα οστά σε ένα σκουπιδότοπο και μετά δεντροφύτευσαν το σημείο.

Από ό,τι άκουσα υπάρχουν πολλά μικρά τεμάχια οστών στο Ινστιτούτο Γενετικής Κύπρου και θα μπορούσαν εκείνα τα οστά να τα μεταφέρουν εκεί για να ξέρουμε ότι οι χωριανοί είναι στο Μουσείο της κοινότητας, για να ξέρουν και οι νεότεροι ότι εκεί είναι τα οστά των αγνοούμενων χωριανών μας.

Εγώ πιστεύω ότι θα πάμε στο χωριό μας, επειδή τα πάντα αλλάζουν και είναι ρευστά και μπορούν να τροποποιηθούν ανά πάσα στιγμή. Ελπίζω ότι θα πάμε. Παρά να μην ελπίζω τίποτα, μακάρι να ελπίζω και να είμαι λανθασμένος».

Δειτε Επισης

Σοβαρά προβλήματα λειτουργίας στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας λόγω υπερπληρότητας και ελλείψεων
Τις προκλήσεις του επαγγέλματος ανέλυσε ο Υπ. Δικαιοσύνης σε νέους δικηγόρους
Δεν κάνουν πίσω ούτε ο ΟΚΥπΥ ούτε οι συντεχνίες-Ζήτησε νέα πρόταση για οικονομικά κριτήρια η Επ. Υγείας
Τραβά κόκκινη γραμμή η Μητρόπολη Κιτίου για μοναχούς Αββακούμ-Δεν προσχωρούν στους Παλαιοημερολογίτες
Άμεση ψήφιση νομοθεσίας για ξενόγλωσσα προπτυχιακά ζητούν Πρυτάνεις Πανεπιστήμιο Κύπρου και ΤΕΠΑΚ
Σε ομάδα εργασίας στις Βρυξέλλες το Γραφείο Εφόρου Ελέγχου Κρατικών Ενισχύσεων
Απαντά στους έντεκα ο Δήμαρχος Δρομολαξιάς–«Λειτουργούν ως ομάδα παρεμπόδισης επίτευξης έργου στον Δήμο»
Απέχουν έντεκα μέλη από το Δημοτικό Συμβούλιο Δρομολοξιάς-Ζητούν από τον Δήμαρχο να αλλάξει στάση
Με «εμφανείς αδυναμίες» ο νέος Διοικητικός Χάρτης της Κύπρου-Ετοιμάζεται από το Κτηματολόγιο
Υποψηφιότητα της Κύπρου για Συμβούλιο ΔΝΟ ανακοίνωσε η Υφυπουργός Ναυτιλίας