Ο αιωνόβιος Κύπριος που αγωνίστηκε στον ΒΠΠ... «Ήμασταν συνέχεια στην μάχη»
13:49 - 04 Δεκεμβρίου 2021
Έζησε μία ζωή που θα μπορούσε να γραφτεί σε ταινία. Πολέμησε σε ένα Παγκόσμιο Πόλεμο και έζησε μισή δεκαετία στην εμπόλεμη ζώνη. Ενεπλάκη στην ΕΟΚΑ. Προδόθηκε και κρατήθηκε για μήνες στις φυλακές, έχασε την ταφή του πατέρα του, έχασε τη δουλειά του, για μία και μόνο δράση του.
Αυτή είναι εν συντομία η ζωή του κύριου Παύλου Κασάπη από τον Λυθροδόντα, ο οποίος σήμερα στέκει ακμαίος, σε ηλικία 99 ετών, με τη μνήμη του γεμάτη με εμπειρίες από τη ζωή του. Είναι από τους λίγους, αν όχι ο μοναδικός, από τους Κύπριους που πολέμησαν μαζί με τον Αγγλικό Στρατό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έζησε μία ζωή γεμάτη και σήμερα βρίσκεται στο πλευρό της συζύγου του, Αναστασίας, η οποία σε ηλικία 95 ετών βρίσκεται κλινήρης στο σπίτι τους.
Μου άνοιξαν το σπίτι τους, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο κύριος Παύλος ακόνισε την μνήμη του και μου είπε όλα όσα έζησε. Θυμήθηκε το ψέμα που είπαν με τον δίδυμο αδελφό του, Κόκο, για να καταταχθούν στον στρατό, τις μάχες στη Συρία και την Ιταλία, την γνωριμία με τον Γρηγόρη Αυξεντίου και τη φυλάκισή του, που είχε ως αποτέλεσμα να μην παραστεί στην κηδεία του πατέρα του.
Δεν δυσκολεύτηκε σε κάποιο σημείο να θυμηθεί κάτι. Μιλούσε για τον πόλεμο του 1941, λες και τα έζησε χθες. Το ίδιο συνέβη και όταν η συζήτησή μας έφτασε στην ΕΟΚΑ και στην συμμετοχή του σε μία μόνο ενέδρα.
Η συμμετοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ξεκινήσαμε από τη συμμετοχή του στον πόλεμο του 1940. Έφερε στο μυαλό του πώς κατάφεραν με τον δίδυμό του να πείσουν τον τότε μουχτάρη του χωριού, για να τους εκδώσει πιστοποιητικό ότι ήταν ενήλικοι.
«Από την κοινότητά μας πήγαμε 52 άτομα τζιαι ίσως να είναι το μοναδικό χωριό, που επήγαμε τόσοι πολλοί. Ο λόγος ήταν ότι είχαμε 4-5 δασκάλους τόπακες τζιαι τρεις γιατρούς τζιαι εκάμαν ένα εθνικό σωματείο “Η Ελιά” το 1919.
Όταν ιδρύθηκε το σωματείο, είχαν το μοναδικό ράδιο της κοινότητας. Όταν η Ιταλία εχτύπησε της Ελλάδος, μαζευόμασταν εκεί, ακούαμε τζιαι εχειροκροτούσαμε σε κάθε νίκη. Πάνω σε εκείνο τον ενθουσιασμό, πολλοί επήαν τζιαι εγράφτηκαν στον στρατό, για να πολεμήσουν για την Ελλάδα. Πολλοί επήαν όμως, επειδή είχε μεγάλη φτώχεια. Εμείς δεν ήμασταν φτωχοί, ο πατέρας μας ήταν μεγάλος γαιοκτήμονάς, είχαμε πάνω 2,000 γόνημες ελιές, είχαμε βόδια, σπέρναμε, αλωνεύκαμε, θερίζαμε, είχαμε 60 σκάλες αμπέλια.
Κρυφά που τους γονείς μας, εγώ και ο δίδυμος μου, ο Κόκος, στα 17,5 μας είχαμε πάει τζιαι εβγάλαμε πιστοποιητικό ότι ήμασταν 18. Εδώσαμε στον μουχτάρη ένα σελίνι τζιαι έφκαλε μας το πιστοποιητικό ότι εκλείσαμε τα 18. Επιάσαμε το πιστοποιητικό τζιαι επήαμε στα Πολεμίδια, στον σταθμό που κατατάσσονταν. Εκαταταγήκαμε στις 29 του Γενάρη του 1941. Εμείς με τον αδελφό μου περάσαμε τις εξετάσεις τζιαι την ώρα που θα ορκιζόμασταν στο Ευαγγέλιο, που μας έβαζαν οι Άγγλοι, ίσια έδωκε μέσα ο πατέρας μας τζιαι είπε τους “είναι ανήλικοι τζιαι ήρτα να τους πιάσω”. Εδείξαν του πιστοποιητικό μας, έπιασε τα κλάματα τζιαι έφυε. Αλλά εστράφηκε πίσω τζιαι τους είπε “σας παρακαλώ να μεν τους χωρίσεις, να είναι μαζί”.
Επήαμε, εκάμαμε τα γυμνάσια τζιαι στην σκοποβολή, ήρταμε πρώτοι τζιαι έδωσε μας που ένα γαλόνι. Επιάνναμε τρία σελίνια την ημέρα. Ήταν ένας καλός μισθός τζιαι εγράψαμε να έρκουνται τα δύο στον πατέρα μας τζιαι το ένα αφήναμε το πάνω μας για να διασκεδάζουμε. Υπολογίσαμε ότι ήταν να κάμουμε έξι μήνες, ένα χρόνο τζιαι να έρτουμε, εν το υπολογίσαμε να κάμουμε 5,5 χρόνια. Όταν επήαμε, εν μας εξαπωλούσαν οι Εγγλέζοι τζιαι εμείναμε ως το τέλος του πολέμου».
Μάχες από τον πόλεμο
Τον ρώτησα αν θυμάται κάποια μάχη από τον πόλεμο. Θυμήθηκε τη συμμετοχή του στο μέτωπο της Συρίας, αλλά και στην τελική μάχη στην Ιταλία.
«Ήμουν στο μέτωπο της Συρίας, που ήταν τότε γαλλική αποικία. Όταν οι Γερμανοί επιάσαν την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Πολωνία, την Τσεχία, ο τότε διοικητής της Γαλλίας εσυμμάχησε με τους Γερμανούς. Η Τουρκία έμεινε απαθής, εν εμπήκε στον πόλεμο τζιαι επειδή είναι γειτονικές χώρες, εφοηθήκαν οι Εγγλέζοι μήπως μας χτυπήσει, τότε που ήμαστουν στην Παλαιστίνη.
Αθυμούμαι είχαμε πάνω μας 60 σφαίρες. “Να ρίξετε τις 10 τζιαι τις 50 θα τες έχετε όταν κάμουμε την μάχη”, είπαν μας. Εδώθηκε το σύνθημα η ώρα 5:00 το πρωί. Ερίχναμε συνέχεια. Εμπήκαμε σε ένα μεγάλο χωριό τζιαι δεν εβρίσκαμε ούτε ένα. Κλειστές οι πόρτες τζιαι είχαμε διαταγή, όταν ήταν κλειστά τα σπίτια, να σπάζουμε τις πόρτες τζιαι να μπαίνουμε μέσα, μήπως ήταν κάποιος τζιαι μας χτυπήσει πισώπλατα. Όλα κλειστά. Άμαν ενύχτωσε τζιαι έγινε κατάπαυση του πυρός, έρκουνταν πίσω στα σπίτια τους, κλαμένες οι μανάδες, με τα κοπελούθκια τους στα χέρια τζιαι έβλεπαν πόρτες σπασμένες, κλειδωνιές σπασμένες. Εκάμαμε δύο χρόνια τζιαι εκάμαμε οχυρωματικά έργα μεταξύ της Τουρκίας.
Στο τέλος εσηκώσαν μας τζιαι επήραν μας στην Ιταλία, που ήταν ένα πολλά δύσκολο μέτωπο. Ήταν αήττητο, εκάμναν συνέχεια επίθεση αλλά δεν ενικούσαν. Στο τέλος οι Άγγλοι, ερίξαν πεζίνα τζιαι εβάλαν τους φωτιά τζιαι εσηκώσαν τους ίσια πάνω. Οπισθοχωρήσαν τζιαι εκατευθυνθήκαν προς τη Ρωσία τζιαι εμείναν 27 χιλιόμετρα πίσω από την Μόσχα. Έπιασε τους τζιαι μια βαρυχειμωνιά τζιαι είχαν δύο μέτωπα. Εν εμπορούσαν να σταθούν στα πόθκια τους τζιαι οπισθοχωρούσαν συνεχώς.
Από όπου εφεύγαν, εγεμώναν τους τόπους νάρκες. Είχε για τα αυτοκίνητα, για τα τανκς, για τους ανθρώπους. Εβάλαν τα σε λωρίδες τζιαι επηένναμε μέσω των λωρίδων. Είχαμε ναρκοσυλλέκτες τζιαι εβρίσκαντες. Έτσι, ετέλειωσε ο πόλεμος τζιαι ήμαστουν στην Ιταλία μέχρι το τέλος. Ήμασταν συνέχεια στην μάχη.
Η Ιταλία ήταν διχασμένη, ήταν ο Μουσολίνι με τους Γερμανούς τζιαι οι άλλοι που ήταν μαζί μας. Όταν εμπήκαμε μέσα, μας υποδέχθηκαν ως ελευθερωτές. Εκτίμησα την Ιταλία επειδή έμεινα 2,5 χρόνια τζιαι ήταν πολλά καλοί οι άνθρωποι, είχαν μια αγάπη μαζί μας, δεν είχαν έχθρα. Ήμουν με τον αδελφό μου μέχρι το τέλος. Είχαμε αιχμαλώτους, είχαμε τραυματίες, αλλά από το χωριό μας στο μέτωπο δεν επέθανε κανένας».
Η επιστροφή στην Κύπρο
Με την επιστροφή στην Κύπρο, πέντε χρόνια μετά την κατάταξή του στον στρατό, πήρε το απολυτήριό του, βρήκε δουλειά και γνώρισε την γυναίκα του.
«Επιστρέψαμε τον Απρίλη του 1946 στην Κύπρο. Όταν απολυθήκαμε που το στρατό, ένας που ήταν μαζί μας έπιασε τον τζιαι έδωκε του την κόρη του τζιαι μετά επιάσαν με εμένα τζιαι εδώκαν μου την ανηψιά της γεναίκας του.
Έπιασα δουλειά στο Υγειονομείο. Έβαζα φάρμακα στους ποταμούς, για τα κουνούπια. Τότε είχε μαλάρια πάρα πολλή, αλλά δεν είχε τόσους θανάτους, όπως σήμερα με τον κορωνοϊό. Θανάτους είσιε πολλούς στα μικρά τα μωρά τζιαι εβάζαν οι μανάδες μία κουνουπιέρα πάνω που την κούνια τους. Είσιε ένα είδος κουνούπι που άμαν το άκκανε τη νύχτα, εγέμωννε το τζοιλιούι του τζιαι εμωλύνετουν. Πολλά νήπια επεθανίσκαν τζιαι εβάλλαν ένα τούλι που πάνω του.
Ως τις 10-11 το πρωί ετελειώναμε τη δουλειά μας, αλλά είχαμε εντολή να μεν ερκούμασταν στον καφενέ να μεν μας εθώρε ο κόσμος. Η ώρα 2:00 ερκούμαστε σπίτι. Με την πόμπα στον ώμο επηένναμε στον ποταμό τζιαι εψεκάζαμε στους τόπους που εκκολάπτονταν τα κουνούπια».
Η εμπλοκή του στην ΕΟΚΑ
«Αναμείχθηκα τζιαι στην ΕΟΚΑ. Είχα ένα συγγενή, που ήταν υπεύθυνος τζιαι αναμείχθηκα. Ήμουν φίλος με τον ηγούμενο της Μονής του Μαχαιρά, τον Ειρηναίο, ερχόταν σπίτι μου. Μια καλή ημέρα εζήτησε ο Αυξεντίου ένα καλό, έμπιστο άτομο, για να κάμει μία συνοδεία, να δείξει σε κάποιους την περιοχή. Επιλέξαν με εμένα.
Επήα κοντά στον Ειρηναίο, έκατσα κοντά του τζιαι είπεν μου “θα σου πω μια δουλειά, η οποία είναι πολύ σκληρή τζιαι αν μου πεις ότι πάεις, θα συνεχίσω, ειδάλλως να μείνουμε ως εδώ. Αύριο η ώρα 5:00 το απόγευμα, να είσαι στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Θα πάεις εκεί, θα συναντήσεις πέντε Άγγλους. Μην φοβηθείς είναι δικοί μας”.
Εσηκώθηκα, έπιασα τζιαι τσιάρα μαζί μου, επειδή εκάπνιζα τζιαι εγώ τζιαι επήα. Είπε μου “θα χτυπήσεις τρεις φορές τα χέρια σου, εν το σύνθημα τζιαι να μην πεις το όνομά σου. Να πεις κάποιο άλλο που ξεκινά από Π. Θα εμφανιστούν οι Άγγλοι και θα σου πουν τι θα γίνει”. Επήα, εχτύπησα τα χέρια μου τζιαι εφκήκαν που μέσα στους θάμνους πέντε άνδρες. Είπαν μου “θα μείνεις μαζί μας τζιαι θα πάμε δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, έχουμε εντολή να χτυπήσουμε ένα λεωφορείο που θα πάει σε μία παρέλαση τζιαι θα μας οδηγήσεις να πάμε εκεί”.
Εδώσαν μου όπλο, εκρατούσαν τζιαι μια μεγάλη βόμβα τζιαι επήαμε. Εγώ εφοβούμουν ότι θα χάσω τη δουλειά μου τζιαι είπα τους το. Είπαν μου εν δουλειά δική μας. Μαζί μας ήταν τζιαι ο Στυλιανός Λένας τζιαι είπε μου να αλλάξουμε ρούχα. Ήταν ψηλός όπως εμένα τζιαι αλλάξαμε παντελόνι τζιαι πουκάμισο. Για να τον προφυλάξει ο Αυξεντίου, έκαμε του αυτή την παραλλαγή. Ήταν να πάμε να κάμουμε επίθεση να χτυπήσουμε, να μας χτυπήσουν. Αυτός μπορούσε να φύγει με τα πολιτικά τζιαι εγώ θα μπορούσα να φύω που ήξερα την περιοχή.
Επήαμε στη Σιά, εσπάσαμε την άσφαλτο, εβάλαμε την πόμπα τζιαι επεριμέναμε. Είπαν μας “αν έσιει κίνηση πολλή, δεν θα χτυπήσετε”. Ήταν ένας με κλεφτοφάναρο κάτω, να μας κάμει σήμα, να ανατινάξουμε τη πόμπα. Είχαμε μαζί μας μπαταρία με σύρμα για να ανατινάξουμε το αυτοκίνητο, να φκει ψηλά, να ππέσει κάτω τζιαι να ανοίξουμε πυρ. Είχα ένα κουμπάρο, που είχε φορτηγό τζιαι θα μας περίμενε να φύουμε από την Σια.
Δεν εχτυπήσαμε το αυτοκίνητο, επειδή είχε κίνηση πολλή. Είπε μας ο Λένας να φύουμε, έφερα τους εδώ πάνω, εφάαμε, ήπιαμε τζιαι είπαν μου να πάω μαζί τους. Έκαμα τρία μερόνυχτα τζιαι είπα τους πάλε για τη δουλειά μου, αν με ζητήσουν. “Δουλειά δική μας”, είπαν μου πάλε. Εμπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο τζιαι επήαμε στη Μονή του Μαχαιρά, εγώ ήμουν με τα ρούχα του Λένα. Είδα τους Μοναχούς εκεί τζιαι τους εγνώριζα όλους.
Ένας που τους μοναχούς έκαμε μου ερωτήσεις τζιαι απάντουν του. Στο τέλος έκαμε μου μια ερώτηση αν έχουμε οργάνωση. Τζιαι είπα του ναι τζιαι ερώτησε πόσα μέλη είμαστε. Τότε είπα του “εσύ είσαι μοναχός, εν πρέπει να σου απαντήσω σε τούτη την ερώτηση”. Εγέλασε τζιαι έβαλε το χέρι του μπροστά για να μην φανεί το στόμα του.
Την επομένη ήρτε ο μικρός ο μοναχός, ο Τιμόθεος, για να πιάσω τα ρούχα μου τζιαι να δώσω τα ρούχα του Λένα. Είπε μου “θα σου πω ένα μυστικό, αλλά εν θα το πεις σε κανένα. Τζείνος που σου εμίλαν ήταν ο Αυξεντίου”. Γι’ αυτό είχε βάλει το χέρι του μπροστά, για να μην τον καταλάβω. Μετά εμάθαμε ότι εσκοτώσαν τον».
Η προδοσία και η σύλληψη του αδελφού του
«Είχα αδελφό καταζητούμενο. Που τους πέντε που ήμασταν στην ενέδρα, οι δύο εφκήκαν προδότες τζιαι εδείξαν τον αδελφό μου τον Κόκο, αντί εμένα. Επιάσαν τον οι Εγγλέζοι, επήραν τον μέσα τζιαι εδέρναν τον. Ελαλούσαν του “εν νεν εσού ρε που μας επήρες τζιαι εκάμαμε ενέδρα; Εν ήσουν εσύ;”. Τζιαι εδέρναν τον για ένα μήνα τζιαι ο αδελφός μου εν είχε ιδέα. Σε κάποια στιγμή, κάποιος τους είπε ότι ήμασταν δίδυμοι τζιαι εξαπολύσαν τον τζιαι επιάσαν με εμένα.
Επιάσαν με, εδώσαν μου κάμποσο ξύλο τζιαι έκαμα οχτώ μήνες φυλακή. Έχασα τον πατέρα μου, όσον ήμουν στην φυλακή. Εμαράζωνε με τον αδελφό μου τζιαι μετά με μένα τζιαι τελικά επέθανε. Έκαμα αίτηση να μου επιτρέψουν να έρτω στην ταφή τζιαι εν με αφήκαν να έρτω. Θα το έχω παράπονο ώσπου ζω.
Εφκήκα τζιαι έχασα τη δουλειά μου. Επήα τζιαι είπα τους θέλω τη δουλειά μου τζιαι είπαν μου εν μπορούμε να σε βάλουμε στη δουλειά. Ήταν Εγγλέζοι τζιαι εν με εβάλλαν. Ήμουν εργάτης, αλλά ήμουν τακτικός τζιαι επήεννα με την μοτοσικλέτα στα χωριά τζιαι επληρώναν μου τα μεταφορικά.
Ο μόνος που θα μπορούσε να με βάλει δουλειά ήταν ο Πάνος ο αρχιατρός, που ήταν Υπεύθυνος Ιατρικών και Υγειονομικών Υπηρεσιών. Επήα στο γραφείο του τζιαι εζήτησα να τον δω. Είπαν μου “έχεις ραντεβού;”, είπα τους “όι” τζιαι λαλούν μου “εν θα σε δεχτεί”. “Να του πείτε ότι θέλει τον Παύλος Κασάπης”. Επιάσαν τον τηλέφωνο τζιαι είπε τους να περάσω. Εμπήκα μέσα τζιαι λαλεί “καλώς τον μουζούρη. Ήντα άνεμος εφύσησε;”.
Είπα του ψέματα ότι όταν ήμουν στο Υγειονομείο εδούλευα 10-12 χρόνια. Εσυνάντησα μία ομάδα καταζητούμενων τζιαι εζητήσαν την βοήθεια μου, ήθελαν φαΐ τζιαι ρούχα. Εκάμαν με μέλος της ομάδας τους τζιαι ένας ήταν προδότης τζιαι εβάλαν με μέσα οκτώ μήνες. Εδούλεφκα 12 χρόνια στο Υγειονομείο τζιαι ήμουν που τους καλούς εργάτες, τωρά έχω έξι παιδιά, κοντέφκω να πεινάσω”.
Έμεινε σκεφτικός τζιαι μετά λαλεί μου “να πάεις από αυτή τη στιγμή να πεις του Παντελή Αναστασιάδη να σε βάλει δουλειά”. Λαλώ του “δώσμου ένα χαρτί” τζιαι λαλεί μου “άτε ρε, φύε που δαμέ. Μιλάς με κανένα τιποτένιο;”. Εντάξει λαλώ, έπιασα το αυτοκίνητο τζιαι επήα στον Παντελή Αναστασιάδη είπα του να με βάλει δουλειά, όπως είπε ο Πάνος τζιαι είπε μου να μπω μέσα στο αυτοκίνητο να πάμε. Επηένναμε στα σχολεία τζιαι εκάμναμε εμβόλια για τους εμβολιασμούς. Έβαλλα τους οινόπνευμα στα χέρια τζιαι έκαμνε τζείνος τα εμβόλια.
Μετά έκαμνα έλεγχο στα κοτόπουλα τζιαι εγράφαμε τα τζιαι εψεκάζαμε στα σπίτια τζιαι εγράφαμε τα.
Στον πόλεμου του 1974 εν επολέμησα, είχα μεγαλώσει. Τούτη ήταν η ζωή μου. Είχα και την πατρογονική μου περιουσία που σπέρναμε τζιαι εθερίζαμε. Έκαμα έξι παιθκιά τζιαι εν έχω κανένα παράπονο από τη ζωή μου, είμαι πολλά ευτυχισμένος».
Η τελευταία φωτογραφία είναι από τη σελίδα Ο Λυθροδόντας του Τότε στο Facebook
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «Θυμούμαι μια μέρα δεν είχαμε να φάμε… Η μάνα μου εφκήκε και μάζεψε χόρτα»
- «Είμαι 75+, αλλά νιώθω 18... Μπορεί να πουν η γιαγιά τρελάθηκε, αλλά έτσι νιώθω»
- Πώς ένα μετάλλιο οδήγησε στην ανεύρεση τάφου Κύπριου ήρωα εκατό χρόνια μετά
- «Έβγαζαν τα νύχια τους, έβαζαν το κεφάλι στη μέγγενη… Για 15 μέρες δεν μιλούσε…»