Στον τοίχο ο Ερντογάν-Ξεκίνησε για την Ευρώπη και κατέληξε... μουεζίνης
07:06 - 29 Μαρτίου 2021
Η τουρκική λίρα κατακρημνίζεται, η τουρκική οικονομία κλυδωνίζεται και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απευθύνει έκκληση στους πολίτες να βγάλουν τον χρυσό από τα σεντούκια και στους ξένους επενδυτές να πάνε στην Τουρκία ή, τουλάχιστον, να μην την εγκαταλείψουν. Πρόκειται για την απέλπιδα προσπάθειά του το καράβι να αποφύγει τα βράχια.
Τα οξύτατα οικονομικά προβλήματα πλήττουν καίρια τη δημοφιλία του Ερντογάν και του κόμματός του. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι σχεδόν 20 χρόνια νωρίτερα, όταν το φθινόπωρο του 2002 το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ξεκινούσε τη μακρόχρονη διαδρομή του στην εξουσία, ήταν οι οικονομικές επιδόσεις του που του επέτρεψαν να επικρατήσει σε αλλεπάλληλες εκλογές και με τη βοήθεια κι άλλων παραγόντων να κερδίσει τον πόλεμο με το μετακεμαλικό βαθύ κράτος.
Για να κάνουμε σύγκριση, το τουρκικό ΑΕΠ ήταν 238 δισ. δολάρια το 2002, τη χρονιά που ανέλαβε ο Ερντογάν, και πενταπλασιάστηκε σχεδόν σε μία δεκαετία, φτάνοντας τα 950 δισ. δολάρια το 2013 (το 2019 έκλεισε στα 748 δισ.).
Από στήριγμα των φτωχών και απόκληρων από την Ανατολία, νεοσουλτάνος στο πανάκριβο παλάτι που έχτισε για τον εαυτό του.
Πράγματι τότε όχι μόνο κατάφερε να σταθεροποιήσει την τουρκική οικονομία, η οποία έβγαινε από μια επώδυνη βαθύτατη κρίση, αλλά και να τη θέσει σε τροχιά εντυπωσιακής ανάπτυξης. Οι Δυτικοί τον αντιμετώπιζαν ως έναν σύγχρονο «ισλαμοδημοκράτη» μεταρρυθμιστή που εκσυγχρόνιζε την οικονομία και προωθούσε τον εκδημοκρατισμό του κράτους. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, όμως, δεν θα μπορούσε να είχε απομακρυνθεί περισσότερο από εκείνη την εικόνα.
Ο Ερντογάν ξεπήδησε από το πολιτισμικό - κοινωνικό χάσμα που προκαλούσε η αντίφαση ανάμεσα στο αυταρχικό κοσμικό κεμαλικό καθεστώς και στη «βαθιά Τουρκία» με τις υποφώσκουσες οθωμανικές - ισλαμικές αναφορές. Αυτό το πλειονοτικό κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, οι φτωχοί παραδοσιακοί πληθυσμοί της Ανατολίας, που λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης είχαν πλημμυρίσει και τα μεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής Τουρκίας, εκφράστηκε ιδεολογικοπολιτικά από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Ο Ερντογάν προσέφερε σε αυτά τα στρώματα ευκαιρίες να ξεφύγουν από το περιθώριο, για κοινωνική άνοδο και ευημερία. Κι αυτά σε αντάλλαγμα προσδέθηκαν εκλογικά στο άρμα του και παρέμειναν πιστοί ψηφοφόροι καθ’ όλη τη διάρκεια του άτυπου εσωτερικού πολέμου με το βαθύ κεμαλικό κράτος.
Πολιτικός πατέρας του Ερντογάν -και όχι μόνο- ήταν ο Νετζμετίν Ερμπακάν, ηγέτης για δεκαετίες του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ. Ηταν πάντα από μετρημένα έως καθαρά αρνητικός έναντι της Δύσης κι αυτό ήταν ένας πρόσθετος λόγος που όταν το 1996 έγινε πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνασπισμού με το κόμμα της Τανσού Τσιλέρ, ανατράπηκε σύντομα με απλή ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου. Ηταν το «βελούδινο» πραξικόπημα του 1997.
Μετά το πραξικόπημα, το καθεστώς Ερντογάν παρουσίασε το πραγματικό του πρόσωπο, με διώξεις κατά των πολιτικών του αντιπάλων.
Η άνοδος
Αυτή ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, δεδομένου ότι το κεμαλικό καθεστώς είχε θέσεις επανειλημμένα εκτός νόμου το Ισλαμικό Κόμμα, υποχρεώνοντας τον Ερμπακάν να ιδρύσει νέο κόμμα με άλλο όνομα. Μια ομάδα νεότερων στελεχών συνειδητοποίησε τότε ότι με την πολιτική Ερμπακάν ο δρόμος προς την εξουσία θα είναι για πάντα κλειστός. Αποφάσισαν λοιπόν να αποσχιστούν και με επικεφαλής τους Ερντογάν, Αμπντουλάχ Γκιουλ, Μπουλέντ Αρίντς και Αμπντελατίφ Σενέρ ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Οι δύο καινοτομίες τους ήταν ότι αφενός υιοθέτησαν φιλελεύθερες απόψεις για την οικονομική πολιτική και αφετέρου έκαναν πολιτικό άνοιγμα στη Δύση, τασσόμενοι και υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Η ιδεολογικοπολιτική στροφή τους υπαγορεύτηκε και από τη σκοπιμότητα να πλαγιοκοπήσουν το αυταρχικό και κρατικιστικό κεμαλικό καθεστώς, αποκτώντας συμμαχίες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Αν και οι εκλογικές προοπτικές τους δεν ήταν λαμπρές, οι Δυτικοί αγκάλιασαν το νέο κόμμα, όχι μόνο επειδή είχαν πειστεί ότι το κεμαλικό καθεστώς ήταν σε παρακμή, αλλά και επειδή θεωρούσαν ότι το νέο τουρκικό πολιτικό Ισλάμ θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Ο Ερντογάν ήταν τότε πρώτος μεταξύ ίσων. Η εκλογή του ως δημάρχου στη μητροπολιτική περιοχή της Κωνσταντινούπολης ήταν μια επιτυχία που συμπληρώθηκε από την αποτελεσματική θητεία του. Είχε λάβει μέτρα στήριξης των φτωχών στρωμάτων, ειδικά των απόκληρων από την Ανατολία. Με όχημα αυτή τη θητεία, με σημαία τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη μετριοπάθεια και τη στήριξη των λαϊκών τάξεων, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κερδίζει τον Νοέμβριο του 2002 τις εκλογές. Ηταν μια έκπληξη η οποία οφειλόταν τόσο στην οικονομική κατάρρευση όσο και στο εκλογικό σύστημα, καθώς για να αποκλείσουν το κουρδικό κόμμα από τη Βουλή οι κεμαλιστές είχαν θέσει όριο εισόδου το υπερβολικό 10%.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από τα τέσσερα κόμματα εξουσίας που είχαν χρεωθεί τη χρεοκοπία τα τρία να μην μπουν καν στη Βουλή και το κόμμα του Ερντογάν με 36% να αποκτήσει άνετη αυτοδυναμία και να σχηματίσει κυβέρνηση. Στα μάτια μιας γονατισμένης κοινωνίας η ψήφος στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης φάνταζε αντίδοτο σε ένα καθεστώς που είχε βουτηχθεί στη διαφθορά ή τουλάχιστον ψήφος τιμωρίας αυτού του καθεστώτος. Αφότου οι νεοοθωμανοί κατέκτησαν την κυβέρνηση, έπρεπε και να κατακτήσουν την εξουσία, η οποία ήταν στα χέρια πανίσχυρων κρατικών θεσμών (Γενικό Επιτελείο, Δικαστικό Σώμα, Μυστικές Υπηρεσίες, Σώματα Ασφαλείας και υπόλοιπη κρατική γραφειοκρατία), στους οποίους κυριαρχούσαν απολύτως οι κεμαλιστές.
Το βαθύ κεμαλικό κράτος εξαρχής αντιμετώπισε τη νεοοθωμανική κυβέρνηση σαν ενοχλητική παρένθεση που έπρεπε να κλείσει. Γι’ αυτό και άρχισαν αμέσως να συνωμοτούν εναντίον της. Η απειλή ενός πραξικοπήματος καραδοκούσε σε κάθε βήμα. Ο Ερντογάν τηρούσε λεπτές ισορροπίες, αλλά χωρίς την πολύτιμη βοήθεια του δικτύου Γκιουλέν και την ομπρέλα προστασίας των Δυτικών δεν θα τα είχε καταφέρει.
Ο ρόλος του Γκιουλέν
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν είναι ιμάμης, ηγέτης μιας αδελφότητας που ελεγχόταν από τους Αμερικανούς και είχε καταφέρει να διεισδύσει στους κρατικούς μηχανισμούς της Τουρκίας, ελέγχοντας παράλληλα μια τράπεζα, επιχειρήσεις, ΜΜΕ, ένα πανεπιστήμιο και ένα μεγάλο δίκτυο σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Μέσω αυτού του δικτύου, ο Ερντογάν απέκτησε σταδιακά συμμάχους σε κρίσιμους μηχανισμούς, όπως η Αστυνομία, οι Μυστικές Υπηρεσίες και το Δικαστικό Σώμα.
Χωρίς το δίκτυο Γκιουλέν δεν θα είχε καταφέρει να εξαρθρώσει συνωμοσίες του κεμαλικού κράτους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κατάφερε να περάσει και στην αντεπίθεση, συλλαμβάνοντας και διώκοντας δικαστικά στρατηγούς και άλλα σημαντικά στελέχη του μετακεμαλικού κατεστημένου, πράγμα αδιανόητο μέχρι τότε. Κάπως έτσι κέρδισε αυτό τον άτυπο εσωτερικό πόλεμο, επικρατώντας βέβαια παράλληλα σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις με αυξανόμενα ποσοστά.
Αυτός ο πόλεμος έληξε το 2012. Από τότε ο Ερντογάν αρχίζει και ξεδιπλώνει την πολιτική ατζέντα του και για τη μετατροπή της Τουρκίας σε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη και για τη σταδιακή ισλαμοποίηση της δημόσιας ζωής. Είναι τότε που η Δύση αρχίζει να αμφισβητεί το αλλοτινό πουλέν της και επιχειρεί να το επαναφέρει στον «ίσιο δρόμο».
Πώς; Το δίκτυο Γκιουλέν αρχίζει να βάζει τρικλοποδιές στην κυβέρνηση Ερντογάν, ενώ και οι δυτικότροποι φιλελεύθεροι που είχαν υποστηρίξει τη νεοοθωμανική κυβέρνηση στον πόλεμο κατά του αυταρχικού κεμαλικού καθεστώτος παίρνουν αποστάσεις, με κορυφαία εκδήλωση την εξέγερση στο πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης, τον Μάιο 2013.
Το σημαντικότερο πλήγμα είναι η διεξαγωγή εκτεταμένης μυστικής έρευνας του 2013 σε βάρος της οικογένειας Ερντογάν για διαφθορά. Είναι η πρώτη φορά που ο Τούρκος πρόεδρος μπαίνει στο στόχαστρο. Ο άλλοτε αδιάφθορος Ερντογάν, όμως, έχει ήδη αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται. Αντί να υποκύψει, στρέφεται κατά του Γκιουλέν και εμμέσως κατά της Δύσης. Κορύφωση του δεύτερου άτυπου εσωτερικού πολέμου ήταν η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο 2016, αφού είχε προηγηθεί λίγο πριν η προσέγγιση Αγκυρας - Μόσχας.
Το καθεστώς Ερντογάν πραγματοποιεί μαζικές εκκαθαρίσεις όχι μόνο στο κράτος, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, διαλύοντας, με πρόσχημα τις διώξεις κατά της αδελφότητας του Γκιουλέν, όλα τα δίκτυα επιρροής που είχαν χτίσει για δεκαετίες Αμερικανοί και Ευρωπαίοι στην Τουρκία. Το ρήγμα με τη Δύση αναδιατάσσει και τις πολιτικές ισορροπίες. Ο Ερντογάν συμμαχεί με το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα του Ντεβλέτ Μπαχτσελί (Γκρίζοι Λύκοι) και με όλα τα αντιδυτικά στοιχεία του μετακεμαλικού βαθέος κράτους, τα οποία επαναφέρει συχνά σε θέσεις-κλειδιά. Από την άλλη πλευρά, στενότατοι συνεργάτες του Ερντογάν παίρνουν αποστάσεις, ενώ κάποιοι από αυτούς, όπως οι Γκιουλ, Αχμέτ Νταβούτογλου και Αλί Μπαμπατζάν έχουν πλέον πάρει πολιτικά θέση απέναντι. Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση του Ερντογάν γίνεται εμφανής στο Νταβός το 2009, όταν επιτίθεται δημόσια κατά του Σιμόν Πέρες για να κερδίσει τις καρδιές των απανταχού μουσουλμάνων.
Το σκάνδαλο Halkbank
Οταν εκλέγεται ο Μπαράκ Ομπάμα, η Ουάσινγκτον στρέφεται προς την Αγκυρα. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος επισκέπτεται συμβολικά την Τουρκία και την Αίγυπτο για να στείλει μήνυμα στον μουσουλμανικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Ομπάμα, στο πλευρό του Ερντογάν στέκεται ο Μπαμπατζάν, καθώς οι ξένοι επενδυτές είχαν θετική γνώμη γι’ αυτόν. Οταν οι δρόμοι τους θα χωρίσουν και ο Μπαμπατζάν θα περάσει απέναντι, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να του φορτώσει το σκάνδαλο της Halkbank, το οποίο τον στοιχειώνει για χρόνια, ενώ επανήλθε στο προσκήνιο, καθώς έχει ξεκινήσει νέα δίκη στη Νέα Υόρκη.
Η υπόθεση έχει όχι μόνο οικονομική αλλά και έντονη πολιτική χροιά. Μάρτυρες έχουν καταθέσει ότι σε αυτή εμπλέκεται ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος. Ο Τουρκοϊρανός λαθρέμπορος χρυσού Ρεζά Ζαράμπ υποστήριξε ότι στην υπόθεση εμπλέκονται ο Ερντογάν και ο γαμπρός του. Αν η Halkbank καταδικαστεί, όπως αναμένεται, απειλείται με πρόστιμο ύψους έως 20 δισ. δολαρίων ή με αποκλεισμό από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα Swift. Δεν θα είναι, πάντως, η πρώτη φορά που ο Ερντογάν θα έχει εμπλακεί σε σκάνδαλα διαφθοράς. Υπενθυμίζουμε τη δημοσιευθείσα τηλεφωνική του συνδιάλεξη με τον γιo του Μπιλάλ, στον οποίο έδινε οδηγίες πώς να κρύψει τα εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια που είχαν περιέλθει μυστηριωδώς στην κατοχή τους.
Τα μεγαλόπνοα δημόσια έργα έχουν καταχρεώσει την Τουρκία, αλλά για τον Ερντογάν είναι στοίχημα για την υστεροφημία του. Για την πολιτική του επιβίωση, όμως, φρόντισε διαφορετικά: άλλαξε το Σύνταγμα, εξαφάνισε τον πρωθυπουργό και μετέτρεψε τον εαυτό του σε νεοσουλτάνο που εργαλειοποιεί τα πάντα, σπάζοντας παράλληλα τα ρεκόρ των κεμαλιστών στο πεδίο του επεκτατισμού.
Πηγή: protothema.gr