Αυξήθηκαν οι συντρέχουσες ποινές, μειώθηκε η συνολική στον απαγωγέα της Λάρνακας
12:19 - 19 Μαΐου 2022
Έπεσε οριστικά η αυλαία στην πολύκροτη υπόθεση της απαγωγής δύο ανήλικων παιδιών που διαπράχθηκε το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, όταν ο 35χρονος απήγαγε τους δύο μαθητές από την αυλή του σχολείου τους, στο Δημοτικό Σχολείο Καμάρων στη Λάρνακα, με το Ανώτατο να ακυρώνει τις διαδοχικές ποινές και να αυξάνει την ποινή στις συντρέχουσες, η οποία ωστόσο είναι κατά τρία χρόνια μικρότερη.
Ο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας, είχε επιβάλει διαδοχικές ποινές φυλάκισης, το σύνολο των οποίων ανέρχονταν στα 16 έτη στον 35χρονο, ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή σε δύο κατηγορίες που αφορούν περιαγωγή σε νάρκωση με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και άλλες δύο κατηγορίες που αφορούν την απαγωγή δύο ανήλικων παιδιών με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό τους. Επίσης παραδέχθηκε δύο κατηγορίες που αφορούν απαγωγή προσώπου με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Η συγκλονιστική μαρτυρία του νεαρού που εντόπισε τα παιδιά που απήχθησαν
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του είχε τονίσει πως δεν έχει διαπιστωθεί κάποια παρόμοια υπόθεση απαγωγής και περιαγωγής σε νάρκωση στα κυπριακά νομολογιακά χρονικά και αυτό από την άποψη του τρόπου αλλά και του σκοπού που έγιναν οι απαγωγές των δύο ανήλικων παιδιών, που όπως αναφέρθηκε, ήταν η απαίτηση λύτρων ύψους 30 χιλιάδων ευρώ.
«Χωρίς δισταγμό θα χαρακτηρίζαμε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως πρωτοφανή στα κυπριακά χρονικά, χωρίς νομολογιακό προηγούμενο που θα μπορούσε να αποτελέσει καθοδήγηση αναφορικά με το ύψος της ποινής», προσθέτοντας στην απόφαση, πως τα γεγονότα της υπόθεσης «προκύπτουν σωρευτικά και συντρέχουν πολλαπλοί και εξαιρετικά σοβαροί επιβαρυντικοί παράγοντες που κατατάσσουν τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος ως ιδιαιτέρως ειδεχθή αλλά και εξωφρενικά, με την έννοια του ύπουλου τρόπου δράσης του, κατατασσόμενα ως έγκλημα σε βάρος δύο ανήλικων παιδιών».
Σύμφωνα με τα όσα είχε καταγράψει η πρωτόδικη απόφαση, «σειρά γεγονότων εξ αυτών που αναφέρθηκαν αναδεικνύουν τον πολύ καλό σχεδιασμό και προμελέτη του όλου εγχειρήματος εκ μέρους του, αλλά και κάθε πτυχής και λεπτομέρειας για τις άνομες ενέργειες και πράξεις που σχεδίαζε να κάμει. Και τελικά έκαμε. Τόσο πριν την απαγωγή, όσο και μετά από αυτή. Για όλες τις ενέργειες του κατηγορούμενου απαιτείτο ωμή, ώριμη και καθαρή εγκληματική σκέψη για τη σύλληψη, προετοιμασία, οργάνωση και εκτέλεση του άνομου σχεδίου του. Δεν συμφωνούμε και δεν αποδεχόμαστε ότι επρόκειτο για μια πράξη υπό το καθεστώς της λήψης του φαρμάκου. Όλα όσα σκέφτηκε και έπραξε ο κατηγορούμενους απαιτούν καθαρότητα σκέψης, προγραμματισμό αλλά και σύνθεση και αξιολογική ανάλυση διαφόρων στοιχείων. Δεν επρόκειτο ούτε για μια επιπόλαιη ενέργεια, ούτε και για ένα έγκλημα καθοδηγούμενο από την επήρεια φαρμάκων. Άλλωστε και σύμφωνα με τα γεγονότα, παραδέχθηκε ότι σχεδίασε το έγκλημα μερικές ημέρες πριν….»
Σε ό,τι αφορά την νάρκωση των παιδιών, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε ότι το φαρμακευτικό σκεύασμα που τους χορήγησε «με ανέλεγκτο και εξαιρετικά επικίνδυνο τρόπο», επιφέρει βαριές και έντονες αντιδράσεις, ενώ η υπερδοσολογία σε άτομα πέραν των 18 ετών μπορεί να επιφέρει, ακόμα και θάνατο.
«Η νάρκωση αυτή, αποτελεί μορφή βίας, κακομεταχείρισης και βασανιστηρίων. Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος ήταν ιδιαιτέρως βάναυσα και έκνομα και κοινωνικώς απαράδεκτα και καταδικαστέα. Με δόλιο και προσχεδιασμένο τρόπο απήγαγε από το σχολείο τους δύο μικρά ανήλικα παιδιά, τα έθεσε υπό περιορισμό και νάρκωση με απώτερο σκοπό να ζητήσει λύτρα», ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσθέτοντας πως, «συνεκτιμήσαμε το πρωτοφανές της εγκληματικής δράσης και συμπεριφοράς του κατηγορουμένου σε βάρος δύο μικρών και αθώων παιδιών που προσέτρεξαν να τον βοηθήσουν, προφασιζόμενος ότι ήταν δάσκαλος και κατέληξαν τελικά υπό απαγωγή και άδικο και κρυφό περιορισμό και σε κατάσταση ομηρίας, ναρκωμένα επί επτά ώρες στο δωμάτιο ενός διαμερίσματος με σκοπό την αναζήτηση λύτρων. Οι σωματικοί κίνδυνοι που διέτρεξαν, λόγω της χορήγησης ναρκωτικού εκ μέρους του κατηγορουμένου, ήταν άμεσα προφανείς, ορατοί και ενδεχόμενοι, μη αποκλειόμενης και της απώλειας της ζωής τους».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: ΒΙΝΤΕΟ: Η στιγμή της σύλληψης του απαγωγέα-Το μεγάλο ευχαριστώ του πατέρα
Η γραμμή ενώπιον Ανωτάτου
Η υπόθεση οδηγήθηκε στη συνέχεια ενώπιον του Ανωτάτου, καθώς ο 35χρονος άσκησε έφεση επί ποινών που του επιβλήθηκαν, αμφισβητώντας την ορθότητα της οκταετούς ποινής φυλάκισης στις δύο κατηγορίες, καθώς και την ορθότητα της διαδοχικότητας των εν λόγω ποινών.
Θέση της υπεράσπισης του 35χρονου, ο οποίος εκπροσωπείτο από τον δικηγόρο, Δώρο Κακουλλή, ήταν πως η ποινή των οκτώ ετών, την οποία το Κακουργιοδικείο επέβαλε στις κατηγορίες της χορήγησης φαρμακευτικής ουσίας, ήταν υπερβολική και δεν συνάδει με τους μετριαστικούς παράγοντες του εφεσείοντα και τη νομολογία.
Επιπρόσθετα, χαρακτήρισε αδικαιολόγητη και λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να επιβάλει στον κατηγορούμενο διαδοχικές ποινές ανερχόμενες συνολικά σε 16 έτη, αναφέροντας πως δεν συνάδει η επιβολή διαδοχικών ποινών με τις νομολογιακές αρχές. «Αυτό γιατί η εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντα αποτελούσε μια ενιαία πράξη με όλες τις ενέργειες του να καταλήγουν σε ένα αποτέλεσμα με την ίδια χρονική διασύνδεση μεταξύ τους. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιβάλλονται διαδοχικές ποινές με τη διάρκεια της εγκληματικής πράξης, εν προκειμένω επτά περίπου ώρες μόνο, να είναι παράγοντας που νομολογικά λαμβάνεται υπόψη. Επίσης η διαδοχικότητα στις ποινές δεν συνήδε με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και τους μετριαστικούς παράγοντες του εφεσείοντα».
Από την πλευρά της, η δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας, Έλλη Παπαγαπίου, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με αναφορά στη νομολογία, ενώ είπε πως το Κακουργιοδικείο έλαβε σοβαρά υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που επικαλέστηκε ο 35χρονος, επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι οι σοβαρές και πρωτοφανείς άνομες ενέργειες του, είχαν πολλαπλές επιπτώσεις στα δύο ανήλικα θύματα, στις οικογένειες τους αλλά και στην κοινωνία.
Έπεσαν οι διαδοχικές ποινές, αυξήθηκαν οι συντρέχουσες
Στην απόφαση του το Ανώτατο, επανέλαβε πως ορθά το Κακουργιοδικείο σημείωσε πως δεν υπήρξε ποτέ παρόμοια υπόθεση στην Κύπρο, παραπέμποντας παράλληλα στην αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως άλλες υποθέσεις «απέχουν κατά πολύ από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ώστε να μην είναι καθοδηγητικές και επιβοηθητικές στο έργο του Δικαστηρίου».
Το Ανώτατο, αναφέρει στην απόφαση του, πως το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες που τέθηκαν για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, κρίνοντας ως εκ τούτου αβάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης, ενώ αναφορικά με την διαδοχικότητα των ποινών, ανέφερε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στο γεγονός ότι είχε ενώπιον του μία ενιαία εγκληματική συμπεριφορά και ότι για τα αδικήματα των κατηγοριών, ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης δια βίου. Συνεπώς, όπως υπέδειξε, θα μπορούσε να είχε επιβάλει στις κατηγορίες αυτές, αυστηρότερες συντρέχουσες μεταξύ τους ποινές. Σημειώνεται πως είχε επιβληθεί οκταετή ποινή φυλάκισης για την κάθε κατηγορία.
Ήταν η κατάληξη του Ανωτάτου, πως «δεν εντοπίζεται οτιδήποτε στα περιστατικά αυτά που να δικαιολογούσε την επιβολή διαδοχικών ποινών», αναφέροντας πως «τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί στα πλαίσια μιας εγκληματικής ενέργειας και συνδέονταν μεταξύ τους θεσμικά και χρονικά. Ως θέμα αρχής, λοιπόν, η διαδοχικότητα των ποινών φυλάκισης στις κατηγορίες 1 και 2 ήταν λανθασμένη, ενώ το αθροιστικό τους αποτέλεσμα ξεπερνούσε το όριο, καθιστώντας τη συνολική ποινή δυσανάλογη προς την ενιαία εγκληματική του συμπεριφορά».
Ως εκ τούτου, το Ανώτατο αύξησε τις ποινές στις εν λόγω κατηγορίες, οι οποίες δεν θα είναι διαδοχικές αλλά συντρέχουσες, επιβάλλοντας στον 35χρονο ποινή φυλάκισης δεκατριών ετών για την κάθε κατηγορία.