Καταγράφει στρεβλώσεις, προτείνει λύσεις για διπλοπόρτι συνταξιούχων-αξιωματούχων ο Οδυσσέας
06:00 - 17 Οκτωβρίου 2023
Λεπτομερέστατο υπόμνημα, από το οποίο εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα, για το ποιος έχει την ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση της ταυτόχρονης καταβολής συντάξεων και μισθοδοσίας σε κρατικούς αξιωματούχους, κατέθεσε ενώπιον της επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, ο Γενικός Ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης.
Το συγκεκριμένο θέμα, απασχόλησε κατά τη συνεδρία της τη Δευτέρα την επιτροπή Οικονομικών, όπου διαπιστώθηκε πως τα τελευταία χρόνια επικρατεί ένα πραγματικό αλαλούμ, με όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες, να δηλώνουν εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα για το θέμα. Πλέον φαίνεται πως έχει ληφθεί απόφαση σε πολιτικό επίπεδο και το Υπουργείο Οικονομικών εξέφρασε την πρόθεσή του να καταθέσει ολοκληρωμένο πλαίσιο για την επίλυση του προβλήματος.
Υπενθυμίζεται ότι το όλο ζήτημα προέκυψε, μετά από δημοσιεύματα για τον, Νίκο Χριστοδουλίδη, ότι πέραν από τον μισθό του Προέδρου της Δημοκρατίας, λαμβάνει και τη σύνταξη του από το δημόσιο, λόγω της θητείας του στο Υπουργείο Εξωτερικών ως διπλωμάτης. Τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα, ακολούθησαν και άλλες σχετικές περιπτώσεις, είτε υπουργών, είτε βουλευτών που λαμβάνουν και σύνταξη και μισθό, ενώ αναδείχθηκαν προτάσεις Νόμου, που βρίσκονται για επτά χρόνια στα συρτάρια της Βουλής, τις οποίες είχαν καταθέσει ο Αβέρωφ Νεοφύτου και ο Νικόλας Παπαδόπουλος.
Ο Γενικός Ελεγκτής στο υπόμνημα που κατέθεσε στη Βουλή, όπου τέθηκαν υπό συζήτηση οι συγκεκριμένες προτάσεις Νόμου, περιγράφει τη Νομοθεσία που διέπει τις συντάξεις πολιτειακών αξιωματούχων, δημάρχων, υπαλλήλων του κεντρικού κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ καταγράφει και τις στρεβλώσεις που θα πρέπει να αρθούν, σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις.
Τι λέει ο Νόμος από το 1980
Σε σχέση με τη Νομοθεσία που διέπει τις συντάξεις πολιτειακών αξιωματούχων, δημάρχων και υπαλλήλων του κεντρικού κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα ο Γενικός Ελεγκτής αναφέρεται ξεχωριστά σε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους.
Σε σχέση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, της Βουλής, τους υπουργούς, τους υφυπουργούς και τους βουλευτές, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης εξηγεί πως ο Νόμος προβλέπει ότι η σύνταξη των αξιωματούχων αυτών αναστέλλεται αν αναλάβουν "οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία". Η πρόνοια αυτή ισχύει από το 1980 και τεκμαίρεται συνταγματική. Εφόσον ισχύει από τη στιγμή που κάποιος διορίζεται στο αξίωμα, λαμβάνεται υπόψη στη σύνταξη που θεμελιώνει και συνεπώς πλέον δεν υπάρχει βάση για να κριθεί αντισυνταγματική.
Ο νόμος θέτει επίσης όριο 2/3 των υψηλότερων απολαβών σε περίπτωση υπηρεσίας σε περισσότερα του ενός από αυτά τα συγκεκριμένα αξιώματα.
Ο Πρόεδρος και οι υπόλοιποι
Με βάση το νόμο, η σύνταξη του Προέδρου της Δημοκρατίας καταβάλλεται με την αφυπηρέτησή του ενώ του Προέδρου της Βουλής, των Υπουργών, Υφυπουργών και των Βουλευτών στο 60ο έτος της ηλικίας τους. Όως σημειώνει ο κ. Μιχαηλίδης, «αυτό τροποποιεί η ενώπιον της Επιτροπής Πρόταση Νόμου του βουλευτή κ. Αβέρωφ Νεοφύτου».
Σε ότι αφορά τα μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας, τον Γενικό Εισαγγελέα, τον Γενικό Ελεγκτή, τον Γενικό Λογιστή και τους βοηθούς τους αλλά και τους δημόσιους υπαλλήλους του κεντρικού κράτους, της εκπαιδευτικής υπηρεσίας, των δυνάμεων ασφαλείας και του Στρατού, που διορίστηκαν προ της 1ης Οκτωβρίου 2011 Ο Νόμος προβλέπει αναστολή καταβολής της σύνταξης μόνο αν ο υπάλληλος διοριστεί ξανά σε θέση που διέπεται από αυτό το νόμο.
Εάν συνταξιούχος υπάλληλος επαναδιοριστεί σε συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία, η καταβολή της σύνταξης του αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της νέας υπηρεσίας του. Η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό του νέου επαναδιορισμού του, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο εάν δεν είχε ανασταλεί:
Σημειώνεται επίσης ότι αν ο μηνιαίος μισθός, είναι χαμηλότερος των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του, καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό των εν λόγω συντάξιμων απολαβών του.]
Επιπλέον η Νομοθεσία προβλέπει ότι αν ο υπάλληλος αφυπηρετήσει για την ανάληψη δημόσιου αξιώματος τότε αρχίζει να λαμβάνει σύνταξη από την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, ανεξαρτήτως της ηλικίας του.
Σε άλλο άρθρο της Νομοθεσίας, υπάρχει δικλείδα σύμφωνα με την οποία το πιο πάνω ισχύει μόνο για τη σύνταξη που θεμελιώθηκε για υπηρεσία μέχρι της 31.12.2012. Για τη σύνταξη που θεμελιώθηκε για υπηρεσία μετά την 1.1.2013 το εφάπαξ ποσό και η σύνταξη καταβάλλονται 5 χρόνια πριν την ημερομηνία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης (άρα για τη δημόσια υπηρεσία στο 60ο έτος). Το εφάπαξ ποσό καταβάλλεται 15 χρόνια πριν την ημερομηνία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης (άρα για τη δημόσια υπηρεσία στο 50ο έτος)
Ο Γενικός Ελεγκτής σημειώνει πως η Νομοθεσία προβλέπει μεταβατικές διατάξεις ως προς την ηλικία καταβολής του εφάπαξ ποσού και της σύνταξης για υπηρεσία μετά την 1.1.2013. Για παράδειγμα, κάποιος που αφυπηρέτησε το 2018, η σύνταξη θα του καταβληθεί 7 χρόνια (αντί 5) και το εφάπαξ ποσό 17 χρόνια (αντί 15) πριν την ημερομηνία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης.
Εξαιρούν Δικαστές και Εισαγγελείς
Επιπλέον ο Νόμος προβλέπει εξαίρεση των δικαστών (και κατ΄ επέκταση του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα) από τις πιο πάνω πρόνοιες. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και σήμερα, δικαστής που αφυπηρετεί για ανάληψη δημοσίου αξιώματος θα λάβει αμέσως σύνταξη και εφάπαξ ποσό ανεξαρτήτως ηλικίας, για όλη του την υπηρεσία.
Στο υπόμνημα του ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης αναφέρεται και στο πέναλτι που εισήχθη στο εφάπαξ ποσό και στη σύνταξη για πρόωρη αφυπηρέτηση που θεμελιώνονται για υπηρεσία μετά την 1.1.2013. Σήμερα, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου που ίσχυε μέχρι το 2021, προβλέπεται κλιμακωτή μείωση στη σύνταξη που φθάνει στο 34% για αφυπηρέτηση επτά έτη πριν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης και μείωση στο εφάπαξ ποσό που φθάνει το 32% για αφυπηρέτηση 18 έτη πριν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης. Η πρόνοια αυτή επίσης δεν εφαρμόζεται στους δικαστές.
Οι υπάλληλοι του ευρύτερου δημοσίου
Ακολούθως στο υπόμνημα του κ. Μιχαηλίδη, γίνεται αναφορά στους υπαλλήλου του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης όπου όπως σημειώνει, « εφαρμόζονται οι οικείες νομοθεσίες, που έχουν τη μορφή Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων».
Για παράδειγμα στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, οι προηγούμενοι Κανονισμοίπροέβλεπαν αναστολή της καταβολής της σύνταξης αν ο υπάλληλος αναλάμβανε δημόσιο αξίωμα. Στους νέους Κανονισμούς έγινε παραπομπή στον Νόμο Ν88(Ι)/2011 που εκ των υστέρων κρίθηκε αντισυνταγματικός. Στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου οι Κανονισμοί προβλέπουν αναστολή της καταβολής της σύνταξης αν ο υπάλληλος αναλάβει δημόσιο αξίωμα. Και στον ΚΟΑ οι Κανονισμοί προβλέπουν αναστολή της καταβολής της σύνταξης αν ο υπάλληλος αναλάβει δημόσιο αξίωμα.
Σε σχέση με τους δημόσιους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διορίζονται μετά την 1η Οκτωβρίου 2011 που περιλαμβάνει τον Γενικό Ελεγκτή και Γενικό Λογιστή και τους Βοηθούς τους, στο νέο νόμο δεν προβλέπεται αναστολή καταβολής της σύνταξης. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος αφυπηρετήσει πρόωρα (περιλαμβάνει ως λόγο την ανάληψη δημόσιου αξιώματος), η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται στην ηλικία των εξήντα ετών και το εφάπαξ ποσό στην ηλικία των πενήντα ετών. Στο Νόμο προβλέπεται ανάλογο πέναλτι στο εφάπαξ ποσό και στη σύνταξη για πρόωρη αφυπηρέτηση.
Τέλος για τους δημάρχους, με βάση τους κανονισμούς που έχουν υιοθετηθεί, η σύνταξη Δημάρχου καταβάλλεται στο 60ο έτος της ηλικίας του. Δεν προβλέπεται αναστολή της σύνταξης κατά την περίοδο ανάληψης άλλου αξιώματος ή θέσης.
Αντισυνταγματικός ο Νόμος του 2011
Ο Γενικός Ελεγκτής υπενθυμίζει πως το άρθρο τρια του Νόμου του 2011, για τις συντάξεις των κρατικών αξιωματούχων, έθετε ανώτατο όριο στη συνολική σύνταξη που λαμβάνει κάποιος δικαιούχος πολλαπλών συντάξεων (ως το ήμισυ των υψηλότερων συντάξιμων απολαβών για οποιοδήποτε εξ αυτών) και προνοούσε επίσης την αναστολή καταβολής σύνταξης σε όποιον αναλάμβανε άλλο αξίωμα.
Το άρθρο αυτό κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αντισυνταγματικό στις 7.10.2014 με την Απόφασή στην υπόθεση Ιωαννίδου-Κουτσελίνη Μαρία και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων.
Το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως εξηγεί ο Ελεγκτής, «βασιζόταν στο ότι επρόκειτο για αναστολή στην καταβολή σύνταξης που είχε ήδη θεμελιωθεί από τους αφυπηρετήσαντες αιτητές και άρα αποτελούσε ήδη περιουσιακό τους στοιχείο. Άρα το πρόβλημα ήταν η αναδρομικότητα, δηλαδή ο επηρεασμός σύνταξης που είχε ήδη θεμελιωθεί».
Οι στεβλώσεις
Στη βάση όλων των πιο πάνων και της έρευνας που διενήργησε η Ελεγκτική Υπηρεσία, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, δίδει στην επιτροπή Οικονομικών, τις κατευθυντήριες γραμμές για το πώς θα διορθωθεί η κατάσταση για το θέμα των συντάξεων και των μισθών.
Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη, οι στρεβλώσεις που θα πρέπει να αρθούν είναι:
(α) Αύξηση της ηλικίας καταβολής της σύνταξης στους Υπουργούς, Υφυπουργούς Βουλευτές και Δημάρχους από το 60ο στο 65ο έτος της ηλικίας τους.
(β) Εισαγωγή πρόνοιας ότι δήμαρχος και υπάλληλος του ευρύτερου δημόσιου τομέα (περιλαμβανομένων των δικαστών, του Γενικού Εισαγγελέα, Γενικού Ελεγκτή, Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους) που μετά την αφυπηρέτηση του αναλαμβάνει άλλο δημόσιο αξίωμα ή θέση στην Κύπρο ή σε θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η καταβολή της σύνταξης του θα αναστέλλεται.
Στο υπόμνημα σημειώνεται πως, «η πρόνοια αυτή ήδη υφίσταται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Υπουργούς, Υφυπουργούς και Βουλευτές, δεν αφορά όμως ανάληψη θέσης σε θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
(γ) Εισαγωγή ανώτατου ορίου σύνταξης σε περίπτωση υπηρεσίας σε περισσότερα του ενός αξιώματα ή θέσεις στη Δημοκρατία, ώστε η σύνταξη αθροιστικά από όλα τα αξιώματα και θέσεις να μην υπερβαίνει το όριο των 2/3 των υψηλότερων απολαβών.
Ο Γενικός Ελεγκτής σημειώνει πως, «όπως αναφέρεται πιο πάνω, η πρόνοια αυτή ήδη υφίσταται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Υπουργούς, Υφυπουργούς και Βουλευτές, αλλά αφορά μόνο τις πολλαπλές συντάξεις από τα αξιώματα αυτά, χωρίς να προσμετρούν συντάξεις από υπηρεσία στη δημόσια υπηρεσία ή σε θέση Δημάρχου».
(δ) Πλήρης τερματισμός του δικαιώματος δημοσίου υπαλλήλου να λαμβάνει σύνταξη ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, επειδή θα αναλάβει δημόσιο αξίωμα ή θέση ασυμβίβαστη με τη θέση που κατείχε. Σήμερα το δικαίωμα αυτό ισχύει για τη σύνταξη που θεμελιώθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012.
Μόνιμες και μεταβατικές λύσεις
Την ίδια ώρα ο Γενικός Ελεγκτής υποδεικνύει στη Βουλή πως οι στρεβλώσεις θα πρέπει να ρυθμιστούν κατά απόλυτο τρόπο για τη σύνταξη που θα θεμελιώνεται και το χρόνο και τρόπο καταβολής της σύνταξης αυτής στο μέλλον, για κάθε διορισμό και εκλογή ή επαναδορισμό ή επανεκλογή σε θέση ή αξίωμα που θα γίνεται μετά την ημερομηνία έναρξης της νέας νομοθεσίας.
«Αν για παράδειγμα», εξηγεί, «ένα πρόσωπο που είναι σήμερα δημόσιος υπάλληλος διοριστεί σε ένα χρόνο Υπουργός, θα μπορεί ο νόμος να προβλέπει ότι η σύνταξη που θα θεμελιώσει το πρόσωπο αυτό ως Υπουργός θα είναι μόνο τέτοια ώστε αθροιζόμενη με τη σύνταξη του δημοσίου υπαλλήλου δεν θα υπερβαίνει το όριο των 2/3 των υψηλότερων απολαβών των δύο θέσεων. Αυτό θα είναι δυνατό αφού το πρόσωπο αυτό θα διοριστεί Υπουργός μετά τη ψήφιση του νόμου και η νέα ρύθμιση δεν θα επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη σύνταξη που έχει σήμερα θεμελιώσει ως δημόσιος υπάλληλος».
Επίσης, αν για παράδειγμα προσθέτει, «κάποιος εκλεγεί (ή επανεκλεγεί) Δήμαρχος σε ένα χρόνο, θα μπορεί ο νόμος να προβλέπει ότι, αν μετά τη λήξη της θητείας του Δημάρχου διοριστεί ως Υπουργός, η σύνταξη του Δημάρχου (ή μόνο αυτή που θα συσσωρεύσει μετά την επανεκλογή του, αν πρόκειται για επανεκλογή) θα αναστέλλεται καθ’ ων χρόνο θα υπηρετεί ως Υπουργός και στη συνέχεια θα υπάρχει όριο στο άθροισμα των δύο συντάξεων».
Παράλληλα ο κ. Μιχαηλίδης, αναφέρεται και στις μεταβατικές διατάξεις, μέχρι την οριστική επίλυση του προβλήματος, χαρακτηρίζοντας την πρόταση Νόμου του Αβέρωφ Νεοφύτου, ως βάση για τη μεταβατική διάταξη.
«Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία, θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις για τη σύνταξη που έχει ήδη θεμελιωθεί. Υπενθυμίζουμε ότι όπως εξηγήθηκε από την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αυγουστή η προσδοκία απόκτησης αξίωσης για σύνταξη, γεννάται κατά τον χρόνο της πρόσληψης, συνιστά, εν δυνάμει, ιδιοκτησία και αποκρυσταλλώνεται ως ιδιοκτησιακό δικαίωμα με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση», αναφέρει ο Γενικός Ελεγκτής.
Και προσθέτει: «Ως προς την Πρόταση Νόμου του κ. Αβέρωφ Νεοφύτου για μείωση του μισθού θέσης ή αξιώματος κατά το προσήκον μέτρο ώστε αθροιζόμενος ο μισθός με τη σύνταξη να μην υπερβαίνει συγκεκριμένο ύψος, θεωρούμε ότι μπορεί να αποτελέσει βάση ως μεταβατική διάταξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνει και η ρύθμιση που αναφέρεται πιο πάνω και η οποία θα λύσει το πρόβλημα οριστικά στο μέλλον».
Τέλος ο Γενικός Ελεγκτής, σημειώνει, «τον κίνδυνο που υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις, μία νομοθεσία καθ’ όλα συνταγματική για χιλιάδες επηρεαζόμενα πρόσωπα, να κριθεί αντισυνταγματική μετά από προσφυγή ενός προσώπου που τελούσε υπό ιδιάζουσες συνθήκες που δεν είχαν ληφθεί δεόντως υπόψη. Είναι δε γνωστό ότι μία ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων και όχι μόνο έναντι του αιτούντος».
Και προσθέτει: Αυτό θα σημαίνει ότι ο νόμος θα ακυρωθεί για όλους λόγω προβλήματος σε μία μεμονωμένη περίπτωση. Είναι συνεπώς εισήγησή μας όπως στο νόμο τεθούν οι αρχές που θα εφαρμόζονται, ταυτόχρονα όμως να προβλεφθεί διαδικασία στη βάση της οποίας, πρόσωπο που θα πιστεύει ότι με τον τρόπο που εφαρμόστηκε η νομοθεσία έχουν επηρεαστεί κατά απαράδεκτο τρόπο συνταγματικά δικαιώματά του, να μπορεί να αποταθεί στον Γενικό Λογιστή ο οποίος θα έχει εξουσία, με έγκριση και του Υπουργού Οικονομικών, να άρει τέτοιες στρεβλώσεις. Αυτό θα σημαίνει ότι προσβλητέα θα είναι πρώτιστα η απόφαση του Γενικού Λογιστή για τη συγκεκριμένη υπόθεση και όχι η νομοθεσία στο σύνολό της», καταλήγει στο υπόμνημα του ο Γενικός Ελεγκτής.