Ομοφωνία για μείωση ποινής στον Τζακ-Από θύμα, έγινε θύτης του πατέρα του
06:33 - 10 Δεκεμβρίου 2022
Με περισσότερη επιείκεια, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, είδε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε η ανθρωποκτονία του 64χρονου στα Λεύκαρα από τον 27χρονο γιο του, που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 16 ετών, το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο με ομόφωνη απόφαση ανέτρεψε την ποινή του, την οποία αντικατέστησε με φυλάκιση δώδεκα ετών. Ένα έγκλημα που θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν προδιαγεγραμμένο, με ηθικό αυτουργό, για άλλη μια φορά, το σύστημα, το οποίο απέτυχε να το αποτρέψει. Ένα έγκλημα με δολοφόνο ένα παιδί, τον Τζακ, μόλις 25 ετών (σ.σ τότε) και θύμα τον πατέρα του, 64 ετών, που πριν από αυτό, οι ρόλοι ήταν αντίθετοι. Ο θύτης ήταν θύμα ενδοοικογενιακής βίας και το θύμα ήταν ο θύτης της κακοποίησης τόσο των παιδιών του, όσο και της συζύγου του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Από θύμα κακοποίησης, θύτης του πατέρα του… Ζητά επιείκεια στην ποινή του ο Τζάκ
Με μια σειρά από λόγους, ο δικηγόρος του νεαρού, Γιάννης Πολυχρόνης, που προσέφυγε στο Ανώτατο, ζήτησε την μείωση της ποινής του, την οποία έκρινε έκδηλα υπερβολική, αφού δεν λήφθηκαν υπόψη όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες, εκφράζοντας την θέση πως από τα γεγονότα είναι ξεκάθαρο ότι η κακοποίηση και οι απειλές του θύματος δεν αξιολογήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως «πολλαπλές προκλήσεις» από μέρους του, ενώ θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η κακοποίηση του κατηγορούμενου και της οικογένειας του, η οποία συνιστά μετριαστικό παράγοντα.
Η αντίδραση του κατηγορούμενου θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως μια πράξη που ερχόταν ως φυσική συνέπεια, ύστερα από παρατεταμένη κακοποίηση, η οποία συνεπιφέρει παρατεταμένη κατάσταση οργής, ανέφερε ο κ. Πολυχρόνης, λέγοντας παράλληλα πως το τελευταίο συμβάν με τη διαμάχη για την κηδεμονία της αδελφής του, την οποία ήθελε να διεκδικήσει το θύμα, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, γι’ αυτό και όταν το έμαθε ο κατηγορούμενος, λειτούργησε «εν βρασμώ ψυχής» και τέλεσε το αδίκημα για το οποίο παραδέχθηκε ενοχή.
Σημειώνεται πως όλα τα παιδιά της οικογένειας, πλην ενός, είναι άτομα με ειδικές ανάγκες, ενώ δύο εξ αυτών διαμένουν σε ιδρύματα. Η μικρότερη αδελφή, για την οποία υπήρχε διαμάχη και αντέδρασε ο κατηγορούμενος, πάσχει από νοητική στέρηση και άλλα σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας.
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, από το 2018, η ανήλικη αδελφή του 27χρονου, είχε τεθεί, βάσει διατάγματος Δικαστηρίου, υπό την κηδεμονία της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Η μητέρα της ανήλικης είχε καταχωρήσει αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο με την οποία διεκδικούσε την επιστροφή των γονικών δικαιωμάτων της ανήλικης, ενώ το θύμα διεκδικούσε την επικοινωνία με την ανήλικη θυγατέρα του. Αυτή η διαδικασία επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις της οικογένειας με το θύμα.
Κατόπιν επίσκεψης του Γραφείου Ευημερίας τον Ιούλιο του 2020, στο σπίτι στο οποίο διέμενε η μητέρα της ανήλικης προς το σκοπό διαπίστωσης αν αυτό ήταν κατάλληλο για να διαμένει η ανήλικη σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης για ανάκτηση των γονικών δικαιωμάτων της μητέρας, διαπιστώθηκε ότι οι συνθήκες διαβίωσης στο χώρο δεν ήταν ικανοποιητικές για να διαβιεί η ανήλικη. Κατόπιν τούτου, η μητέρα αναστατώθηκε από τις υποδείξεις του Γραφείου Ευημερίας και ενημέρωσε τον 27χρονο, αναφέροντάς του ότι η ίδια ανησυχούσε ότι η κηδεμονία θα εδίδετο στον πατέρα, δηλαδή το θύμα.
Τότε, ο 27χρονος αναστατώθηκε και θύμωσε για το ότι υπήρχε ενδεχόμενο ο πατέρας του να αποκτούσε κηδεμονία της ανήλικης αδελφής του. Και αυτό διότι, ο πατέρας του ήταν βίαιος μαζί τους και λόγω του χαρακτήρα του, θεωρούσε πως η ανήλικη αδελφή του θα τύγχανε κακομεταχείρισης, ενώ πίστευε, επίσης, ότι ο πατέρας του θα καταχράζετο τα επιδόματα που η ανήλικη λάμβανε από το κράτος, όπως σε άλλες περιπτώσεις.
Ήθελε να βάλει τέλος
Μετά από αυτό, στις 8 Αυγούστου 2020, αποφάσισε να μεταβεί στο μέρος όπου διέμενε ο πατέρας του για να ζητήσει εξηγήσεις και ρωτώντας τον κατά πόσο αυτός θα διεκδικούσε την κηδεμονία της αδελφής του. Λόγω του βίαιου χαρακτήρα του πατέρα του, πριν ξεκινήσει πήρε μαζί του ένα μαχαίρι με λεπίδα μήκους 15 εκατοστών για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, σε περίπτωση που αυτός θα του επιτίθειτο.
Ο 27χρονος ξεκίνησε γύρω στις 4:00 με 5:00 το πρωί από το σπίτι του στα Λεύκαρα για να πάει πεζός στο χώρο διαμονής του πατέρα του, που ήταν μια απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων.
Αφού κτύπησε την πόρτα, φώναξε το θύμα να βγει έξω. Το θύμα εξήλθε του υποστατικού και ο 27χρονος άρχισε να ζητά εξηγήσεις για το ζήτημα της κηδεμονίας της αδελφής του. Ενώ οι δύο τους συζητούσαν έντονα, ο νεαρός επιτέθηκε στον πατέρα του με μαχαίρι, ενώ στην θέα του μαχαιριού το θύμα γύρισε για να εισέλθει εντός του υποστατικού και εκείνη τη στιγμή ο νεαρός τον μαχαίρωσε στην πλάτη πέντε φορές, με αποτέλεσμα το θύμα να πέσει στο έδαφος.
Στη συνέχεια, ο 27χρονος πήρε ένα ξύλο που βρήκε έξω από το υποστατικό και κτύπησε το θύμα στο σβέρκο τρεις με τέσσερις φορές, ενώ αυτό βρισκόταν στο έδαφος, ενώ ακολούθως εγκατέλειψε τη σκηνή και επέστρεψε στο σπίτι του στα Λεύκαρα, αφού προηγουμένως έκρυψε το μαχαίρι σε αγροτική περιοχή.
Μείωση ποινής
Το Κακουργιοδικείο, κατά την επιμέτρηση της ποινής του 27χρονου, αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας που τιμωρείται με ανώτατη ποινή τη δια βίου φυλάκιση, που συνιστά και την αφετηρία για την επιμέτρηση της ποινής, με το Ανώτατο ωστόσο να τονίζει πως, ασφαλώς, όμως, σημασία έχουν κάθε φορά οι περιστάσεις τους αδικήματος του δράστη, ενώ υπέδειξε μεταξύ άλλων, πως η κάθε υπόθεση εξετάζεται με βάση τα δικά της γεγονότα και στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων που υπάρχουν.
«Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης και χωρίς να παραγνωρίζει (σ.σ Κακουργιοδικείο) το γεγονός ότι ο Εφεσείων μεγάλωσε σε ένα ασταθές περιβάλλον στο οποίο τόσο ο ίδιος όσο και τα αδέλφια και η μητέρα του υπήρξαν θύματα κακοποίησης μέσω σωματικής, λεκτικής και ψυχολογικής βίας από τον πατέρα του, δεν αποδέχθηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι τα πιο πάνω, ακόμη και αν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προηγούμενη διαδοχική και συνεχής πρόκληση εκ μέρους του θύματος, συνιστούσαν εν προκειμένω πρόκληση εκ μέρους τους θύματος. Ούτε και η διαμάχη μεταξύ των γονέων του για τη κηδεμονία της αδελφής του Εφεσείοντα και το ενδεχόμενο να αναλάβει το θύμα την κηδεμονία της κρίθηκαν ως πρόκληση».
Ωστόσο, το Ανώτατο στην απόφαση του εστίασε στους λόγους έφεσης που αφορούσαν τους μετριαστικούς παράγοντες και πως αυτοί δεν λήφθηκαν υπόψη, όπως επίσης δεν λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα ψυχικής υγείας από τα οποία πάσχει ο 27χρονος, με αποτέλεσμα η επιβληθείσα ποινή να είναι, όπως αναφέρθηκε, άκρως εξοντωτική για τον ίδιο.
«Αναμφίβολα το δικό μας νομικό σύστημα αναγνωρίζει ελαφρυντικά στοιχεία, εκεί όπου υπάρχουν, ακόμη και στα σοβαρότερα και πιο ειδεχθή εγκλήματα, αφού η εξατομίκευση έχει πάντα τη θέση της», ανέφερε μεταξύ άλλων το Ανώτατο, το οποίο, στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε πως «η εξατομίκευση της ποινής καθιστά το άτομο του παραβάτη ένα από τους άξονες προσδιορισμού της τιμωρίας».
Το Ανώτατο έκρινε στην απόφαση του πως το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του 27χρονου κατά την επιμέτρηση της ποινής και πως ενήργησε σε ορθά πλαίσια. Ωστόσο, με βάση τα δεδομένα, επενέβηως προς το εύρος της ποινής, αφού έκρινε πως θα μπορούσαν να επιδειχθεί περισσότερη επιείκεια.
«Οι ιδιάζουσες προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και τα πολλαπλά προβλήματα ψυχικής και ψυχιατρικής υφής που αντιμετώπιζε από παιδί, σε συνάρτηση με το περιβάλλον εντός του οποίου μεγάλωσε όντος ο ίδιος θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τον πατέρα του, με αποκορύφωμα τη συναισθηματική φόρτιση, αναστάτωση και ένταση που του προκλήθηκε στο χρονικό διάστημα πριν τη θανάτωση του θύματος, αν και μνημονεύονται στην πρωτόδικη απόφαση, θεωρούμε ότι θα μπορούσαν να είχαν βαρύνει περισσότερο στη σκέψη του Κακουργιοδικείου κατά την επιμέτρηση της ποινής, επιβάλλοντας επιεικέστερη ποινή. Και τούτο ιδιαίτερα ενόψει του ότι ο εφεσείων δεν αποτελούσε, στην πραγματικότητα, κίνδυνο για την κοινωνία ώστε ο εγκλεισμός του στη φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα να είναι απαραίτητης για την προστασία της κοινωνίας».
Ως εκ τούτου, το Ανώτατο έκρινε πως η ορθή ποινή φυλάκισης, στην ολότητα των περιστάσεων, είναι αυτή των δώδεκα ετών.