Η ιστορία πίσω από τα Τρία Φανάρια… «Αγωνιστές έκρυβαν όπλα μέσα στο αλεύρι»
07:58 - 30 Ιανουαρίου 2022
Είναι από τα ζαχαροπλαστεία που έχουν χαράξει το στίγμα τους στην παλιά Λευκωσία και αποτελεί σημείο αναφοράς για δεκαετίες... Από τα παλαιότερα ζαχαροπλαστεία της πρωτεύουσας, με τα γλυκά και μυρωδάτα εδέσματα που προσφέρει, να διατηρούν την ίδια γεύση από το 1952, όπου και ανέλαβε τα ηνία ο κύριος Σάββας Λεμονάρης. Ο άνθρωπος που ανέλαβε ως καφενείο τα Τρία Φανάρια και το μετέτρεψε σε ζαχαροπλαστείο, αφήνοντας τη δική του εποχή στον χρόνο, με το πέρασμα των δεκαετιών...
Ο γιος του κύριου Σάββα πλέον, Ανδρέας Λεμονάρης, είναι ο άνθρωπος που ανέλαβε αποκλειστικά τη διαχείριση του ιστορικού ζαχαροπλαστείου και με την ίδια μαεστρία, όπως και ο πατέρας του, συνεχίζει καθημερινώς να προσφέρει τα μυρωδάτα αλμυρά στους πελάτες των Τριών Φαναριών. «Το κατάστημά μας εδώ πέρα είχε ανοίξει ο πατέρας μου το 1952, ο οποίος ήταν τότε 21 χρονών. Είχε έρθει από την Πάφο 12 χρονών, δούλευε σε ορισμένους μαστόρους της τότε εποχής και όταν έγινε 21 αποφάσισε να ανοίξει το μαγαζί εδώ. Έμαθε και έκανε τα γλυκά τα παραδοσιακά και μετά τον βοήθησε και η μητέρα μου. Σιγά-σιγά ανάπτυξε τη δουλειά εδώ, αλλά με πολλές δυσκολίες. Διότι μετά το 52’ είχε αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ. Είχαν φασαρίες, κέρφιου και μπορεί να έμεναν μέχρι και δέκα μέρες κλειστά όλα τα μαγαζιά. Ξεπέρασαν εκείνες τις δυσκολίες, μετά. Πέρασαν και πολλοί αγωνιστές εδώ, έκρυβαν όπλα εδώ, εβοήθησε τους αρκετά ο πατέρας μου».
Κάτω από το ιστορικό μαγαζάκι της παλιάς Λευκωσίας, βρίσκεται και το εργαστήρι, όπου εκεί πέρα αρχικά, παρασκευάζονταν όλα τα αλμυρά, για να διατεθούν στους πελάτες. Μάλιστα, αποτελούσε και χώρος όπου οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ, κατάφερναν να κρύβουν τα όπλα τους τότε... «Έχει υπόγειο το μαγαζί μας και ήταν κάτω το εργαστήρι μας παλιά και ήταν εκεί που γινόταν η δουλειά με τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, διότι έτυχε που έβαλαν όπλα μέσα στη ζάχαρη και το αλεύρι. Και ορισμένα πράματα που ήθελαν να μεταφέρουν στην Πιτσιλιά, τα έφερναν εδώ και τα έπαιρναν μετά από εδώ. Δεν έτυχε ποτέ όμως κανένα πρόβλημα ευτυχώς… Μέχρι σήμερα πέθαναν αρκετοί αγωνιστές, αλλά έρχονταν εδώ να μας επισκεφθούν. Κάθε χρόνο κάνουν το μνημόσυνο των αγωνιστών εδώ».
Μετά το 1974, το πλήγμα ήταν ακόμη πιο μεγάλο για τα Τρία Φανάρια, καθώς βρίσκεται μια ανάσα από την πράσινη γραμμή... «Ήταν μεγάλο πλήγμα για εδώ, διότι ήμαστε τέλεια κοντά στην πράσινη γραμμή. Κάναμε ορισμένες μέρες, κλειστοί. Μετά που αναδιοργανώθηκε η Εθνική Φρουρά μετά την εισβολή, ήθελαν να τους προμηθεύει πάλι ο πατέρας μου και εκείνη η δουλειά βοήθησε στο να σταθεί το μαγαζί. Παρ’ όλες τις δυσκολίες τότε συνέχισε… Εγώ τελείωσα τον στρατό το 1976, πήγα 19 χρονών Θεσσαλονίκη, έμαθα ορισμένα πράγματα καινούργια και ήρθα και ανέλαβα το μαγαζί, μαζί με τον πατέρα μου. Εγώ είμαι εδώ ουσιαστικά και κρατάω το μαγαζί από το 1980. 42 ολόκληρα χρόνια…».
42 χρόνια μέσα στο ζαχαροπλαστείο...
Ο κύριος Λεμονάρης, τα τελευταία 42 χρόνια, βρίσκεται ανελλιπώς μέσα στο χαρακτηριστικό ζαχαροπλαστείο της παλιάς Λευκωσίας... Ένας χώρος, ο οποίος μεγάλωσε και έζησε από τα παιδικά του χρόνια, όλη τη ζωή της παλιάς πόλης... «Πρώτα πρώτα μεγάλωσα εδώ, διότι ήταν και η μητέρα μου συνεχώς εδώ και έτσι μεγαλώσαμε μαζί με τα αδέλφια μου εδώ. Έχω ακόμη τρεις αδελφούς πιο μικρούς. Πηγαίναμε σχολείο, σχολάναμε, ερχόμασταν εδώ, διαβάζαμε… Μεγαλώσαμε εδώ στην παλιά πόλη, είναι δύσκολο να τα ξεχάσεις όλα αυτά… Περάσαμε και μετά πολλά όμως που έγιναν οι πεζόδρομοι, αφού είχαν πέσει πολλά και οι δουλειές και αναγκαστήκαμε να κρατήσουμε με τα δόντια το μαγαζί. Μετά άρχισε η δουλειά με τις καφετέριες και ήμαστε οι πρώτοι εδώ που βγάλαμε τραπέζια έξω και κάναμε χώρο εστίασης. Μετά σιγά-σιγά έγιναν περισσότερα τα καταστήματα μες τη Λήδρας και Ονασαγόρου και τώρα άρχισαν να φεύγουν αρκετοί, δεν ξέρουμε τι θα γίνει με αυτή την κατάσταση».
Όπως εξομολογείται ο κύριος Λεμονάρης, πριν το 74’ η κίνηση της Λευκωσίας ήταν εντελώς διαφορετική. «Ήταν γεμάτη οικογένειες, εντός των τειχών, που έμεναν μόνιμα και τα σχολεία ήταν γεμάτα με Κύπριους μαθητές. Δεν είναι όπως σήμερα, που έφυγαν σχεδόν όλοι οι ντόπιοι και έμειναν ξένοι. Βέβαια και εκείνοι άνθρωποι είναι και ήρθαν να ζήσουν, αλλά παλιά ήταν πολύ καλύτερες οι καταστάσεις. Εδώ για να φανταστείς ήταν δρόμος κάποτε και είχε τρία σινεμά. Έρχονταν και έβαλλαν τα ποδήλατα τους στον τοίχο και μετά δυσκολεύονταν να τα βρουν, επειδή ήταν τόσα πολλά».
Όσο αφορά για την ονομασία των Τριών Φαναριών, όπως μας εξήγησε ο ιδιοκτήτης, η ονομασία ήταν από τότε που το αγόρασε ο πατέρας του. «Προηγουμένως, ήταν καφενείο εδώ και ονομαζόταν έτσι και το άφησε το όνομα έτσι… Εκείνος που το είχε προηγουμένως ήταν για πέντε-έξι χρόνια εδώ…».
Αναπολείτε το παρελθόν και συγκινείστε…
«Ναι, πολλά… Εγώ ήμουν μικρός, έντεκα-δώδεκα χρονών και η Ερμού ήταν γεμάτη καφενεία. Εκεί που σταματούσαν τα λεωφορεία των χωριών που έρχονταν από τη μεσαορία, είχε καφενέ. Κάθε πρωί έπρεπε να πιάσω το ποδήλατο, να πάρω δέκα-δεκαπέντε δίσκους, να πάω να τους πάρω και ύστερα να πάω σχολείο. Και το Σάββατο να πάω να με πληρώσουν. Ήταν καλύτερα όμως τότε σίγουρα… Δεν είχε τότε ο κόσμος αυτοκίνητα όμως, ερχόταν ο κόσμος και μας έλεγε βάρτε μας γλίορα έξι γλυκίσματα και θα φύγει το λεωφορείο. Έτσι ήταν οι καταστάσεις και έχει κόσμο που δεν τα πιστεύει σήμερα».
Ανάμεσα σε ποια εποχή θα επέλεγε ο κύριος Λεμονάρης, χωρίς δεύτερη σκέψη προτιμά φυσικά το παρελθόν, όπου η εποχή παρά του ότι ήταν μαυρόασπρη, ήταν ασφαλώς καλύτερη... «Το παρελθόν είναι πάντα πιο καλό για όλο τον κόσμο. Ήταν πολλά δύσκολες οι καταστάσεις όμως για να επιβιώσεις. Σαν τωρά όμως, έγινε παιχνίδι η δουλειά μας. Έχουμε τα μηχανήματα, έχουμε όλα τα πράγματα. Παλιά έπρεπε να πιάσεις τη λαμαρίνα να την πάρεις στους φούρνους με τα ξύλα, πάνω στην κεφαλή τους, να τις ψήσουν και να τις φέρουν πίσω. Διότι δεν είχε το κάθε κατάστημα φούρνο και μίξερ, ήταν όλα με τα χέρια. Ήταν δυσκολίες, που σήμερα είναι παιχνίδι…»
Σπεσιαλιτέ πάντως των Τριών Φαναριών, όπως μας είπε ο κύριος Λεμονάρης, αποτελούν τα παραδοσιακά γλύκα, όπως τα έκαναν ακριβώς πριν 70 χρόνια, με τις ίδιες συνταγές…