Το αποτύπωμα της δισκοθήκης Triangle-«Δεν ξεχώριζες την ημέρα, ήταν άλλη εποχή»
08:00 - 17 Απριλίου 2022
Ο ισόγειος χώρος του πανύψηλου πύργου, 25 ορόφων, που ξεπροβάλλει στην τουριστική περιοχή της Λεμεσού, κρύβει ιστορίες. Ιστορίες που γεννήθηκαν σε μια ντίσκο, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80… Σ΄ εκείνο το νυχτερινό κέντρο, που κόσμος καθημερινά διασκέδαζε και χόρευε με τις ώρες, μέχρι να ξημερώσει.
Η Triangle, έκανε πάταγο για περίπου δύο δεκαετίες και ο κόσμος περίμενε στην ουρά στο πεζοδρόμιο, για να ακούσει τη μουσική του πρωτοπόρου, για την εποχή, dj και ιδιοκτήτη του μαγαζιού, Γιώργου Ασημένου.
Ο dj Ασημένος, όπως είναι γνωστός, δεν είχε κρύψει ποτέ το πάθος του για τη μουσική και για τα ακούσματα χωρών από κάθε άκρη της γης. Άρχισε να παίζει μουσική απρόσμενα, στα ντεκς των μεγαλύτερων νυχτερινών κέντρων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Οι εμπειρίες που απέκτησε ήταν αυτές που θα καθόριζαν την πορεία του ως dj.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του, βρέθηκε για κάποια χρόνια στην Αγγλία. Όταν επέστρεψε στην Κύπρο, στάθηκε ξανά πίσω από τις μουσικές κονσόλες, της Τrance disco. Στη συνέχεια, το 1982, δέχθηκε πρόταση από το πρώτο μεγάλο μαγαζί της εποχής, την Caribbean και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1985. Εκείνη τη χρονιά πήρε την απόφαση, μαζί με τον συνεργάτη του, να προχωρήσουν σ΄ ένα δικό τους εγχείρημα… Μαζί ανοίγουν την Triangle και ταράζουν τα νερά της νυχτερινής ζωής της τουριστικής περιοχής της Λεμεσού που τότε άνθιζαν και άλλα μαγαζιά.
Διαφοροποιήθηκαν στην μουσική, από άλλα νυχτερινά κέντρα. Στράφηκαν προς τα ευρωπαϊκά κομμάτια, καθιέρωσαν μουσικές βραδιές όπως τα Greek nights και άλλα πολλά. Το τέλος της Triangle έρχεται μαζί με τη νέα χιλιετία. Ο κόσμος έψαχνε κάτι διαφορετικό και η Triangle κλείνει για να δώσει τη θέση της σ΄ άλλου τύπου διασκέδαση, όπως εξιστορεί ο κ. Ασημένος στον REPORTER, «ο κόσμος διψούσε για κάτι καινούργιο».
Οι σπουδές στη Θεσσαλονίκη, η στροφή στη μουσική και η επιστροφή στην Κύπρο
Πάντα τ΄ άρεσε να ακούει μουσική. Όταν πήγε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, ένας φίλος του τον είχε συστήσει στον ιδιοκτήτη ενός γνωστού, τότε, μαγαζιού της πόλης. «Με έπεισαν να παίξω μουσική και σιγά-σιγά έγινα γνωστός. Έκανα κάτι πρωτοπόρο για τα δεδομένα της εποχής, χρησιμοποιούσα μικρόφωνο ενώ έπαιζα. Ήμουν διαδραστικός με τον κόσμο. Ήμουν τυχερός και μέσα απ’ αυτό γνώρισα πρόσωπα που ήταν γνωστά στο χώρο της μουσικής, κυρίως στην Ελλάδα».
Μετά το τέλος των σπουδών του στη Θεσσαλονίκη ο δρόμος του τον έβγαλε στην Αγγλία για δύο περίπου χρόνια. Τα δύο αυτά χρόνια δεν έπαιξε καθόλου μουσική, αφού πλέον θεωρούσε πως ήταν καιρός να ασχοληθεί με το επάγγελμα που σπούδασε. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια…
«Είχα πει πως δεν θα ασχοληθώ άλλο με τη μουσική και ότι θα εξασκούσα το επάγγελμα που είχα σπουδάσει. Όταν όμως επέστρεψα, το καλοκαίρι του 1982, δέχθηκα πρόταση από τους ιδιοκτήτες της Caribbean. Με είχε συστήσει κάποιος ως dj. Από τη μια δεν ήθελα να συνεργαστώ μαζί τους, από την άλλη όμως ήταν από τα πρώτα μαγαζιά που άνοιγαν στην Κύπρο και κάτι μέσα μου ήθελε να παίξει μουσική εκεί. Η συμφωνία μας τότε ήταν για 120 λίρες τον μήνα. Ήταν πάρα πολλά λεφτά για την εποχή τότε».
Άφησε το αποτύπωμά της στη νυχτερινή ζωή, η Triangle
Μετά από δυόμισι χρόνια μουσικής και διασκέδασης στη Caribbean, ο δρόμος του άλλαξε. Το 1985 αποφασίζει, μαζί μ΄ένα φίλο του, να ανοίξουν τον δικό τους χώρο. Εκεί έπαιζε τη δική του μουσική και έδωσε στον κόσμο της Λεμεσού, και όχι μόνο, κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα.
«Φτιάξαμε ένα εντελώς διαφορετικό μαγαζί από τα άλλα. Ξεφύγαμε από την αγγλική μουσική που έπαιζε στα άλλα μαγαζιά. Παίζαμε ευρωπαϊκή μουσική, από Γερμανία, Ιταλία και άλλες χώρες. Δώσαμε στον κόσμο κάτι άλλο. Για να καταλάβετε, ένα βράδυ είχε έρθει στο μαγαζί ένας Άγγλος που έπαιζε μουσική σ΄ έναν αγγλικό μουσικό σταθμό στην Κύπρο, τον British Forces Broadcasting Service, και μας ρώτησε ποια ήταν τα τραγούδια που παίζαμε. Το τελευταίο τραγούδι της βραδιάς ήταν πάντα ένα ελληνικό».
Η Triangle πρωτοπορούσε σε πολλά. Όταν πέρασαν τα χρόνια, καθιέρωσαν και τις Greek nights. «Αυτό γινόταν κάθε Κυριακή. Φέρναμε άλλους dj που έπαιζαν ελληνικά, γιατί εγώ δεν έπαιζα ελληνική μουσική και το μαγαζί γέμιζε. Μετά οι βραδιές καθιερώθηκαν και σ΄ άλλα μαγαζιά».
Μέχρι τα τέλη του ΄90 το μαγαζί ήταν γεμάτο. Το 2000, ήταν η χιλιετία που θα άλλαζε τα πάντα. Η ντίσκο άρχισε να χάνεται και ο κόσμος έψαχνε ένα νέο τρόπο διασκέδασης, έτσι η Triangle έβαλε τίτλους τέλους δίνοντας τη σκυτάλη σε άλλα μαγαζιά να γράψουν τη δική τους ιστορία.
«Ο κόσμος τότε διασκέδαζε διαφορετικά»
Παρόλα αυτά, ο κ. Ασημένος συνεχίζει να παίζει περιστασιακά μουσική, ωστόσο παραδέχεται πως ο κόσμος την τότε εποχή διασκέδαζε διαφορετικά σε σύγκριση με τώρα. «Δεν ξεχώριζες πότε ήταν Δευτέρα και πότε Σάββατο. Ήταν άλλη εποχή. Τώρα δεν ξέρει να διασκεδάζει και να χορεύει ο κόσμος. Δεν έβγαιναν για να κρατούν ένα ποτήρι με ποτό στο χέρι. Πήγαιναν για να διασκεδάσουν, να χορέψουν, να κάνουν καμάκι».
Πιστεύει πως τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν όπως παλιά αφού όπως λέει, «η διασκέδαση τότε ήταν πιο αυθεντική, δεν ήταν προσποιητή. Τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν όπως τότε, δυστυχώς, και είμαι χαρούμενος και ευγνώμον που έζησα εκείνες τις εποχές. Παλιά ο κόσμος διάλεγε το χώρο ανάλογα με τη μουσική που έπαιζε το μαγαζί».
Σπάνια δημιουργούνταν καβγάδες μεταξύ των θαμώνων των μαγαζιών που γέμιζαν κυρίως από ντόπιους. «Μόνο οι Άγγλοι δημιουργούσαν πρόβλημα και έκαναν καβγάδες αλλά δεν τους βάζαμε στο μαγαζί».
Θυμάται, όλα τα γνωστά ονόματα που πέρασαν από το μαγαζί του αλλά και όσους γνώρισε μέσα από τη δουλειά του. Όπως ο Tiesto, το μέλος του συγκροτήματός Bad boys Blue και άλλους πολλούς. Θυμάται και το τραγελαφικό συμβάν την μέρα που ήρθε στην Caribbean ο George Michael.
«Ένα βράδυ ενώ έπαιζα μουσική είδα ένα τύπο δίπλα μου. Του έκανα νεύμα να φύγει από δίπλα μου. Κατάλαβα ότι ήταν ξένος και του λέω “go, go”. Μετά από λίγο ακούω γυναικείες κραυγές. Τον βλέπω ξανά δίπλα μου και από κάτω να φωνάζουν “George”. Διερωτήθηκα ποιος είναι αυτός και όταν πήρα το δίσκο για να παίξω το “Club trobicana” , είδα τη φωτογραφία του στο βινύλιο και λέω αυτός είναι. Ανατρίχιασα. Τότε τον αγκάλιασα και γνωριστήκαμε καλύτερα».
«Μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς μουσική;»
Δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με τη μουσική και παίζει πλέον περιστασιακά σε μαγαζιά, ενώ παράλληλα συνεργάζεται με μαγαζιά φέρνοντας νέες ιδέες. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνάει ακούγοντας μουσική, παρέα με τον αγαπημένο του σκύλο, τον «dj».
«Η μουσική είναι το παν. Μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς μουσική; Εγώ όχι. Νιώθω τυχερός που έζησα εκείνες τις θρυλικές εποχές και κρατήσαμε το πνεύμα της σε νέους ανθρώπους με τον τρόπο μας. Μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν, παίζω μουσική πιο σπάνια και επιλεκτικά. Περνάω πολλές ώρες στο σπίτι και ακούω τραγούδια, με την παρέα του σκύλου μου του “dj”. Όταν ακούσει μουσική, όπου και να είναι μέσα στο σπίτι, έρχεται».
Όλα αυτά παραμένουν αναμνήσεις για τον κ. Ασημένο… Αναμνήσεις που γυρίζουν πίσω σε δεκαετίες που ο κόσμος διασκέδαζε με την ψυχή του. Τον ικανοποιεί είναι ότι υπήρξε μέρος εκείνης της εποχής, ένα κομμάτι της ιστορίας της νυχτερινής ζωής της Λεμεσού και θα συνεχίσει να εξιστορεί ιστορίες της εποχής.