Επικυρώθηκε η ποινή στην 43χρονη που προσπάθησε να πνίξει την πρώην πεθερά της
18:05 - 24 Οκτωβρίου 2022

Επικυρώθηκε η ποινή οκτώ ετών που επιβλήθηκε στην 43χρονη που αποπειράθηκε να σκοτώσει την πρώην πεθερά της, τον Σεπτέμβριου του 2019 στη Λευκωσία, με το Ανώτατο να απορρίπτει την έφεση της, με την οποία η υπεράσπιση της ζητούσε μείωση της ποινής που χαρακτήρισε έκδηλα υπερβολική λόγω της ψυχικής της κατάστασης, αφού έκρινε πως το Κακουργιοδικείο αντιστάθμισε ορθά τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου, η παραπονούμενη, 72 ετών, κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, διέμενε μόνη της σε οικία στη Λευκωσία. Σε ξεχωριστό υποστατικό, που βρισκόταν στην αυλή πίσω από την οικία της, διέμενε ο γιος της μαζί με την 43χρονη κατηγορούμενη, με την οποία διατηρούσε δεσμό από τον Νοέμβριο του 2016.
Κατά τον Αύγουστο του 2019, ο γιος της διέκοψε τη σχέση του με την 43χρονη λόγω διαφωνιών και εντάσεων που δημιουργούνταν και τις οποίες η κατηγορούμενη, σύμφωνα με τη δική της αντίληψη, απέδιδε στην πεθερά της. Ενόψει του χωρισμού τους, η 43χρονη αποχώρησε από το υποστατικό και εγκαταστάθηκε σε εγκατελειμμένο σπίτι, πλησίον της οικίας της 72χρονης.
Το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, η 43χρονη εισήλθε αυτοβούλως και παρανόμως στην οικία της πεθεράς της, την οποία συνάντησε στην κουζίνα. Η 43χρονη ζήτησε τσιγάρο από την παραπονούμενη, με την 72χρονη να της αναφέρει πως το πακέτο βρισκόταν στον σαλόνι, όπου η 43χρονη μετέβη. Ελάχιστο χρόνο αργότερα και αφού η 43χρονη καθυστέρησε να επιστρέψει στην κουζίνα, η 72χρονη μετέβη επίσης στο σαλόνι, όπου είδε την 43χρονη να κλαίει.
Τότε, η 72χρονη κάθισε στον καναπέ δίπλα της, ζητώντας να μάθει το λόγο για τον οποίο αυτή έκλαιγε. Αμέσως η 43χρονη άρπαξε με τα χέρια της την παραπονούμενη στην περιοχή του λαιμού, σπρώχνοντας την στο κάθισμα του καναπέ. Η 72χρονη προσπάθησε να αντισταθεί και να απωθήσει την 43χρονη, η οποία βρισκόταν από πάνω της, χωρίς όμως να τα καταφέρει, λόγω της υπερβολικής δύναμης που ασκούσε.
Παρά το γεγονός πως η 72χρονη φώναζε και καλούσε σε βοήθεια, η 43χρονη έσφιγγε με ακόμη περισσότερη δύναμη το λαιμό της, προσπαθώντας να την στραγγαλίσει, μέχρι που το θύμα έχασε τις αισθήσεις του.
Ο γιος της 72χρονης εισήλθε στην οικία της, την ίδια χρονική στιγμή που η 43χρονη έβγαινε από αυτήν και παρατήρησε αίμα στα χέρια της. Ευθύς αμέσως, έτρεξε στο σαλόνι, όπου εντόπισε την μητέρα του να κείτεται ανάσκελα στο πάτωμα και ένα μαξιλάρι να καλύπτει το πρόσωπο της, διαπιστώνοντας ταυτόχρονα ότι αιμορραγούσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.
Στη σκηνή κλήθηκε ασθενοφόρο με το οποίο η παραπονούμενη μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου εισήχθη για νοσηλεία στο Νευροχειρουργικό Τμήμα, ενώ στη συνέχει εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Νικόλα Χαραλάμπου όπου διαπίστωσε πολλαπλές κακώσεις.
Η 43χρονη στο παρελθόν είχε νοσηλευθεί σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας, ωστόσο δεν παρουσίαζε μείζονα ψυχοπαθολογία και ως εκ τούτου μπορούσε να διαμορφώσει λογική κρίση σε σχέση με την απόφαση της να διαπράξει το επίδικο αδίκημα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ψυχίατρο, η 43χρονη είχε ικανότητα να αντιληφθεί τη φύση και ποιότητα των πράξεων της. Ωστόσο, λόγω της συναισθηματικής αστάθειας, της διαταραχής χρήσης αλκοόλ και του γενικευμένου άγχους που κατά διαστήματα παρουσιάζει, η 43χρονη αντιμετωπίζει δυσκολίες στην άσκηση αυτοελέγχου και τον έλεγχο των παρορμήσεων της.
Όσον αφορά την παραπονούμενη, αφού εισήχθη για νοσηλεία, διαπιστώθηκε ότι, λόγω της επίθεσης, προκλήθηκε υποσκληρίδιο αιμάτωμα και υπαραχνωιδής αιμορραγία στον εγκέφαλο.
Ενώπιον Δικαστηρίου, η 43χρονη παραδέχθηκε τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και τις επιβλήθηκε ποινή οκτώ ετών, ωστόσο η υπεράσπιση της (σ.σ εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Πάνο Παφίτη και η Κατηγορούσα Αρχή από τον δικηγόρο Ανδρέα Αριστείδη), προσέφυγε στο Ανώτατο ασκώντας έφερε ως προς το ύψος της ποινής, χαρακτηρίζοντας την έκδηλα υπερβολική και νομικά εσφαλμένη.
Ήταν η θέση της υπεράσπισης πως το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε την δέουσα βαρύτητα στην ψυχική κατάσταση της κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, αλλά ούτε και στα προβλήματα υγείας της κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, ενώ υπέδειξε πως το εύρημα του Δικαστηρίου ότι «η αποτυχία στην υλοποίηση της πρόθεσης της Εφεσείουσας οφείλεται περισσότερο σε τυχαία συγκυρία αφού το θύμα απώλεσε τις αισθήσεις του και η Εφεσείουσα εγκατέλειψε τη σκηνή», είναι ασαφές και δεν πηγάζει από τα ενώπιον του τεθέντα γεγονότα.
Το Ανώτατο στην απόφαση του, αναφέρει μεταξύ άλλων, πως παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και με αναφορά στην σχετική νομολογία, τόνισε ότι ακόμη και στα σοβαρά αδικήματα, το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής, δεν ατονεί και καθηκόντως πραγματεύεται την κάθε περίπτωση στη βάση των γεγονότων της και τον κάθε κατηγορούμενο αναλόγως των περιστάσεων του.
Στο πλαίσιο αυτό, τονίζει το Ανώτατο, «προσμέτρησε προς όφελος της Εφεσείουσας ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, αυτή αντιμετώπιζε δυσκολίες στην άσκηση αυτοελέγχου, ως και στον έλεγχο των παρορμήσεων της, στοιχεία που συνετέλεσαν στην διάπραξη των αδικημάτων, τις οικογενειακές και προσωπικές της περιστάσεις, όπως αυτές προέκυψαν μέσα από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το λευκό ποινικό μητρώο της, και τέλος την άμεση ομολογία και παραδοχή της στο Δικαστήριο, η οποία όπως επεσήμανε, δικαιολογούσε έκπτωση στην ποινή της αφού «ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή, με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων».
Ήταν η κατάληξη του Ανωτάτου, πως το Κακουργιοδικείο στάθμισε προσεκτικά και ορθά κάθε σχετικό παράγοντα και έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο το οποίο ήταν προς όφελος της 43χρονης.
«Το δε συμπέρασμα του ότι η αποτυχία υλοποίησης της πρόθεσης της Εφεσείουσας να επιφέρει το θάνατο της παραπονούμενης, οφείλεται σε τυχαία συγκυρία, αφού αυτή απώλεσε τις αισθήσεις της και η Εφεσείουσα εγκατέλειψε τη σκηνή με αίμα στα χέρια της, δεν κρίνεται ως ασαφές και αυθαίρετο, ως είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας. Αντίθετα, το συμπέρασμα αυτό είναι το μόνο εύλογο υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, με δεδομένο ότι η παραπονούμενη εντοπίστηκε από τον υιό της να κείτεται ανάσκελα στο πάτωμα και με ένα μαξιλάρι να καλύπτει το πρόσωπο της, ενώ αιμορραγούσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Συνεπώς δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας της κατηγορίας, αλλά και των γεγονότων που την περιβάλλουν».