O εφιάλτης για τους Galindo, πώς παγιδεύουν παιδιά και τι να προσέξουν οι γονείς
07:18 - 12 Μαρτίου 2021
Όλο και περισσότερες τρομακτικές διαστάσεις λαμβάνει τις τελευταίες ημέρες, το δήθεν διαδικτυακό παιχνίδι «Jonathan Galindo», μέσω του οποίου επιτήδειοι βρίσκουν τρόπους να ξεγελάσουν και να παρασύρουν μικρά παιδιά, ζητώντας τους να προβούν σε επικίνδυνες ενέργειες, οι οποίες ενδεχομένως να επιφέρουν ακόμη και τον θάνατο τους.
Πίσω από τον «Jonathan Galindo», ο οποίος εμφανίζεται στο διαδίκτυο με τη μάσκα του «Γκούφι», δεν βρίσκεται μόνο ένα άτομο αλλά περισσότερα, τα οποία έχουν κοινό σκοπό. Η συγκεκριμένη μάσκα είχε δημιουργηθεί από τον παραγωγό κινηματογραφικών ειδικών εφέ, Samuel Canini, το 2012, αλλά έκτοτε οι εικόνες του χαρακτήρα έχουν ληφθεί για τη δημιουργία του «Jonathan Galindo», με τον Canini να ξεκαθαρίζει πως δεν έχει καμία σχέση με τον ενοχλητικό τρόπο που χρησιμοποιείται η μάσκα.
Το συγκεκριμένο «παιχνίδι», φαίνεται να σχετίζεται με το διαδικτυακό παιχνίδι «Μπλε Φάλαινα», το οποίο στοχεύει κι αυτό, όπως ο «Jonathan Galindo», σε πιο ευάλωτους ανήλικους, θεωρώντας τους εύκολους στόχους για να πέσουν στις παγίδες τους. Στο παρελθόν είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση σε όλο τον κόσμο, αφού οδήγησε αρκετά παιδιά σε αυτοκτονίες. Συγκεκριμένα, οι νέοι αναλάμβαναν να διεκπεραιώσουν μια σειρά προκλήσεων, που στην αρχή φαίνονταν αθώες, ωστόσο στη συνέχεια εξελίσσονταν επικίνδυνες και η τελευταία μάλιστα αφορά τον θάνατο.
Επιπρόσθετα, τις τελευταίες ώρες, αρκετές αναρτήσεις στα Μέσα κοινωνικής Δικτύωσης κάνουν λόγο πως ο «Jonathan Galindo», κτύπησε και στην Κύπρο, ωστόσο ο Βοηθός Υπεύθυνος του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, Γιώργος Κάρκας, μιλώντας στον REPORTER, ξεκαθάρισε ότι κάτι τέτοιο, στον παρόν στάδιο, δεν φαίνεται να υφίσταται και πως πρόκειται για fake news.
«Η Διεύθυνση του Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, καθησυχάζει τους γονείς γι’ αυτό το θέμα και την ύπαρξη του φαινομένου αυτού. Δεν έχουμε δεχθεί κάποια σχετική καταγγελία. Σίγουρα απαιτείται προσοχή από τους γονείς στα παιδιά, αφού στο παρελθόν υπήρχαν τέτοιας φύσεως περιστατικά, όπως ήταν η ‘’Μπλε Φάλαινα’’. Αυτά τα παιχνίδια είναι μια ομάδα παιχνιδιών που ονομάζονται challenge games και με διάφορες προφάσεις προσπαθούν να πείσουν τα παιδιά να προβούν σε διάφορες πράξεις».
«Πρέπει επιτέλους οι γονείς να ξυπνήσουν»
Σε δηλώσεις του στον REPORTER, ο σχολικός ψυχολόγος, Ανδρέας Δημητρίου, ανέφερε ότι οι ψηφιακοί κίνδυνοι δεν είναι κάτι που εκπλήσσουν τους ειδικούς, καθώς όπως είπε, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ψυχολογικά προβλήματα και επιδιώκουν να προσεγγίσουν τα παιδιά, μέσω του ηλεκτρονικού κόσμου, με σκοπό να τους προκαλέσουν βλάβη.
«Είναι πιο εύκολη η πρόσβαση στο να βρεις ένα άτομο και να ξεκινήσεις συνομιλία μαζί του, με σκοπό την απώτερη του βλάβη και να του προκαλέσεις κακό. Φαίνεται πλέον, ότι οι κίνδυνοι έχουν μεταφερθεί από τον πραγματικό στον ψηφιακό κόσμο. Τώρα συμβαίνει πιο έντονα, γιατί τα παιδιά είναι πιο συχνοί χρήστες των ηλεκτρονικών και αυτοί γνωρίζουν ότι τα παιδιά μπαίνουν απροκάλυπτα πλέον σε αρκετές πλατφόρμες. Όλοι αυτοί οι επιτήδειοι, αν κάποιος τους μελετήσει, έχουν ένα προφίλ ψυχολογικών δυσκολιών και μπορούν με ευκολία να προσεγγίσουν τα παιδιά με αυτόν τον τρόπο, παρά στο σχολείο, στο φροντιστήριο ή στο πάρκο. Είναι πιο αόρατο και ένα πεδίο, που αυτούς τους ανθρώπους τους επωφελή. Τα πλεονεκτήματα για αυτά τα άτομα που κάνουν αυτές τις παρενοχλήσεις και κακοποιήσεις, είναι πιο πολλά».
Όπως αναφέρει ο κ. Δημητρίου, πρέπει επιτέλους οι γονείς να ξυπνήσουν και να ξεκινήσουν να εκπαιδεύσουν πρώτα τους εαυτούς τους και μετέπειτα τα παιδιά τους, στο τι είναι ψηφιακός κόσμος, εξηγώντας πως πρέπει να τοποθετήσουν τα όρια τους και να εκπαιδεύσουν τα παιδιά τους στο τι είναι και τι δεν είναι, επιτρεπτά σωστή διαδικτυακή συμπεριφορά και ποιοι είναι οι κίνδυνοι των ηλεκτρονικών. «Έχουμε δει μια γενικότερη χαλάρωση από τους γονείς, αντιλαμβάνομαι ότι και οι γονείς έχουν κουραστεί, μπορεί να είναι πολύ πιεσμένοι ή αγχωμένοι. Ωστόσο, είναι τα παιδιά τους και όπως τα εκπαιδεύουν για τον πραγματικό κόσμο, πρέπει να τους εκπαιδεύσουν και για τον ψηφιακό κόσμο, γιατί πλέον είναι μέρος της ζωής μας».
Σε σχέση με το αν είναι αρκετά εύκολο τα παιδιά να οδηγηθούν στις ριψοκίνδυνες και επικίνδυνες προκλήσεις, τις οποίες τους προτρέπουν οι επιτήδειοι, ο κ. Δημητρίου ανέφερε ότι αυτό είναι κάτι που εξαρτάται από τους παράγοντες που διαθέτει το κάθε παιδί.
«Το κάθε παιδί έχει τους δικούς του παράγοντες επικινδυνότητας και προστασίας. Για παράδειγμα, αν από πολύ νωρίς αυτό το παιδί έχει ένα υποστηρικτικό οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον και αν είναι ένα παιδί που έχει γεννηθεί, χωρίς χαρακτηριστικά παρορμητικότητάς, υπερκινητικότητας και επιθετικότητας, τότε δεν διατρέχει τόσο μεγάλο κίνδυνο. Σε αντίθετη περίπτωση, με τα παιδιά τα οποία έχουν παρουσιάσει τέτοια χαρακτηριστικά, τα οποία μπορεί να είναι πιο παρορμητικά, ανυπάκουα και να αντιδρούν στους γονείς τους. Εξαρτάται και από το περιβάλλον που ζουν τα παιδιά, αν είναι χαλαρό και δεν τους ελέγχουν οι γονείς. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει αν κάποια παιδιά νιώθουν ότι δεν ανήκουν στο σχολείο τους και δεν έχουν φίλους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, μπορεί να αποτελέσουν και παράγοντες προστασίας αλλά και παράγοντες επικινδυνότητας. Εξαρτάται και από περιβαλλοντικούς και ατομικούς παράγοντες».
Οι απότομες αλλαγές συμπεριφοράς και τα ανησυχητικά συμπτώματα
Ερωτηθείς για το πώς ένας γονιός μπορεί να διακρίνει απότομη αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού του, ο σχολικός ψυχολόγος εξηγεί ότι υπάρχουν αρκετά συμπτώματα, τα οποία πρέπει να ανησυχήσουν τους γονείς.
«Ένα παιδί που συνήθιζε να έχει στη ρουτίνα του τα φροντιστήρια ή κάποιες άλλες αγαπημένες δραστηριότητες και δεν τις κάνει, θα ασχολείται και θα νοιάζεται μόνο για το ηλεκτρονικό. Επίσης, εάν φανεί ένας έντονος τρόπος στην αντίδραση του παιδιού, εναντίωση ή επιθετικότητα όταν του απαγορεύσει ο γονιός να ασχοληθεί με αυτό και προηγουμένως ήταν κάτι που δεν γινόταν. Δηλαδή, μια απότομη αλλαγή και μια έκρηξη θυμού. Αυτό είναι ένας δείκτης πρόβλεψης, όμως δεν σημαίνει ότι είναι κατά ανάγκη η έντονη ενασχόληση με το παιχνίδι. Το δεύτερο σύμπτωμα, είναι ότι μπορεί ένα παιδί να υπόσχεται στον γονιό του ότι θα σταματήσει να το κάνει τόσο συχνά, όμως δεν μπορεί να περιορίσει τον χρόνο που σπαταλά. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι έχει επηρεαστεί η ψυχολογική του λειτουργικότητα του. Ακόμη, μπορεί να επηρεαστούν κάποιες λειτουργίες, όπως ο ύπνος, η διατροφή ακόμη και το μπάνιο για να μη χάσουν κάποιο χρόνο ή εξέλιξη με αυτό που ασχολούνται. Άρα η έντονη δραστηριοποίηση στον χώρο που ασχολούνται, τις περισσότερες φορές το δωμάτιο τους, του γίνεται εμμονή να είναι μόνο εκεί. Αυτό είναι κάτι που σαφώς πρέπει να απασχολήσει τους γονείς.
Επίσης, είναι και η συναισθηματική διάθεση. Δηλαδή αν αυτό που κάνει το παιδί του προκαλεί εκφοβισμό ή αν πιέζεται να κάνει κάτι, ο γονιός θα δει απότομα στο σπίτι ένα παιδί αρκετά λυπημένο και μελαγχολικό, χαμένο με τις σκέψεις του και να μη μπορεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει σπίτι του, γιατί είναι χαμένο στον κόσμο του. Ακόμη όταν υπάρχει συναισθηματική αναστάτωση, άγχος και στρες, τότε είναι κάτι που λογικά του συμβαίνει από τη ψηφιακή του δραστηριοποίηση. Εκεί, επίσης, ο γονιός μπορεί να δει το παιδί του να κάνει κάποιες τελετουργίες ή κάτι το οποίο δεν έκανε πριν και τους έβαλαν αυτοί οι άνθρωποι να το κάνουν. Μπορεί να δουν αιχμηρά αντικείμενα ή άλλα παράξενα αντικείμενα, τα οποία δεν ήταν πριν στο δωμάτιο του παιδιού. Επιπλέον, αν δουν ότι τα παιδιά δεν ασχολούνται πλέον το ίδιο με τα μαθήματα τους και τις εργασίες τους και αυτός είναι ένας δείκτης».
Σε ερώτηση, αν η ζωή των παιδιών μπορεί να επηρεαστεί από τις επικίνδυνες προκλήσεις στις οποίες υποβάλλονται, ο κ. Δημητρίου ανέφερε ότι αυτό είναι κάτι που εξαρτάται από την ανθεκτικότητα και το υποστηρικτικό δίκτυο του, ενώ όπως εξήγησε, με την απαραίτητη θεραπεία θα μπορούν να το διαχειριστούν με τον σωστό τρόπο.
«Αν τροποποιήσεις κάποιες καταστάσεις στη ζωή τους, μετά θα είναι καλύτερα για τα ίδια, φτάνει όμως αυτά τα παιδιά να έχουν και την απαραίτητη βοήθεια από την οικογένεια, το σχολείο και τους φίλους τους. Αν κάποια παιδιά πριν δεν είχαν κάποιο πρόβλημα στη λειτουργικότητα τους, όμως είχαν άγχος, κατάθλιψη και βεβαρυμένο ιστορικό, τότε αυτά τα άτομα θέλουν πιο μακροπρόθεσμη δουλειά. Δεν μπορούμε να προκρίνουμε το αποτέλεσμα, αν αυτά τα παιδιά θα μπορέσουν να λειτουργήσουν πάλι με ένα τρόπο μη λειτουργικό και μη αποτελεσματικό σε αγχογόνες καταστάσεις. Πιστεύω, όμως, ότι αν όντως μπουν σε μια μακροπρόθεσμη θεραπεία, δεν θα περάσουν πολύ δύσκολα ξανά στη ζωή τους. Φτάνει να μάθουν τρόπους να χειρίζονται δύσκολες και στρεσογόνες καταστάσεις. Όπως για παράδειγμα, αν τον πιέζει κάποιος στο διαδίκτυο, στη δουλειά του αργότερα ή σε μια κοινωνική έξοδο».