Το 1900 ιδρύθηκε μια Σχολή για «το Όφελος της Νεολαίας της Κύπρου»
Αντώνης Κουπαρής 15:40 - 02 Σεπτεμβρίου 2022
Το τελευταίο διάστημα έλαβε αρκετή δημοσιότητα ένα μεγάλο πρόβλημα στην Αγγλική Σχολή, το οποίο εδώ και καιρό σιγόβραζε σχετικά ήσυχα, με κάποιες διαφορές μεταξύ της Οργάνωσης των Καθηγητών (η οποία είναι εγγεγραμμένη συντεχνία) και του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής· και εν τέλει κλιμακώθηκε με την απόλυση τριών καθηγητριών της Σχολής.
Δεν θα μπω στις λεπτομέρειες και τους λόγους της διαφωνίας, όμως θα πω ότι λόγω αυτού του προβλήματος, έγινε εμφανές το πόσο επικίνδυνο και κακό είναι να διατηρείται από το Κράτος ένα όργανο, το οποίο φαίνεται να μην απαντά σε κανένα και να μην υπόκειται σε οποιουδήποτε είδους αποτελεσματικό έλεγχο. Η απόλυση των τριών καθηγητριών με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής είναι τρομακτική έκβαση, ειδικά αφού γνωρίζουμε ότι αποτελούσαν την ηγεσία της Οργάνωσης Καθηγητών (Πρόεδρος, Γραμματέας και Ταμίας). Δυστυχώς, καταλαβαίνουμε ότι αυτό δεν είναι το τέλος· και τα χειρότερα έπονται.
Ατυχώς, με την καλοπροαίρετη εμπλοκή διαφόρων, το πρόβλημα της διοίκησης της Αγγλικής Σχολής κινδυνεύει να υποβαθμιστεί σε θέμα συνδικαλισμού και εργασιακών σχέσεων. Το καταλαβαίνω απόλυτα, διότι κτυπήθηκαν χωρίς έλεος τρεις καθηγήτριες που σήκωσαν κεφάλι, ενώ εκπροσωπούσαν τη μεγάλη πλειονότητα των καθηγητών. Δεν αρχίσαν, ούτε τελειώνουν, όλα εκεί. Το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο και πολύ μεγαλύτερο. Υπάρχει ένα Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από «επιφανή μέλη της κοινωνίας», που δεν απαντά σε κανένα, στηριζόμενο σε μιαν κακή Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2007 που θεώρησε ότι η Αγγλική Σχολή είναι ιδιωτική σχολή. Λάθος. Δεν είναι ιδιωτική σχολή, είναι δημόσια σχολή, αλλά σε ουσιαστικό βαθμό ανεξάρτητη από το γενικό σύστημα παιδείας.
Η Πρόεδρος της Βουλής δήλωσε «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για το θέμα», ενώ αρκετοί Βουλευτές, από τους οποίους κάποιοι συμμετέχουν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας, δήλωσαν ότι έχει φτάσει η στιγμή να επανεξεταστεί η παραχώρηση Κρατικής Χορηγίας στην Αγγλική Σχολή. Βασίστηκαν στο ερώτημα: «Αφού το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής τη διαχειρίζεται ως να είναι ιδιωτικό σχολείο, για ποιό λόγο να επιχορηγείται η λειτουργία της και η διατήρησή της από το Κράτος;» Ακούγεται λογικό το ερώτημα που θέτουν· και εμμέσως πλην σαφώς καλούν το Κράτος και κάθε ενδιαφερόμενο να απαντήσει. Παρά ταύτα, τυχόν τερματισμός της Κρατικής Χορηγίας, θα ήταν καταστροφικός, όχι μόνο για την Αγγλική Σχολή, αλλά γενικά για τη νεολαία του τόπου μας.
Στο κείμενο που ακολουθεί, γράφω για το πραγματικό καθεστώς που διέπει τη λειτουργία της Αγγλικής Σχολής.
Κατά το έτος 2007, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου αποφάσισε με την «(2007) 3 ΑΑΔ 315 28 Ιουνίου, 2007» ότι «Η Αγγλική Σχολή δεν αποτελεί διοικητικό όργανο δημοσίου δικαίου.» Παραθέτω το ακόλουθο σημαντικό απόσπασμα από την υπ’ αναφοράν Απόφαση:
«Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη, η οποία εκφράστηκε στις δύο προαναφερθείσες υποθέσεις, ότι η Αγγλική Σχολή αποτελεί διοικητικό όργανο δημοσίου δικαίου. Όπως φαίνεται από τα έγγραφα τα οποία μας παρουσίασε ο συνήγορος της Σχολής και στα οποία παραπέμπει εξ άλλου το προοίμιο του περί της Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμου, Κεφ. 167, (όπως τροποποιήθηκε με τους Ν.Α. 13/60 και Ν. 9/69)η Σχολή ιδρύθηκε κατά το 1900 από βρεττανό ιδιώτη. Αργότερα, το 1930, αυτός προέβη σε διευθέτηση με την οποία η περιουσία της Σχολής περιήλθε, υπό όρους, σε συσταθέν Συμβούλιο Επιτρόπων (Board of Trustees) μέχρι που με τον εν λόγω Νόμο ενεγράφη στο όνομα του Κυβερνήτη της τότε αποικίας της Κύπρου και εν συνεχεία, μετά την ανεξαρτησία, διαβιβάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Το Αρθρο 4 του Νόμου ανέθεσε τη διοίκηση («management») και τον έλεγχο («control») της Σχολής σε διοικητικό συμβούλιο (Board of Management), αποτελούμενο από εκπρόσωπο του Βρεττανικού Συμβουλίου και οκτώ άλλα μέλη διορισθέντα από τον Κυβερνήτη. Με τον τροποποιητικό Ν. 9/69 τα οκτώ μέλη αυξήθηκαν σε δέκα, τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο ενώ παραμένει ως μέλος και ο αντιπρόσωπος του Βρεττανικού Συμβουλίου. Αυτό το τελευταίο γεγονός αποβαίνει από μόνο του καθοριστικό.
Η συμμετοχή ξένου αντιπροσώπου υπογραμμίζει, κατά την άποψη μας, ότι η Σχολή παραμένει, όπως διαχρονικά ήταν, το δημιούργημα εμπιστεύματος ενταγμένου στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου όσο και αν εν τέλει δόθηκε νομοθετική ισχύ στο εμπίστευμα. Το ότι εν προκειμένω η περιουσία της Σχολής ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο διορίζει τα 10 από τα 11 μέλη (όχι τα 8 από τα 9 όπως εσφαλμένα θεωρήθηκε στη Μαυρομμάτης ανωτέρω) και δύναται να δώσει οδηγίες για το κλείσιμο της Σχολής εάν το διοικητικό συμβούλιο της Σχολής εισηγηθεί πως η λειτουργία της έπαυσε να είναι πια χρήσιμη, όπως και το ότι η Σχολή με την ανάπτυξη της εκπαίδευσης προωθεί δημόσιο σκοπό, δεν καθιστούν άνευ ετέρου τη Σχολή όργανο δημοσίου δικαίου. Παρατηρούμε, σε σχέση με τον τελευταίο παράγοντα, ότι ενώ γενικά η εκπαίδευση αποτελεί θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, μπορεί να είναι όχι μόνο δημόσια αλλά και ιδιωτική. Με το σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης, όπως νομοθετικά διαμορφώθηκε μετά την κατάργηση της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης - αρχικά με τον Ν. 12/65 κα9*-ι ύστερα με άλλες νομοθετικές διατάξεις - συνυπάρχει και η ιδιωτική εκπαίδευση, ρυθμιζόμενη νομοθετικά σε κάποιους τομείς. Σε αυτή την ιδιωτική εκπαίδευση είναι που, κατά την κρίση μας, ανήκει η Αγγλική Σχολή με βάση το Κεφ. 167.»
Διαφωνώ κάθετα με την Απόφαση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειται για επιπόλαια Απόφαση (αν και τη λέξη «επιπόλαια» τη χρησιμοποιώ με επιείκεια). Ίσως να υπήρχαν αλλότριοι λόγοι για την κατάληξη και τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα οποία απορρίπτω.
Ας εξετάσουμε μαζί την ιστορία της Αγγλικής Σχολής και το πως εξελίχθηκε η διοίκησή της, βάσει του περί Αγγλικής Σχολής (Έλεγχος και Διοίκηση) Νόμου και των τροποποιήσεων του, ώστε να ρίξουμε φως στο καθεστώς που διέπει τη διοίκηση και τη λειτουργία της Σχολής.
Το 1900 ο Αιδεσιμότατος Φρανκ Ντάρβαλ Νιούχαμ ίδρυσε την Αγγλική Σχολή στη Λευκωσία. Ήταν ο πρώτος Διευθυντής της· και παράλληλα (από το 1907) ήταν ο Διευθυντής Εκπαίδευσης (Παιδείας) της Κύπρου. Τότε δεν υπήρχε Υπουργικό Συμβούλιο, αφού η Κύπρος ήταν Βρεττανική Αποικία, έτσι ο Νιούχαμ είχε διοριστεί από τον Βρεττανό Κυβερνήτη, κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργού Αποικιών της Βρεττανικής Κυβέρνησης (Secretary of State for the Colonies). Η θέση του ήταν, περίπου, αντίστοιχη της θέσης του σημερινού Υπουργού Παιδείας, δεδομένου του ότι δεν υπήρχαν Υπουργοί στις Αποικίες.
Τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση της Αγγλικής Σχολής, ο Νιούχαμ αφυπηρέτησε από τη θέση του και ετοιμάστηκε να γυρίσει τον κόσμο, ως ήταν επιθυμία του. Τί θα απογίνετο η Σχολή που ίδρυσε; Αποφάσισε τη δημιουργία ενός εμπιστεύματος το οποίο θα συνίστατο από τη Σχολή, δηλαδή όλην την ακίνητη και κινητή περιουσία της, καθώς και το δικαίωμα της διοικήσεως της. Ως Εμπιστευματοπάροχος (δωρητής – «Grantor»), με σύμβαση της 12ης Μαΐου 1930 συμφώνησε οι Εμπιστευματοδόχοι (διαχειριστές του εμπιστεύματος – «Board of Trustees») να παραλάβουν την Αγγλική Σχολή (όλην την ιδιοκτησία και τα δικαιώματα της) έναντι του ποσού των έξι χιλιάδων λιρών.
Ο Νιούχαμ, με τους Εμπιστευματοδόχους και τον Κυβερνήτη της Κύπρου, είχαν τη συναντίληψη ότι όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία της Σχολής, ο έλεγχος και η διοίκησή της, θα έπρεπε να ανήκουν στον Κυβερνήτη της Κύπρου, δηλαδή στην τότε Κυβέρνηση. Για το σκοπό αυτό έπρεπε να διευθετηθεί οποιαδήποτε οφειλή προς τον Νιούχαμ, ώστε να εκπληρωθεί η σύμβαση (Indenture) της παραλαβής του Εμπιστεύματος από τους Εμπιστευματοδόχους· και να μεταφερθούν όσα το συνιστούν στον Κυβερνήτη. Ο Κυβερνήτης κατέβαλε στον Νιούχαμ το ποσό των χιλίων πεντακόσιων λιρών, του οποίου η πληρωμή εκκρεμούσε από το συμφωνηθέν ποσό των έξι χιλιάδων, εκ μέρους των Εμπιστευματοδόχων. Αξίζει να λεχθεί πως η προσωπική επένδυση του Νιούχαμ στη Σχολή, ήταν ανυπολόγιστα μεγαλύτερη· και το ποσό των έξι χιλιάδων δεν ήταν ανάλογο της αξίας της Σχολής.
Σημειώνω ότι με την παράδοση της Αγγλικής Σχολής και όλων των συναφών δικαιωμάτων στην Κυβέρνηση, έπαψε να υφίσταται το Εμπίστευμα. Η Σχολή παρέμεινε ως εκπαιδευτικό ίδρυμα («educational establishment»). Ο Νιούχαμ παρέμεινε αναγνωρισμένος από το Νόμο ως «ο Δωρητής», παρά το δεν υπήρχαν πλέον Εμπιστευματοδόχοι, ούτε και Εμπιστευματοπάροχος (η ιδιότητα του Εμπιστευματοπάροχου είναι σε κάθε περίπτωση στιγμιαία, αλλά αποτελεί τον ευθύτερο και ευκολότερο τρόπο αναφοράς στο πρόσωπο που δημιούργησε το Εμπίστευμα).
Ποιός ήταν στην πραγματικότητα ο Δικαιούχος (Beneficiary) της Αγγλικής Σχολής; Κατά την περίοδο που ήταν σε ισχύ το Εμπίστευμα, ο Δικαιούχος θα μπορούσε να εντοπιστεί μόνο από τη Σύμβαση (Indenture) του Εμπιστεύματος και όσα έγγραφα το περιέγραφαν ειδικά. Μέχρι πολύ πρόσφατα, δεν υπήρχε υποχρέωση εγγραφής των Εμπιστευμάτων, των Εμπιστευματοδόχων και των Δικαιούχων τους, έτσι τα ακριβή στοιχεία δεν μπορούν πλέον να εντοπιστούν. Είναι κατανοτό δε, ότι Δικαιούχος ήταν πάντα ο κόσμος της Κύπρου· με το άμεσο όφελος να ανήκει στη νεολαία της. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από το ότι με τον παράλληλο τερματισμό του Εμπιστεύματος και την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Σχολής, αποφασίστηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1935 από τον Κυβερνήτη Πάλμερ, ο περί Αγγλικής Σχολής Νόμος, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους ως το Κεφάλαιο 167 (Νόμος 35 του 1935) των Νόμων, με τίτλο «A Law to Provide for the Management and Control of the English School» (κατά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ονομάστηκε «ο περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμος» (ΚΕΦ.167)). Μεταξύ άλλων ουσιώδων διατάξεων, στο προοίμιο του Νόμου εντοπίζεται η ακόλουθη διάταξη: «And whereas the Grantor and the Board (σημείωση: «Board» αποτελεί αναφορά στο «Board of Trustees») desire to place the English School on a more permanent foundation for the benefit of the youth of the Colony» («Και επειδή ο Δωρητής και το Συμβούλιο επιθυμούν να θέσουν την Αγγλική Σχολή σε πιο μόνιμη βάση προς όφελος της νεολαίας της Δημοκρατίας»). Η τελευταία διάταξη στο προοίμιο του Νόμου, ορίζει: «And whereas doubts have arisen as to the proper mode of vesting the said movable and immovable property and the management and control of the English School in the Governor: Be it therefore enacted:— …». Θα σταθώ σε λίγο στην Ελληνική απόδοση της διάταξης.
Αξίζει, στο παρόν σημείο, να δούμε ότι ο Νόμος έγινε για να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς το δεδομένο ότι μεταφέρεται στον Κυβερνήτη (στην Κυβέρνηση) η ιδιοκτησία και ο έλεγχος και διοίκηση, δηλαδή όλα τα δικαιώματα, της Σχολής· και για όσο λειτουργεί η Αγγλική Σχολή, όλα αυτά θα διατηρούνται και θα χρησιμοποιούνται προς όφελος της νεολαίας της Δημοκρατίας (και προηγουμένως της Αποικίας, όπως ήταν στο αρχικό κείμενο του Νόμου). Διαφαίνεται ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα ότι Δικαιούχος της Σχολής ήταν, όπως πάντα προορίζετο, ο κόσμος της Κύπρου και συγκεκριμένα, αφού πρόκειτο για Σχολή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το όφελος άνηκε στη «νεολαία της Κύπρου», η οποία ήταν η «νεολαία της Αποικίας» κατά την περίοδο δημοσίευσης του Νόμου· και ήταν η «νεολαία της Δημοκρατίας» όταν η Κύπρος ανεξαρτητοποιήθηκε με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν ανατρέξουμε στο Άρθρο 188 του Συντάγματος βλέπουμε ότι κάθε αναφορά στην «Αποικία», όπως αυτή εντοπίζεται σε Νόμο, μετατρέπεται και ερμηνεύεται ως αναφορά στη «Δημοκρατία». Η Δημοκρατία αποτελείται από όλους τους Πολίτες της. Ο μοναδικός που θα μπορούσε να προστατέψει αυτό το δικαίωμα της Δημοκρατίας και να διασφαλίσει το όφελος για τη «νεολαία της Κύπρου», ήταν η Κυβέρνηση της Κύπρου. Η Κυβέρνηση της Κύπρου, κατά την περίοδο της Αποικιοκρατίας, ήταν ο Βρεττανός Κυβερνήτης.
Επιστρέφουμε τώρα στη διάταξη του Νόμου που έχω παραθέσει ανωτέρω στην Αγγλική Γλώσσα, ώστε να δούμε την Ελληνική της απόδοση: «Και επειδή εγέρθηκαν αμφιβολίες σχετικά με τον κατάλληλο τρόπο παραχώρησης της πιο πάνω κινητής και ακίνητης περιουσίας και την διεύθυνση και έλεγχο της Αγγλικής Σχολής στο Υπουργικό Συμβούλιο· Γι' αυτό θεσπίζονται: ...». Βλέπετε ότι η λέξη «Governor», που μεταφράζεται ως «Κυβερνήτης», αντικαταστάθηκε από τη φράση «Υπουργικό Συμβούλιο». Αυτό έτυχε με τον περί τής Αγγλικής Σχολής (Διοίκησις και Έλεγχος) (Τροποποιητικός) Νόμος του 1969 (Νόμος 9 του 1969), που τροποποίησε τον περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμο (ΚΕΦ.167), δηλαδή τον «Βασικό Νόμο».
Ας εξετάσουμε τις δύο ουσιώδεις διατάξεις (δηλαδή τα Άρθρα 2 και 3) του Τροποποιητικού Νόμου του 1969:
2. Ο βασικός Νόμος τροποποιείται διά της εν ούτω αντικαταστάσεως τής λέξεως «Κυβερνήτης» (όπου αυτή απαντάται) δια των λέξεων «Υπουργικόν Συμβούλιον».
3. Το εδάφιον (1) του άρθρου 4 του βασικού Νόμου (ως τούτο εκτίθεται εις το άρθρον 2 του Νόμου 13 του 1960) τροποποιείται δια της εν αυτώ αντικαταστάσεως τών λέξεων «οκτώ έτερων μελών» (γραμμή 9) διά των λέξεων «δέκα έτερων μελών» και της προσθήκης εις το τέλος της επιφυλάξεως αυτού των λέξεων «και ουχί ολιγώτερα των δύο των διοριζομένων μελών θα είναι γονείς μαθητών φοιτώντων εις την σχολήν».
Ας δούμε πρώτα το Άρθρο 2. Για ποιό λόγο αντικαταστάθηκε η λέξη Κυβερνήτης με τη φράση Υπουργικό Συμβούλιο; Πολύ απλά, λόγω του Άρθρου 54 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, που δεν άφηνε περιθώρια για οτιδήποτε άλλο: «Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας της υπό των άρθρων 47, 48 και 49 ρητώς διαφυλασσομένης υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων εκατέρου ιδία ή από κοινού το Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν επί παντός θέματος πλην των δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος υπαχθέντων εις την αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνελεύσεως. Η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εξής θέματα: ...» Το Υπουργικό Συμβούλιο ασκεί εκτελεστική εξουσία σε κάθε θέμα, δηλαδή κυβερνά, σε αντιστοιχία της εκτελεστικής εξουσίας που διατηρούσε ο Κυβερνήτης. Περαιτέρω, αξίζει να δούμε και το γεγονός του ότι η ακίνητη περιουσία που ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα της διαχειριστικής επιτροπής του Εμπιστεύματος της Αγγλικής Σχολής, περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κυβερνήτη με το Νόμο του 1935, δηλαδή, με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το Άρθρο 54 του Συντάγματος περιέχει ακόμα μια σχετική και διευκρινιστική διάταξη, αναφορικά με τις αρμοδιότητες στα πλαίσια της άσκησης εκτελεστικής εξουσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο: «(ε) την εποπτείαν και την διάθεσιν της ανηκούσης εις την Δημοκρατίαν περιουσίας συμφώνως προς τας διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου». Είναι απόλυτα κατανοητό ότι «περιουσία του Υπουργικού Συμβουλίου» είναι «περιουσία της Δημοκρατίας».
Φυσικά, πρέπει να σημειωθεί ότι η τροποποίηση του Βασικού Νόμου που έχει αναλυθεί ανωτέρω είχε περισσότερο διευκρινιστική μορφή αφού το Άρθρο 188 του Συντάγματος, που όριζε τον τρόπο εξακολούθησης της ισχύος των Νόμων που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της Βρεττανικής Διοίκησης, διευθετούσε όποιο σχετικό ερώτημα εγείρετο: «3. [...] (β) οιαδήποτε μνεία του Κυβερνήτου ή του Κυβερνήτου εν Συμβουλίω ερμηνεύεται, εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονική περίοδον, ως σημαίνουσα [...] το Υπουργικόν Συμβούλιον προκειμένου περί θεμάτων σχετικών προς άσκησιν της εκτελεστικής εξουσίας.»
Άρα σε αυτό το σημείο φτάνουμε σε δύο συμπεράσματα, που μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένα:
1. Η περιουσία της Αγγλικής Σχολής αποτελεί ιδιοκτησία της Δημοκρατίας και ελέγχεται, κατά τρόπο σύμφωνο με τους Νόμους και το Σύνταγμα, από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στην ιδιοκτησία αυτή περιέχεται όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία, που αποτελεί το υλικό τμήμα της, καθώς και όλα τα δικαιώματα ελέγχου και διοίκησης, που αποτελούν το άυλο τμήμα της.
2. Η ιδιοκτησία της Δημοκρατίας που αποτελείται από την Αγγλική Σχολή και όλα τα συναφή δικαιώματα, χρησιμοποιείται προς όφελος της νεολαίας της Δημοκρατίας, με το Υπουργικό Συμβούλιο να προστατεύει το δικαίωμα της νεολαίας στο εν λόγω όφελος.
Ας δούμε τώρα το Άρθρο 3 του Τροποποιητικού Νόμου του 1969. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής αποτελείτο από οκτώ μέλη, τα οποία με την τροποποίηση του Νόμου αυξήθηκαν σε δέκα, εκ των οποίων τουλάχιστο δύο θα έπρεπε να είναι γονείς μαθητών της Σχολής. Εγείρονται κάποια ερωτήματα, που αξίζει να ερευνήσουμε· και να απαντήσουμε. Τί είναι αυτό το Διοικητικό Συμβούλιο; Ποιά ήταν η σύνθεσή του; Σε ποιόν απαντούσε; Τί Διοικούσε και με ποιόν τρόπο;
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής, σύμφωνα με το Νόμο του 1935, αποτελείτο από τρία μέλη: Τον Διευθυντή Εκπαίδευσης (Παιδείας), τον Δωρητή (δηλαδή τον Νιούχαμ, όμως σημειώνω ότι το προοίμιο του Νόμου καθορίζει επίσης ως «Δωρητή», τους αντιπροσώπους του, κληρονόμους του κ.ο.κ., με την επιφύλαξη «where the context so admits»)· και ένα μέλος διοριζόμενo από τον Κυβερνήτη, το οποίον ο Νόμος αναφέρει ως «a fit and proper person», δηλαδή στην κυριολεξία ένα πρόσωπο ικανότητας και ήθους ή, πιο απλά, ένα κατάλληλο άτομο.
Στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής εναπόκειτο η διοίκηση και ο έλεγχος της Σχολής, βάσει Κανονισμών που ετοιμάζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο και εγκρίνονται από τον Κυβερνήτη. Αυτό προκύπτει από το εδάφιο 4 του Άρθρου 5 του Νόμου του 1935, που ορίζε: «The Board of Management shall conduct their meetings and proceedings and shall manage and control the English School in accordance with regulations made by them and approved by the Governor.»
Ας δούμε ποιάν έκταση είχε η δυνατότητα του Διοικητικού Συμβουλίου στη διοίκηση και τον έλεγχο της Σχολής.
Ο πρώτος ουσιαστικός περιορισμός, είναι ο έλεγχος όλων των προτάσεων για Κανονισμούς διοίκησης και λειτουργίας της Σχολής από τον Κυβερνήτη. Σε περίπτωση που ο Κυβερνήτης δεν εγκρίνει μια πρόταση, αυτή δεν μπορεί να γίνει Κανονισμός.
Ο δεύτερος ουσιαστικός περιορισμός, είναι η λειτουργία της Σχολής προς όφελος της νεολαίας της Κύπρου.
Ο τρίτος ουσιαστικός περιορισμός, είναι η δυνατότητα του Κυβερνήτη να πράξει με όποιον τρόπο επιθυμεί σε σχέση με την ακίνητη και την κινητή περιουσία της Σχολής.
Ο τέταρτος ουσιαστικός περιορισμός, είναι η δυνατότητα του Κυβερνήτη να διορίζει ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου άμεσα, αλλά και να διορίζει και ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου έμμεσα, αφού ο ίδιος αποφασίζει για το διορισμό του Διευθυντή Εκπαίδευσης, ο οποίος είναι και ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με το Νόμο του 1935. Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο 3 του Άρθρου 5 του Νόμου του 1935, ο Κυβερνήτης αποφασίζει την πλήρωση οποιασδήποτε κενής θέσης στο Διοικητικό Συμβούλιο, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον έχει κενωθεί (στους λόγους που αναφέρονται συγκεκριμένα περιλαμβάνονται η απουσία μέλους από την Κύπρο, ο θάνατος, η ασθένεια και η παραίτηση μέλους), συμπεριλαμβανομένης της θέσης του Δωρητή (εδώ είναι που μας ενδιαφέρει και ο ορισμός του «Δωρητή» στο προοίμιο του Νόμου, αφού γίνεται ξεκάθαρο ότι η αναφορά σε κληρονόμους, εκτελεστές, αντιπροσώπους κ.ο.κ. δεν εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο σημείο του Νόμου).
Ο πέμπτος ουσιαστικός περιορισμός είναι ότι ο Κυβερνήτης μπορεί να λειτουργήσει τη Σχολή με οποιανδήποτε μορφή ο ίδιος αποφασίζει, νοουμένου ότι το κύριο μέσο διδασκαλίας είναι η Αγγλική γλώσσα και ο χαρακτήρας της Σχολής είναι Χριστιανικός και μη δογματικός ενώ όλοι οι μαθητές της Σχολής θα έχουν διευκολύνσεις για την άσκηση της θρησκείας τους.
Από τα ανωτέρω, γίνεται ξεκάθαρο ότι ο Κυβερνήτης μπορούσε να ασκήσει σχεδόν απόλυτο έλεγχο στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής, αφού είχε τη δυνατότητα καθορισμού ενός περιοριστικού πλαισίου, τόσο τυπικού όσο και άτυπου, στο οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο μπορούσε να κινηθεί. Μπορούσε βεβαιότατα και εκ των πραγμάτων, ανά πάσα στιγμή να παρέμβει σε κάθε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Είναι απολύτως κατανοητό ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούσε όργανο του Κυβερνήτη, που θεσμοθετήθηκε για το σκοπό της λειτουργίας της Αγγλικής Σχολής. Αυτό είναι το μοναδικό συμπέρασμα στο οποίο τα δεδομένα μας επιτρέπουν να καταλήξουμε. Ξεκίνησε, δηλαδή, ως Συλλογικό Όργανο της Κυβέρνησης.
Ο Αιδεσιμότατος Φρανκ Ντάρβαλ Νιούχαμ, αφού είχε επιστρέψει στην Κύπρο όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, απεβίωσε στις 6 Μαρτίου 1946 στην Κερύνεια. Αυτό θα πει ότι, είτε από την ημέρα της απουσίας του Νιούχαμ από την Κύπρο, είτε από την ημέρα του θανάτου του, ή οποιανδήποτε στιγμή μεταξύ των δύο χρονικών σημείων, δηλαδή τουλάχιστο τα 11 χρόνια που προηγήθηκαν του 1957, έτος κατά το οποίο τροποποιήθηκε ο Νόμος της Αγγλικής Σχολής, ο Βρεττανός Κυβερνήτης είχε τον απόλυτο έλεγχο της Αγγλικής Σχολής, αφού ήταν «δικά του» και τα τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
Τη 12η Φεβρουαρίου 1957 επήλθε μια αλλαγή στο Νόμο της Αγγλικής Σχολής, από τον Κυβερνήτη Χάρτινγκ. Με τον Τροποποιητικό Νόμο 5 του 1957, που δημοσιεύθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1957, το Άρθρο 4 του Βασικού Νόμου ανακλήθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα νέο ταυτάριθμο Άρθρο. Αξίζει και είναι ορθό να παραθέσω ολόκληρο το νέο Άρθρο 4: «4.-(1) The English School, either in its present form or in such modified form as may be determined by the Governor under the provisions of section 3 (1) (a), shall be managed and controlled by a Board of Management consisting of a Chairman and eight other members, who shall be fit and proper persons appointed by the Governor: Provided that no less than four of the number of such nine persons shall be former pupils of the English School. (2) The Governor may at any time terminate the appointment of any member of the Board of Management. (3) The Governor may upon the death, resignation, retirement or termination of appointment of any member of the Board of Management appoint another fit and proper person to fill the vacancy. (4) The Governor may in the case of illness or absence from the Colony of any member of the Board of Management appoint a fit and proper person in the place of such member until such member shall resume his duties. (5) The Board of Management shall conduct its meetings and proceedings and shall manage and control the English School in accordance with regulations made by it and approved by the Governor.»
Μόνο ένα συμπέρασμα εξάγεται από την ανωτέρω παρατεθείσα τροποποίηση του Νόμου: Ενώ προηγουμένως ο Κυβερνήτης μπορούσε να περιορίσει ή να κατευθύνει με διάφορους τρόπους τη λειτουργία και τη δράση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγγλικής Σχολής, με την τροποποίηση του Νόμου εξασφάλισε τον απόλυτο έλεγχο του Διοικητικού Συμβουλίου· και ταυτόχρονα διασφάλισε ότι πρόκειται για Συλλογικό Όργανο της Κυβέρνησης· και εξάντλησε κάθε αμφισβήτηση του δεδομένου αυτού.
Εδώ θα υποδείξω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής, σύμφωνα με τον Τροποποιητικό Νόμο του 1957, αποτελείτο πλέον από εννέα Μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου. Ο Διοικητής μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πάψει οποιοδήποτε από τα εννέα Μέλη, ακόμα και τον Πρόεδρο, ή να αποφασίσει την αναπλήρωση της θέσης Μέλους για συγκεκριμένους λόγους (π.χ. απουσία λόγω ασθένειας). Ουδεμία διάταξη στον Τροποποιητικό Νόμο ή στο Βασικό Νόμο όπως είχε τροποποιηθεί, καθόριζε ότι ο Πρόεδρος ή οποιοδήποτε Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν «ανεξάρτητο». Αυτές τις πεποιθήσεις, τεκμηριώνει το γεγονός του ότι ο Τροποποιητικός Νόμος καθόριζε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από «Πρόεδρο και οκτώ άλλα μέλη». Η παρουσία της φράσης «άλλα μέλη» στο λεκτικό του Νόμου, δείχνει ότι ο Πρόεδρος θεωρείτο μέλος όπως τους άλλους οκτώ· και οποιαδήποτε αναφορά σε «μέλη» συμπεριλαμβάνει τον Πρόεδρο.
Το 1957 όμως ήταν μια καθοριστική χρονιά για το μέλλον της Αγγλικής Σχολής και το καθεστώς που διέπει τη διοίκηση και τον έλεγχό της, για ακόμα ένα λόγο: Στις 24 Ιουνίου του 1957 δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά Κανονισμοί δυνάμει του Άρθρου 4 του Νόμου της Αγγλικής Σχολής, με την Κανονιστική Διοικητική Πράξη 656/1957.
Η ΚΔΠ 656/1957 όριζε, στον Κανονισμό 18: «(1) The Principal shall be an officer in the public service of the Colony, and his appointment and conditions of service shall be governed by the Cyprus General Orders and the Colonial Regulations.»
Η ίδια ΚΔΠ όριζε, στον Κανονισμό 19: «(1) The teachers in the school shall be officers in the public service of the Colony and shall be appointed in accordance with the Cyprus General Orders and the Colonial Regulations : Provided that the Director shall consult the Board before any candidate is appointed as a teacher in the school.»
Ο Κανονισμός 23 όριζε: «(1) The Director shall determine the general education character of the school and its place in the Colony's educational system. Subject thereto the Board shall, in consultation with the Principal, exercise the oversight of the conduct and curriculum of the school.»
Παρατηρούμε ότι η ευθύνη για την απόφαση του γενικού εκπαιδευτικού χαρακτήρα της Σχολής και της θέσης του στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αποικίας, είχε ο Διευθυντής Εκπαίδευσης («the Director»), ο οποίος παρά το ότι ασκούσε περίπου τα καθήκοντα του σημερινού Υπουργού Παιδείας, σύμφωνα με το Άρθρο 188 του Συντάγματος ο «Director» σήμερα θα ήταν ο Διευθυντής Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης (Άρθρο 188 του Συντάγματος – 3. (ε) οιαδήποτε μνεία οιουδήποτε ετέρου προσώπου κατέχοντες δημόσιον αξίωμα ή θέσιν ή οιασδήποτε αρχής ή οιουδήποτε οργανισμού ερμηνεύεται εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονικήν περίοδον ως σημαίνουσα τον αντίστοιχον δημόσιον υπάλληλον ή την αντίστοιχον αρχήν ή υπηρεσίαν ή τον αντίστοιχον οργανισμόν της Δημοκρατίας).
Είναι κατανοητό, δεδομένων των Κανονισμών 18 και 19, ότι ο Διευθυντής και οι καθηγητές της Αγγλικής Σχολής, ήταν υπαλλήλοι της Δημόσιας Υπηρεσίας της Αποικίας («officers in the public service of the Colony»). Βάσει του Άρθρου 188 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Κανονισμοί αυτοί παρέμειναν σε ισχύ· έτσι ο Διευθυντής και οι καθηγητές της Σχολής ήταν υπαλλήλοι της Δημόσιας Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Άρθρο 188 του Συντάγματος – 3. (α) οιαδήποτε μνεία της αποικίας της Κύπρου ή του «Στέμματος» ερμηνεύεται εν σχέσει προς οιανδήποτε χρονικήν περίοδον αρχομένην από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος και εφεξής ως σημαίνουσα την Δημοκρατίαν).
Δεν υπήρξε από τότε ούτε Νόμος, ούτε Κανονισμός ο οποίος ακύρωσε την ΚΔΠ 656/1957. Αργότερα, με την Ανεξαρτησία της Κύπρου και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η δυνατότητα έκδοσης κανονισμών για τη λειτουργία της Αγγλικής Σχολής μεταφέρθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο, με το Άρθρο 4 που συγκεκριμένα ορίζει: «(10) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού και ειδικότερα αλλά χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των πιο πάνω δύναται να εκδίδει κανονισμούς για- (α) ρύθμιση της διαδικασίας του Διοικητικού Συμβουλίου. (β) τον διορισμό, αμοιβή και όρους εργοδότησης του προσωπικού και την απόλυση του προσωπικού. (γ) την πρόνοια για φιλοδωρήματα ή άλλα ωφελήματα του προσωπικού. (δ) την τήρηση και έλεγχο των λογαριασμών της Αγγλικής Σχολής. (ε) την επένδυση χρημάτων από το Διοικητικό Συμβούλιο. (στ) την πρόνοια για τη χορήγηση τέτοιων υποτροφιών, βοηθημάτων σπουδών ή βραβείων προς όφελος της Αγγλικής Σχολής όπως το Διοικητικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει σκόπιμο. (ζ) γενικά για τη διεύθυνση και έλεγχο της Αγγλικής Σχολής.»
Όπως έχουμε πει, η ΚΔΠ 656/1957 παρέμεινε σε ισχύ βάσει του Άρθρου 188 του Συντάγματος: «1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και των ακολουθουσών διατάξεων του παρόντος άρθρου, πας κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ισχύων νόμος θέλει εξακολουθήσει να ισχύη κατά την ρηθείσαν ημερομηνίαν και μετ’ αυτήν, μέχρις ου τροποποιηθή, δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως δι’ οιουδήποτε νόμου ή κοινοτικού τοιούτου ψηφιζομένου κατά το Σύνταγμα, από δε της ημερομηνίας ταύτης θα ερμηνεύηται και θα εφαρμόζηται προσαρμοζόμενος, καθ’ ο μέτρον είναι αναγκαίον, προς το Σύνταγμα. [...] 4. Οιονδήποτε δικαστήριον της Δημοκρατίας εφαρμόζον τας διατάξεις οιουδήποτε νόμου, διατηρουμένου εν ισχύϊ συμφώνως τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να εφαρμόζη αυτόν εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονική περίοδον μετά των αναγκαίων προσαρμογών προς συμμόρφωσιν αυτού προς τας διατάξεις του Συντάγματος περιλαμβανομένων και των μεταβατικών διατάξεων αυτού. 5. Εν τω παρόντι άρθρω- (α) ο όρος «νόμος» περιλαμβάνει πάσαν διοικητικήν πράξιν καταρτισθείσαν δυνάμει του νόμου τούτου προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος. (β) ο όρος «προσαρμογή» περιλαμβάνει τροποποίησιν, ευθυγράμμισιν και κατάργησιν.»
Το 1960, υπήρξε ακόμα μια τροποποίηση του Νόμου της Αγγλικής Σχολής, η οποία έφερε κάποιες σημαντικές αλλαγές. Θα σημειώσω ότι ο Τροποποιητικός Νόμος Α13/1960, δεν εντοπίζεται πουθενά στο διαδίκτυο (και γενικά δεν εντοπίζεται)· όμως το περιεχόμενό του εξάγεται με μια σύγκριση των κειμένων του Νόμου του 1957, του Νόμου του 1969 και του κειμένου του Βασικού Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, δηλαδή με την τωρινή του μορφή. Στην ουσία, επήλθαν αλλαγές μόνο στο Άρθρο 4 του Βασικού Νόμου. Καταλαβαίνουμε ότι, αφού ο αριθμός των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής αυξήθηκε από οκτώ σε δέκα άτομα το 1969, δεν υπήρξε αριθμητική αλλαγή στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου το 1960. Συμπεραίνουμε όμως, ότι ο Αντιπρόσωπος του Βρεττανικού Συμβουλίου (British Council) συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής από το 1960, οπόταν και είχε τεθεί η διάταξη για «διοριζόμενα μέλη», ενώ ο ίδιος κατείχε τη θέση λόγω αξιώματος.
Σημειώνω ότι ο Αντιπρόσωπος του Βρεττανικού Συμβουλίου θα μπορούσε να διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής, αφού όπως παρατηρούμε, η πρόνοια για το διορισμό Προέδρου δεν φέρει τον περιορισμό να είναι ο Πρόεδρος «διοριζόμενο μέλος». Παραθέτω τη σχετική διάταξη του Νόμου: «1) Η Αγγλική Σχολή, είτε με την παρούσα μορφή της είτε με τέτοια μορφή που δυνατό να καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο βάσει των διατάξεων της υποπαραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 διευθύνεται και ελέγχεται από Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από τον εκάστοτε Αντιπρόσωπο του Βρεττανικού Συμβουλίου στην Κύπρο ή στην απουσία του ή στην ανικανότητα του, από τον αναπληρωτή του, ως μέλος λόγω αξιώματος και δέκα άλλα μέλη (σημείωση μου – στο Νόμο του 1960 τα «άλλα μέλη» ήταν οκτώ· και έγιναν δέκα με το Νόμο του 1969) που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο (τα οποία στο εξής θα αναφέρονται ως "τα διοριζόμενα μέλη"). Το Υπουργικό Συμβούλιο θα διορίζει ένα από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ως Πρόεδρο του.»
Αυτή η άποψη ενισχύεται περαιτέρω από δύο δεδομένα:
Το εδάφιο 2 του Άρθρου 4 ορίζει: «(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται οποτεδήποτε να τερματίσει τον διορισμό του Προέδρου ή οποιουδήποτε διοριζόμενου μέλους.» Αυτό δείχνει ότι οποιοδήποτε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να διοριστεί Πρόεδρος, ακόμα και ο Αντιπρόσωπος του Βρεττανικού Συμβουλίου, ενώ η διατήρηση της ιδιότητας του μέλους είναι ανεξάρτητη από την κατοχή ή μη της ιδιότητας του Προέδρου. Ένας μπορεί να παραιτηθεί ή να παυθεί από Πρόεδρος, όμως μπορεί να παραμείνει ως μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο.
Για να εξετάσουμε το δεύτερο δεδομένο, επανερχόμαστε στην ακόλουθη διάταξη του εδαφίου 1 του Άρθρου 4: «Το Υπουργικό Συμβούλιο θα διορίζει ένα από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ως Πρόεδρο του.» Η πρόταση αυτή, ακολουθεί άμεσα τη φράση «και δέκα άλλα μέλη που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο (τα οποία στο εξής θα αναφέρονται ως "τα διοριζόμενα μέλη")». Όπως βλέπετε, ο Νόμος ορίζει ότι θα διορίζεται ένα από τα μέλη ως Πρόεδρος· και όχι ένα από τα «διοριζόμενα» μέλη. Δηλαδή οποιοδήποτε μέλος.
Για ποιό λόγο όμως έχει τόση σημασία αυτή η εξακρίβωση; Για ποιό λόγο δηλαδή θεωρώ σημαντική τη δυνατότητα να αναλάβει τη θέση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγγλικής Σχολής ο Αντιπρόσωπος του Βρεττανικού Συμβουλίου; Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, πρέπει να στραφούμε στη δεύτερη ουσιαστική αλλαγή που (πιθανότατα) έφερε ο Τροποποιητικός Νόμος του 1960.
Η άλλη αλλαγή στο ίδιο Άρθρο (4) του Βασικού Νόμου της Αγγλικής Σχολής, αφορούσε τη δυνατότητα έκδοσης κανονισμών. Το Διοικητικό Συμβούλιο απέκτησε τη δυνατότητα να εκδίδει κανονισμούς, χωρίς την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Όμως, αυτοί οι κανονισμοί, όπως βλέπουμε από τη σχετική διάταξη του Άρθρου 4 του περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμο, δεν αποτελούν Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις· και ούτε μπορούσαν ή μπορούν τέτοιοι κανονισμοί να ακυρώσουν Κανονιστική Διοικητική Πράξη, ενώ ουδέποτε έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τέτοιοι κανονισμοί. Είναι δεδομένο ότι από την Ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν έχει καταργηθεί μέσω Νόμου ή Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου ή οποιουδήποτε άλλου Οργάνου της Δημοκρατίας η ΚΔΠ 656/1957.
Οι κανονισμοί που μπορεί να εκδίδει το Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής, επομένως, είναι «εσωτερικοί κανονισμοί» που διέπουν τη λειτουργία του Συμβουλίου, αλλά και τη λειτουργία της Σχολής στο περιοριστικό πλαίσιο που καθορίζεται δια Νόμου, χωρίς να δύνανται να επηρεάσουν το Νόμο, ούτε και τους Κανονισμούς που εκδόθηκαν και ισχύουν δυνάμει του Νόμου ως Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις.
Ας στραφούμε τώρα, ακόμα μια φορά, στην ΚΔΠ 656/1957. Τί γινεται στην περίπτωση ισοψηφίας για οποιοδήποτε θέμα καλείται να αποφασίσει το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής; Θα μελετήσουμε τον Κανονισμό 8: «1) A question coming before the Board at any Meeting shall be decided by a majority of the members present, and in the case of any equality of votes, the Chairman of the Meeting shall have a second or casting vote. (2) The proceedings of the Board shall not be invalidated by any vacancy in their number. (3) In the absence of the Chairman at any Meeting the members present may elect a Chairman for that Meeting.» Ο Πρόεδρος είναι ο «Chairman». Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος έχει δεύτερη ή καθοριστική ψήφο. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν κενές θέσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο. Αυτό ισχύει και ανεξάρτητα από το αν απουσιάζει ή όχι ο Πρόεδρος, αφού σε τέτοια περίπτωση τα παριστάμενα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που αποτελούν απαρτία, αποφασίζουν ποιός θα προεδρεύει της συνεδρίας· και σε κάθε περίπτωση ο Προεδρεύων έχει «νικώσα ψήφο». Τονίζω και επαναλαμβάνω ότι οι Κανονισμοί αυτοί δημοσιεύθηκαν όταν ακόμα όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζοντο από τον Βρεττανό Κυβερνήτη· και παρέμειναν σε ισχύ κατά την τροποποίηση του Νόμου της Αγγλικής Σχολής το 1960, αφού ουδέποτε ανακλήθηκαν ή καταργήθηκαν με Νόμο ή Κανονιστική Διοικητική Πράξη.
Είναι καλό τώρα να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2007, μέσω της οποίας αποφασίστηκε ότι η Αγγλική Σχολή δεν είναι Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου: «Η συμμετοχή ξένου αντιπροσώπου (σημείωση μου – δηλαδή η συμμετοχή του αντιπροσώπου του Βρεττανικού Συμβουλίου στο Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής) υπογραμμίζει, κατά την άποψη μας, ότι η Σχολή παραμένει, όπως διαχρονικά ήταν, το δημιούργημα εμπιστεύματος ενταγμένου στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου όσο και αν εν τέλει δόθηκε νομοθετική ισχύ στο εμπίστευμα.» Γιατί η συμμετοχή «ξένου αντιπροσώπου» υπογραμμίζει κάτι τέτοιο; Και τί είναι αυτό που κάνει τον αντιπρόσωπο του Βρεττανικού Συμβουλίου «ξένο αντιπρόσωπο»; Ξένο προς ποιόν ή προς τί; Δεν υπάρχει καμία αιτιολόγηση του σκεπτικού αυτού. Αυτό το συμπέρασμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εντελώς αυθαίρετο· και μπορεί μόνο να στηριχθεί στην προνομιακή θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να μην ελέγχεται από άλλο (ανώτερο) σώμα, πλην του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).
Ο αντιπρόσωπος του Βρεττανικού Συμβουλίου συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής, διότι αυτό ορίζει ο Νόμος. Αυτή είναι η επιθυμία της Βουλής των Αντιπροσώπων, η κυριότητα της οποίας βασίζεται στις Αρχές της Λαϊκής Κυριαρχίας. Επομένως, θα μπορούσε ένας ευλόγως να πει ότι ο Αντιπρόσωπος του Βρεττανικού Συμβουλίου συμμετέχει σε τέτοια σύνθεση, λόγω της επιθυμίας των Πολιτών, δηλαδή της Δημοκρατίας. Αυτό τον κάνει να μην είναι «ξένος». Μάλιστα, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, δικαιωματικά και βάσει Νόμου, να τον οπλίσει με ακόμα μία ψήφο, μία καθοριστική ψήφο, ως Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου στις περιπτώσεις όπου δεν θα υπήρχε κατάληξη λόγω ισοψηφίας σε μια διαφωνία αναφορικά με θέμα που εξετάζεται. Βεβαιότατα, όπως μπορεί να τον οπλίσει το Υπουργικό Συμβούλιο, μπορεί και να τον αφοπλίσει.
Να στραφούμε για μια στιγμή στον περί Ερμηνείας Νόμο (ΚΕΦ.1), του οποίου το Άρθρο 9 ορίζει: «Όταν Νόμος παρέχει σε πρόσωπο ή δημόσια αρχή εξουσία να προβαίνει σε διορισμούς σε αξίωμα ή θέση η εξουσία θα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει εξουσία για τερματισμό τέτοιου διορισμού και εξουσία να θέτει σε διαθεσιμότητα πρόσωπο που διορίστηκε και επαναδιορισμό ή αποκατάσταση αυτού, και επαναδιορισμό άλλου προσώπου προσωρινά στη θέση προσώπου που τέθηκε σε διαθεσιμότητα με τον τρόπο αυτό, και διορισμό άλλου προσώπου για την πλήρωση της θέσης που κενώθηκε στο αξίωμα ή θέση που προκύπτει από οποιαδήποτε άλλη αιτία.» Αυτή η διάταξη είναι εξαιρετικά σημαντική. Όπως είπαμε, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει τον Αντιπρόσωπο του Βρεττανικού Συμβουλίου στη θέση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγγλικής Σχολής. Από τη διάταξη που έχω παραθέσει, συνάγεται το δεδομένο του ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να θέσει σε διαθεσιμότητα τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής, επομένως έχει την εξουσία να θέσει σε διαθεσιμότητα τον Αντιπρόσωπο του Βρεττανικού Συμβουλίου στην περίπτωση που κατέχει την εν λόγω θέση στην οποία μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να τον διορίσει· και να τον περιορίσει έτσι εκτός της λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου.
Δεν περνά απαρατήρητο, το γεγονός του ότι στο Διοικητικό Συμβούλιο αυτός ο «ξένος αντιπρόσωπος» δεν είναι μόνος του, αλλά συμμετέχει με ακόμα δέκα μέλη. Ποιόν τρόπο έχει το Υπουργικό Συμβούλιο να ελέγξει αυτά τα άλλα δέκα μέλη, πλην τη δυνατότητα να τερματίσει το διορισμό τους ή να δώσει σε ένα από αυτά τη δυνατότητα καθοριστικής ψήφου στις εξαιρετικές περιπτώσεις που αυτή είναι αναγκαία; Όποιον τρόπο έχει να ελέγξει και τον αντιπρόσωπο του Βρεττανικού Συμβουλίου. Μόνο με αθέμιτα μέσα μπορεί να επέμβει με τρόπο ειδικό στις διαδικασίες του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγγλικης Σχολής, ή στις τοποθετήσεις των μελών του. Βεβαιότατα δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει οποιονδήποτε από αυτά τα μέλη να επιδιώξει την επικράτηση μιας «προσωπικής ατζέντας». Αφού μάλιστα το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελεί συλλογικό όργανο, που αποφασίζει κατά πλειοψηφία, δεν μπορεί να θεωρηθεί με οποιονδήποτε τρόπο ότι η άποψη του «ξένου αντιπροσώπου» (που δεν είναι ξένος στην πραγματικότητα) είναι καθοριστική, εκτός αν το αποφασίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με το διορισμό του στη θέση του Προέδρου· κάτι που βάσει της λογικής που εκφράστηκε από την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα έπαυε να τον καθιστά «ξένο».
Είπα ότι το Υπουργικό Συμβούλιο «μόνο με αθέμιτα μέσα μπορεί να επέμβει με τρόπο ειδικό στις διαδικασίες του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγγλικης Σχολής, ή στις τοποθετήσεις των μελών του», όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να επέμβει ή να έχει γενικά καθοριστικό λόγο στον έλεγχο και τη διοίκηση της Σχολής. Από την τελευταία τροποποίηση του Νόμου της Αγγλικής Σχολής, το 1969, μέχρι σήμερα, τον απόλυτο έλεγχο της Σχολής τον είχε το Υπουργικό Συμβούλιο.
Ας εξετάσουμε με προσοχή το Άρθρο 3 του περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμου (ΚΕΦ.167): (1) [...] το Υπουργικό Συμβούλιο- (α) Θα αναλάβει και θα συνεχίσει να λειτουργεί την Αγγλική Σχολή ως σχολείο με την παρούσα του μορφή ή με τέτοια άλλη μορφή ως το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε από καιρό σε καιρό καθορίσει [...] (β) Θα διευθύνει και ελέγχει την Αγγλική Σχολή όπως καθορίζεται στο άρθρο 4. [...] (3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται οποτεδήποτε μετά την εκχώρηση και παράδοση της να πωλήσει, ανταλλάξει ή με άλλο τρόπο διαθέσει την πιο πάνω κινητή περιουσία ή οποιοδήποτε μέρος αυτής. Ουσιαστικούς περιορισμούς στο πεδίο δράσης του, έχει μόνο το Διοικητικό Συμβούλιο, που μπορεί να εκδίδει μόνο εσωτερικούς κανονισμούς, ενώ δεν έχει την ευχέρεια ούτε καν να δανειστεί χρήματα χωρίς την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Εξαρτάται και βασίζεται, σε βαθμό απόλυτο, σε αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για τη λειτουργία της Σχολής με την οποιαδήποτε μορφή. Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί για παράδειγμα να αποφασίσει ότι η Αγγλική Σχολή θα λειτουργεί χωρίς Διευθυντή (Principal / Head Teacher).
Σημαντικό είναι το Άρθρο 54 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή του Υπέρτατου Νόμου της Δημοκρατίας, που ορίζει «το Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν επί παντός θέματος [...] Η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εξής θέματα: ...». Διαφαίνεται ότι εφόσον η Αγγλική Σχολή και όλα τα δικαιώματά της, ανήκουν στη Δημοκρατία, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να ασκήσει την εκτελεστική του εξουσία βάσει του Συντάγματος στα πλαίσια της διοίκησης, της λειτουργίας και του ελέγχου της Σχολής. Ο όρος «εκτελεστική εξουσία» όπως εντοπίζεται στο Άρθρο 54 του Συντάγματος, ερμηνεύεται διασταλτικά, αφού δεν περιορίζεται από το Άρθρο, αλλά αντιθέτως δίδονται και παραδείγματα (με τη χρήση της λέξης «περιλαμβάνει») του τρόπου εφαρμογής της εν λόγω εξουσίας.
Οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το Άρθρο 4 του Βασικού Νόμου της Αγγλικής Σχολής αποτελεί στο μεγαλύτερο τμήμα του, την πρόνοια για τον τρόπο εκχώρησης μέρους της εκτελεστικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου αναφορικά με τη διοίκηση και τον έλεγχο της Αγγλικής Σχολής, στο Διοικητικό Συμβούλιο. Ας στραφούμε στο Άρθρο 23 του περί Ερμηνείας Νόμου (ΚΕΦ.1): «Όταν από Νόμο το Υπουργικό Συμβούλιο ή δημόσιος λειτουργός έχει εξουσία να εκχωρήσει την άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων που παραχωρούνται σε αυτό με βάση τέτοιο Νόμο, καμιά εκχώρηση που γίνεται, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, θα παρεμποδίζει το Υπουργικό Συμβούλιο ή δημόσιο λειτουργό, ανάλογα με την περίπτωση, από την άσκηση ή εκτέλεση προσωπικά οποτεδήποτε οποιωνδήποτε εξουσιών ή καθηκόντων που εκχωρούνται με τον τρόπο αυτό.» Είναι ξεκάθαρο ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί ανα πάσα στιγμή να λάβει οποιανδήποτε απόφαση αναφορικά με τη διοίκηση και τον έλεγχο της Αγγλικής Σχολής, ανεξαρτήτως των αποφάσεων του Διοικητικού της Συμβουλίου. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, δεδομένου του ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, θεωρητικά αλλά και πρακτικά, θα μπορούσε να πάψει κάθε διοριζόμενο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής· και με αυτόν τον τρόπο να αναλάβει άμεσα τη δράση και τη λειτουργία του, αφού το Διοικητικό Συμβούλιο θα έμενε με μοναδικό μέλος τον αντιπρόσωπο του Βρεττανικού Συμβουλίου και θα ήταν αδύνατο να λειτουργήσει.
Μέχρι αυτό το σημείο όλα όσα έχουμε δει και αναλύσει, ομολογούν πως η Αγγλική Σχολή είναι Διοικητικό Όργανο Δημοσίου Δικαίου. Όμως, ας κάνουμε ακόμα ένα βήμα και ας εξετάσουμε την Απόφαση του Εφόρου Δημοσίων Ενισχύσεων της 24ης Απριλίου 2002, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τη 10η Μαΐου 2002 με αριθμό 2810, δυνάμει του Άρθρου 21 του περί Ελέγχου των Δημοσίων Ενισχύσεων Νόμου. Ο Έφορος κλήθηκε να απαντήσει και να αποφασίσει εάν η «Ετήσια Χορηγία προς την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας» συνιστά Δημόσια Ενίσχυση. Αποφάσισε, με τη μακρά και αιτιολογημένη του Απόφαση, ότι δεν συνιστά Δημόσια Ενίσχυση «διότι δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 2 των περί Ελέγχου Δημοσίων Ενισχύσεων Νόμων του 2001 για την ύπαρξη δημόσιας ενίσχυσης».
Θα παραθέσω τμήμα της Απόφασης με τα ουσιαστικότερα ευρήματα του Εφόρου Δημοσίων Ενισχύσεων:
«Από τα ανωτέρω συνάγεται με ασφάλεια ότι η Σχολή είναι κρατικό σχολείο ιδιάζουσας μορφής (sui generis) και μέρος του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος (σημείωση μου – η φράση «τα ανωτέρω» αποτελεί αναφορά σε σύντομη προηγούμενη ανάλυση των δυνατοτήτων και εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου σε σχέση με την Αγγλική Σχολή). Οι διατάξεις των περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμων του 1971 μέχρι 1999 εξαιρούν τη Σχολή από το πεδίο εφαρμογής τους, αφού ως «δημόσιο σχολείο» ορίζεται κάθε σχολείο του οποίου την ευθύνη διοικήσεως και συντηρήσεως φέρει η Δημοκρατία. Παράλληλα, ως «ιδιωτικό σχολείο» ορίζεται κάθε μη δημόσιο σχολείο και δεν περιλαμβάνει σχολείο το οποίο διέπεται από ειδικό Νόμο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη Σχολή. Το γεγονός ότι την ευθύνη και εποπτεία λειτουργίας έχει το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, οφείλεται στο διακοινοτικό χαρακτήρα, τον οποίο είχε εξαρχής η Σχολή, ο οποίος υπαγόρευε την ανεξαρτησία της από την Ελληνική και Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση. [...] Εξάλλου, το Υπουργικό Συμβούλιο περιλαμβάνει τη Σχολή σε αναπτυξιακά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού που αφορούν τα δημόσια σχολεία, με πιό πρόσφατο παράδειγμα τη Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 54.367 και ημερ. 4.10.2001 όπου αποφασίστηκε – «... η περίληψη της Αγγλικής Σχολής, που είναι Κρατική Σχολή, στο πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για εισαγωγή της τεχνολογίας και πληροφορικής σε όλα τα δημόσια σχολεία της Κύπρου.» [...] Το ύψος των διδάκτρων καθορίζεται με γνώμονα το μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα της Σχολής. Σαν αποτέλεσμα, το ετήσιο κόστος ανά μαθητή υπερβαίνει τα καταβαλλόμενα δίδακτρα με συνέπεια η Σχολή να παρουσιάζει, ακόμα και μετά την Κρατική χορηγία, συνολικό έλλειμα περιόδου 1998-2002 ύψους £492,444. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Σχολή αποτελεί μέρος του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος της Δημοκρατίας. Με το κοινοποιηθέν πρόγραμμα χορηγείται άμεσα από το δημόσιο επιχορήγηση σε Κρατική σχολή, η οποία, παρότι δεν εντάσσεται τυπικά και νομοθετικά στο σκελετό των δημόσιων σχολείων, εντούτοις αποτελεί ουσιαστικό μέρος της δημόσιας εκπαίδευσης, αφού επιτελεί, με τη σημαντική συνεισφορά του Δημοσίου, το ίδιο κοινωνικό λειτούργημα: Την παροχή των μέσων για την εκπαίδευση των πολιτών. Η μερική κάλυψη από το Δημόσιο του ελλείματος που προκύπτει ετησίως από την υστέρηση των εσόδων σε σχέση με τις δαπάνες δεν έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την άσκηση αμοιβόμενων δραστηριοτήτων, αλλά την εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δημοσίου αφενός απέναντι στη Σχολή και αφετέρου απέναντι στους Πολίτες του στον εκπαιδευτικό και κοινωνικό τομέα. Κατά συνέπεια, η επιχορήγηση στη Σχολή συμβάλλει στην προαγωγή ουσιώδους λειτουργίας του Δημοσίου στα πλαίσια του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογεί την εφαρμογή των κανόνων των δημόσιων ενισχύσεων. Η ενίσχυση, λοιπόν, που παρέχεται στη Σχολή, δεν συνιστά ευνοΐκή μεταχείριση ορισμένης επιχείρησης, αλλά ουσιαστικά αποτελεί άμεση χρηματοδότηση, από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, οργανισμού που προωθεί δημόσιο σκοπό, δηλαδή την ανάπτυξη της εκπαίδευσης. Ο οργανισμός αυτός κρίθηκε ότι δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, διότι δεν έχει ως στόχο τον προσπορισμό οικονομικού κέρδους ή απλώς την κάλυψη των δαπανών και την ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων, αλλά την παροχή εκπαιδευτικών και κοινωνικών υπηρεσιών στον πληθυσμό της Δημοκρατίας.»
Δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να αναλύσω την Απόφαση του Εφόρου Δημοσίων Ενισχύσεων. Είναι ξεκάθαρη. Αξίζει δε να παρατηρήσουμε ότι ο περί Ιδιωτικών Σχολείων και Φροντιστηρίων Νόμος του 1971 (5/1971) στον οποίο έχει αναφερθεί ο Έφορος Δημοσίων Ενισχύσεων, έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από τον περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμο του 2019 (147(I)/2019). Στο Άρθρο 2 του νέου Νόμου, δίδεται η ακόλουθη ερμηνεία για τον όρο «ιδιωτικό σχολείο»: «σημαίνει σχολείο άλλο από δημόσιο σχολείο, το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.» Η Αγγλική Σχολή δεν διέπεται από τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου, αφού διέπεται από τον ειδικό Νόμο περί Αγγλικής Σχολής. Οι δύο αυτοί Νόμοι μάλιστα, περιέχουν διατάξεις που δεν θα μπορούσαν να τύχουν παράλληλης εφαρμογής, αφού είναι συγκρουόμενες, ή θα καθίστατο παράλογο το αποτέλεσμα της εφαρμογής τους. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Το Άρθρο 14 του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου του 2019 ορίζει: «(3) Κάθε φορά που ιδιοκτήτης ιδιωτικού σχολείου επιθυμεί να προβεί σε αλλαγές στους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας ιδιωτικού σχολείου θα πρέπει να εξασφαλίσει σχετική έγκριση από την αρμόδια αρχή.» Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου: ««αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας, ο οποίος ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου» [...] «ιδιοκτήτης» σημαίνει το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, περιλαμβανομένης και σύστασης ομάδας με τη μορφή συνεταιρισμού, στην οποία ανήκει κατά κυριότητα το σχολείο».
Ιδιοκτήτης της Αγγλικής Σχολής είναι η Δημοκρατία· και σύμφωνα με τον περί Αγγλικής Σχολής Νόμο, ο έλεγχος και η διοίκηση της Σχολής είναι ευθύνη του Υπουργικού Συμβουλίου. Όμως, «εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας» εκδίδει το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής. Εδώ είναι η αντίφαση που φέρνει ο περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμος: Αν η Αγγλική Σχολή ήταν όντως ιδιωτική, ο Νόμος αναγνωρίζει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη (δηλαδή της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου) να ετοιμάζει κανονισμούς, όπως επιθυμεί. Όμως ο ίδιος Νόμος υποχρεώνει το Υπουργικό Συμβούλιο να εξασφαλίσει έγκριση από τον Υπουργό Παιδείας πριν προχωρήσει σε αλλαγές σε τέτοιους κανονισμούς κατά την επιθυμία του, ενώ βάσει του Συντάγματος το Υπουργικό Συμβούλιο (στο οποίο συμμετέχει ο Υπουργός Παιδείας) ασκεί εκτελεστική εξουσία σε κάθε θέμα της Δημοκρατίας· πόσο μάλλον σε κάτι που ανήκει στη Δημοκρατία, όπως την Αγγλική Σχολή με όλην την περιουσία της και τα δικαιώματα που συνάδουν με τον έλεγχο και τη διοίκησή της.
Φυσικά ο Νόμος περί του οποίου μιλούμε, έχει αποφασιστεί από τη Βουλή πολύ μετά την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2007. Όμως είναι ορθό να τον μελετήσουμε, διότι αν επανεξεταστεί το θέμα του αν είναι ή όχι η Αγγλική Σχολή «Διοικητικό Όργανο Δημοσίου Δικαίου», αυτό θα τύχει με το ισχύον Νομιικό Πλαίσιο. Είναι καλό να δούμε και το Άρθρο 5 του Νόμου των Ιδιωτικών Σχολείων: «(1) Κανένα ιδιωτικό σχολείο δεν μπορεί να ιδρυθεί- [...] (β) από δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή λειτουργό της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους, εν ενεργεία.» Ο ιδρυτής της Αγγλικής Σχολής, Νιούχαμ (που ήταν και κληρικός), κατά την ίδρυση της ήταν υπάλληλος του δημοσίου, αφού ήταν επιθεωρητής εκπαίδευσης το 1900, θέση από την οποία προήχθηκε σε αρχιεπιθεωρητή εκπαίδευσης, μέχρι το 1907 οπόταν έγινε Διευθυντής Εκπαίδευσης.
Παρατηρώ δε, ότι ο Νόμος είναι κακογραμμένος, κάτι που απαντάται σε αρκετά πρόσφατα νομοθετήματα, αφού στη διάταξη που έχω παραθέσει εντοπίζεται διπλή απαγόρευση («κανένα» και «δεν μπορεί» - το ένα αναιρεί το άλλο). Εμφανίζει, όμως, περισσότερα προβλήματα, ειδικά σε ένα παρομοίως κακώς διατυπωμένο και φαινομενικά αντιφατικό σημείο του. Στο Άρθρο 2, δίδεται η ερμηνεία του όρου «δημόσιο σχολείο» ως εξής: ««δημόσιο σχολείο» σημαίνει σχολείο, την ευθύνη της διοίκησης και συντήρησης του οποίου φέρει η Δημοκρατία και το οποίο δε διέπεται από άλλο νόμο και περιλαμβάνει σχολείο που κηρύχθηκε ως σχολείο με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·» Βλέπετε το πρόβλημα; Ένας θα μπορούσε να ερμηνεύσει λανθασμένα τη διάταξη της ερμηνείας του όρου «δημόσιο σχολείο», αφού αυτός ο όρος δεν ερμηνεύεται σε άλλο Νομοθέτημα. Θα το εξηγήσω, ώστε να εξαλειφθεί αυτή η πιθανότητα. Η Αγγλική Σχολή διέπεται από τον περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμο (ΚΕΦ.167), άρα δεν είναι «ιδιωτικό σχολείο», αφού δεν διέπεται από τις διατάξεις του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου του 2019. Παράλληλα, διέπεται από τις διατάξεις «άλλου Νόμου», άρα σύμφωνα με τον περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμο, δεν είναι ούτε «δημόσιο σχολείο». Πώς λύνεται αυτό το παράξενο πρόβλημα; Πολύ απλά. Πάρα πολύ απλά. Δεδομένου του ότι η Αγγλική Σχολή διέπεται από τον ειδικό Νόμο της Αγγλικής Σχολής, εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου του 2019· και οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή της. Επομένως, ένας θα μπορούσε ευλόγως να πει ότι ούτε η διάταξη που αποδίδει την ερμηνεία του όρου «δημόσιο σχολείο» εφαρμόζεται στην περίπτωση της Αγγλικής Σχολής· και να καταλήξει ότι το δεδομένο του αν είναι ή όχι η Αγγλική Σχολή δημόσιο σχολείο μπορεί να εξαχθεί με άλλα κριτήρια. Για τούτον το λόγο είπα ότι το σχετικό σημείο του Νόμου είναι μόνο «φαινομενικά» αντιφατικό. Διότι στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνάγεται ότι σκοπός του Νομοθέτη ήταν να ξεκαθαρίσει ότι μόνο τα σχολεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου περί Ιδιωτικών Σχολείων, είναι Ιδιωτικά Σχολεία· και αυτό το «και το οποίο δε διέπεται από άλλο νόμο» μπορεί να θεωρηθεί απλά περιττολογία. Εναλλακτικά, δεν είναι παράλογο να θεωρηθεί ότι «άλλο νόμο» θα πει «νόμο άλλον από όποιο διέπει τα δημόσια σχολεία»· αν και γενικές αναφορές αυτού του είδους, που επιτρέπουν τόσο ανοικτή ερμηνεία, πρέπει να αποφεύγονται.
Μπορούμε όμως, να εξετάσουμε και υπό διαφορετικό φως αυτό το «και το οποίο δε διέπεται από άλλο νόμο», με τον μοναδικό τρόπο που θα καθιστούσε ορθή τη συμπερίληψή του στη διάταξη του Νόμου που ερμηνεύει τον όρο «δημόσιο σχολείο». Η λέξη «δε» μπορεί να είναι αρνητικό μόριο («δεν»), όμως μπορεί να είναι συνδετικό μέρος του λόγου, αντιθετικό σε στερεότυπη εκφορά, προκειμένου να εκτεθούν δύο ισοδύναμοι όροι· και με αυτόν τον τρόπο η κείμενη περίπτωση στην ουσία ορίζει ««δημόσιο σχολείο» σημαίνει σχολείο το οποίο διέπεται από άλλο νόμο (σημείωση μου – δηλαδή όχι τον περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμο του 2019), την ευθύνη της διοίκησης και συντήρησης του οποίου φέρει η Δημοκρατία και περιλαμβάνει σχολείο που κηρύχθηκε ως σχολείο με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·» Θεωρώ ότι και αυτό το πρόβλημα έχει τακτοποιηθεί, αφού έτσι ακριβώς πρέπει να ερμηνευθεί η διάταξη του Νόμου που έχω αναλύσει. Με αυτόν τον τρόπο, μάλιστα, γίνεται πασιφανές ότι η Αγγλική Σχολή μόνο δημόσιο σχολείο μπορεί να είναι. Αυτό το δεδομένο ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός του ότι όλα τα δημόσια σχολεία διέπονται απο «άλλο Νόμο», δηλαδή τον περί Κοινοτικών Σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως Νόμο, 1961 (6/1961ΕΚΣ), με την εξαίρεση της Αγγλικής Σχολής που διέπεται από τον περι Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμο (ΚΕΦ.167), που επίσης αποτελεί «άλλο Νόμο».
Όλα τα ανωτέρω ενισχύουν την πεποίθηση ότι η Αγγλική Σχολή ήταν, όπως ήταν εξαρχής η πρόθεση και επιθυμία του ιδρυτή της αλλά και της εκάστοτε Κυβέρνησης που πάντα χρηματοδοτούσε τη διατήρηση της, τουλάχιστον από τη στιγμή που περιήλθε στην ιδιοκτησία του Βρεττανού Κυβερνήτη (δηλαδή της Κυβέρνησης της Κύπρου· και μετά της Δημοκρατίας), διοικητικό όργανο δημοσίου δικαίου, όπως και συνεχίζει να είναι, παρά τη στρέβλωση που παρατηρείται από τη στιγμή της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά το 2007. Σημειώνω ότι, λόγω της αλλαγής στο Νομικό πλαίσιο με την εισαγωγή του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου κατά το έτος 2019 και τη διευκρινιστική διάταξη που έχω αναλύσει, η Απόφαση του 2007 έπαψε να συνάδει με τη σημερινή πραγματικότητα (αν και, κατα την άποψή μου, πάντα ήταν απορριπτέα). Η Αγγλική Σχολή είναι, δια Νόμου, δημόσιο σχολείο· και διοικητικό όργανο δημοσίου δικαίου.
Παραθέτω, εν συντομία, τα κυριότερα συμπεράσματα και δεδομένα που εξάγονται από τις πληροφορίες του κειμένου:
1. Η Αγγλική Σχολή δεν είναι εμπίστευμα στο οποίο «δόθηκε νομοθετική ισχύ», ούτε ήταν, ούτε και είναι το «δημιούργημα εμπιστεύματος».
2. Η Αγγλική Σχολή ανήκει στη Δημοκρατία και διοικείται και ελέγχεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τρόπο σχεδόν απόλυτο, με μοναδικό περιορισμό τη διατήρηση του βασικού μέσου διδασκαλίας και του χαρακτήρα της Σχολής για όσο διάστημα λειτουργεί, σύμφωνα με το Άρθρο 3 του περί Αγγλικής Σχολής (Διοίκηση και Έλεγχος) Νόμου (ΚΕΦ.167), που αποτελεί ειδικό Νόμο που διέπει τη λειτουργία της Αγγλικής Σχολής και κάθε συναφές θέμα το οποίο ρυθμίζει.
3. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλικής Σχολής ελέγχεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με τρόπο που μπορεί να περιοριστεί στην εκτέλεση και εφαρμογή μόνον όσων επιθυμεί το Υπουργικού Συμβουλίου, ακόμα και με τη συμμετοχή του εκπροσώπου του Βρεττανικού Συμβουλίου στην κανονική του σύνθεση.
4. Η Κρατική Χορηγία που προσφέρεται στην Αγγλική Σχολή δεν αποτελεί Δημόσια Ενίσχυση, αλλά μόνον εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Δημοσίου αφενός απέναντι στη Σχολή και αφετέρου απέναντι στους Πολίτες του στον εκπαιδευτικό και κοινωνικό τομέα με τρόπο που συμβάλλει στην προαγωγή ουσιώδους λειτουργίας του Δημοσίου, με την προώθηση της ανάπτυξης της εκπαίδευσης.
5. Η Αγγλική Σχολή μπορεί να υφίσταται και να λειτουργεί μόνο ως δημόσιο σχολείο, βάσει του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου του 2019.
6. Η Αγγλική Σχολή είναι διοικητικό όργανο δημοσίου δικαίου.
7. Οι αποφάσεις της διοικήσεως της Αγγλικής Σχολής (του Διοικητικού Συμβουλίου, του Υπουργικού Συμβουλίου και οποιουδήποτε άλλου έχει ουσιαστική ευχέρεια και εξουσία έκδοσης διοικητικών αποφάσεων), μπορούν να ελέγχονται από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Η Αγγλική Σχολή δεν είναι σχολείο πλουσίων, ούτε απευθύνεται σε μιαν περιορισμένη μερίδα οικονομικά ευκατάστατων οικογενειών. Στην Αγγλική Σχολή έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες. Υπάρχει ο κίνδυνος να τερματιστεί η Κρατική Χορηγία προς το σχολείο, κάτι που θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ποσού των διδάκτρων. Αυτό θα περιορίσει πραγματικά τις δυνατότητες και τις πιθανότητες εισδοχής και φοίτησης παιδιών στο σχολείο, αφού θα επηρεάσει τεράστιο αριθμό οικογενειών. Ένας μπορεί να πει ότι η Κρατική Χορηγία είναι σχετικά χαμηλή, όμως η κατάργηση της θα συμπαρασύρει και τα μεγάλα έξοδα συντήρησης και άλλα αναγκαία έξοδα στα οποία προβαίνει το Κράτος, για το σχολείο. Η μέση οικογένεια με δυσκολία μπορεί να πληρώνει το κόστος των διδάκτρων που ανέρχεται στις €8000 το χρόνο. Αν το ποσό αυτό διπλασιαστεί, νοουμένου ότι αν διακοπεί η Κρατική Χορηγία θα προκύψει τέτοια ανάγκη, καταλαβαίνετε τι θα γίνει. Από δυσβάσταχτα για πολλούς, τα δίδακτρα θα γίνουν αβάσταχτα. Θα πηγαίνουν στην Αγγλική Σχολή μόνο τα παιδιά της τοπικής «ελίτ»· και θα μειωθούν, ή ακόμα και θα χαθούν, σημαντικές ευκαιρίες και δυνατότητες για παιδιά που θα μπορούσαν να γίνουν σπουδαίοι επιστήμονες, ή με άλλο τρόπο να συμβάλουν θετικά στη διαμόρφωση της αυριανής κοινωνίας!
Όσα συμβαίνουν σήμερα στην Αγγλική Σχολή, στην πραγματικότητα αφορούν τους πάντες. Αποτελούν μια «μικρογραφία» των προβλημάτων που είναι διάχυτα στην κοινωνία. Η λύση δεν είναι η διακοπή της Κρατικής Χορηγίας, που θα αποτελούσε σθεναρό κτύπημα στα παιδιά της Σχολής και στις οικογένειες τους· και παράλληλα ανεπαίσθητο πλήγμα στο Διοικητικό Συμβούλιο και άλλους στους οποίους κάποιοι Πολιτικοί που μπαίνουν μπροστά «θέλουν να δώσουν ένα μάθημα». Διότι οι Πολιτικοί μπορεί να τάζουν διάφορα, αλλά παράλληλα στερούν τον κόσμο από ελπίδα: «Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά». Έτσι επιλέγουν την ευκολότερη οδό, ίσως καλοπροαίρετα, ίσως λαϊκιστικά, ίσως και με τη σχετική βεβαιότητα ότι θα επέλθει κάποιο αποτέλεσμα και κάποια αλλαγή. Όμως αυτή η αλλαγή μπορεί να μην φέρει καλό. Μπορεί να ακούγεται δίκαιο το αποτέλεσμά της· και παράλληλα να μην είναι σωστό.
Μπορείτε, Φίλοι μου σε υψηλά αξιώματα, Βουλευτές της Δημοκρατίας και άλλοι, να εργαστείτε λίγο διαφορετικά για να λάμψει η αλήθεια: Η Αγγλική Σχολή ανήκει στη Δημοκρατία, είναι διοικητικό όργανο δημοσίου δικαίου και πρέπει να χρησιμοποιείται προς όφελος της νεολαίας της Κύπρου. Οι καθηγητές που εργάζονται στο σχολείο και συμπαρατάσσονται με τις καθηγήτριες που απολύθηκαν, χρειάζονται τη στήριξή μας στον αγώνα τους για να μην τύχουν και αυτοί θύματα της αθέμιτης πίεσης που οδήγησε στην απόλυση των τριών καθηγητριών. Οι καθηγήτριες που απολύθηκαν, χρειάζονται τη στήριξή μας στον αγώνα τους να αποκατασταθούν και παράλληλα να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη και να επέλθει η νομιμότητα. Μπορούν να απευθυνθούν στο Διοικητικό Δικαστήριο ώστε να ανατραπεί η κάκιστη, αλλά και αυθαίρετη, απόφαση απόλυσης τους. Η διαδικασία θα είναι πιθανότατα μακρά και πολυέξοδη· και μας χρειάζονται να σταθούμε δίπλα τους με όποιον τρόπο μπορούμε. Όμως το αποτέλεσμα θα μας βοηθήσει όλους.
Το 1900 ιδρύθηκε μια Σχολή για «το Όφελος της Νεολαίας της Κύπρου». Όπως κάθε τι καλό, που ξεκινά σε γερές βάσεις, φθάρηκε με την πάροδο του χρόνου. Σήμερα κινδυνεύει, με τη στρέβλωση του Σκοπού και την καταστρατήγηση των Αξιών της. Η Αγγλική Σχολή, που είναι οι δασκάλοι της, η παράδοση και το πνεύμα της, η προσφορά της, δεν ανήκει στην τοπική ελίτ. Ίσες ευκαιρίες, ίσες δυνατότητες. Η Αγγλική Σχολή ανήκει σε όλους, ανήκει στα παιδιά μας. Και τα παιδιά μας, είναι το μέλλον της Κύπρου μας.