Τα καπέλα του Εφόρου Φορολογίας, η δημοσιοποίηση στοιχείων και η εχεμύθεια στο Πόθεν Έσχες
06:00 - 16 Νοεμβρίου 2023
Πτυχές του ζητήματος της υποβολής και δημοσιοποίησης στοιχείων των δηλώσεων του Πόθεν Έσχες συζητήθηκαν για άλλη μία φορά την Τετάρτη, στο πλαίσιο της κατ’ άρθρον συζήτησης στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής. Επί του θέματος υπήρχαν διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως διαφάνηκε και στα προηγούμενα στάδια, και επιχειρήθηκε να βρεθεί η χρυσή τομή, που να εξυπηρετεί αφενός τον πραγματικό σκοπό ύπαρξης του Πόθεν Έσχες και να διασφαλίζει αφετέρου πως τα Πολιτικά Εκτεθειμένα Πρόσωπα δεν θα στοχοποιούνται μέσα από τη διαδικασία. Στην ουσία, σε διάφορα επίπεδα, οι βουλευτές διαχώρισαν το ζήτημα της υποβολής στοιχείων από το ζήτημα της δημοσιοποίησής τους, καθώς δεν είναι απαραίτητο τα στοιχεία να καταστούν δημόσια για να ελεγχθούν, με βάση τον μηχανισμό που έχει δημιουργηθεί και τις δυνατότητες που προσφέρει η ηλεκτρονική πλατφόρμα.
Ανάμεσα στα ζητήματα που τέθηκαν ήταν και το χρονικό διάστημα για το οποίο θα παραμένουν στο σύστημα καταχωρημένα στα στοιχεία. Ο βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Γεωργίου, επεσήμανε ότι στον νόμο για το ξέπλυμα προνοείται ότι δεν θεωρείσαι ΠΕΠ με την παρέλευση 12 μηνών και ότι ο νόμος για το Πόθεν Έσχες θα πρέπει να συμβαδίζει με τον πιο ισχυρό νόμο. Η ανεξάρτητη βουλεύτρια Αλεξάνδρα Ατταλίδου τοποθετήθηκε στο άλλο άκρο, λέγοντας ότι τα στοιχεία θα πρέπει να φυλάσσονται για 12 χρόνια για σκοπούς διασταύρωσης.
Από πλευράς του, ο Έφορος Φορολογίας, Σωτήρης Μαρκίδης, ο οποίος θα έχει την ευθύνη του ελέγχου, ανέφερε πως το δωδεκάμηνο ακούγεται λίγο, αφού θα πρέπει να ακολουθήσουν και οι διαδικασίες ελέγχου και υπάρχει και χρονικό περιθώριο μέχρι την υποβολή. Ο Ανδρέας Πασιουρτίδης του ΑΚΕΛ επεσήμανε ότι το δωδεκάμηνο υπάρχει για τον αποχαρακτηρισμό των ΠΕΠ, ενώ ο Γιώργος Λουκαΐδης δήλωσε πως τα δύο θέματα είναι άσχετα μεταξύ τους. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ υπέδειξε, μάλιστα, πως δεν ελέγχουμε εγκληματίες, ούτε ύποπτα πράγματα, ούτε στόχος είναι να ελεγχθεί αν κάποιος είναι πλούσιος ή φτωχός, αλλά να ελεγχθεί αν κάποιος εκμεταλλεύτηκε ένα πολιτειακό αξίωμα για να αυξήσει την περιουσία του με αθέμιτο τρόπο. Από πλευράς ΑΚΕΛ υπήρξε η εισήγηση στους 12 μήνες να κατεβαίνει η δημόσια δήλωση από τη σελίδα αλλά στην πλατφόρμα να φυλάσσεται για έξι χρόνια. Ο πρόεδρος της Επιτροπής και βουλευτής του ΔΗΣΥ, Δημήτρης Δημητρίου, εισηγήθηκε όπως η δημοσιοποίηση γίνεται για 12 μήνες αλλά η δήλωση να κρατείται για άλλα τέσσερα χρόνια, άρα σύνολο πέντε.
Υπήρξε επίσης η εισήγηση, από πλευράς της κ. Ατταλίδου, η Επιτροπή να δημοσιοποιεί ταυτόχρονα όλες τις δηλώσεις Πόθεν Έσχες και όχι αποσπασματικά, με αλφαβητική σειρά κτλ, την οποία υιοθέτησε και ο κ. Δημητρίου.
Ένα άλλο ζήτημα που τέθηκε και σε μεγάλο βαθμό ξεκαθαρίστηκε κατά τη χθεσινή συζήτηση ήταν αυτό της εχεμύθειας σε ό,τι αφορά τους λειτουργούς που θα αποκτούν πρόσβαση στα μη δημοσιοποιημένα δεδομένα. Ο κ. Γεωργίου ζήτησε να υπάρξει πρόνοια για την παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας, ενώ ζητήθηκε από τη Νομική Υπηρεσία να εξετάσει ποια θα ήταν η αναλογική ποινή εάν υπάρξει κάτι τέτοιο. Από πλευράς Υπουργείου Δικαιοσύνης αναφέρθηκε ότι το ζήτημα της εχεμύθειας προβλέπεται από τον νόμο για την Αρχή κατά της Διαφθοράς και υπήρξε η εισήγηση να υπάρξει αντίστοιχη πρόνοια και στον νόμο για το Πόθεν Έσχες.
Παραπομπή στις πρόνοιες του νόμου της Αρχής κατά της Διαφθοράς έγινε και σε ό,τι αφορά τις ψευδείς καταγγελίες, καθώς, όπως είπε ο κ. Πασιουρτίδης, στόχος είναι αποτρέψεις κάποιο να προβαίνει σε καταγγελίες για να σε καταστρέψει πολιτικά. Ανάλογο προβληματισμό εξέφρασε και ο Παύλος Μυλωνάς του ΔΗΚΟ, ο οποίος επεσήμανε ότι στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών, πολιτικά πρόσωπα λοιδορήθηκαν και χρόνια μετά υπάρχει ακόμη κόσμος που πιστεύει γι’ αυτούς ότι έκαναν πράγματα που δεν ισχύουν. Επειδή, είπε, κάποιοι κάνουν τη λάσπη επιστήμη, τάσσεται υπέρ των αυστηρών ποινών. Εξετάζεται το ενδεχόμενο το λεκτικό της Αρχής να μεταφερθεί και στο Πόθεν Έσχες.
Σε ό,τι αφορά την άρση του τραπεζικού απορρήτου, τονίστηκε ότι δεν θα πρέπει να εξομοιώνεται ο πολιτικός κόσμος με τους υπόπτους κακουργήματος. Επί τούτου, ο Δημήτρης Δημητρίου εισηγήθηκε όπως η δήλωση τραπεζικών δεδομένων συνοδεύεται από παραστατικό, θέση με την οποία συμφώνησε και ο Γιώργος Λουκαΐδης, αναφέροντας ότι τα παραστατικά δεν χρειάζεται να δημοσιοποιούνται, μόνο να υποβάλλονται. Ο κ. Μαρκίδης εξέφρασε ανησυχία για το γεγονός πως αν χρειάζεται συγκατάθεση για την άρση του απορρήτου, τι θα γίνεται όταν κάποιος αρνείται, με τους βουλευτές να επισημαίνουν ότι υπάρχει η διέξοδος της εξασφάλισης εντάλματος Δικαστηρίου.
Κινητή περιουσία
Οι βουλευτές φάνηκε να συμφωνούν πως ό,τι στοιχεία πρόκειται να ζητούνται από τα ΠΕΠ, για συμμετοχή σε εταιρείες και άλλα ζητήματα, θα ζητούνται και για τους συζύγους και τα εξαρτώμενα τους πρόσωπα. Σε ό,τι αφορά την περίπτωση το πρόσωπο αυτό να πεθάνει ενώ είναι εν ενεργεία, πριν προλάβει να υποβάλει τη δήλωση του Πόθεν Έσχες, υπάρχει η σκέψη το καθήκον αυτό να αναλαμβάνει ο διαχειριστής της περιουσίας του.
Περαιτέρω συζήτηση υπήρξε και για την καταγραφή της κινητής περιουσίας. Αν και φαίνεται να υπάρχει κατάληξη στην αξία των 10,000 ευρώ, το ερώτημα ήταν τι ακριβώς θα δηλώνεται και τι θα δημοσιοποιείται. Ο κ. Πασιουρτίδης εισηγήθηκε όπως καταγράφονται στη δήλωση αλλά δεν δημοσιοποιούνται, θέση με την οποία συμφώνησε και ο πρόεδρος της Επιτροπής, που πρότεινε επίσης η δήλωση να είναι ομαδοποιημένη, πχ «πίνακες αξίας 50,000 ευρώ» και όχι ένας ένας πίνακας. Εάν θα υιοθετηθεί αυτή η πρόταση, η κινητή περιουσία θα είναι κατηγοροποιημένη σε τιμαλφή, έργα τέχνης κτλ, εφόσον έχουν αξία άνω των 10,000 ευρώ. Ο κ. Μαρκίδης εξήγησε ότι η πολλή ανάλυση δεν έχει μεγάλη σημασία, αφού ο στόχος είναι να ελέγχεται η καθαρή περιουσία και η μεταβολή που παρατηρείται σε αυτήν, ενώ συμφώνησε πως δεν υπάρχει λόγος δημοσιοποίησης αυτών των στοιχείων. Η Νομική Υπηρεσία επεσήμανε πως θα πρέπει να διευκρινιστεί και αν αυτή η αξία είναι η τρέχουσα.
Η ιδιότητα του Εφόρου
Μεγάλο μέρος της συζήτησης αναλώθηκε και στο ζήτημα της ιδιότητας του Εφόρου Φορολογίας σε σχέση με τον ρόλο του στον έλεγχο του Πόθεν Έσχες. Ο ίδιος ο Σωτήρης Μαρκίδης έθιξε το θέμα, λέγοντας ότι ο Έφορος και οι λειτουργοί του παίρνουν πάρα πολλές πληροφορίες και πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο από τον νόμο ότι θα μπορεί να χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες κατά τον έλεγχο του Πόθεν Έσχες. Εξήγησε ότι δεν μπορεί να δουλεύει και να σκέφτεται με ποια ιδιότητα ήταν που αποκόμισε πληροφορίες που γνωρίζει και ποια νομοθεσία βρίσκεται σε ισχύ. «Δεν μπορώ να κάθομαι στο γραφείο μου και να σκέφτομαι με ποιο καπέλο λειτουργώ», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επί τούτου συμφώνησαν και οι βουλευτές, επισημαίνοντας ότι δεν τον επέλεξαν για αυτή την αποστολή με την προσωπική του ιδιότητα, αλλά ακριβώς επειδή είναι ο Έφορος Φορολογίας και διαθέτει αυτές τις προσβάσεις. Ωστόσο δεν φαίνεται να συμφωνεί το γραφείο της Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, με την εκπρόσωπό του να εξηγεί πως από τη στιγμή που θα προβαίνει σε επαλήθευση για λογαριασμό της Επιτροπής, θα πρέπει να λειτουργεί με τα μέσα που διαθέτει εκ μέρους της. Οι βουλευτές υιοθέτησαν τη θέση του Εφόρου, λέγοντας μάλιστα ότι δεν είναι δυνατόν να… χωρίσει τον εγκέφαλο του στα δύο. Συνεπώς, η εισήγηση ήταν να γραφτεί στον νόμο του Πόθεν Έσχες ότι νοείται πως μπορεί να ασκεί τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες που του παρέχονται από τον δικό του νόμο, ώστε να καταστεί σύννομο.
Πιάνουν σειρά οι δημόσιοι υπάλληλοι
Αν και η συζήτηση περιορίστηκε στον νόμο των ΠΕΠ και δεν πρόλαβε να γίνει αναφορικά με τον άλλο νόμο που συζητείται ταυτόχρονα, αυτόν για τα Δημόσια Εκτεθειμένα Πρόσωπα, η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας έθεσε θέμα σε ό,τι αφορά τους εισαγγελείς της Δημοκρατίας, λέγοντας ότι είναι δημόσιοι υπάλληλοι που διέπονται από τον νόμο της Δημόσιας Υπηρεσίας και υπάρχει επικάλυψη. Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους, όπως είναι οι Γενικοί Διευθυντές Υπουργείων. Όπως είπε, ενδέχεται η ρύθμιση να είναι αντισυνταγματική γιατί υπάρχει και σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών επανέλαβε ότι όταν τελειώσουμε με τα δικά μας, θα ασχοληθούμε με τους δημόσιους υπαλλήλους. Πρόκειται για μια πρόθεση που είχε εκφραστεί και στο παρελθόν, έτσι ώστε οι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, που συγκεντρώνουν εξουσίες και λαμβάνουν αποφάσεις, να μπορούν να ελέγχονται.