Αύξηση εισφοράς προς τη ΔΕΑ ανακοίνωσε ο Χριστοδουλίδης
15:04 - 29 Οκτωβρίου 2023
Την αύξηση της οικονομικής εισφοράς της Κυπριακής Δημοκρατίας προς τη Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) ανακοίνωσε σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, υπογραμμίζοντας ότι η διακρίβωση της τύχης όλων των αγνοουμένων ήταν ανέκαθεν μια εκ των βασικών προτεραιοτήτων του, τόσο ως διπλωμάτης και Υπουργός Εξωτερικών, όσο και ως Πρόεδρος.
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης προχώρησε στην ανακοίνωση το πρωί της Κυριακής, κατά τον χαιρετισμό του σε εκδήλωση εγκαινίων του μνημείου στην Αγλαντζιά, για τους αιχμαλώτους του 1974, αναφέροντας ότι «ο πόνος και η αγωνία τους για διακρίβωση της τύχης των αγαπημένων τους προσώπων είναι και δικός μας».
Σημείωσε, ακόμα, ότι τα εμπόδια που υφίστανται στην προσπάθεια αυτή δε θα έπρεπε να υπήρχαν για ένα καθαρά ανθρωπιστικό και ανθρώπινο ζήτημα. «Θα σταματήσουμε την προσπάθεια μόνο όταν όλες οι οικογένειες βρουν γαλήνη, μόνο τότε θα βρούμε και εμείς ως Πολιτεία τη δική μας γαλήνη», πρόσθεσε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Επίδομα φροντίδας σε συγγενείς πεσόντων και αγνοουμένων ανακοίνωσε ο Πρόεδρος-«Η πολιτεία έπρεπε να το κάνει εδώ και καιρό»
«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με στόχο να συνεισφέρουμε ακόμη περισσότερο στην προσπάθεια της ΔΕΑ, έχω αποφασίσει, ανεξάρτητα από του το τι θα πράξει η τουρκική πλευρά, να αυξήσουμε, ως Κυπριακή Δημοκρατία, την οικονομική μας συνεισφορά, έτσι ώστε η ΔΕΑ να εντατικοποιήσει ακόμη περισσότερο τις προσπάθειές της με περισσότερες ομάδες και συνεργεία στον τομέα των ανασκαφών» ανέφερε στη συνέχεια ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης.
«Δεν μπορεί να υπάρχουν τόσες πληροφορίες, όπως έχω ενημερωθεί, αλλά να υπάρχει καθυστέρηση στη διερεύνηση αυτών των πληροφοριών διότι δεν υπάρχουν συνεργεία», σημείωσε, διευκρινίζοντας ότι η συνεισφορά της Κυπριακής Δημοκρατίας θα αυξηθεί ανεξάρτητα από το τι θα κάνει η τουρκική πλευρά.
Επίσης, κατά τον χαιρετισμό του στην εκδήλωση εγκαινίων, ο Πρόεδρος ανέφερε ότι με αφορμή τις δύσκολες ώρες που διανύουμε, λόγω της κρίσης στην περιοχή, αναβιώνουν θύμησες από το καλοκαίρι του 1974. «Και αυτές οι θύμησες είναι και που μας καλούν να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, όσες μας αναλογούν τουλάχιστον, και πάντοτε στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας ως χώρα, για τη διασφάλιση της ειρήνης, για την υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής από όπου κι αν προέρχεται, όποια γλώσσα κι αν μιλά, ό,τι χρώμα κι αν έχει», είπε, υπογραμμίζοντας ότι «ο λαός μας γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει δυστυχία πολέμου».
Ακολούθως, υπενθύμισε ότι 2647 Ε/κ αιχμαλωτίστηκαν το καλοκαίρι του 1974, σύμφωνα με τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, καθώς και ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν άμαχοι πολίτες και ότι οι μισοί περίπου από αυτούς μεταφέρθηκαν σε φυλακές της Τουρκίας.
«Η ανέγερση, λοιπόν, του Μνημείου Αιχμαλώτων του Πολέμου του 1974 εδώ στην Αγλαντζιά, είναι ένας οφειλόμενος φόρος τιμής σε όλους αυτούς που έζησαν περισσότερο ενδεχομένως από πολλούς άλλους τη λαίλαπα του πολέμου», σημείωσε ακολούθως και συνεχάρη τον Δήμο Αγλαντζιάς, τους συνεργάτες του, και τον Σύνδεσμο Αιχμαλώτων Πολέμου 1974 για την πρωτοβουλία ανέγερσης του μνημείου, αλλά και για την απόφαση τοποθέτησής του στον συγκεκριμένο χώρο που αποτέλεσε τον τελικό προορισμό όσων αιχμαλώτων επέστρεψαν.
Εξήγησε ότι κατά την επιστροφή τους, οι αιχμάλωτοι ξεκινούσαν από το Λήδρα Πάλλας με λεωφορεία, για να καταλήξουν στο στο συνεδριακό κέντρο Φιλοξενία, όπου τους περίμεναν τότε οι συγγενείς τους, για να δουν αν τα αγαπημένα τους πρόσωπα είχαν επιστρέψει. «Κάποιοι τυχεροί επανασυνδέονταν μετά από καιρό και σφιχταγκαλιάζονταν. Για κάποιους άλλους, όμως, η αγωνία δεν είχε τελειωμό. Λεωφορεία πήγαιναν και έρχονταν, αλλά ο δικός τους άνθρωπος δεν επέστρεψε ποτέ», σημείωσε ο Πρόεδρος, προσθέτοντας ότι η εξέλιξη του δράματος εκείνου είναι «μια υπερρεαλιστική κατάσταση φρίκης χωρίς τελειωμό», ανέφερε.
«Η Πολιτεία διαχρονικά τιμά και σέβεται όλους αυτούς τους ανθρώπους που στο κάλεσμα της πατρίδας στάθηκαν αντάξιοι», συνέχισε ο Πρόεδρος, λέγοντας ότι, αν και μικρό σε σχέση με τη θυσία του κυπριακού λαού, το μνημείο «είναι ένας φάρος ιστορικής μνήμης για τις επόμενες γενιές, έτσι ώστε να μην ξεχάσουν τους ήρωες των επάλξεων της πατρίδας μας, για να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι ο πόλεμος και τα δεινά του δεν κάνουν διακρίσεις, δεν ξεχωρίζουν άμαχους και στρατιώτες. Για να μη ξεχάσουμε ποτέ ότι τα απότοκα ενός πολέμου, τα πληρώνουμε όλοι, τα πληρώνει πρώτα και πάνω από όλα ο λαός».
Πρόσθεσε, ακόμα, ότι «το εν λόγω Μνημείο είναι και μνημείο Ειρήνης, είναι υπόσχεση προς τον λαό μας, προς τη νέα γενιά τούτου του τόπου, ότι θα κάνουμε τα πάντα, έτσι ώστε να μην ξαναζήσουμε τέτοια τραγωδία, μια τέτοια προδοσία, ότι θα δώσουμε το άπαν των δυνάμεών μας, έτσι ώστε η ειρήνη σε αυτό τον τόπο να είναι αδιαπραγμάτευτη».
Κλείνοντας, απευθύνθηκε σε όσους ήταν αιχμάλωτοι το 1974, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα βρίσκεται δίπλα τους «για να βρούμε μαζί λύσεις στα θέματα που σας απασχολούν, στα πολύ εύλογα αιτήματα», όπως είπε χαρακτηριστικά. «Το νιώθω πολύ έντονα, εσείς είστε ο λόγος που σήμερα υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία και είναι ελάχιστη υποχρέωση της Πολιτείας και εμένα προσωπικά το να πράξουμε τα δέοντα, τα ελάχιστα απέναντί σας», κατέληξε.
Στην τελετή των εγκαινίων του μνημείου, που πραγματοποιήθηκε ανήμερα της Ημέρας Μνήμης Αγνοουμένων, που έχει οριστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, χαιρετισμό απηύθυναν, επίσης, ο Δήμαρχος Αγλαντζιάς, Ανδρέας Κωνσταντίνου, ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Αιχμαλώτων 1974, Βάσος Χρίστου, ο Πρόεδρος της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων, Νίκος Σεργίδης, και ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, Νίκος Κέττηρος. Αγιασμό τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπρου Γεώργιος.
Στον χαιρετισμό του, ο Δήμαρχος Αγλαντζιάς, ανέφερε ότι το μνημείο είναι φόρος τιμής «σε αυτούς που είδαν κατάματα τον θάνατο, έζησαν βασανιστήρια και κακαουχίες, πολέμησαν με αυταπάρνηση χωρίς καθοδήγηση». Σημείωσε ότι αυτοί οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν σήμερα με τις οδυνηρές θύμησες της περιόδου εκείνης και με την ψυχή τους τραυματισμένη για πάντα, ενώ οι οικογένειες όσων δεν επέστρεψαν, ακόμα περιμένουν τη διακρίβωση της τύχης των οικείων τους.
Ανέφερε, ακόμα, ότι στο σημείο που ανεγέρθηκε το μνημείο, «έληξε το μαρτύριο των αιχμαλώτων και εδώ ξεκίνησε το μαρτύριο των συγγενών αγνοουμένων του 1974», όπως αναγράφεται και στο μνημείο. Τέλος, υπογράμμισε ότι «έχουμε καθήκον απέναντι στις επόμενες γενιές, αλλά και σε αυτούς που θυσιάστηκαν, να συνεχίσουμε ενωμένοι τον αγώνα για απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας, για να ζήσουν τα παιδιά μας σε μια πατρίδα επανενωμένη, χωρίς στρατούς κατοχής, σε συνθήκες ειρήνης και ευημερίας».
Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Αιχμαλώτων 1974 ανέφερε ότι 960 από τους αιχμάλωτους ήταν κληρωτοί και έφεδροι, δηλαδή άμαχοι, όπως είπε, και αναφέρθηκε σε συνέπειες που φέρουν ακόμα από εκείνη την περίοδο, σε προβλήματα υγείας, σωματικά και ψυχικά, εκφράζοντας το παράπονο ότι «η Πολιτεία επέδειξε αδιαφορία και απραξία».
Είπε, ακόμα, ότι το μνημείο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής μνήμης, και ότι σχετικό μνημείο ανεγείρεται και στο Λήδρα Παλας, από όπου ξεκινούσαν τα λεωφορεία που μετέφεραν τους απελευθερωμένους αιχμαλώτους στην Αγλαντζιά.
Ο Πρόεδρος της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων , ανέφερε στον χαιρετισμό του ότι η διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων είναι μια τραγωδία που κατά απαράδεκτο τρόπο συνεχίζεται μέχρι σήμερα, λόγω των αντιστάσεων που προβάλλει η Τουρκία. Εξήρε, δε, την απόφαση του Δήμου Αγλαντζιάς για την ανέγερση του εν λόγω μνημείου.
Τέλος, ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων ανέφερε στον χαιρετισμό του ότι τέτοια μνημεία εμπεριέχουν μέσα τους πολύ πόνο, θλίψη και αγωνία, όσων βίωσαν την τραγωδία και όσων συνεχίζουν να τη βιώνουν.