Δικαστική κατσάδα για ένταλμα-«Η Αστυνομία παρουσίασε μαρτυρία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα»
06:00 - 15 Δεκεμβρίου 2023
«Με βάση την ενώπιον μου τεθείσα μαρτυρία, διαφαίνεται πως η Αστυνομία παρουσίασε μαρτυρία η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ως προς την τηλεφωνική κλήση στις 2.10.2023 και την άρνηση του αιτητή να παρουσιαστεί, πως αφότου η Αστυνομία εξασφάλισε το ένταλμα δεν προχώρησε άμεσα στην εκτέλεση του και πως αυτό εκτελέστηκε με την οικειοθελή αυθημερόν μετάβαση του αιτητή στον Σταθμό, αφότου ο αιτητής ενημερώθηκε για το ένταλμα τηλεφωνικών και του ζητήθηκε να μεταβεί στο Σταθμό. Ως εκ τούτου και χωρίς να υπεισέρχομαι σε εξέταση της ουσίας, ικανοποιούμαι ότι ο αιτητής έχει αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση στη βάση όλων των λόγων στους οποίους στηρίζεται η αίτηση».
Τα πιο πάνω λεχθέντα, ήταν κατάληξη του Ανώτατου Δικαστηρίου που άναψε το πράσινο φως για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ώστε να ακυρωθεί το ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από την Τροχαία Λεμεσού σε βάρος μοτοσικλετιστή, αναφορικά με κατ' ισχυρισμό τροχαίες παραβάσεις. Αίτημα το οποίο, βασίζεται στη θέση πως δεν υπήρχε αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, ότι αυτό εκδόθηκε συνεπεία κατάχρησης της διαδικασίας λόγω της απουσίας αναγκαιότητας και αναλογικότητας, καθώς και για σκοπό που δεν δικαιολογούσε την έκδοση του, όπως επίσης ότι αυτό εκδόθηκε κατά παράβαση συνταγματικών προνοιών.
Η Αστυνομία από την πλευρά της, όπως καταγράφεται στην απόφαση, ισχυρίστηκε πως ο λόγος που αιτήθηκε και εξασφάλισε ένταλμα σύλληψης σε βάρος του συγκεκριμένου προσώπου, ήταν γιατί δεν ανταποκρίθηκε στην τηλεφωνική κλήση της Τροχαίας και αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο Τμήμα. Ισχυρισμός που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο μάλιστα υπέδειξε πως «η μαρτυρία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Σύμφωνα με τα γεγονότα που καταγράφονται, στις 10 Οκτωβρίου 2023, ο αιτητής έλαβε τηλεφωνική κλήση από την Τροχαία Λεμεσού, κατά την οποία ενημερώθηκε πως είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του για διερεύνηση κατ’ ισχυρισμό διάπραξης ποινικών αδικημάτων. Σύμφωνα με την θέση του, όπως αυτή παρουσιάστηκε μέσω του δικηγόρου του, Αλέξανδρου Κληρίδη, μόλις έλαβε τη πληροφορία, αμέσως μετέβη στην Τροχαία Λεμεσού, όπου και εκτελέστηκε το ένταλμα, ενώ τότε πληροφορήθηκε ότι η Τροχαία διερευνούσε σε βάρος του τροχαία αδικήματα, για τα οποία ο ίδιος ανέφερε πως δεν γνώριζε οτιδήποτε.
Ήταν η θέση του κ. Κληρίδη, πως «το ένταλμα εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και την αναγκαιότητας και ότι ο λόγος έκδοσης του, ήτοι η διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων, δεν αποτελεί βάσιμη δικαιολογία για τη σύλληψη του», ενώ υπέδειξε πως «δεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός πως το ανακριτικό έργο κινδύνευε να επηρεαστεί με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με τον επηρεασμό μαρτύρων είτε με τη καταστροφή τεκμηρίων και πως αυτός δεν ήταν διατεθειμένος να παρουσιαστεί στον ανακριτή οικειοθελώς».
Παράλληλα, ο αιτητής αρνήθηκε κατηγορηματικά πως δεν ανταποκρίθηκε στην κλήση της Τροχαίας, υποδεικνύοντας πως η Αστυνομία δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για τον εντοπισμό του, προτού εκδώσει το ένταλμα σύλληψης σε βάρος του. Ο δικηγόρος του δε, Αλέξανδρος Κληρίδης, υποστήριξε πως ο πελάτης του είχε αναφέρει πως θα μιλούσε με τον δικηγόρο του προτού παρουσιαστεί, πράγμα το οποίο έπραξε στη συνέχεια, ενώ σημείωσε πως «η έκδοση του εντάλματος έγινε καθαρά για εκφοβισμό του και ότι η εκτέλεση του ήταν δυσανάλογη αφού τον ανάγκασαν να αφαιρέσει όλα τα ρούχα του για σκοπούς σωματικής έρευνας».
Το Ανώτατο, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, κατέληξε πως: «Στις 4.10.2023 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του αιτητή στη βάση όρκου στον οποίο αναφερόταν ότι στις 2.10.2023, κατά τη διάρκεια μηχανοκίνητης περιπολίας, ο αιτητής θεάθηκε από μέλη της Τροχαίας Λεμεσού να οδηγεί μοτοσικλέτα, χωρίς πινακίδες εγγραφής και κράνος ασφαλείας. Του έγινε σήμα να σταματήσει και αυτός άρχισε να οδηγεί επικίνδυνα σε διάφορες οδούς στην περιοχή για να διαφύγει τον έλεγχο, με τρόπο που έθετε τους πεζούς και τους οδηγούς σε κίνδυνο. Ο αιτητής κλήθηκε τηλεφωνικώς να προσέλθει στην Τροχαία Λεμεσού για να ανακριθεί, χωρίς να το πράξει. Αναζητήθηκε στην οικία του αλλά δεν εντοπίστηκε εκεί. Στις 3.10.2023 ο αιτητής θεάθηκε και πάλι να οδηγεί τη μοτοσικλέτα του χωρίς πινακίδες εγγραφής και κράνος ασφαλείας και σε σήμα αστυνομικού να σταματήσει, αυτός ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα και οδηγώντας επικίνδυνα, κατάφερε να διαφύγει. Ο αιτητής αναγνωρίστηκε και τις δύο φορές καθότι είχε απασχολήσει παλαιότερα την Αστυνομία. Για αυτό ζητείτο η έκδοση εντάλματος σύλληψης για «προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων».
Σε ότι αφορά την αναγκαιότητα του εντάλματος, το Ανώτατο, μεταξύ άλλων υπέδειξε πως αυτό εκτελέστηκε έξι μέρες μετά την έκδοση του, όταν ο μοτοσικλετιστής παρουσιάστηκε οικειοθελώς στο Τμήμα. «Για σκοπούς της παρούσας αίτησης, λαμβάνω υπόψη τη φύση των αδικημάτων τα οποία διερευνούσε η Αστυνομία, τις ημερομηνίες της φερόμενης διάπραξης αυτών και την άρνηση του αιτητή ότι έλαβε τηλεφώνημα από την Τροχαία στις 2.10.2023 και δεν εμφανίστηκε στο Σταθμό οικειοθελώς. Λαμβάνω επίσης υπόψη την ημερομηνία έκδοσης του εντάλματος σύλληψης σε συνάρτηση με τον χρόνο εκτέλεσης του, ήτοι έξι μέρες αργότερα, η οποία έγινε κατόπιν της ειδοποίησης του αιτητή και της οικειοθελούς μετάβασης του στον Σταθμό και τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκε το ένταλμα».
Με βάση τα πιο πάνω, το Ανώτατο άνοιξε το δρόμο για καταχώρηση αίτησης για ακύρωση του επίδικου εντάλματος, σημειώνοντας τέλος, πως το Δικαστήριο είχε εξουσία και ευχέρεια να ικανοποιηθεί ή όχι, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας και να εκδώσει ή μη το αιτούμενο ένταλμα σύλληψης. Προφανώς, αναφέρεται, και έκρινε ότι αυτή η μαρτυρία ήταν ικανή να δικαιολογήσει την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, χωρίς να τίθετο ζήτημα περισσότερων λεπτομερειών.