Οι νόμοι είναι για να εφαρμόζονται, όχι για να υπάρχουν
06:58 - 12 Νοεμβρίου 2023
Την επιστολή που έλαβε από τη Αστυνομία στις 20 Οκτωβρίου, η οποία τον ενημερώνει για την αρχειοθέτηση της καταγγελίας της Αλεξάνδρας Ατταλίδου εναντίον του, ανήρτησε αυτή την εβδομάδα στον λογαριασμό του στο Facebook ο ανεξάρτητος βουλευτής Ανδρέας Θεμιστοκλέους. Όπως αναφέρεται στην επιστολή, η Αστυνομία «προχώρησε στην πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης με τη συλλογή υλικού και αναρτήσεων». Ακολούθως τη διαβίβασε στη Νομική Υπηρεσία και ο φάκελος επιστράφηκε στην Αστυνομία με οδηγίες για αρχειοθέτηση της υπόθεσης, «καθώς δεν στοιχειοθετείται οποιοδήποτε αδίκημα».
Ο ίδιος έκανε πανηγυρικά λόγο για «ελεεινή προσπάθεια» για άρση της βουλευτικής του ασυλίας και ποινικής του δίωξης για τις απόψεις και τις ιδέες του και εξέφρασε απορία τι έλεγε επί τρεις ώρες στην Αστυνομία η καταγγέλλουσα.
Υπενθυμίζεται ότι η έρευνα ξεκίνησε, με τη σύμφωνο γνώμη της Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά το σχόλιο του κ. Θεμιστοκλέους κατά της ανεξάρτητης βουλεύτριας (τότε των Οικολόγων) πως «μάλλον οι τρεις μαύροι δεν έφτασαν ποτέ», αναφερόμενος σε καταγγελία της ίδιας πως «έλαβα μηνύματα πως θα μου στείλουν τρεις μαύρους».
Αστυνομία και Νομική Υπηρεσία, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις που καταγγέλθηκε ρητορική μίσους, δεν εντόπισαν τίποτα το μεμπτό. Αντιθέτως, για άλλη μία φορά, έδωσαν την εντύπωση πως η νομοθεσία για τη ρητορική μίσους έχει μπει στο ίδιο συρτάρι που καταχωρήθηκε και η καταγγελία Ατταλίδου κατά Θεμιστοκλέους.
Τον περασμένο Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας (ECRI), είχε προβεί σε μία σειρά συστάσεων προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Μεταξύ αυτών ήταν πως οι Αρχές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα διάφορα μακροχρόνια κενά στην εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους και της βίας υποκινούμενης από μίσος. Εισηγείτο όπως επανεξεταστεί η νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων ένδικων μέσων έννομης προστασίας για τα θύματα, αλλά και να παρέχεται η κατάλληλη εκπαίδευση στους αστυνομικούς, τους δημόσιους κατήγορους και τους δικαστές, αυτούς δηλαδή που καλούνται να εφαρμόσουν τις σχετικές νομοθεσίες, σχετικά με την χρήση κατάλληλων ποινικών διατάξεων.
Είναι απορίας άξιον, εάν τους μήνες που μεσολάβησαν από τη σύσταση υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική πρόοδος και αν δόθηκε η κατάλληλη εκπαίδευση στα πρόσωπα που καλούνται να ανταποκριθούν σε αυτά τα συμβάντα. Εάν σε μια τόσο πολύκροτη υπόθεση, για την οποία επέδειξε και προσωπικό ενδιαφέρον η Άννα Προκοπίου, τόσο οι αστυνομικοί όσο και η Νομική Υπηρεσία δεν κατάφεραν να εντοπίσουν παραβιάσεις του νόμου, εύλογα διερωτάται κάποιος αν βρήκαν σε άλλες περιπτώσεις που δεν είδαν απαραιτήτως το φως της δημοσιότητας και δεν υπήρχε πίεση από την κοινωνία. Υπήρξαν, άλλωστε, και άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, όπως αυτή του Μητροπολίτη Μόρφου, που ήταν εξίσου δημόσιες και για τις οποίες ενώ η κοινωνία έβλεπε ένα πράγμα, αυτοί που καλούνται να εφαρμόσουν τον νόμο έβλεπαν κάτι άλλο.
Εάν ο νόμος είναι ανεπαρκής ή μη εφαρμόσιμος είναι δουλειά της πολιτείας να πάρει τις κατάλληλες τροποποιήσεις στη Βουλή, κάτι που μπορεί και η ίδια η Βουλή να πράξει, εάν διαπιστώνει κενό. Ενδεχομένως, όμως, ο νόμος να είναι μια χαρά και το πρόβλημα να έγκειται ξεκάθαρα στην εφαρμογή του, είτε λόγω απουσίας επαρκών γνώσεων, είτε λόγω απουσίας επαρκούς βούλησης. Να υπάρχει, δηλαδή, είτε απροθυμία από τις Αρχές, είτε έλλειψη ικανοτήτων για να προχωρήσουν αυτές οι υποθέσεις, ενώ το νομοθετικό πλαίσιο υπάρχει και προσφέρεται. Κανένα από τα τρία δεν μπορεί να είναι αποδεκτή δικαιολογία σε μια κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της.
Ο κόσμος αλλάζει. Οι απαιτήσεις αλλάζουν. Δεν μπορεί το κράτος και οι Αρχές του να μην ακολουθούν. Δεν μπορεί να γίνονται συστάσεις από ξένους φορείς αλλά να δίνεται η εντύπωση ότι δεν μας νοιάζει αρκετά για να βελτιώσουμε οτιδήποτε. Και κυρίως δεν γίνεται να ψηφίζουμε νόμους για να κοσμούν αρχεία και να χαιρόμαστε μεταξύ μας. Οι νόμοι είναι για να εφαρμόζονται, όχι για να υπάρχουν.