«Στο δρόμο για το Μπελαπάις σκόνταψα πάνω σε ένα γέρο… Ήταν νεκρός»
06:25 - 20 Ιουλίου 2021
20 Ιουλίου 1974… Η μέρα που θα είναι για πάντα χαραγμένη στην ψυχή και το μυαλό μας, με τα πιο μελανά γράμματα… Η μέρα που έχει αφήσει τις μεγαλύτερες πληγές στην ψυχή των Κυπρίων…. Η μέρα που η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας δεν ήταν φουρτουνιασμένη και έφερε τους Τούρκους στις ακτές της, ώστε να εκτελέσουν το σχέδιο Αττίλας, με αποτέλεσμα να καταλάβουν το 37% της Κύπρου…
Σαράντα επτά χρόνια πέρασαν από εκείνη την μαύρη μέρα και όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, στις 5:30 το πρωί οι σειρήνες ήχησαν, όπως ήχησαν τότε… Οι σειρήνες που αποτελούν για τους νέους μάθημα και για τους παλιούς κακή ανάμνηση, καθώς ο ήχος τους ξύνει πληγές… Πληγές βαθιές, που όσο κι αν προσπαθούν, δεν μπορούν με τίποτα να τις επουλώσουν.
Ανάμεσα τους και η συγγραφέας Ξένια Ευστρατίου-Πολυκάρπου, από την Κερύνεια, η οποία από τα πρώτα λεπτά της εισβολής αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι της, μαζί με την οικογένειά της, να κρυφτούν, μαζί με άλλες τρεις οικογένειες, μέσα σε ένα υπόγειο 3Χ3, μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς φαΐ και νερό και στη συνέχεια να περπατήσουν μέχρι το Μπελαπάις, για να φτάσουν σε ένα ασφαλές σημείο.
«Στο δρόμο για το Μπελαπάις, αυτό που θυμάμαι ήταν η Θέρμια, επειδή σκόνταψα πάνω σε ένα γέρο με βράκα. Ήταν νεκρός. Η αδελφή μου προχώρησε λίγο πιο κάτω και μου είπε ότι σκόνταψε πάνω σε μία γριά. Δεν είχαμε χρόνο να ασχοληθούμε, ούτε ποιοι ήταν, ούτε τίποτα. Τους προσπεράσαμε».
Τα πρώτα λεπτά της εισβολής
«Ήμασταν στο σπίτι, η ώρα 5:30 το πρωί ξυπνήσαμε μέσα σε τρόμο, ακούγοντας τις σειρήνες. Ξύπνησαν οι γονείς μας και κατάλαβαν ότι κάτι γίνεται, ήταν ταραγμένοι, δεν ήξεραν που να μας πάρουν κλπ. Ακούγαμε τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα να περνάμε. Ήμουν με τα αδέλφια μου, εγώ είμαι η μικρή και τότε ήμουν 14 ετών. Βάλαμε τις παντόφλες μας και οι γονείς μας σκέφτηκαν να μας πάρουν σε ένα υπόγειο, 200 μέτρα πιο κάτω από το σπίτι μας. Ήρθαν εκεί κι άλλες τρεις γειτόνισσες με τα παιδιά τους και ήμασταν 13-14 άτομα μέσα σε ένα δωμάτιο 3Χ3. Εκείνο το σπίτι, πριν το πόλεμο, ήταν η χαρά του χωριού. Επειδή ήταν άχτιστο και άργησε να το ολοκληρώσει ο ιδιοκτήτης, μαζευόμασταν όλα τα παιδιά του χωριού και παίζαμε, άλλοι πάνω, άλλοι κάτω.
Συνεχίζονταν οι πυροβολισμοί, ακούγαμε τους βομβαρδισμούς, κοιτάγαμε έξω και βλέπαμε τον Πενταδάκτυλο που καιγόταν. Περάσαμε όλη την μέρα, από τα ξημερώματα μέχρι το βράδυ, νηστικοί, χωρίς τίποτα. Είχαμε ένα βρέφος μαζί μας και η μητέρα τού έβαζε σεντόνια στο στόμα για να μην ακούγεται. Φοβόμασταν, επειδή ακούγαμε άρβυλα έξω στρατιωτικά. Ήταν οι Τούρκοι.
Το βράδυ χτύπησε η πόρτα του υπογείου. Νομίζαμε ότι ήταν οι Τούρκοι, τελικά ήταν ένας γείτονας, ο Λούης, να μας ενημερώσει ότι είχαν πιάσει την Κερύνεια οι Τούρκοι και να βρούμε τρόπο να φύγουμε από τα βουνά. Ο ένας πίσω από τον άλλο, βγήκαμε σιγά-σιγά και περπατούσαμε μέσα σε καμένα. Ήταν όλα καμένα. Το λέω σήμερα και μυρίζομαι ακόμη το μπαρούτι. Περπατούσαμε και δεν ξέραμε που πάμε. Είχαμε μαζί μας άντρες, που είχαν κάνει στρατό και ήξεραν την περιοχή και μας έλεγαν που να στρίψουμε, σε ποιο δάσος. Έπρεπε να φτάσουμε στον προορισμό μας, έπρεπε να φτάσουμε στο Μπελαπάις, ήταν το πιο ασφαλές σημείο εκείνο. Είχαν κατασχιστεί τα πόδια μας, αλλά δεν μας ένοιαζε. Κανονικά έπρεπε να φοβόμαστε, αλλά δεν είχαμε χρόνο να φοβηθούμε. Έπρεπε να σωθούμε.
Περάσαμε από διάφορα χωριά. Αυτό που θυμάμαι ήταν η Θέρμια, επειδή σκόνταψα πάνω σε ένα γέρο με βράκα. Ήταν νεκρός. Η αδελφή μου προχώρησε λίγο πιο κάτω και μου είπε ότι σκόνταψε πάνω σε μία γριά. Δεν είχαμε χρόνο να ασχοληθούμε, ούτε ποιοι ήταν, ούτε τίποτα. Τους προσπεράσαμε. Στον δρόμο μας κινδυνεύσαμε πάρα πολλές φορές. Παραλίγο να πέσει η μάμα μας μέσα σε γκρεμό και την τραβούσαμε, η γιαγιά μου κουράστηκε και δεν ήθελε να προχωρήσει.
Όπως προχωρούσαμε, είδα κάτι να γυαλίζει μέσα στη νύχτα και ο Ανδρέας, ένας από τους άνδρες που ήταν μαζί μας, μας είπε “σταματάτε”, για να κάνουμε πίσω. Λέει “είμαστε Έλληνες”. Ήταν ένα τεράστιο μαχαίρι, που γυάλιζε μέσα στη νύχτα και το κρατούσαν τρεις στρατιώτες. Οι δύο ήταν πληγωμένοι, ο ένας είχε τραύμα στην καρδιά και μας ζήτησαν νερό, μόλις μας είδαν. Ευτυχώς ο Ανδρέας κρατούσε ένα στρατιωτικό παγούρι και τους έδωσε λίγο. Ενώθηκαν με την ομάδα και γίναμε τότε δεκαεπτά άτομα, μαζί με τους τρεις».
Προχωρήσαμε μαζί, κουβαλώντας τον βαριά τραυματισμένο, ο άλλος τα κατάφερνε μόνος του. Σε κάποια φάση, η γιαγιά μου κουράστηκε πάρα πολύ και μας είπε “προχωράτε παιδιά μου και εν να μείνω πίσω εγώ”. Ο ένας ο στρατιώτης, που δεν είχε τραυματιστεί της είπε “όχι γιαγιά, εν να πάμε να σωθούμε ούλλοι” και την πήρε στους ώμους του και την κουβαλούσε. Περπατούσαμε με τόσο άγχος, επειδή έπρεπε να προλάβουμε να φτάσουμε πριν τα ξημερώματα, πριν ξεκινήσουν οι βομβαρδισμοί. Έπρεπε να φτάσουμε γύρω στις 5:00 για να ξέρουμε που θα πάμε, που θα καταλήξουμε. Με κάμποσους κινδύνους στο δρόμο μας, να σκοντάφτουμε μέσα στα καμένα, είδαμε από μακριά φως. Καταλάβαμε ότι φτάσαμε στο Μπελαπάις. Με τα αδέλφια μου, θυμούμαι, χοροπηδούσαμε και λέγαμε “ζήτω, ζήτω εφτάσαμε, εσωθήκαμε”.
Στον πόλεμο δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς τίποτα. Οι γονείς μας σκέφτονταν να σώσουν τα παιδιά τους, εμείς σκεφτόμασταν να είμαστε καλά, αλλά δεν είχες χρόνο να κάμεις κάτι άλλο. Απλά ζεις. Τώρα στην ηλικία που βρίσκομαι και τα σκέφτομαι, λέω “Θεέ μου πώς αντέξαμε;”. Αν μου ξανατύχει δεν θα ζήσω, δεν θα το αντέξω να ξανακάνω όλη αυτή τη διαδρομή. Παίζεται η ζωή σου».
Η ήρεμη εισβολή των Τούρκων στο Μπελαπάις
«Πρέπει να ήταν ξημερώματα Κυριακής, όταν φτάσαμε. Μόλις και προλάβαμε. Ήταν σιωπή, ο κόσμος κοιμόταν. Μόλις μπεις στο χωριό, έχει μία εκκλησία, του Αγίου Γεωργίου. Απέναντι έμενε μία συμμαθήτρια μου, με την οικογένειά της. Άκουσαν τον θόρυβο μας, βγήκαν έξω να μας υποδεχθούν, μας έβαλαν γάλα να πιούμε, καφέ και μας είπαν ότι το Αββαείο του Μπελαπάις χρησιμοποιείτο ως κέντρο περίθαλψης των πληγωμένων. Πήραμε τους πληγωμένους εκεί, τους αφήσαμε και μέχρι και σήμερα δεν ξέρουμε τίποτα, ούτε τα στοιχεία τους, ούτε τίποτα, αν έζησαν οι άνθρωποι.
Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε ένα σπίτι για να μείνουμε, χωριστήκαμε στην πλατεία του χωριού η κάθε οικογένεια να πάει να βρει ένα μέρος για να μείνει. Για καλή μας τύχη, είχαμε ένα θείο στο χωριό και μας φιλοξένησε για δύο εβδομάδες. Στο μεταξύ, εκείνο το διάστημα, ο πατέρας μου δεν ήταν μαζί μας, είχε πάει με τους στρατιώτες. Πάνω από το σπίτι μας ήταν το Φυλάκιο 101 και πήγε να βοηθήσει τους μικρούς, επειδή δεν ήξεραν. Όσο μέναμε στο θείο μου, σε ένα σπίτι πάνω σε ένα ανήφορο, είδαμε με τον παπά μου, με κάτασπρα μαλλιά να έρχεται. Μέσα σε μία εβδομάδα είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του. Τρέξαμε όλοι πάνω του και μας είπε τα δυσάρεστα ότι οι στρατιώτες που ήταν μαζί του πέθαναν. Έπεσαν όλμοι δίπλα τους και σώθηκε ο παπάς μου. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να κλαίει. Έμεινε λίγο μαζί μας και είπε “πρέπει να πάω να βοηθήσω τους υπόλοιπους που εμείναν, πέρκι τα καταφέρουν και σωθούν”. Τις δύο εβδομάδες, μέχρι την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου ήμασταν ελεύθεροι στο Μπελαπάις, ήταν πλήρης ησυχία, ο καθένας ήταν στο σπίτι του.
Την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου, πήγαμε εκκλησία και ακούσαμε στα μεγάφωνα να φωνάζουν να μαζευτούμε όλοι στο χωριό. Ήρθαν οι Τούρκοι με τα αυτοκίνητα, είδαμε τη σημαία με την ερυθρά ημισέλινο, αθόρυβα, ειρηνικά και μπήκαν στο χωριό. Είχαν καταλάβει την Κερύνεια, οπότε τα χωριά γύρω τα καταλάμβαναν άνετα, χωρίς μάχες. Μας μάζεψαν στην πλατεία του χωριού, εκεί στο τεμπελόδεντρο και ξεχώρισαν τους άνδρες με τις γυναίκες. Οι άνδρες δεξιά και οι γυναίκες αριστερά. Είχαν δύο λεωφορεία και έβαζαν μέσα τους άνδρες. Ήταν κάτι πολύ πρωτόγνωρο για μας, ούτε οι μεγάλοι ήξεραν τι γινόταν. Ήταν και ο αδελφός μου, που ήταν 15,5 χρόνων. Εκείνη την ώρα, έβλεπα τη μητέρα μου να κλαίει και να οδύρεται επειδή της έπιασαν τον γιο της. Δεν έπιασαν μόνο τους μεγάλους, έπιασαν και τους μικρούς.
Κλάψαμε αρκετά, χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε. Τους έβαλαν μέσα στα λεωφορεία και έφυγαν και εμάς μας μάντρωσαν όπως τα πρόβατα, για να ελέγξουν το χωριό, ίσως αν είχε κρυμμένους στρατιώτες. Τους ακολουθήσαμε έξω από το χωριό, μέχρι το σημείο που ήταν το Bellapais hotel. Το παραβίασαν και μπήκαμε μέσα. Ο καθένας έπρεπε να μείνει με την οικογένειά του σε ένα δωμάτιο, χωρίς φαγητό, χωρίς τίποτα, επειδή δεν πήραμε κάτι μαζί μας. Απέναντι είχε ένα περίπτερο, του οποίου παραβίασαν την κλειδαριά και είχε μέσα σαλμούς και φαρίν λακτέ. Τους είπα ψέματα ότι είχαμε μωρό και θέλαμε φαρίν λακτέ, για να φάμε. Τρώγαμε για περίπου μία εβδομάδα σαλμούς σκέτους.
Μετά την πάροδο της εβδομάδας, που εμένα μου φάνηκε αιώνας, μας ειδοποίησαν να πάμε πίσω στο χωριό. Ξεκινήσαμε ξανά τον ποδαρόδρομό μας να πάμε και όπως πηγαίναμε, είδαμε ένα λεωφορείο, από το οποίο κατέβαιναν κάποιοι άνδρες. Ανάμεσά τους ήταν και ο αδελφός μου. Ήταν αδυνατισμένος, σχεδόν λιπόθυμος. Τον αγκαλιάσαμε και τον ρωτήσαμε που ήταν οι άλλοι. Μας είπε ότι τους πήραν στα Άδανα της Τουρκίας και τους αδύναμους επειδή δεν άντεχαν τους έφεραν πίσω. Τον ρώτησα αν έτρωγαν και μου είπε ότι τους έβαζαν ένα ψωμί, όπως το αντίδωρο με μια ελιά, τους το έριχναν μέσα στο στάβλο και τους έλεγαν “φάτε”. Τον ρώτησα “Πόλυ έτρωες;” και μου απάντησε “ήντα που ήταν να κάμω;”. Έσκυβαν μέσα στις κοπριές να πιάσουν το ψωμί με την ελιά, για να το φάνε και να επιβιώσουν.
Προσαρμοστήκαμε στο Μπελαπάις, βρήκαμε ένα άλλο σπίτι, μίας κυρίας που ήταν στο εξωτερικό, μπήκαμε μέσα και μέναμε. Κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε με τα ίδια ρούχα, επειδή είχαμε εκείνη την ανασφάλεια ότι κάτι θα γινόταν. Άκουα τη μάμα μου και την γιαγιά ότι θα κανονιστούν και θα πηγαίναμε πίσω. Περάσαμε πεντέμιση μήνες στο Μπελαπάις εγκλωβισμένοι. Μετά τη διάσωσή μας, όλα τα άλλα τα θεωρούσαμε δεδομένα. Εφόσον ζούσαμε, ίσως μακρυά από την υπόλοιπη ελεύθερη Κύπρο. Τα μεγαλύτερα παιδιά μας έκαναν μαθήματα, Ελληνικά, Μαθηματικά, είχαμε και τον πάτερ Χαράλαμπο που μας βοηθούσε και μας εμψύχωνε και μία κυρία Ελληνοαμερικανίδα, την Έλενα Κέι, η οποία ήταν πολύ σημαντική για μας. Έφερνε τις συντάξεις των ηλικιωμένων, μας έμαθε το τραγούδι για την ελευθερία.
Η επικοινωνία μας με τον υπόλοιπο κόσμο ήταν μέσω των Ηνωμένων Εθνών, με κάτι μηνύματα που έπρεπε να γράφουμε προσεκτικά, επειδή τα έλεγχαν. Αν έβλεπαν κάτι πονηρό, κάποιο υπονοούμενο, δεν το παραδίδαν. Εγώ είχα γράψει στον παπά μου “παπά κάμε κάτι να μας φέρεις πίσω”. Τότε έκαναν κάποια διαβήματα, τους έγραψε ότι περιμένει την οικογένειά του από το Μπελαπάις και τελικά στους πεντέμιση μήνες καταφέραμε να μπούμε σε ένα λεωφορείο, συνοδεία των Ηνωμένων Εθνών και να μας φέρει πίσω.
Εδώ ήταν θέμα κοινωνικού προβλήματος, πλέον σε εμάς. Πεντέμιση μήνες για μας, να είμαστε μακριά από τον κόσμο, ήταν αιώνες. Θυμούμαι τον εαυτό μου, που κάθισα στο παράθυρο του λεωφορείου και έβλεπα έξω, έστω και δεκατεσσάρων ετών και σκεφτόμουν τι θα γίνει, που θα ζήσουμε, ο παπάς δεν θα έχει δουλειά, εμείς που θα πηγαίνουμε σχολείο; Αλλά πίστευα τόσο πολύ στο Θεό, ακόμη και όταν ήμασταν στο υπόγειο, παρακαλούσα το Θεό να μην πάθουμε τίποτα και το ένιωθα ότι δεν θα πάθουμε κάτι. Το προηγούμενο βράδυ της εισβολής έπαιζα κούκλες με την ξαδέλφη μου και όταν ξύπνησα έγινε πόλεμος».
Η επιστροφή στην ελεύθερη ζωή
«Το λεωφορείο έφτασε στον προορισμό του, το Λήδρα Πάλας. Κατεβήκαμε και μας περίμεναν οι κυρίες του Ερυθρού Σταυρού, μας έβαλαν σούπα να φάμε, νομίζω τραχανά και μας έδωσαν από ένα τρικό και ένα παντελόνι, όλους το ίδιο. Εκείνη την ώρα νιώθαμε ότι υπήρχε μία διάκριση, όπου πας φαίνεται ότι είσαι πρόσφυγας. Ήταν ένα μπορντό τρικό με άσπρες ρίγες και ένα γκρίζο παντελόνι. Βγαίνοντας έξω, συναντήσαμε τον παπά μας, πέσαμε μέσα στην αγκαλιά του και κλαίγαμε όλοι μας. Λέγαμε “δεν πειράζει παπά μου, φτάνει που είμαστε όλοι μαζί, ζωντανοί και θα προχωρήσουμε”. Έκλαιγε και ο παπάς μου και ξεκίνησε η επανένταξή μας στην ελεύθερη ζωή.
Μπήκαμε στο σχολείο και νιώθαμε στιγματισμένοι, επειδή όταν πήγαινε κάποιος που ήταν εγκλωβισμένος, τον έβλεπαν με άλλο μάτι. Πολλά μωρά στιγματίστηκαν τότε και χρειαζόταν μεγάλος αγώνας για να βρεις τον εαυτό και την προσωπικότητα σου. Εμείς βάλαμε πείσμα και βγήκαμε οι καλύτεροι μαθητές. Τελείωσα το σχολείο με αριστείο.
Όταν ήρθαμε, μας φιλοξενούσε μία θεία μου, μέχρι να βρει δουλειά ο παπάς μου. Μετά ενοικιάσαμε ένα σπίτι. Όταν άρχισε η ζωή μας, να ομαλοποιείται, έγινε ένας σεισμός και το σπίτι εκείνο βγήκε ετοιμόρροπο και πρέπει να φύγουμε. Αποταθήκαμε στην Κυβέρνηση και μας είπε ότι θα μας δώσει ένα ποσό, αλλά μέχρι τότε, μας πήραν σε καταυλισμό. Βρεθήκαμε μέσα στις πράσινες παράγκες, στην παράγκα 173. Έγινα 18 ετών και ήμασταν ακόμη μέσα στις παράγκες, με κοινή τουαλέτα, μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άθλιες καταστάσεις. Ήθελαν να έρθουν οι φίλες μου και εγώ ντρεπόμουν, αλλά έρχονταν για την Ξένια όχι γιατί ήθελαν να δουν το σπίτι μου. Ζωγραφίζαμε και την παράγκα. Νομίζω κάναμε δύο χρόνια, μέχρι να μας δώσουν την βοήθεια να χτίσουμε δικό μας σπίτι».
Η πρώτη επίσκεψη μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων
Τα χρόνια πέρασαν. Η 14χρονη Ξένια μεγάλωσε, έφτιαξε τη ζωή της, παντρεύτηκε και έκανε τα δικά της παιδιά. Όμως, οι πληγές της δεν έκλεισαν. Αντίθετα, άνοιξαν και πάλι, όταν αποφασίστηκε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων.
«Πήγαμε από τους πρώτους. Περιμέναμε ατελείωτες ώρες, αλλά η αναμονή δεν μας πείραξε. Πήγαμε με την αδελφή μου και τον γαμπρό μου. Δεν αναγνωρίζαμε έντονα το χώρο, απλά ξέραμε πως θα πάμε. Ακολουθήσαμε το δρόμο προς την Κερύνεια. Μόλις στρίψεις από το βουνό το Πενταδακτύλου, είναι μία ανηφόρα και μετά πιάνει μία κατηφόρα. Εκεί υπάρχει ένας μιναρές και εκεί ακριβώς ήταν το Φυλάκιο 101 και συνεπώς πιο κάτω το σπίτι μου. Βρήκαμε το σπίτι μας. Το είχαν αλλάξει, αλλά εμείς το καταλαβαίναμε. Πήγαμε πίσω, στην αυλή, μέσα στο χωράφι και βρήκαμε την ελιά που είχαμε κρεμάσει την κούνια μας και πάνω στον κορμό της ήταν γραμμένα ακόμη τα ονόματά μας. Μετά από τόσα χρόνια, όταν πήγα είχα την οικογένεια μου, τα μωρά μου. Κάτσαμε εκεί και κλαίγαμε. Εκεί μένει ένας λογιστής και είναι μαχαιριές στην ψυχή σου, να βλέπεις να γράφει έξω το όνομά του. Να θέλεις να πας σπίτι σου και να ξέρεις ότι είναι άλλος μέσα.
Η γειτονιά μας έχει αλλάξει, επειδή μπήκαν στα σπίτια νέοι. Στο βιβλίο μου “Κλεμμένα Χρόνια” έχω φτιάξει μία δική μου ιστορία, ότι μπήκα μέσα, με υποδέχτηκαν, ότι καταλάβαιναν, τους καταλάβαινα και τους δέχτηκα, επειδή ήταν απλοί άνθρωποι, δεν έφταιγαν αυτοί. Αλλά δεν ήταν εντελώς μυθοπλασία. Ο αδελφός μου κάθισε και στο ίδιο τραπέζι μαζί τους. Δεν μισώ τους Τούρκους, επειδή είναι άνθρωποι. Δεν φταίει η νεολαία για τον πόλεμο του 1974. Κάποιοι πάνε και τους βρίζουν. Δεν φταίνε αυτοί, φταίει η ηγεσία.
Πήγαμε να δούμε το λιμάνι και είδαμε την κούνια που παίζαμε όταν ήμασταν μικροί και είναι εκεί ακόμη, στο λιμάνι. Έχει αλλάξει πολύ, είδαμε τρομερή βρομιά. Δεν περιποιούνται το λιμάνι, το κάστρο έχει πέσει σε αρκετά σημεία. Είπαν πως θα το διορθώσουν, δεν ξέρω τι έγινε. Την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ την έκαναν μουσείο.
Σίγουρα είναι μία πολύ δυσάρεστη εμπειρία και δεν την εύχομαι σε κανένα να ζήσει κάτι τέτοιο. Ακούω που λένε ευτυχώς που μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν θα γίνει πόλεμος. Λέω μακάρι, επειδή δεν θα το αντέξω να ζήσουν τα παιδιά μου αυτό και να έχουν την ίδια μοίρα μαζί μου. Εγώ τώρα που μεγάλωσα, όταν μιλάω γι’ αυτά, θέλω μετά κάποιες μέρες για να συνέλθω. Μπορεί να πέρασαν 47 χρόνια αλλά δεν ξεχνιέται κάτι. Ό,τι και να αποκτήσεις, θέλεις το σπίτι σου, θέλεις την κούκλα σου που άφησες πάνω στο κρεβάτι σου, θέλεις τα παπουτσάκια σου. Τότε ο κόσμος ήταν διαφορετικός.
Βλέπω τον παπά μου, που έχει γίνει 87 ετών, όταν τους ρωτώ κάτι για την Κερύνεια τα μάτια τους βουρκώνουν. Όταν του λέω κάτι θυμάται και με διορθώνει».
Η πυρκαγιά σε Λάρνακα και Λεμεσό που ξύπνησαν μνήμες
«Στο σπίτι μας, από το παράθυρο της κουζίνας, μπορούσαμε να δούμε το λιμάνι της Κερύνειας και κάτω στη θάλασσα. Φαίνονταν τα τούρκικα πλοία, που έβλεπαν στον Πενταδάκτυλο. Οι επιθέσεις γίνονται και από αέρος και από θαλάσσης. Δεν μπορώ να τα περιγράψω αυτά, παρόλο που είμαι και συγγραφέας. Να βλέπεις τη γη σου να καίγεται. Τις προηγούμενες εβδομάδες, με τη μεγάλη πυρκαγιά, που καίγονταν όλα αυτά τα χωριά, θυμήθηκα έντονα τον πόλεμο. Ήταν όπως τα ζήσαμε, απλά δεν ήμουν εκεί αυτή τη φορά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- 15 Ιουλίου 1974... Σαράντα επτά χρόνια από το προδοτικό πραξικόπημα
- Ο αφύλακτος Πεδιαίος, η ολιγωρία των τανκς και η εκδοχή με Μακάριο στο Τρόοδος
- «Άησμε να πιάω το μωρό μου, ελάλουν του... Τζαι επέταξε μου το μες τ’ αγκάθκια»
- «Στέλιο ήρθαμε να σε απελευθερώσουμε μην φοβάσαι, βγες έξω, είμαστε Έλληνες»
- ΒΙΝΤΕΟ: «Ο ένας φεύκει, ο άλλος φεύκει, ποιος θα πολεμήσει;»
- Το ξεκλήρισμα και το μικρότερο θύμα της τουρκικής θηριωδίας
- Οι μάχες σώμα με σώμα στο Κοτζά Καγιά και μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία