Μια φορά και ένα καιρό η Αριστοτέλους κατήγγειλε διαφθορά...

Αναταράξεις με άγνωστες προς το παρόν συνέπειες προκάλεσε η απόφαση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, Σάββα Αγγελίδη, να διορίσει ποινικούς ανακριτές, οι οποίοι καλούνται να διερευνήσουν τα περί κινητών και διακίνησης ναρκωτικών των Κεντρικών Φυλακών, την ίδια ώρα μάλιστα που βρίσκεται σε εξέλιξη η έρευνα του Αχιλλέα Αιμιλιανίδη κατά του Διοικητή της ΥΚΑΝ, Μιχάλη Κατσουνωτού, ο οποίος φέρεται να συνομιλούσε παράνομα με βαρυποινίτη. Μάλιστα, την ίδια ώρα που οι συγκυρίες έχουν προκαλέσει ερωτήματα ως προς τις άρον άρον οδηγίες για δεύτερη παράλληλη έρευνα, στην εξίσωση ήρθε να προστεθεί και η ποινική έρευνα που διατάχθηκε κατά της Διεύθυνσης των Φυλακών για ένα μη διαβαθμισμένο email που είδε το φως της δημοσιότητας και το οποίο στην ουσία επιβεβαίωνε την επιστολή που νωρίτερα διέρρευσε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης αναφορικά με τις παρακολουθήσεις και πως θα συλλέγονταν δεδομένα ακόμα και πολιτών εκτός Φυλακών. Για την οποία ωστόσο δεν διατάχθηκε ποινική έρευνα, όπως επίσης έρευνα δεν διατάχθηκε για την σοβαρή διαρροή του μαρτυρικού υλικού, το οποίο παρέδωσε η πλευρά της Αριστοτέλους στον ποινικό ανακριτή.  

Η απόφαση του Σάββα Αγγελίδη βασίστηκε σε μια σειρά από στοιχεία και γεγονότα που προέκυψαν τις τελευταίες ημέρες. Τα γεγονότα που έλαβε υπόψη του, ήταν οι πληροφορίες που έφθασαν στην Αστυνομία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, η καταδικαστική απόφαση κατά του ισοβίτη Δημήτρη Μαμαλικόπουλου και με αφορμή τις φωτογραφίες που προβλήθηκαν σε τηλεοπτικό ρεπορτάζ, οι οποίες όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, ήταν μέρος του μαρτυρικού υλικού και συγκεκριμένα για υλικό που απέστειλε ο βαρυποινίτης στον Μιχάλη Κατσουνωτό.  

Σημειώνεται πάντως, πως την ώρα που εγείρονται τα ερωτήματα ως προς την χρονική περίοδο της έναρξης της δεύτερης έρευνας και τον εντοπισμό στοιχείων από Αστυνομία, τα οποία διαβίβασε στη Στέφη Δράκου, πληροφορίες - που δεν επιβεβαιώνονται αλλά ούτε και διαψεύδονται - αναφέρουν πως τα στοιχεία προέρχονται από την πλευρά του βαρυποινίτη, ο οποίος διατηρούσε αντίγραφα.  

Διστακτικοί τον Ιούνιο, αποφασισμένοι τον Ιούλιο

Η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται από την ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας για την έναρξη της νέας έρευνας, είναι πως πολύ ορθά ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του διόρισε ποινικούς ανακριτές για να διεξάγουν μια τέτοια έρευνα, δεδομένου πως όλοι συμφωνούν πως στόχος είναι η πάταξη οποιονδήποτε παρανομιών, είτε εντός των Φυλακών, είτε εκτός. Ωστόσο εάν κανείς μελετήσει εξ αρχής τα όσα έγιναν ή δεν έγιναν από τότε αποκαλύφθηκε από τα ΜΜΕ η εμπλοκή του διοικητή της ΥΚΑΝ στην υπόθεση με τον βαρυποινίτη και αφού μελετήσει την ροή των εξελίξεων, ενδεχομένως να αναθεωρήσει την αρχική του εντύπωση.

Η υπόθεση του διοικητή της ΥΚΑΝ, της οποίας η σοβαρότητα διαφάνηκε εξ αρχής, αφού τα στοιχεία ήταν αδιάσειστα με βάση τις συνομιλίες που εντοπίστηκαν, επιχειρήθηκε από αυτούς που σήμερα κουνούν το δάχτυλο στη Διεύθυνση των Φυλακών, να υποβαθμιστεί. Τα στοιχεία ωστόσο και η πίεση που δημιουργήθηκε, ανάγκασαν τους αρμοδίους να προβούν στον διορισμό του Αχιλλέα Αιμιλιανίδη ως ποινικού ανακριτή.

Αρκεί μόνο να υπενθυμίσουμε πως, ενώ οι καταγγελίες και τα στοιχεία ήταν για μέρες εις γνώσιν των αρμοδίων, αυτοί επέδειξαν τουλάχιστον ολιγωρία και διστακτικότητα ώστε να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο και να διατάξουν έρευνα, προτάσσοντας ως άλλοθι πως δεν υπήρχε γραπτή καταγγελία. Και εδώ προκύπτει το πρώτο ερώτημα. Οι Αρχές πολλές φορές εξέδωσαν εντάλματα σύλληψης ή έρευνας, στη βάση μόνο ενός πληροφοριοδότη, χωρίς μάλιστα να ελέγχεται η αξιοπιστία του και εξού αρκετές φορές στη συνέχεια οι υποθέσεις έκλειναν. Σε αυτή την περίπτωση, γιατί δεν επενέβησαν αυτεπάγγελτα και επέμεναν να ζητούν γραπτή καταγγελία; Δεν πρόκειται για σοβαρή υπόθεση διαφθοράς; Εάν για παράδειγμα κάποιος είχε αδιάσειστα στοιχεία για μια δολοφονία και είχε στην κατοχή του τεκμήρια αλλά ήθελε να παραμείνει ανώνυμος, θα έλεγαν όχι στην εξιχνίαση μιας δολοφονίας και θα ζητούσαν γραπτή του κατάθεση; 

Από την άλλη, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως παρατηρήθηκε και διστακτικότητα στην διαθεσιμότητα του Μιχάλη Κατσουνωτού από την υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία μάλιστα του έδωσε χρόνο να απαντήσει, να καταθέσει τις θέσεις και μετά να αποφασίσει. Πέρασαν μερικά 24ωρα μέχρι να αποφασίσει να τον θέσει σε διαθεσιμότητα, ακολουθώντας διαφορετική πρακτική από άλλες περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκονται χαμηλόβαθμοι  αστυνομικοί. 

Ήθελαν στοιχεία τον Ιούνιο, αρκούν τα ρεπορτάζ τον Ιούλιο

Εξάλλου, όπως αναφέρουν πληροφορίες, είχαν ενημερωθεί προ πολλού, ενώ έρευνα δεν διατάχθηκε ούτε όταν έκαναν την εμφάνιση τους τα πρώτα ρεπορτάζ για την υπόθεση.

Τότε η Νομική Υπηρεσία διαμήνυε πως για να προχωρήσει με την διεξαγωγή έρευνας και τον διορισμό ανακριτή, αλλά και το Υπουργείο Δικαιοσύνης με τη διαθεσιμότητα του Μιχάλη Κατσουνωτού, θα έπρεπε να υπάρχουν γραπτώς οι καταγγελίες από τη Διεύθυνση των Φυλακών. Έτσι για να υπάρχει μια πλήρης εικόνα των γεγονότων, κάποιοι ήταν ενήμερη για την υπόθεση Κατσουνωτού πολύ πριν από τις 17 Ιουνίου όταν δημοσιεύθηκε το θέμα για πρώτη φορά. Υπενθυμίζεται πως το θέμα συζητείτο ανάμεσα σε κρατούμενους και νομικούς, από ένα μήνα προηγουμένως. 

Εξάλλου ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, δεν διέψευσε τα περί ενημέρωσης τους σε δηλώσεις του, αναφέροντας πως, «δεν θέλω να πω οτιδήποτε για οποιαδήποτε καταγγελία δεν συνοδεύεται από στοιχεία. Προσωπικά, με τους δικηγόρους της μιλώ συνέχεια». Από την άλλη ο Σάββας Αγγελίδης, δήλωσε πως δεν είχε γνώση των καταγγελιών.

Παρά την άγνοια που εξέφρασαν κάποιοι δημόσια, στον απόηχο των επικρίσεων για την καθυστερημένη αντίδραση τους, πηγές επέμεναν και τόνιζαν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο πως ήταν ενήμεροι, γνώριζαν για τη συνομιλία και για μέρος του περιεχομένου των μηνυμάτων, μη θέλοντας να προβούν σε περαιτέρω λεπτομέρειες, ενώ από τις πληροφορίες που βλέπουν το φως, κάποιοι φαίνεται να μην ήθελαν να λάβουν διαστάσεις οι καταγγελίες, λόγω των εμπλεκομένων και ενδεχομένως να ήθελαν να κερδηθεί χρόνος. Μέχρι σήμερα το εν λόγω ζήτημα δεν έχει ξεκαθαριστεί. 

Στις 17 Ιουνίου, λοιπόν, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το θέμα από τα ΜΜΕ. Η Άννα Αριστοτέλους βγήκε μπροστά και με δημόσιες δηλώσεις της, αποκάλυψε πράγματα και θάματα. Τότε η Νομική Υπηρεσία δήλωνε πως για να προχωρήσει οποιαδήποτε υπόθεση χρειαζόταν στοιχεία. Το ραντεβού με τη Διεύθυνση των Φυλακών για να λάβουν τα στοιχεία κλείστηκε για τις 20 Ιουνίου. Στις 20 Ιουνίου, μάλιστα, η Άννα Αριστοτέλους συναντήθηκε και με την υπουργό Δικαιοσύνης. Τρεις μέρες προηγουμένως, ουδείς συγκινήθηκε, λόγω της σοβαρότητας των καταγγελιών, να πάρει τηλέφωνο τους νομικούς της Αριστοτέλους, αλλά και την ίδια, ώστε να τους καλέσουν εδώ και τώρα να προσκομίσουν στοιχεία και να προχωρήσει η έρευνα ακόμα και την ίδια μέρα, στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα στην κοινωνία πως στην πάταξη της διαφθοράς είναι όλοι ενωμένοι. 

Με τα στοιχεία να είναι αδιάσειστα, αποφασίσθηκε ο διορισμός ποινικού ανακριτή, την Δευτέρα 20 Ιουνίου, ενώ ο αξιωματικός τέθηκε σε διαθεσιμότητα δύο ημέρες μετά.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον διορισμό των τεσσάρων ποινικών ανακριτών, δύο εκ των οποίων μάλιστα προέρχονται από τις τάξεις της Αστυνομίας, έλαβαν όρους εντολής να διεξαγάγουν ποινική ανάκριση ως προς το ενδεχόμενο μεταφοράς και χρήσης κινητών τηλεφώνων εντός των Φυλακών και τη χρήση ναρκωτικών, τα πράγματα είχαν άλλη τροπή. 

Επέκταση έρευνας πριν το ρεπορτάζ του Σίγμα

Σύμφωνα με τον Σάββα Αγγελίδη, η απόφαση του στηρίχθηκε όπως γράψαμε και πιο πάνω σε τέσσερις παράγοντες: α) την απόφαση του Κακουργιοδικείου για τον Μαμαλικόπουλο, (β) σε πληροφορίες που κατέχει η Αστυνομία, (γ) στα ρεπορτάζ του Σίγμα και (δ) στην επιστολή της υπουργού που διαβεβαιώνει ότι δεν έχουν αρχίσει οποιεσδήποτε άλλες διαδικασίες διερεύνησης.

Ωστόσο, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε επίσημα στον REPORTER o Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, συναντήθηκε την περασμένη Παρασκευή (σ.σ πριν την ανακοίνωση της δεύτερης έρευνας) με τον Σάββα Αγγελίδη, ο οποίος τον ενημέρωσε για την πρόθεση του αυτή. Να διεξαχθεί έρευνα δηλαδή, που να επεκτείνεται όχι μόνο στην υπόθεση Κατσουνωτού-βαρυποινίτη, αλλά γενικότερα. «Με ρώτησε κατά πόσον θα ήθελα να διευρύνω το πεδίο της έρευνας μου για να αναλάβω ως ποινικός ανακριτής και τις πρόσθετες αυτές καταγγελίες της Γενικής Εισαγγελίας», είπε ο κ. Αιμιλιανίδης.  

Εντούτοις, υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια. Την Παρασκευή, όταν ο Σάββας Αγγελίδης συναντούσε τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη και του ζητούσε να διευρύνει την έρευνα του, ήταν αδύνατο να έχει υπόψη του τα στοιχεία από το ρεπορτάζ της τηλεόρασής του Σίγμα, εκτός εάν ήταν εκ των προτέρων ενημερωμένος.

Εγείρει ερωτήματα το γεγονός ότι την Παρασκευή - πριν την προβολή του ρεπορτάζ - ενημέρωσε τον κ. Αιμιλιανίδη για την πρόθεση του να διευρυνθεί η έρευνα του ιδίου ή να διοριστούν άλλοι ποινικοί ανακριτές, χωρίς να είναι εις γνώσιν του σημαντικά στοιχεία της υπόθεσης που δημοσιεύθηκαν μερικές ώρες αργότερα.

Αυτό ερμηνεύεται με δύο τρόπους: Είτε ο κ. Αγγελίδης ήταν ενήμερος εκ των προτέρων για το τι θα παρουσίαζε το βράδυ στο Κεντρικό Δελτίο Ειδήσεων των οκτώ το Σίγμα, είτε η απόφαση του τελικά βασίστηκε μόνο στην απόφαση του Κακουργιοδικείου για τον Μαμαλικόπουλο και στα στοιχεία της Αστυνομίας.

Συνάντηση με Αχιλλέα και πριν την επιστολή Δράκου

Εξάλλου, η επιστολή της Στέφης Δράκου, έφτασε στο γραφείο του στις 26 Ιουλίου, συνεπώς ούτε αυτή υπήρχε στα χέρια του, όταν συναντήθηκε με τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη στις 23 Ιουλίου.

Συνοψίζοντας από τα τέσσερα σημεία της ανακοίνωσης Αγγελίδη, τα δύο δεν ίσχυαν όταν ενημέρωνε τον κ. Αιμιλιανίδη, για την πρόθεση του να διερευνηθεί το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων από οποιονδήποτε στον χώρο των Κεντρικών Φυλακών.

Εξάλλου και ο τρίτος λόγος που παρουσιάζεται στην ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, οι πληροφορίες και οι καταθέσεις που κατέχει η Αστυνομία αναφορικά με τη χρήση κινητών τηλεφώνων από υπόδικους ή/και κατάδικους για διάπραξη ποινικών αδικημάτων, ελέγχεται για μια σειρά από λόγους. Κι αυτό διότι όσοι γνωρίζουν πράγματα και καταστάσεις, ξέρουν πολύ καλά και ειδικά μετά τις αποκαλύψεις για την υπόθεση Κατσουνωτού, ότι οι σχέσεις Διεύθυνσης Κεντρικών Φυλακών-Αστυνομίας, δεν είναι οι καλύτερες, αφού όχι μόνο σήμερα, αλλά και στο παρελθόν, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις κόντρας και διαφωνιών. Συνεπώς, το να βασίζεται μια τόσο σοβαρή έρευνα σήμερα, σε στοιχεία που παρέχει η Αστυνομία κατά των Κεντρικών Φυλακών, μόνο ερωτηματικά μπορεί να προκαλεί και ειδικότερα όταν αυτά τα στοιχεία προέκυψαν μετά τις καταγγελίες της Άννας Αριστοτέλους.

Ερωτήματα για μαρτυρικό υλικό και μάρτυρες 

Την ίδια ώρα, προκύπτουν και άλλα σοβαρά ερωτήματα, τα οποία μέχρι στιγμής παραμένουν αναπάντητα. Η συνάντηση Αγγελίδη-Αιμιλιανίδη έγινε πριν την προβολή του τηλεοπτικού ρεπορτάζ, ωστόσο στη συνέχεια αποκαλύφθηκε πως επρόκειτο για μαρτυρικό υλικό. Η Νομική Υπηρεσία εμφανίστηκε να μην το γνωρίζει, αφού δεν ανέφερε πως πρόκειται για μαρτυρικό υλικό αλλά για στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας και θα έπρεπε να διερευνηθούν.   

Το αν όμως είναι ή όχι, πέραν του ότι υπάρχει πλέον παραδοχή από τους δικηγόρους της Άννας Αριστοτέλους, το γνωρίζει καλύτερα από όλους ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, στον οποίο μπορούσε να αποταθεί ο Σάββας Αγγελίδης ώστε να το επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει, εάν όντως πρόκειται για μέρος του μαρτυρικού υλικού.  

Από την άλλη, η Νομική Υπηρεσία μίλησε για επιστολή της Στέφης Δράκου, στην οποία διαβιβάστηκαν στοιχεία από την Αστυνομία, στη βάση των οποίων διέταξε δεύτερη έρευνα, ωστόσο δεν ανέμενε την ολοκλήρωση της έρευνας του Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, ώστε να ξεκαθαρίσει το σκηνικό. Και αυτό διότι, οι πληροφορίες για το ποιοι γνώριζαν και ποιοι όχι δίνουν και παίρνουν, ενώ από την άλλη υπάρχουν πληροφορίες που θέλουν το όνομα της υπουργού και του Αρχηγού να αναφέρεται στις συνομιλίες του βαρυποινίτη με τον Μιχάλη Κατσουνωτό. 

Αυτά και μόνο και προς αποφυγή οποιανδήποτε συνειρμών, που θα έδιναν δικαιώματα, δεν θα έπρεπε να ανέμεναν το πόρισμα του Αχιλλέα Αιμιλιανίδη; Εκτός και αν γνωρίζουν ήδη πως δεν προκύπτει τέτοιο ζήτημα. Από την άλλη όμως, αφού οι έρευνες του Αιμιλιανίδη βρίσκονται σε εξέλιξη, πώς γνωρίζουν πως στη συνέχεια δεν θα προκύψει άλλη μαρτυρία που θα βάζει νέα δεδομένα στην εξίσωση; 

Θα ήταν ορθό να αναφερθεί πως το ζητούμενο δεν είναι γιατί διορίστηκε δεύτερη ανακριτική ομάδα που θα διεξάγει παράλληλη έρευνα, αλλά η χρονική περίοδος που επιλέχθηκε, την ίδια ώρα που δεν έχει ξεκαθαριστεί το σκηνικό με τις καταγγελίες τις Αριστοτέλους. 

Το κατήγγειλε πρώτη η Αριστοτέλους

Μια πιο προσεχτική ματιά στην ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, οδηγεί και σε άλλα συμπεράσματα. Από τους τέσσερις λόγους που επικαλείται, ο μόνος που αναφέρεται στη χρήση ναρκωτικών στις φυλακές, είναι ο τρίτος. Γράφει συγκεκριμένα, «πρόσφατων δημοσιευμάτων αναφορικά με χρήση κινητών τηλεφώνων, διακίνηση και χρήση ναρκωτικών ουσιών και διάπραξη άλλων αδικημάτων εντός των Φυλακών».

Στην απόφαση του Μαμαλικόπουλου που είναι ο πρώτος λόγος και στα στοιχεία της Αστυνομίας που είναι ο δεύτερος, καταγράφεται πως το αδίκημα που εντοπίζεται είναι αυτό της χρήσης κινητών τηλεφώνων από κατάδικους και υπόδικους και η οργάνωση εγκλημάτων από τον χώρο των φυλακών. Εδώ αξίζει μια σημείωση που συνδέεται με τα πιο πάνω. Πώς γίνεται την Παρασκευή πριν την παρουσίαση των στοιχείων του Σίγμα, να ζητείτο από τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη να διευρυνθεί η έρευνα του αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε καμία καταγγελία και κανένα στοιχείο για χρήση ναρκωτικών; Τουλάχιστον αυτό έλεγε στην ανακοίνωση της η Νομική Υπηρεσία στις 27 Ιουλίου, με τον Γενικό Εισαγγελέα την επόμενη μέρα να μιλά για πληροφορίες και στοιχεία που έφθασαν ενώπιον της Αστυνομίας την τελευταία εβδομάδα. 

Αυτό όμως είναι ένα απλό λογικό ερώτημα. Η ουσία είναι αλλού. Η χρήση κινητών στις Κεντρικές Φυλακές είναι ένα πρόβλημα που η πολιτεία φάνηκε πως δεν ήθελε να επιλύσει. Και αυτό διότι, ουδείς τοποθετήθηκε ως προς το γιατί αγνοήθηκαν οι απανωτές επιστολές που είδαν το φως της δημοσιότητας, μέσω των οποίων η Αριστοτέλους ζητούσε την αναβάθμιση του συστήματος απενεργοποίησης των κινητών, με τους αρμόδιους να παραμένουν σε πλήρη αδράνεια για ένα χρόνο. Συνεπώς, εύλογα διερωτάται κάποιος, αφού είναι ομόφωνη η ευαισθησία για αυτό το ζήτημα, γιατί δεν κινητοποιήθηκαν άπαντες για την αναβάθμιση του συστήματος πριν ένα-ενάμιση χρόνο; 

Υπενθυμίζεται πως η πρώτη που παραδέχθηκε τη χρήση κινητών τηλεφώνων από μερίδα κατάδικων ήταν η ίδια η Διευθύντρια των Κεντρικών Φυλακών με τα στοιχεία που παρέθεσε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα. Δηλαδή, η Αριστοτέλους προέβη σε καταγγελία στις 20 Ιουνίου, η οποία περιλάμβανε μεταξύ άλλων στοιχεία ότι ο βαρυποινίτης κατείχε παράνομα κινητό τηλέφωνο στο κελί του.

Η υπόθεση Μαμαλικόπουλου και το γιατί

Συνεπώς, είτε το γράφει η απόφαση του Μαμαλικόπουλου, είτε το κατέχει η Αστυνομία μέσα από καταθέσεις, η χρήση κινητών τηλεφώνων από μερίδα κατάδικων είναι δεδομένη. Εξάλλου καμία φυλακή σε καμία χώρα του κόσμου δεν κατάφερε να πατάξει το φαινόμενο στην ολότητα του και θα ήταν ουτοπία να πιστεύουμε πως μπορεί να επιτευχθεί αυτό. Ως προς του τρόπους που μπαίνουν, η ευθύνη βαραίνει άπαντες, συμπεριλαμβανομένου και την Αστυνομία, αφού θα πρέπει να λεχθεί πως ουκ ολίγες φορές κρατούμενοι κατά την επιστροφή τους από τα Δικαστήρια, την ευθύνη των οποίων έχει η Αστυνομία, επέστρεψαν με ναρκωτικά ή κινητά. Και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μαρτυρία κρατούμενου που υποστηρίζει πως του πρότεινε η Αστυνομία να τον εφοδιάσει με κινητό εντός των Φυλακών, ώστε να τους αποστέλλει πληροφορίες και βίντεο.

Οι ευθύνες δηλαδή για το αν στις Κεντρικές Φυλακές γίνεται χρήση κινητών, δεν θα πρέπει να περιοριστούν μόνο στον ιστορικό χώρο των Φυλακών αλλά και παραέξω, ενώ η όποια έρευνα της Νομικής Υπηρεσίας θα πρέπει να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, εάν θέλουμε να είμαστε σωστοί, δίκαιοι και αμερόληπτοι, εξαφανίζοντας οποιαδήποτε σκιά γύρω από τη δεύτερη έρευνα που διατάχθηκε. 

Πέραν τούτου, πηγαίνοντας πίσω στην υπόθεση του Μαμαλικόπουλου, την οποία επικαλέστηκε η Νομική Υπηρεσία, θα πρέπει να λεχθεί πως η απόφαση στηρίχθηκε κυρίως στον υπό προστασία μάρτυρα της ΥΚΑΝ, ο οποίος ήταν αυτός που πάτησε τη σκανδάλη. Ωστόσο, τα περί χρήσης κινητού, το οποίος στο μεταξύ δεν έγινε κατορθωτό να εντοπιστεί, ήταν εις γνώση της Αστυνομίας και της Νομικής Υπηρεσίας από το 2020, οπότε παραδέχθηκε ο μάρτυρας. 

Μπορεί οι Αρχές να περίμεναν την απόφαση του Δικαστηρίου, για να κρίνει την αξιοπιστία του μάρτυρα, ωστόσο από το Ιούλιο του 2020, οπότε καταδικάστηκε σε 35 χρόνια φυλάκιση ο εκτελεστής, η Αστυνομία θεωρούσε πως η μαρτυρία του Χάμπουργκερ ήταν αξιόπιστη. Ως εκ τούτου, δεδομένου των στοιχείων που κατείχαν και αφού ο στόχος ήταν να αποφευχθούν άλλα πιθανά εγκλήματα, γιατί ούτε η Αστυνομία, ούτε το Υπουργείο Δικαιοσύνης και ούτε η Νομική Υπηρεσία δεν κινητοποιήθηκαν δύο χρόνια προηγουμένως; Η μαρτυρία υπήρχε. Γιατί δεν προχώρησαν με την αναβάθμιση του συστήματος και να εκμεταλλευτούν άπαντες αυτό το όπλο που έχουν στα χέρια τους; Ένα ερώτημα πολύ σημαντικό και μέσα από το οποίο δείχνει ξεκάθαρη αδράνεια από όλους όσους σήμερα κουνάνε το δάχτυλο.  

Τα ναρκωτικά στις φυλακές

Μπαίνοντας και στην ουσία αναφορικά με τα ναρκωτικά εντός των φυλακών, εγείρονται επίσης μια σειρά από ζητήματα με την απόφαση για τον διορισμό ποινικών ανακριτών, οι οποίοι έχουν τρεις μήνες, που ενδεχομένως στην πορεία να γίνουν έξι, για να διερευνήσουν εάν όντως διαπράττεται ένα τέτοιο ποινικό αδίκημα.

Το ερώτημα είναι, αφού πλέον ανάμεσα και στις τάξεις των φυλακισμένων είναι γνωστό ότι το επόμενο διάστημα θα τρέχει η εν λόγω έρευνα, είναι δυνατό να αναμένει κανείς πως αν γίνεται διακίνηση θα συνεχίσει να γίνεται και τους επόμενους μήνες; 

Τα όπλα που έχουν στη φαρέτρα τους οι Αρχές, είναι τέτοια που θα μπορούσαν πολύ εύκολα, απλά και υπό άκρα μυστικότητα, αφού έχουν στην κατοχή τους στοιχεία που αποδεικνύουν τη διακίνηση και τη χρήση ναρκωτικών, να απευθυνθούν στο Δικαστήριο, να εξασφαλίσουν σχετικό ένταλμα και να διεξάγουν εξονυχιστικές έρευνες για εντοπισμό των ναρκωτικών.

Είναι τουλάχιστον αφελές να αναμένει κανείς πως μετά το σούσουρο των τελευταίων ημερών, εάν όντως γινόταν διακίνηση εντός των φυλακών, θα συνεχίσει να γίνεται και τις επόμενες εβδομάδες, αφού ορθά ή λανθασμένα οι πιθανοί ενδιαφερόμενοι έχουν ενημερωθεί και τους δίνεται χρόνος αντίδρασης.

Εξάλλου, ο μεγάλος κίνδυνος από πιθανές έρευνες της Αστυνομίας στον χώρο των Κεντρικών Φυλακών που ελλοχεύει, είναι το γνωστό fishing. Νομικού κύκλοι που μίλησαν στον REPORTER, εξήγησαν πως έχει καταγραφεί και στο παρελθόν και ελλοχεύει ο κίνδυνος και στο μέλλον, κάποιοι κατάδικοι να πεισθούν από την Αστυνομία για να καταθέσουν ή να παραθέσουν φτιαχτά στοιχεία, έχοντας λάβει υποσχέσεις για απαλλαγή από κατηγορίες, βοήθεια όταν αποφυλακιστούν κτλ. Κάτι που έγινε και στην περίπτωση του βαρυποινίτη, ο οποίος φαίνεται να έλαβε ανταλλάγματα για να δίνει στοιχεία, η αξιοπιστία των οποίων εξετάζεται, ενώ υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες που δείχνουν πως κάτι τέτοιο μεταξύ αστυνομίας και άλλων προσώπων, συμβαίνει. Και σε αυτό το ζήτημα, έρχεται να προστεθεί και το πρόγραμμα μαρτύρων της Αστυνομίας, όπου καταδικασθέντες λαμβάνουν ανταλλάγματα και μετατρέπονται σε μάρτυρες, βγαίνουν εκτός φυλακών και στο τέλος αναστέλλεται η ποινή τους, ανεξαρτήτως η υπόθεση πέσει γιατί μπορεί να κριθούν αναξιόπιστη. 

Η σύγκρουση των δύο ερευνών

Μια άλλη διάσταση του όλου ζητήματος, είναι το γεγονός ότι οι δύο έρευνες, δηλαδή αυτή του Αχιλλέα Αιμιλιανίδη και της ομάδας των ποινικών ανακριτών που διορίστηκαν για να διερευνήσουν πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων στον χώρο των Κεντρικών Φυλακών, συγκρούονται μεταξύ τους.

Αναπόφευκτα, ο κ. Αιμιλιανίδης διερευνά μεταξύ άλλων τη χρήση κινητού από έναν βαρυποινίτη, ο οποίος από το κελί του συνωμοτούσε με τον διοικητή της ΥΚΑΝ για να παγιδεύσουν τη Διευθύντρια. Από την άλλη στους όρους εντολής των τεσσάρων, είναι η διερεύνηση της χρήσης κινητών τηλεφώνων από φυλακισμένους.

Εξάλλου μόνο και μόνο, ότι την περασμένη Παρασκευή ο Σάββας Αγγελίδης ζήτησε από τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη να επεκταθούν οι όροι εντολής της δικής του έρευνας, αποδεικνύει σε ποιο βαθμό οι δύο έρευνες συνδέονται. Εξάλλου δεν αποκλείεται μέρος του μαρτυρικού υλικού που έπεισε τον κ. Αγγελίδη για να προχωρήσει με τον διορισμό ποινικών ανακριτών, να συνδέεται με την υπόθεση που διερευνά ο κ. Αιμιλιανίδης.

Η τρίτη έρευνα 

Και σαν να μην έφταναν όλα τα πιο πάνω ερωτήματα λόγω των συγκυριών, στην εξίσωση ήρθε να προστεθεί και η τρίτη έρευνα, που στην ουσία είναι η δεύτερη που διατάσσεται μετά τις καταγγελίες της Άννας Αριστοτέλους. 

Η Αστυνομία, μετά από δύο καταγγελίες που είχε ενώπιον της, μια από ιδιωτική εταιρεία και μια από κρατική υπηρεσία, άνοιξε ποινική υπόθεση σε βάρος της Διεύθυνσης των Φυλακών, αρχίζοντας μάλιστα ανακρίσεις, αναφορικά με ένα email που είδε το φως της δημοσιότητας και το οποίο επιβεβαίωνε τη θέση της Διεύθυνσης, πως αν ενεργοποιείτο το σύστημα για παρακολουθήσεις, θα συλλέγονταν δεδομένα και από πολίτες που επισκέπτονταν τα φυλακισμένα μνήματα ή ήταν περαστικοί ή διαμένουν πέριξ των Φυλακών. Κάτι, το οποίο όμως ήταν ήδη γνωστό λίγες μέρες προηγουμένως, από την επιστολή που απέστειλε η Διεύθυνση στην υπουργό Δικαιοσύνης και η οποία διέρρευσε στο Τύπο. 

Επρόκειτο για μια απόρρητη επιστολή, για την οποία ωστόσο δεν διατάχθηκε έρευνα για το πώς κατέληξε στον Τύπο, όπως έρευνα δεν διατάχθηκε και για τη σοβαρή διαρροή του μαρτυρικού υλικού που παραδόθηκε από τη Διεύθυνση των Φυλακών. 

Εντούτοις, οι Αρχές αποφάσισαν ποινική έρευνα για το email, αρχίζοντας, όπως εξήγησαν νομικοί κύκλοι, ανάποδα τη διαδικασία. Και αυτό διότι, η Αστυνομία, χωρίς να μελετήσει εάν επρόκειτο για απόρρητο email, κάλεσε στενούς συνεργάτες της Διεύθυνσης, τους οποίους επέστησε την προσοχή στο Νόμο. Τόσο οι συνεργάτες, όσο και η ίδια η Διεύθυνση θεωρούνται ύποπτοι για έξι συνολικά αδικήματα, μεταξύ των οποίων και συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος. 

Και την ώρα που οι νομικοί της Αριστοτέλους δείχνουν αντίποινα στον απόηχο των καταγγελιών της Διεύθυνσης των Φυλακών, στο φως έρχεται η εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία αναφέρει μεταξύ άλλων πως ένα email δεν μπορεί να θεωρηθεί απόρρητο, γεγονός που αναπτύσσει την κακούς συνειρμούς γύρω από τις ενέργειες των Αρχών. 

Καμία τοποθέτηση 

Σημειώνεται πως για τα όλα πιο πάνω ερωτήματα που προκύπτουν, επιχειρήσαμε να λάβουμε απαντήσεις από την Υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία ωστόσο επανέλαβε τη θέση πως δεν θα τοποθετηθεί καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η έρευνα, ενώ από αποταθήκαμε και στην Νομική Υπηρεσία, ωστόσο η επικοινωνία μας δεν κατέστη δυνατή. 

Δειτε Επισης

Honda και Nissan ανακοίνωσαν πως συγχωνεύονται-Mega deal στην αυτοκινητοβιομηχανία
Πήδηξε από ύψος τεσσάρων μέτρων ο δραπέτης-Καταζητείτο για χρέη 87 εκατομμυρίων ευρώ
Έρχεται αναθεωρημένο Στεγαστικό Σχέδιο για νέους και ζευγάρια εντός Ιανουαρίου
Χωρίς νερό η Μέσα Γειτονιά λόγω βλάβης-Το μεσημέρι θα γίνει η αποκατάσταση
Ξεκινά η διαδικασία ταχείας αδειοδότησης έργων στρατηγικής ανάπτυξης
Ομόφωνα αποδεκτή από την Επιτροπή Θεσμών η αναπομπή του νόμου για περιορισμό συναλλαγών σε μετρητά
Πρόταση για καταγγελία οχημάτων σε πεζοδρόμια μέσω φωτογραφίας-Επιστολή ΟΠΑΚ στην Επιτροπή Νομικών
Τα ερωτήματα για την επίθεση στο Μαγδεμβούργο-Πώς βάζει «φωτιά» στις πρόωρες γερμανικές εκλογές
Bild: Αίτηση διαζυγίου κατέθεσε η Άσμα αλ Άσαντ-Θέλει να γυρίσει στο Λονδίνο
Η αναλγησία της εκτελεστικής εξουσίας, η καθυστέρηση ψήφισης Νόμου και η συνέχιση του χάους με τους ΤΑΚΑΤΑ