ΕΥ: Περιορισμένη η οικονομική της ανεξαρτησία, περιορισμοί στην πρόσβαση σε στοιχεία
13:02 - 20 Δεκεμβρίου 2023
Το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο δεν διασφαλίζει την οικονομική της ανεξαρτησία, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία, στην ετήσια έκθεση της για το 2022 που έδωσε την Τρίτη στην δημοσιότητα.
Όπως εξηγεί η ΕΥ, ο Προϋπολογισμός της εγκρίνεται πρώτα από το Υπουργείο Οικονομικών (που αποτελεί ελεγχόμενο οργανισμό) και ακολούθως από το Υπουργικό Συμβούλιο (δηλαδή την εκτελεστική εξουσία, που ελέγχεται από την Ελεγκτική Υπηρεσία).
Αναφέρει ότι η εκτελεστική εξουσία ασκεί πλήρη έλεγχο στον Προϋπολογισμό της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και συνεπώς μπορεί να επηρεάσει άμεσα τους πόρους που έχει στη διάθεσή της για εκπλήρωση του έργου της.
«Για το θέμα αυτό είχε περιληφθεί σχετική πρόνοια στο Μνημόνιο Συναντίληψης της Κύπρου με την Τρόικα, σύμφωνα με την οποία η Ελεγκτική Υπηρεσία, όχι μόνο θα έπρεπε να στελεχωθεί επαρκώς, ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά στις υποχρεώσεις της, αλλά το κυριότερο, θα έπρεπε να διασφαλιστεί η οικονομική ανεξαρτησία της», σημειώνει.
Η ανεξαρτησία αυτή, σύμφωνα με την ΕΥ, είχε τεθεί και προ-ενταξιακά από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, προ του 2004 και από το 2011 συνιστά βασική αρχή διακυβέρνησης των Κρατών που υιοθετήθηκε σε επίπεδο Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ενώ ως μέρος των αρχών της Διακήρυξης του Μεξικού, περιλαμβάνεται επίσης στο κοινοτικό κεκτημένο.
Στην ετήσια έκθεση της η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει ότι, μετά από πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, χωρίς να προωθείται κάποια λύση από το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών, ζήτησε τη συνδρομή της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημόσιων Δαπανών, η οποία εξέτασε το θέμα στις 3.11.2016.
Αναφέρει επίσης ότι το θέμα εξετάστηκε και από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών σε συνεδρία της στις 9.10.2019 και «έκτοτε, το θέμα παραμένει σε εκκρεμότητα».
Περιορισμοί στην πρόσβαση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας σε στοιχεία και πληροφορίες
Σύμφωνα με την ΕΥ, παρόλο που το ισχύον νομικό πλαίσιο διασφαλίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση του Γενικού Ελεγκτή σε οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες κρίνει ο ίδιος απαραίτητα για διεξαγωγή του έργου του και εκπλήρωση της αποστολής της Υπηρεσίας του, εντούτοις τέθηκαν και πάλι, εντός του 2022, "σοβαρά προσκόμματα στην παροχή τέτοιας πληροφόρησης".
"Τα προβλήματα προέκυψαν και πάλι, σε όλες τις περιπτώσεις, όταν ελεγχόμενοι φορείς ζήτησαν συμβουλή από τον Γενικό Εισαγγελέα αναφορικά με την υποχρέωσή τους για να παρέχουν στην Υπηρεσία μας πληροφόρηση που ζητήθηκε το πλαίσιο άσκησης των ελέγχων μας", προσθέτει.
Η ΕΥ αναφέρει ότι "τα προβλήματα πρόσβασης σε στοιχεία και πληροφορίες που αντιμετωπίσαμε φέτος" αφορούσαν στην παροχή στοιχείων για έλεγχο των οπλιτών που υπηρετούν στα κεντρικά γραφεία του Υπουργείου Άμυνας, έλεγχος ανείσπρακτων εξώδικων καταγγελιών και παραχωρήσεις σε ιδιώτες πιστολιών και πυρομαχικών που ανήκουν στη Δημοκρατία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, σύμφωνα με την ΕΥ, "παρεμβαίνοντας στο έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, υπέδειξε στους ελεγχόμενους φορείς ποια στοιχεία ο ίδιος έκρινε ως απαραίτητα να μας παραχωρηθούν για σκοπούς ελέγχου που διενεργούμε με βάση το Σύνταγμα και τους Νόμους της Δημοκρατίας, αποτρέποντάς τους να μας παρέχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στην πληροφόρηση, σύμφωνα με τις επιταγές, τόσο του Συντάγματος, όσο και των σχετικών Διακηρύξεων που διέπουν τη λειτουργία των Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων, που εκδίδει ο Διεθνής Οργανισμός Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων (INTOSAI) και έχουν ψηφιστεί από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, αλλά και αποτελούν μέρος του Κοινοτικού Κεκτημένου".
Αναφέρει ότι δυο προκάτοχοι του Γενικού Εισαγγελέα, με γνωματεύσεις τους είχαν εξηγήσει με σαφήνεια το ισχύον νομικό πλαίσιο και προσθέτει ότι "είναι πρόδηλο και από τις δύο γνωματεύσεις ότι η κρίση του Γενικού Ελεγκτή, ως προς το τι θεωρεί ως απαραίτητη πληροφόρηση για να ασκήσει τις εκ του Συντάγματος αρμοδιότητες και εξουσίες του, είναι εκτός του ελέγχου της Νομικής Υπηρεσίας και της ελεγχόμενης οντότητας".
"Ωστόσο, ο Γενικός Εισαγγελέας επανέρχεται και πάλι να υποκαταστήσει την κρίση του Γενικού Ελεγκτή με τη δική του ως προς την πληροφόρηση που είναι απαραίτητη για διεξαγωγή ελέγχου μας", προσθέτει η ΕΥ.
Σύμφωνα με την ΕΥ, παρόλο που η υποχρέωση κάθε αξιωματούχου και κάθε δημόσιου υπαλλήλου, για παροχή πληροφοριών και στοιχείων προς τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας, ρυθμίζεται, τόσο από το ίδιο το Σύνταγμα όσο και τον περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας Νόμο (Ν.113(Ι)/2002), ο οποίος μάλιστα ποινικοποιεί κάθε παράβαση της υποχρέωσης αυτής, το πρόβλημα στην εφαρμογή των προνοιών αυτών προκύπτει και πάλι από τον διπλό ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα.
Αναφέρει επίσης ότι "ο Γενικός Εισαγγελέας, ενεργώντας ως νομικός σύμβουλος, συμβουλεύει ελεγχόμενους φορείς να μην μας παραχωρήσουν την πληροφόρηση που θεωρούμε απαραίτητη για διεξαγωγή του ελέγχου μας" και "όταν ο ελεγχόμενος φορέας, ενεργώντας στη βάση της συμβουλής που του έχει δώσει ο Γενικός Εισαγγελέας ως νομικός σύμβουλος, καταγγελθεί από την Υπηρεσία μας για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικού αδικήματος, στη βάση των διατάξεων του Ν.113(Ι)/2002, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας θα κληθεί να αποφασίσει επί αυτού ως δημόσιος κατήγορος".
"Είναι προφανές ότι, εφόσον ο ελεγχόμενος φορέας ενήργησε στη βάση συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα, τότε αυτός δεν θα προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για ποινική διερεύνηση της υπόθεσης, καθιστώντας, στην ουσία, τις διατάξεις της νομοθεσίας που ποινικοποιούν την άρνηση κατάθεσης στοιχείων στον Γενικό Ελεγκτή, ως ανενεργές", καταλήγει στην έκθεση της για το 2022.