Η φωνή που ταυτίζεται με την παράδοση… «Τα τραούδκια εμαθαίνουνταν που το 'φτι»
14:01 - 25 Δεκεμβρίου 2021
Είναι από τους ανθρώπους που έχουν συνδέσει το όνομά τους με την κυπριακή παράδοση. Τα τραγούδια του έχουν συντροφεύσει τουλάχιστον τρεις γενιές και έχουν ακουστεί σε όλες τις γωνιές του νησιού. Έχει τραγουδήσει για τον έρωτα, την αγάπη, τον θάνατο. Όλοι γνωρίζουν έστω και ένα τραγούδι που έχει ερμηνεύσει με τη στεντόρεια φωνή του, με τα πιο γνωστά να είναι «Η γαουρίτσα» και το «Τρεις Ελιές τζιαι μία ντομάτα».
Ο Μιχάλης Ττερλικκάς, είναι από τους λίγους ανθρώπους στην Κύπρο, που αποφάσισε να καταπιαστεί με τα ακούσματα της παράδοσής μας. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, τραγουδούσε, μας είπε. «Τον τζιαιρό που αρκέφκεις να μιλάς, εγιώ ετραούδησα», ήταν τα λόγια του, όταν ερωτήθηκε από πότε άρχισε να τραγουδά.
Η πρώτη του επαφή, όμως ήταν όταν πήγαινε στο Δημοτικό Σχολείο, άκουγε τη φωνή του Θεόδουλου Καλλίνικου στο ραδιόφωνο, με μεγάλη προσοχή. «Το 1960, όταν έκαμνε ο Καλλίνικος τις πρώτες του ηχογραφήσεις στο ΡΙΚ, εμετέδιδε το ράδιο ένα τέταρτο τα τραούθκια του Καλλίνικου. Εγιώ άκουα τα με μεγάλη προσοχή, γιατί εντυπωσίασε με η φωνή του. Έσιει μεγάλη σημασία, που πόθεν εν να ακούσεις, πόσο καλό εν τζείνο που εν να ακούσεις, για να σε τραβήσει. Μπορώ να πω ότι που τότε εμπήκε μέσα μου το σκουλούτζι, για την παραδοσιακή μουσική».
Ο κ. Ττερλικκάς μας άνοιξε τις πόρτες του σπιτιού του, λίγο πριν την Σια και μας υποδέχθηκε με χαμόγελο και έτοιμος για την ωραία κουβέντα που κάναμε. Μας είπε για την πρώτη δουλειά που έκανε ως τραγουδιστής, για το είδος τραγουδιού που ξεχωρίζει, αλλά και το παράπονό του για την χρήση κάποιων στίχων του, χωρίς να τους αποδίδουν σε εκείνον.
Μάλιστα, λίγο πριν χωρίσουν και πάλι οι δρόμοι μας, ο κ. Ττερλικκάς μας έκανε την χάρη να μας τραγουδήσει και μας είπε τις πρώτες τρεις στροφές των κυπριακών καλάντων Χριστουγέννων, λόγω και των γιορτινών ημερών.
«Που τότε που άρκεψα να ακούω τζιαι να αναπαράγω ήχο, το μόνο που έκαμνα ήταν να τραουδώ. Οτιδήποτε τζιαι έκαμνα το με μεγάλη ευκολία. Εκατάλαβα το που μιας αρκής. Ένας που έσιει ένα χάρισμα, εν ο πρώτος που το καταλάβει, αλλά εν ο τελευταίος που πρέπει να το πει. Ετραούδουν για πάρα πολλά χρόνια, στα χωράφκια, στο σπίτι, όπου εβρίσκουμουν.
Με την παραδοσιακή μουσική άρκεψα να ασχολούμαι που τον τζιαιρό που εβρέθηκα στην Αθήνα, το 1976, περίπου, που επήα για σπουδές μετά τα γεγονότα του πολέμου τζιαι εκάμαμε τρία χρόνια στρατό. Ετραούδουν με την παρέα, αλλά ετραούδουν τζιαι καμιά δεκαρκά τραούδκια, που ήταν παραδοσιακά. Εν ήξερα άλλα, ποιος ήξερε. Επρόσεξα ότι αρέσκαν πιο πολλά στο κοινό, αλλά εν ηξέρω γιατί. Ίσως επειδή τα απέδιδα καλλύτερα, ίσως επειδή ήμασταν στην ξενιθκιά;».
Η πρώτη του δουλειά
Η γνωριμία που είχε, λίγο πριν επιστρέψει στην Κύπρο, με ένα ιδιοκτήτη εταιρείας παραγωγών, μέσω ενός κοινού τους φίλου, ήταν η αφορμή για την πρώτη του δουλειά, με ένα πολύ σημαντικό άνθρωπο, για την κυπριακή παράδοση.
«Πριν να στραφώ στην Κύπρο, το 1978, μέσω κάποιου φίλου, που την παρέα που εβρισκούμασταν στην Αθήνα, στις ταβέρνες, εγνώρισα κάποιο που είχε εταιρεία που έκαμνε κασέτες, που ήταν πολλά της μόδας τζιαι έκαμνε παραγωγές δικές του. Είπε μου ο φίλος μου “να πάεις να τον έβρεις” τζιαι ήρτα το καλοτζιαίρι στην Κύπρο τζείνη τη χρονιά τζιαι είπε μου “έχω σου δουλειά έτοιμη. Να τραουδίσεις με τον Ανδρέα τον Μαππούρα”.
Ο Ανδρέας ο Μαππούρας ήταν που τους τελευταίους ποιητάριες της Κύπρου. Η δουλειά των ποιητάριων ήταν να γράφουν μακροσκελή ποιήματα, με τα οποία αφηγούνταν κάποια γεγονότα, δυστυχήματα, έρωτες, θαύματα. Ήταν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία της εποχής. Ο τρόπος που τα επροωθούσαν τα τραούθκια τους ήταν να πηεννούν στα χωρκά τζιαι να τραουδούν κάποια αποσπάσματα. Εγυρίζαν τα παναήρκα. Ο Μαππούρας ήταν που τους τελευταίους ποιητάριες τζιαι πολλά καταξιωμένος. Σε σχέση με τους άλλους που έτυχε να ακούσω, τζείνο που τον έβαλλε πολλά μέσα ήταν το ότι ήταν πολλά καλλίφωνος.
Όταν άκουσα τον Ανδρέα τον Μαππούρα εχάρηκα. Εβρεθήκαμε στο στούντιο τζιαι ήταν να πούμε τσιαττίσματα. Εγιώ εν είχα καμιά σχέση με τα τσιατίσματα, έγραφε τα ο ίδιος, έγραφε τζιαι το δικό του τζιαι το δικό μου. Ηγραφήσαμε τρεις κασέτες, στο στούντιο του Κεραυνού. Τούτη ήταν μία που τους πρώτες μου δουλειές».
Η επιστροφή στην Κύπρο και η γνωριμία με γνωστούς μουσικές
Το 1981, ο τελειωμένος με τις σπουδές ηλεκτρολογικών Μιχάλης Ττερλικκάς, επέστρεψε στην Κύπρο και άρχισε τότε να ψάχνει για δουλειά, που να είχε σχέση με τη μουσική. Δύο χρόνια αργότερα, διασταυρώνει δρόμους με τον Μίκη Σιακαλλή και βρέθηκε στον χορευτικό όμιλο «Οι αδούλωτοι».
«Τζιαμέ εγνώρισα τον μακαρίτη τον Αβέρωφ, που ήταν ένας πολλά σημαντικός φκιολάρης της παραδοσιακής μουσικής, λαουτάριες, τον Πούλλο, το Λιονταρή, τον Πίπη τζιαι άλλους διάφορους μουσικούς της εποχής. Στην ουσία εστρατεύτηκα μαζί τους. Εγιώ μέχρι τότε εν τζιαι είχα τραγουδήσει με ορχήστρα, ετραούδουν μόνος μου, ελεύθερος και αδέσμευτος, μέσα στα χωράφκια. Ακόμα τζιαι το 1981 που εδούλευκα σε μία εταιρεία, εκράτουν μια μοτορού τζιαι επήεννα τζιαι έρκουμουν, μέσα στη Λευκωσία, εν τζιαι συνάουμουν, όσον αφορά τη φωνή, ούλλη μέρα ετραούδουν.
Τόσο αυθόρμητος ήμουν, τόση ήταν η αγάπη, το μεράκκι για τη μουσική. Αφού ήβρα τους ανθρώπους που με εστρατέψαν με τη μουσική, τζείνα τα τραούδκια που ηξέραν τζιαι επαίζαν τα τζείνοι στα συγκροτήματα, εμάθαινα τα τζιαι εγιώ. Αλλά τζιαι κάποια τραούδκια που ήξερα εγιώ τζιαι ετραούδουν ακαπέλλα, που τις ερμηνείες του Καλλίνικου ή που το χωρκό που άκουα, ετραούδουν τα στο μακαρίτη τον Αβέρωφ τζιαι έπαιζε τα στο φκιολί. Έτσι, το ρεπερτόριο μας επολλύνισκε.
Γύρω στο 1984 εμφανίστηκα για πρώτη φορά με το συγκρότημα στην τηλεόραση. Ο Αβέρωφ ήταν ήδη γνωστός με το φκιολί τζιαι αρκέψαμε πέραν από τις εμφανίσεις με το συγκρότημα του Σιακαλλή, που ετραούδουν δκυο-τρία τραούδκια. Αρκέψαν να μας ζητούν μόνο τους μουσικούς, για να κάμουμε μουσικό πρόγραμμα. Επήεννα με τον Αβέρωφ τζιαι τους συνεργάτες του, σε ούλλη την Κύπρο. Έτσι, άρκεψε να δημιουργείται μία μουσική παρέα τζιαι επηένναμε».
Η δημιουργία του συγκροτήματός του
Μέσα από την πορεία του, άρχισε να κάνει αρκετές γνωριμίες, με αποτέλεσμα να φτιάξει το δικό του συγκρότημα.
«Το 1990 επέθανε αιφνιδίως ο Αβέρωφ, όπως εστρέφετουν που τη Βουλγαρία που επήε για να παίξει. Επέθανε μέσα στο αεροπλάνο. Ήδη, όμως, η ζήτηση υπήρχε που πριν. Εσυνεργάστηκα με τον Κούλλη το Φυλακτού, που έπαιζε παράλληλα με τον Αβέρωφ, αλλά ήταν πιο νεαρός άνθρωπος, εσυνεργάστηκα με τον Καρπασίτη, με τον Σάββα Στεφάνου τζιαι τότε άρχισε να σχηματίζεται η μουσική παρέα Μούσα τζιαι η σύνθεσή της εν περίπου η ίδια.
Το 1991, μετά που εδημιουργήθηκε το σχήμα, ηχογράφησα το πρώτο μου δίσκο, σε βινύλιο με τίτλο “Κυπραία φωνή”. Ήταν που τους τελευταίους δίσκους που εφκήκαν σε βινύλιο».
Το αρχείο που έφτιαξε και οι μεγάλες του δουλειές
Ο κ. Ττερλικκάς, εχτός από τις εμφανίσεις με το σχήμα του, προσπάθησε και κατάφερε να περάσει στον κόσμο την παραδοσιακή μουσική και μέσω του θεάτρου.
«Το 1987 συμμετείχα σε ένα θεατρικό έργο του Γιώργου Νεοφύτου “της Κύπρου το βασίλειο”, που εξεπέρασε τα σύνορα της Κύπρου τζιαι ενσάρκωσα το ρόλο του ποιητάρη/αφηγητή του έργου. Τούτο το είδος του παραδοσιακού τραουδκιού τζιαι κυρίως την ποιητάρικη φωνή, εκαταφέραμε τζιαι επεράσαμε το τζιαι μέσα στον κόσμο του θεάτρου τζιαι άλλων τεχνών. Ήταν κάτι πρωτοφανές».
Στο μεταξύ, εμπνευσμένος από το έργο του Θεόδουλου Καλλίνικου, άρχισε να κάνει τη δική του έρευνα και να καταγράφει τραγούδια και ιστορίες, από όλη την Κύπρο.
«Σιγά-σιγά έγινε ένα μεγάλο αρχείο, το οποίο ήταν η δεξαμένη που έπιαννα που μέσα τα τραούδκια που τραουδούσαμε στις εμφανίσεις τζιαι μετά στη δισκογραφία τζιαι ήταν οι παλιές εκτελέσεις, που εθυμούμουν που το χωρκό μου. Τζείνα ούλλα που έμαθα που τον Αβέρωφ τζιαι τζείνα που εκατάγραψα που ούλλη την Κύπρο. Που τούτα ούλλα τα πράματα, έκαμα τις δικές μου ηχογραφήσεις, ξεκινώντας που το 1991 τζιαι μετά το 1998 έκαμα τα καλάντα των γεννών τζιαι της Λαμπρής τζιαι το 2002 μία πολλά μεγάλη δουλειά, ένα διπλό ψηφιακό δίσκο.
Ούλλα τα τραούδκια που ηχογραφηθήκαν επεράσαν που συναυλίες, με τους συνεργάτες μου τζιαι ο τρόπος που εμαθαίνουνταν εν ήταν με παρτιτούρες. Εμαθαίνουνταν με το 'φτι, παρόλο που οι μουσικοί ήξεραν να δκιαβάζουν μουσική. Ετραούδουν εγιώ, επαίζαν τζείνοι τζιαι όταν ωριμάζαν με τις συναυλίες τζιαι εγίνουνταν δικά μας, ηχογραφήσαμε τα».
Τα τραγούδια που ο ίδιος ξεχωρίζει
Στο άκουσμα του ονόματος «Μιχάλης Ττερλικκάς», το πρώτο που έρχεται στο μυαλό κάποιου είναι το «Τρεις Ελιές τζιαι μια ντομάτα». Παρόλο που είναι ένα από τα πιο διάσημά του τραγούδια, ο ίδιος ξεχωρίζει άλλου είδους μουσική.
«Το σουξέ είναι το “Τρεις ελιές τζιαι μία ντομάτα” τζιαι “Η γαουρίτσα”, τα οποία είναι εξαιρετικά τραούδκια τζιαι για να αρέσκουν στον κόσμο, σημαίνει ότι είπαμε τα καλά. Αλλά, τα τραούδκια που μου αρέσκουν εν τα πιο αργά, τα πιο μελωδικά. Ο καθένας έσιει τα δικά του γούστα».
Ένα άλλο πολύ γνωστό τραγούδι του Μιχάλη Ττερλικκά, που δεν είναι και τόσο χαρούμενο, είναι το τραγούδι «Η λυερή τζ’ ο χάρος». Ένα τραγούδι του, αγαπημένο, ωστόσο κρύβει πίσω του ένα παράπονο.
«Το τραούδι τούτο, πριν το τραουδήσω δεν υπήρξε. Σήμερα λαλούν, λανθασμένα, το παραδοσιακό τραούδι “η Λυερή τζ’ ο χάρος”. Όχι, δεν υπήρξε τούτο το τραούδι πριν. Ήταν ένα δημιούργημα του Μιχάλη, που εξεκίνησε να γίνεται το 1987, στο θεατρικό.
Είχα γνωρίσει τον Μαππούρα, αλλά την ποιητάρικη φωνή εν την είχα τραουδήσει ποττέ μου. Εκάλεσε με ο Αβέρωφ, που ήταν ο μουσικός της παράστασης τζιαι είπε μου “θέλεις να παίξεις θέατρο;”. Είπα του “καλό” τζιαι επήα στην πύλη Αμμοχώστου που εγίνουνταν οι πρόβες. Είσιε ένα στίχο τζιαμέ “Πόθεν να αρκέψω, τι να πω τζιαι τι να τραουδήσω, τα πάθη μου τζιαι τους καμούς για να σας ξιστομήσω”. Στίχοι του Γιώργου Νεοφύτου τζιαι είπε μου “τούτα μπορείς να μας τα πεις όπως το τραουδούσαν οι ποιητάρηδες;”. Τότε έφερα στο νου μου το Μαππούρα τζιαι εφκήκα πάνω στη σκηνή τζιαι άρκεψα να τραουδώ. Εμείναν ούλλοι ικανοποιημένοι.
Τότε ήταν η αρχή της δημιουργίας τούτου του τραουδκιού. Έκαμα μία δική μου προσαρμογή της ποιητάρικης φωνής. Όταν ετελειώσαν οι παραστάσεις, τούτο το πράμα εμείνε μου τζιαι ήθελα να το ηχογραφήσω. Όμως, τζείνο που ετραούδουν στην παράσταση ήταν θεατρικό κείμενο. Ποιητάρικα παλιά υπήρχαν πολλά. Ήθελα να αποδώσω την ποιητάρικη φωνή σε άλλους στίχους τζιαι να ήταν σύντομο. Ήβρα ένα δημοτικό τραγούδι, που τη συλλογή του Νέαρχου Κληρίδη “Η λυερή τζ’ ο χάρος”. Ο τίτλος έμεινε ο ίδιος, αλλά εδιασκεύασα το κάμποσο επρόσθεσα τζιαι αφαίρεσα. Στον πρώτο στίχο λαλεί:
“Που Δύση ως Ανατολή
Τζ’ απού Βορρά ως Νότο
Τζ’ απού τα πέρατα της Γης
Τον κόσμο προσκαλώ τον”
Τούτο εν το τυποποιημένο, που τους παλιούς του ποιητές που το εχρησιμοποίσα. Μετά λαλεί
“Δώστε μου λλίην ακρόαση
Για να σας τραουδήσω
Τζ’ ούλλους σας μιάλους τζιαι μιτσιούς
Εν να σας κλαμουρίσω”
Τούτο τον στίχο επρόσθεσα τον εγιώ τζιαι χρησιμοποιούν τον πολλοί, χωρίς να με αναφέρουν. Εν δικός μου τζιαι αφού εν δικός μου, εν τον τραουδά άλλος χωρίς να με αναφέρει. Είναι ένα που τα αγαπημένα μου τραούδκια μου, επειδή εν δικό μου δημιούργημα, τζιαι επέρασε από χίλια μύρια κύματα τζιαι εμπήκε σε αυτό μία βαθιά σφραγίδα. Ήταν τζιαι μια ώθηση να ασχοληθούν ξανά, άλλοι με την ποιητάρικη φωνή. Τζείνο που πονεί, όμως είναι να σου πιάννουν δημιούργημα σου, να τη χρησιμοποιούν τζιαι να μην σε αναφέρουν. Εγιώ έκαμα τρεις δισκογραφικές δουλειές τζιαι έγραφα που κάτω ποιοι ήταν οι εμπνευστές μου. Είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής που θα μπορούσα να κάμω».
Παρά το γεγονός ότι, για αρκετά χρόνια, έκανε τρεις δουλειές, ποτέ του δεν σκέφτηκε να σταματήσει να κάνει τις συναυλίες του. Ωστόσο, πλέον, δεν νιώθει την ίδια χαρά και ευφορία, που ένιωθε παλαιότερα, όταν ξεκινά να πάει για συναυλία.
«Μέχρι πριν μερικά χρόνια, εδούλεφκα στη Cyta, εδούλεφκα τζι’ αλλού, εδούλεφκα τζιαι στο θέατρο, εκάμναμε τζιαι συναυλίες τζιαι ήταν τζιαι μπόλικες τζιαι κάθε φορά που εξεκινούσαμε να πάμε για συναυλία, για μένα ήταν μία γιορτή. Όμως, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, εν με λύπη που το λαλώ, εν έχω την ίδια χαρά, επειδή εκυριαρχήσαν πολλά άλλα πράματα γυρώ, που σε κάμνουν να στεναχωρκιέσαι. Παλιά, εδούλεφκα μια τζιαι δκυο τζιαι τρεις δουλειές τζιαι αφού με έμαθε ο κόσμος, όποιος με ήθελε, ετηλεφώναν μου τζιαι επήαιννα. Τα τελευταία χρόνια, τούτο το πράμα άλλαξε. Αν δεν πάεις ο ίδιος να γυρέψεις τη δουλειά, ο ίδιος να κάμεις “δημόσιες σχέσεις”, εν θα κάμεις εμφανίσεις. Τούτα τα πράματα, εγιώ μισώ τα, εν τα θέλω πάνω στο πετσί μου. Δυστυχώς, εν τούτα που λειτουργούν σήμερα. Εν ενδιαφέρει κανένα ήντα ποιότητα εν να τους προσφέρεις. Τούτο απογοήτευσε με πολλά.
Όταν εξεκινήσαμε με τον Αβέρωφ, στην Κύπρο εκυριαρχούσαν οι χοροεσπερίδες της κακιάς ώρας, με τσιφτετέλια ούλλη νύχτα. Με την παρέμβαση μας, ως σχήμα, εδημιουργήσαμε μιαν ανάγκη του κόσμου, να κάμει κάτι άλλο, να ψυχαγωγηθεί με την παραδοσιακή μουσική. Εβάλαμε ένα πολλά μεγάλο λύθο τζιαι πάνω σε τούτο ακουλουθήσαν τζιαι τζιάλλοι. Τζιαι έφτασε τούτη η ανάγκη σε ένα επίπεδο πολλά ψηλό, επειδή εν είσιε χωρκό που να κάμει κάτι τζιαι να μεν είσιε παραδοσιακή μουσική. Σήμερα, νομίζω εστραφήκαμε περίπου τζιαμέ που ήμασταν τότε».
Το πέρασμά του από την τηλεόραση και η αγάπη για γράψιμο
Τα τελευταία χρόνια, εκτός από το ρόλο του τραγουδιστή, ο κ. Ττερλικκάς έκανε και ένα πέρασμα από την τηλεόραση. Αν και δεν ήταν η πρώτη του δουλειά στην υποκριτική, η «Γαλάτεια» ήταν μία ξεχωριστή εμπειρία, αφού εκτός από το ρόλο του μπροστά στις κάμερες, είχε και ένα άλλο, πιο σημαντικό.
«Ήμουν τρεις σεζόν μπροστά που τις κάμερες και τρεις που πίσω που έγραφα. Που όλα τα επεισόδια, που εν θυμούμαι τωρά πόσα ήταν, έγραψα τα πιο πολλά, σαν κειμενογράφος, όχι σεναριογράφος. Δηλαδή, έπαιρνα τον σκελετό τζιαι έγραφα τα επεισόδια στην κυπριακή διάλεκτο. Τζιαμέ εν το άλλο μου πάθος τζιαι βιδώνει με, επειδή εν πολλοί που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την κυπριακή διάλεκτο τζιαι εδώσαν της τζιαι εκατάλαβε. Εν με ενδιαφέρει αν θέλεις να γράψεις στην κυπριακή διάλεκτο, που υπάρχει σήμερα, αλλά εν γράφεις μια σειρά εποχής, που αναφέρεται το ’30, το ’40, το ’50 τζιαι να ακούω εκφράσεις σημερινές.
Εν υπήρχε ποττέ το “ελαλούσα του”, εν τωρασινό δημιούργημα. Τότε υπήρχε το “ελάλουν του”, “αγαπούσα τον”, “εφιλούσα τον” τζιαι πάρα πολλά άλλα. Όσο τζιαιρό ήμουν στην Γαλάτεια, όσο εμπορούσα να τους επηρεάσω, έκαμνα το. Είτε ήταν στο γράψιμο, είτε στα γυρίσματα, που ήμουν τζιαι μπορώ να πω ότι σχεδόν ούλλοι εσέβουνταν την γνώμη μου. Εν μπορείς να κάμεις σειρά εποχής τζιαι το κουστούμι να εν τωρασινό. Το ίδιο τζιαι με τη γλώσσα.
Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκα τζιαι με το γράψιμο. Έγραψα σκετς, θεατρικά, ποίηση. Εν το άλλο μου μεράκι, η αδυναμία μου. Γενικά η γλώσσα, αλλά εν φυσικό να θέλω να ασχοληθώ με την μητρική μου γλώσσα, που είναι η κυπριακή διάλεκτος, την οποία έζησα τζιαι πιστεύφκω ότι την κατέχω αρκετά, επειδή δεν σταμάτησα να ασχολούμαι, δεν την εγκατέλειψα τζιαι τη δουλέφκω μέσα μου. Όταν γράφω κείμενα στη διάλεκτο, είμαι μέσα στον καφενέ του Καπουδκιού (σ.σ. το Καπούδι είναι το χωριό του) ή στην γειτονιά τζιαι ακούω τους τζιαι γράφω. Εν το σκέφτουμαι στα ελληνικά τζιαι μετά γράφω το στο χαρτί. Κακώς δεν διούν τόση σημασία στη γλώσσα σήμερα».
Τα όσα γίνονται γύρω μας, αποτελούν για τον κ. Ττερλικκά, πηγή έμπνευσης και τα αποτυπώνει στα ποιήματα και τους στίχους του.
«Τα τελευταία χρόνια, εμπνέομαι που την οργή μου, που τόσα ούλλα που θωρώ γυρώ μου τζιαι είναι ανεκδιήγητα. Εν βρίσκω άλλο τρόπο να διοχετεύσω την οργή μου τζιαι φαίνεται στην ποίηση. Την αδικία της προσφυγιάς, για την οποία δεν είμαστε αμέτοχοι, την υποκρισία που υπάρχει παντού, την αγάπη τζιαι τον έρωτα».
Ο διάδοχος
«Εν πιστεύφκω ότι έκαμα κάτι τόσο σημαντικό για να έβρω διάδοχο. Εν ψάχνω, αλλά γεννιούνται πολλοί σήμερα. Οι νέοι έχουν πιο πολλές ευκαιρίες που μας, έχουν πιο καλλιεργημένα ταλέντα, έχουν πιο πολύ ενδιαφέρον από ότι οι πρόγονοί τους, τη δεκαετία του ’60. Τότε, ήταν μόλις έγινε η ανεξαρτησία τζιαι εξαπολυθήκαμε. Ανοίξαν τα μάθκια μας τζιαι είδαμε ότι έσιει πολλά πράματα στον κόσμο. Εδώσαμε με τα μούτρα στα πράματα που ήταν ξένα για μας τζιαι εχρειάστηκε χρόνος για να έβρουμε τον εαυτό μας. Σήμερα, έσιει πολλούς που ακολουθούν την παραδοσιακή μουσική.
Πολλοί επεράσαν που δαμέ, για να μιλήσουμε τζιαι εξηγώ τους ότι για κάθε μουσική, η ομορφκιά της εν η διαφορετικότητά της. Έχουμε ένα ψηφιδωτό, το οποίο έσιει πολύχρωμες ψηφίδες, τοποθετημένες πάνω σε μία πλάκα τζιαι δημιουργούν μιαν όμορφη εικόνα. Αν έρτουμε τζιαι κάμουμε ούλες τις ψηφίδες μπλε, εν να έχουμε μία πλάκα μπλε. Τι ενδιαφέρον μπορεί να έσιει μία πλάκα μπλε; Τούτο δεν μπορούν να το καταλάβουν πολλοί τζιαι εξακολουθούν να προβάλλουν τα τραούδκια, τραουδημένα με ένα τρόπο λες τζιαι εν νησιώτικα, μικρασιάτικα. Η ομορφκιά είναι να έσιει διαφορετικό χρώμα, ηχόχρωμα τζιαι ύφος. Διαφορετικά τραουδούν στην Κρήτη, στην Θράκη, στην Μικρά Ασία, στην Κύπρο
Η κυπριακή παραδοσιακή μουσική έσιει ένα ύφος δωρικό, απλό. Εν έσιει κλώσματα. Αν έσιει κάποια κεντηματούθκια, τα αοποκτάς με τον τζιαιρό. Αν θέλει κάποιος να ακούσει τη συμβουλή μου, ας ξεκινήσει αφαιρώντας τα πάντα, ούλλα τα κεντήματα τζιαι όταν τραουδήσει εν ναν πολλά πιο σωστός. Σιγά-σιγά, με την εμπειρία, εν να έβρει τζιαι τζείνα τα κεντηματούθκια που μπορεί να βάλει για να αποκτήσει το κυπριακό ύφος».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Άφησε την πόλη, έχτισε το δικό της Οικολογικό Χωριό-Όραμα βγαλμένο από τον πόνο
- Ο τελευταίος χαλκουργός της Κύπρου-«Ερχόμαστε δουλειά και δεν μπαίνει κανένας»
- «Η χαρακτική για μένα εν τω οξυγόνο μου… Ποτέ εν εσκέφτηκα να τα παρατήσω»
- «Είμαι 75+, αλλά νιώθω 18... Μπορεί να πουν η γιαγιά τρελάθηκε, αλλά έτσι νιώθω»
- Ένα ατύχημα ήταν η αιτία να μάθει την τέχνη του παγωτού-«Είχα πέντε κοπελούθκια»