Ύστατο χαίρε στον 94χρονο ήρωα γέρο Κωνσταντή που δεν εγκατέλειψε το χωριό του-«Ήθελε να ζήσει ελεύθερος»
13:45 - 21 Οκτωβρίου 2023
Το Ύστατο χαίρε απηύθυνε σήμερα η Κύπρος, στον ήρωα Κωνσταντή Κοκκινόβουκου που έπεσε μαχόμενος κατά την Τουρκική Εισβολή, η κηδεία του οποίου τελέστηκε το πρωί στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος στο Μενεού.
Επικήδειο λόγο εκφώνησε η Επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων κα Άννας Αριστοτέλους, η οποία ανέφερε πως με αισθήματα ευλάβειας, απέραντου σεβασμού και βαθιάς συγκίνησης απευθύνουμε σήμερα το ύστατο χαίρε στον Κωνσταντή Κοκκινόβουκο, της Κοντέας, τον βρακά με τις σκάρπες, τον ήρωα αφοσίωσης. Ένα ακόμα θύμα της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Τον άνθρωπο που παρέμεινε ριζωμένος και αφοσιωμένος στην αγαπημένη του γη της Κοντέας. Που ανήμερα της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής και παρά τις προτροπές των παιδιών του, αρνήθηκε να εγκαταλείψει την εύφορη γη του χωριού του για να γλιτώσει από τις ορδές του Αττίλα. Τον άνθρωπο που έζησε για έναν αιώνα σχεδόν στο χωριό του και κηδεύεται σήμερα, 143 χρόνια μετά τη γέννησή του το 1880.
Όπως ανέφερε η κα Αριστοτέλους, «η καταστροφή της τουρκικής βαρβαρότητας που έζησε η πατρίδα μας το καλοκαίρι του 1974, όρισε την τύχη των ανθρώπων τότε, ορίζει την τύχη και το μέλλον των ανθρώπων μέχρι και σήμερα. Των νέων αλλά και των μελλοντικών γενιών. Ο Αττίλας όμως δεν μπορούσε με τίποτα να ορίσει την τύχη ανθρώπων όπως ο Κωνσταντής Κοκκινόβουκος, ο οποίος ούτε τρόμαξε, ούτε φοβήθηκε, ούτε συμμερίστηκε τις προτροπές των παιδιών του να εγκαταλείψει το χωριό του. Παρέμεινε αγέρωχος, περήφανος και ελεύθερος μέχρι που οι σφαίρες του εισβολέα επέφεραν τον θάνατό του. Έναν θάνατο στον οποίο έφτασε πλήρης ημερών, εκεί στο χώμα της αγαπημένης του Κοντέας, φορώντας τη βράκα του με τις σκάρπες, όπως όριζε ο δικός του αξιακός κώδικας και το πρωτόκολλο μιας άλλης εποχής. Ενός κώδικα που όριζε πως ο άνθρωπος δεν φοβάται, δεν λυγίζει και δεν εγκαταλείπει τη γη του. Παραμένει εκεί στη γη του, αφοσιωμένος μέχρι και την τελευταία του πνοή».
Ο γέρο Κωνσταντής άλλωστε μοιράστηκε την ίδια γη με την αγαπημένη του σύζυγο Ελένη την οποία είχε χάσει νωρίτερα και ευτύχισαν να φτιάξουν οικογένεια με δύο παιδιά, τον Παντελή και τον Κυριάκο και να αποκτήσουν εγγόνια.
Γιος του Χριστοφή και της Κορνηλιούς, ο Κωνσταντής γεννήθηκε το 1880 και ήταν βοσκός. Η ζωή του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γη της Κοντέας για σχεδόν έναν αιώνα, και τις ρίζες του δεν μπορούσαν την 14η Αυγούστου να τις αποκόψουν ούτε οι βαρβαρότητες του εισβολέα, ούτε οι προτροπές του γιού του για να εγκαταλείψουν το χωριό και να μεταβούν σε πιο ασφαλές σημείο στη Ξυλοφάγου.
Μιλώντας για την ιστορία του ήρωα, η κα Αριστοτέλους ανέφερε πως η πρώτη φάση της εισβολής τους κράτησε στα σπίτια τους, όπως και τους περισσότερους κατοίκους της Μεσαριάς. Οι μάχες δίνονταν σε άλλες περιοχές, βορειότερα και δυτικά του χωριού τους. Τα χαράματα όμως της 14ης Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις διενήργησαν μεγάλες επιθέσεις κατά των θέσεων της Εθνικής Φρουράς και στην περιοχή Μιας Μηλιάς, ενώ τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν και την γύρω περιοχή.
Τα κακά μαντάτα ταξίδεψαν γρήγορα και τα χωριά που βρίσκονται ανατολικά της Μιας Μηλιάς, μεταξύ Λευκωσίας και Αμμοχώστου, άρχισαν να εγκαταλείπονται από τους κατοίκους τους. Αυτό έπραξαν και οι Κοντεάτες, οι οποίοι επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να φύγουν για να γλιτώσουν από τους Τούρκους στρατιώτες. Η οικογένεια του Κοκκινόβουκου, αποφάσισε να μεταβεί στη Ξυλοφάγου. Είχε όμως να διαχειριστεί ένα σοβαρό πρόβλημα. Ο υπερήλικας παππούς αρνείτο να ακολουθήσει. Όπως αυτόν κι άλλοι δυο-τρεις συγχωριανοί του, οι οποίοι παρά τις προτροπές των υπολοίπων που έφυγαν για να γλυτώσουν από τη βαρβαρότητα του εισβολέα, παρέμειναν στο χωριό, στην αγαπημένη τους Κοντέα. Όχι για να την υπερασπιστούν πολεμώντας. Άλλωστε η ηλικία τους δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Αλλά για να ζήσουν ελεύθεροι τις τελευταίες τους στιγμές στην αγαπημένη τους γη, τιμώντας την με την αποκλειστική προσήλωσή τους, με αληθινή αφοσίωσή, πίστη και δέσμευση προς αυτή, μέχρι θανάτου.
Τα τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν από τη Μια Μηλιά και κατέλαβαν το νέο δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου στην περιοχή του Τραχωνίου Κυθρέας, αποκόπτοντας έτσι αριθμό χωριών της επαρχίας Αμμοχώστου από τις ελεύθερες περιοχές και εγκλωβίζοντας αριθμό κατοίκων οι οποίοι δεν είχαν εγκαταλείψει τη γη τους.
Τα ίχνη ζωής του Κωνσταντή Κοκκινόβουκου χάνονται από τη στιγμή που τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλουν στο χωριό. Ήταν μία συνειδητή απόφαση, με την οποία αψήφησε τους κινδύνους, και την ίδια τη ζωή του. Ο Κωνσταντής γνώριζε το τέλος και περίμενε στην οικία του. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο 94χρονος δεν έτυχε διαφορετικής αντιμετώπισης από τα περισσότερα θύματα της τουρκικής θηριωδίας. Έπεσε νεκρός με τραύματα από πυροβολισμούς.
Σύμφωνα με τον αδελφότεκνο του και συγχωριανούς του, τον βρήκαν στο δρόμο νεκρό στο τσιφλίκι του Φράγκου, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Τον έθαψαν σε μια σωρό κοπριάς που υπήρχε έξω από την πόρτα της μάντρας και έβαλαν σταυρό.
Η κα Αριστοτέλους ανέφερε πως «ο φόρος αίματος που πλήρωσε η οικογένεια Κοκκινόβουκου δεν ξεπληρώθηκε όμως μόνο με τη θυσία του παππού. Οι εισβολείς προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερο πόνο και οδύνη στην οικογένεια, αφού μαζί με τα περήφανα γηρατειά, άγγιξαν και τη νεότερη γενιά. Σε εκείνη τη σκυταλοδρομία της βαρβαρότητας, η σκυτάλη πήγε από τον παππού στον εγγονό. Ο Μιχάλης Κοκκινόβουκος, γιος του Κυριάκου Κοκκινόβουκου, και εγγονός του Κωνσταντή, μόλις 19 χρονών, αγνοείται από τις 15 Αυγούστου, όταν ως στρατιώτης της Εθνικής Φρουράς, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της πατρίδας για να την υπερασπιστεί, με έμπρακτη, σταθερή και ανιδιοτελή αγάπη και αφοσίωση προς την πατρίδα. Την τελευταία φορά που είδαν ζωντανό τον Μιχάλη ήταν σε ένα σπίτι στη Βώνη, ούτε 30 χιλιόμετρα από εκεί που είχε βρει τραγικό θάνατο ο παππούς του. Ο Μιχάλης Κοκκινόβουκος εκείνο το καλοκαίρι υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο 120 Λόχο Βαρέων Όπλων, που μετά την έναρξη της εισβολής στις 20 Ιουλίου κατέληξε στην περιοχή Μιας Μηλιάς Κουτσοβέντη».
Μετά από σκληρές μάχες και την ορμητική προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων προς την περιοχή Τραχωνίου – Κυθρέας, ο Μιχαήλ Κοκκινόβουκος κινήθηκε προς τη Βώνη όπου και κατέληξε σε οικία μαζί με αριθμό άλλων στρατιωτών.
Την επομένη μέρα, οι τούρκοι εισβολείς συνέλαβαν όλους τους στρατιώτες οι οποίοι βρίσκονταν εντός της οικίας, καθώς και όλους τους άντρες πολίτες και στη συνέχεια τους οδήγησαν προς την περιοχή του Τ/Κ χωριού Πέκιουγιου. Έκτοτε τα ίχνη τους χάθηκαν.
Για δεκαετίες η οικογένεια Κοκκινόβουκου, η οποία περιμένει νέα για τον Μιχάλη, ανέμενε νέα και για τον παππού Κωνσταντή, τα οστά του οποίου τελικά εντοπίστηκαν στην περιοχή της αγαπημένης του Κοντέας.
«Με αυτό τον τρόπο σήμερα κλείνει ένα κεφάλαιο, όχι όμως το βιβλίο για την οικογένεια Κοκκινόβουκου, η οποία περιμένει καρτερικά, μαζί με πολλές άλλες οικογένειες αγνοουμένων, τη διακρίβωση της τύχης των αγαπημένων τους προσώπων. Μια πληγή που δεν κλείνει. Εδώ και μισό αιώνα, παραμένει ανοικτή. Σήμερα, γράφεται ο επίλογος της τραγικής ιστορίας του Κωνσταντή Κοκκινόβουκου. Η Πολιτεία αποχαιρετά τον άνθρωπο που παρέμεινε ριζωμένος και αφοσιωμένος στην αγαπημένη του Κοντέα. Τον άνθρωπο που δεν φοβήθηκε, δεν λύγισε και δεν εγκατέλειψε τη γη του, αψηφώντας την ίδια του τη ζωή. Οφείλουμε να διατηρήσουμε άσβεστη τη μνήμη του και να μεταλαμπαδεύσουμε στη νέα γενιά την αγάπη και αφοσίωσή του για την πατρώα γη».
Την ίδια ώρα αποτελεί χρέος μας, είπε η κα Αριστοτέλους, «να διασφαλίσουμε τη δικαίωση της θυσίας του. Και να αγωνιστούμε για την πολυπόθητη λευτεριά της πατρίδας μας. Να αγωνιστούμε για την εξεύρεση μιας δίκαιης λύσης που θα τερματίζει την κατοχή και τον εποικισμό, θα απαλλάσσει την Κύπρο από τα ξένα στρατεύματα και θα αποκαθιστά και θα διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων των Κυπρίων».
Τέλος, η κα Αριστοτέλους, απευθυνόμενοι στους συγγενείς του ήρωα, είπε «γνωρίζω ότι ούτε τα λόγια ούτε οι οποιεσδήποτε εκδηλώσεις μπορούν να απαλύνουν τον πόνο, την απέραντη και απαρηγόρητη θλίψη σας για την τύχη του αγαπημένου σας προσώπου. Η παρακαταθήκη όμως που άφησε ο Κωνσταντής μας, που προτίμησε να παραμείνει λεύτερος στη γη που τον γέννησε, ακόμα και την υστάτη αποτελεί πρότυπο υπερηφάνειας, αρχών και αξιών, και δείχνει σε όλους εμάς το δρόμο της ευθύνης και του καθήκοντος, να συνεχίσουμε τον αγώνα για δικαίωση».