Γιουσέλλας, 92 ετών… «Αν ξαναγεννηθώ, θα πω του Θεού, πάλε Κορματζίτην πέψε με…»
07:17 - 22 Δεκεμβρίου 2021
«Ούλλη μου η ζωή εν ο Κορματζίτης… Είμαι ευχαριστημένος όμως, που ότι εμπόρεσα να κάμω για το χωρκό μου, το έκαμα… Ήμουν φτωχός, με έξι παιθκιά, αλλά ότι μπορούσα να κάμω, το έκαμα. Όποιος γέρος επέθανε ως σήμερα, εγιώ εκάθουμουν ούλλη τη νύχτα τζιαι επρόσεχα τον… Τζιαι οι γέροι που με εβλέπαν, επαίρναν θάρρος. Α, άμαν ήρτε ο Γιουσέλλας μεν φοάστε, ελαλούσαν. Τζιαι μένα αυτή τη στιγμή τούτο μου συμβαίνει άμαν βλέπω νέο, σαν εσένα, παίρνω θάρρος. Τζιαι έτσι λέω τούτο το πράμαν εκάμναν οι γέροι τότε τζιαι επαίρναν θάρρος που μένα… Εγιώ λαλώ σου το πως αν θα ξαναγεννηθώ, θα πω του Θεού πάλε Κορματζίτην να με πέψει… Έχω πολλά να σου πω αλλά συγκινούμαι ο γέριμος άμαν τα σκέφτουμαι τζιαι λαλώ τα…».
Είναι η χαρακτηριστική φιγούρα του κατεχόμενου χωριού, Κορμακίτη. Ένας 92χρονος εγκλωβισμένος, ο οποίος όταν αρχίζει να μιλά για τον τόπο που έζησε όλη του τη ζωή, βουρκώνουν αμέσως τα μάτια του και δυσκολεύεται να αρθρώσει λέξη. Ένας λεβεντόγερος με περήφανη κορμοστασιά, ο οποίος με το που με αντίκρισε απέναντι του, ανέφερε χαρακτηριστικά, «έλα δαμέ δίπλα μου λεβέντη μου, τράβα τζιαι μια τσαέρα, τζιαι μπορώ να σου μιλώ ούλλη μέρα για τον Κορματζίτη μας».
Και όντως, ο χρόνος κύλησε τόσο γρήγορα και οι ιστορίες του κ. Γιουσέλλα Σκορδή, ατελείωτες. Με το καμαρωτό του ύφος, μετέφερε αυτόματα την απέραντη και ανιδιοτελή αγάπη που τρέφει για τον Κορμακίτη του. Με ένα τσιγάρο στο στόμα, μιλούσε και έβλεπε απέναντι, στο κενό, λες και περνούσε μια ασπρόμαυρη ταινία από μπροστά του και μου διάβαζε τους υπότιτλους. Μα δεν είχε τίποτα απέναντί του... Απέναντι του βρισκόταν το χωριό του και έχοντας στο πλάι του τη σύζυγό του, Χρυσταλλού, όπως την αναφωνεί, γύρισε τον χρόνο πίσω και με δακρυσμένα μάτια ξεκίνησε να διηγείται...
«Είμαι 92 χρονών τζιαί πάω Δόξα Σοι ο Θεός. Η ζωή μου στον Κορματζίτην για μένα είναι ευχάριστη, εν ξέρω για τους άλλους. Εγιώ εγεννήθηκα τζιαι αναγιώθηκα στον Κορματζίτην, τζιαι τούντη περιφέρεια ούλλη που θωρείς, εκαλλιέργησα την δεκαπέντε φορές αλόπως. Έτσι με ευχαριστεί τούτους ο τόπος, εν με ευχαριστεί η Λευκωσία, ευχαριστεί με το χωρκό μου, η θέα που βλέπω που το σπίτι μου. Τωρά που εγέρασα ειδικά, πιάννω το αυτοκίνητο μου πάω κάτω να δω τα χωράφκια μου, να δω τα περδίκια να χορεύουν, να κελαηδούν, να περνά ο λαός που μπροστά μου… Αρέσκει μου να θωρώ τη φύση. Εγεννήθηκα σε χωρκό τζιαι γι’ αυτό είμαι χωριάτης… Έχω έξι παιθκιά στη Λευκωσία, αλλά ούτε ώρα δεν κάμνω να μείνω τζιαμέ… Θέλω να είμαι στον Κορματζίτην μου…».
Συνέχισε να κοιτάζει στο απέραντο κενό ο κ. Γιουσέλλας και να τρίβει τα βουρκωμένα του μάτια... Αναπολείτε τα παλιά σας χρόνια κ. Γιουσέλλα; τον ρώτησα... «Ουυ τζιαι μέρα τζιαι νύχτα… Τη μέρα σκέφτουμαι τα, τζιαι τη νύχτα ονειρεύκουμαι τα ούλλα… Διότι εμείς εκαλλιεργήσαμε τη γη, εδουλέψαμεν τα δεντρά ούλλα που θωρείς… Ήταν πολλή η φτώσια πρώτα, δεν είναι σαν τωρά. Έτσι ενιώσαμε τη ζωή πολλά διαφορετικά, παρά σήμερα… Παλιά δεν είχε ούτε συντάξεις, ούτε τίποτα. Ο μεροκαματιάρης τα έβγαζε κουτσά στραβά, ο γεωργός όμως έπρεπε να τα φκάλει μόνος του. Πρώτα είχα βόδια εγώ. Μετά αναγκάστηκα τζιαι εγόρασα τράκτορ. Τα παιδιά μου ανάγιωσα τα πολλά δύσκολα. Έκαμα τζιαι δίδυμα εγώ. Δεν είχε ούτε γάλα να τους γοράσεις όμως τζιαι δεν είχαμε τίποτε να τους δώκουμε, τζιαι εκλαίαν ούλλη μέρα… Ήταν πολλά δύσκολη η ζωή…».
Με την πάροδο των χρόνων ωστόσο, η ζωή στον Κορμακίτη βελτιωνόταν, καθώς η εξέλιξη της τεχνολογίας, βοήθησε τον κ. Γιουσέλλα, στις χειρονακτικές του εργασίες. «Μετά όταν παρήλθε λίγο ο καιρός, χρόνο με τον χρόνο, εδιορθώνετουν καλύττερα η κατάσταση. Ήταν το Νοσοκομείο, επήραμεν τα μιτσιά μωρά τζιαμέ, τζιαι η μια μου η κόρη έκαμε τζιαι έξι μήνες μέσα. Εμείς έπρεπε να έρτουμε να εργαστούμε στα χωράφκια. Επιάναμε τα ζώα να πάμε τρία μίλια μακριά για να εργαστούμε θυμούμαι, τζιαι έπρεπε να στραφώ πίσω μετά. Επέρασαμε μια ζωή δύσκολη. Εκάμμαμε καμμίνια θυμούμαι, για να κάμουμε κάρβουνα. Μα για να κάμεις καμμίνι είναι μια μεγάλη ιστορία. Εν είχε μηχανάες, τζιαι εκόφκαμε με κουννιές τα ξύλα και το ξινάρι. Ύστερα όμως εγίναν μηχανάες που εκόφκαν τα ξύλα, τζιαι έτσι έσασε η κατάσταση. Επιέναμε με το ξινάρι θυμούμαι, εθέλαμε τρεις μέρες για να γεμώσουμε ένα αυτοκίνητο, ενώ με τη μηχανή μια ώρα γεμώνεις το. Έτσι εδιευκολύνθηκε μετά η ζωή μας».
Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στον Κορμακίτη...
Μελανό σημείο στα 92 χρόνια του κ. Γιουσέλλα, αποτελεί όπως κάθε εγκλωβισμένου φυσικά, ο πόλεμος του 74'. Ένας πόλεμος, που για τους πλείστους κάτοικους του Κορμακίτη, ήταν άγνωστος... «Ααα για τον πόλεμο, εν να σου πω ούλλη την αλήθκεια… Ήμασταν άπειροι πολέμου εμείς, δεν ηξέραμε τι σημαίνει πόλεμος. Για να σου πω ένα πράμα που εν θα το πιστέψουν πολλοί, οι χωρκανοί μας όταν ήρταν τα τανκς, ελαλούσαν ‘α εν να βάλουν στύλλους του τηλεφώνου αλώπος’, εν τζιαι ξέραμε ότι ήταν τανκς με τα κανόνια. Τόσο άπειροι ήμασταν. Τζιαι η αλήθκεια, αν ήμασταν λλιο παραπάνω πεπειραμένοι εν να εγλυτώναμε πολλούς Έλληνες. Εβρίσκαμε τους ανθρώπους που εφεύκαν τζιαι ερωτούσαν μας πόθεν να φύουν. Ε εμείς ελαλούσαμεν τους που του Μόρφου να πάτε, ενώ ο στρατός που του Μόρφου ήρτε. Η απειρία μας όμως, εν εμπορούσε να κάμει τίποτε....
Κοίταξε ελέαν πρώτα ότι οι Τούρτζιοι εν να ρτουν, τζιαι εν να σφάξουν τις κόρες μας. Είχα πέντε κόρες εγιώ τζιαι ένα γιο.. Ε φοάσε τζιαι προσέχεις, σίουρα… Αλλά Δόξα Σοι ο Θεός δεν επάθαμεν τίποτε… Ότι επαίρναν που το σιέρι μου το έκαμνα και υπεράσπιζα πάντα το χωρκό μου. Ήρταν Τούρτζιοι τζιαι επιτέθηκαν πας τους δίκους μου, τζιαι επιτέθηκα τζιαι εγώ. Δεν εδέχουμουν να τζίσουν πάνω σε Κορματζιθκιανό…».
Με ιδιαίτερη περηφάνια και το χαμόγελο να διακρίνεται κάτω από το άσπρο του μουστάκι, ο κ. Γιουσέλλας αφού άναψε ακόμη ένα τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό, λέει, «για μένα είναι ύστερα που τον Θεό ο Κορματζίτης, δεν τον αλλάσσω με τίποτε. Επειδή έζησα δαμέσα, αυτή είναι η ζωή μου… Εδούλεψα για τούντο χωρκό, τζιαι για τους γέρους ούλλους. Το μισό κοιμητήριο, εγιώ το έθαψα δαμέσα… Αν έσιει χίλιους, οι πεντακόσιοι εν δικοί μου. Ξέρω τους ούλλους… Μαραζώνω πολλά που φεύκουν…
Έχοντας στο πλάι του τη λιγομίλητη σύζυγό του, Χρυστάλλα, 94 ετών, ο κ. Γιουσέλλας, έσταξε μέλι για τα δεκάδες χρόνια που βρίσκεται δίπλα του, το στήριγμά του... «Είμαι 74 χρόνια με την κυρία μου τη Χρυσταλλού… Όλη μου η ζωή εν μαζί της, όπως τζιαι η δική της μαζί μου… ‘Ημαστεν το μόνο ζευκάρι που πάει εκκλησία δαπάνω κάθε Κυριακή…»
Ένα ανήσυχο βλέμμα έκανε ο κ. Γιουσέλλας, όταν ρωτήθηκε για το μέλλον του Κορμακίτη του, καθώς όπως ο ίδιος παραδέχθηκε οι νέοι είναι λιγοστοί που θα πάνε και θα μείνουν στο κατεχόμενο χωριό. «Έσσιει νέους που έρκουντε δαπάνω, αλλά εν για πολλά λλίο τζιαι μετά στρέφουντε στη χώρα. Ο Κορματζίτης όμως, θέλει παιδιά να αναγιωθούν δαμέσα. Με το να έρκουντε δυο τρεις ώρες τζιαι να φεύκουν, εν γίνεται δουλειά…
Σίουρα όμως, είναι μέρες χαράς, άμαν έρκουντε οι γιορτές στο χωρκό μας, διότι έσσιει άνθρωπο που θα κάμουμεν τζιαι πέντε μήνες να τον δούμεν, τζιαι άμαν έρτει δαπάνω αννοίει η ψυσιή μας. Είναι πολλά ευχάριστο άμαν τους θωρείς…
Το μήνυμα που στέλλω είναι να αγαπούν όλοι τον Κορματζίτη μας, τζιαι να έρκουνται στο χωρκό μας για να έσσιει ζωή. Ο Κορματζίτης είναι το χωριό που μας αναγιώσε, τζιαι εμάς τζιαι τους παππούες μας. Θέλω να πεθάνω στον Κορματζίτη, τζιαι αν εθέλαν ποττέ να με σκοτώσουν, ας με σκοτώσουν στον Κορματζίτη μου».
*O REPORTER έκανε οδοιπορικό στα κατεχόμενα χωριά των Μαρωνιτών και συνομίλησε με εγκλωβισμένους, οι συνεντεύξεις των οποίων θα ακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες.