«Ζήτησε να δει το χέρι του… Είπε, αυτός είναι ο γιος μου, πώς έγινες Αλέκο μου»
06:51 - 06 Οκτωβρίου 2021
«Είναι η ιστορία του τόπου μας… Κάθε στιγμή και ένα γεγονός… Είναι το βάρος που κουβαλούμε όλοι όσοι είχαμε την τύχη να αγωνιστούμε για αυτόν τον τόπο. Είναι το πιο ιερό φορτίο. Φόβο και αγωνίες δεν είχα όταν ήμουν στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Μετά όμως διερωτήθηκα αρκετές φορές, πώς κατάφερα να κάμω αυτά που έκαμα και στα ρεπορτάζ και σε άλλες περιπτώσεις. Δεν υπάρχει όμως απάντηση. Αυτή ήταν η εποχή, αυτός ήταν και ο τρόπος δράσης. Ήταν μονόδρομος».
Λόγια από μία γυναίκα η ζωή της οποίας, είναι αφιερωμένη στο καθήκον και βγαλμένη από βιβλίο. Είναι αυτό της ιστορίας της Κύπρου, την οποία υπηρέτησε με πάθος από όποιο πόστο κι εάν ανέλαβε. Η δράση της στον αγώνα της ΕΟΚΑ, έγινε ευρέως γνωστή τα τελευταία χρόνια, όπως και η προσφορά της στην δημοσιογραφία, αφού είναι η πρώτη γυναίκα δημοσιογράφος της Κύπρου.
Η “Νεφέλη” της ΕΟΚΑ, η συγγραφέας και δημοσιογράφος Μαρούλα Βιολάρη Ιακωβίδου, μίλησε στον REPORTER για τη δράση της στον αγώνα, για τους τρόπους που μηχανευόταν για να ξεγελάσει τους Άγγλους, για την πορεία της στη δημοσιογραφία και τους… σταθμούς που σημάδεψαν τη ζωή της, με τους πλείστους να είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι, με την μαρτυρική πορεία αυτού του τόπου. Η ιστορία της, μόνο δέος και θαυμασμό προκαλούν, όχι μόνο επειδή πέτυχε όσα λίγες γυναίκες στην εποχή της, αλλά επειδή δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει για την Κύπρο.
Τα βραβεία που την οδήγησαν στη δημοσιογραφία
«Μπήκα στη δημοσιογραφία αμέσως μετά την αποφοίτησή μου από το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Είχα λάβει βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Σεβέρειο, που θεωρείτο το πιο σημαντικό της εποχής. Εκεί ήταν ο Διευθύνων Σύμβουλος της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ, ο Ζήνων Σεβέρης και ο Διευθυντής της εφημερίδας, Βίας Μαρκίδης επειδή αποφοιτούσαν και παιδιά τους. Μου ζήτησαν να εργαστώ στην εφημερίδα.
Εγώ είχα προετοιμαστεί και είχα περάσει τις εξετάσεις για να γίνω δασκάλα, όπως ήθελαν οι γονείς μου. Τους το χρωστούσα διότι, με πάρα πολλή στέρηση με σπούδασαν, αφού τότε η παιδεία δεν ήταν δωρεάν. Οι γονείς μου, φτωχοί άνθρωποι από τα Σπήλια, δεν ήταν εύκολο να ανταποκριθούν σε αυτή τη δαπάνη. Ήταν αγρότες και έκαναν όποιες άλλες δουλειές ήταν δυνατόν, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, γιατί ήμασταν επτά παιδιά. Οι γονείς μου αγαπούσαν την μόρφωση, η μητέρα μου έλεγε “ας βάλουμε φως στα μάτια των παιδιών μας κι ας μην έχουν τίποτε άλλο ”. Έτσι ήρθα από το χωριό στην πόλη, ένα κοριτσάκι εντεκάμιση χρονών και έμενα μαζί με τον αδελφό μου ο οποίος είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος και φοιτούσε και εκείνος στο Παγκύπριο. Ήταν δύσκολα χρόνια, αλλά η δίψα για τη μόρφωση τα έκανε εύκολα.
Την επομένη λοιπόν, της αποφοίτησης μου, στις 4 Ιουλίου του 1955 πήγα στην εφημερίδα Έθνος και εκεί μου είπαν ότι προσλαμβάνομαι. Μου έδωσαν μηνιαίο μισθό 22 λίρες, που ήταν πολύ καλά λεφτά, δύο μήνες αργότερα μου έδωσαν τρεις λίρες αύξηση και μέχρι τα Χριστούγεννα εκείνου του χρόνου, μου ανέβασαν τον μισθό στις τριάντα λίρες. Διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν εκεί άλλες γυναίκες δημοσιογράφοι, αλλά δεν ήταν κάτι που με απασχόλησε. Ποτέ δεν έδινα σημασία, στη διαφορά ότι είμαι γυναίκα. Ένιωθα ίση, δεν ένιωθα κατώτερη
Στην αρχή για να μάθω να γράφω, έκανα τα πάντα. Ειδήσεις για δυστυχήματα, από το δικαστήριο εκδηλώσεις και διαδηλώσεις. Έπρεπε να μάθουμε όλο το περιεχόμενο της εφημερίδας. Είχα την ευτυχία, να έχω έναν πάρα πολύ καλό δάσκαλο τον Γιώργο Ιακωβίδη, με τον οποίο αργότερα παντρεύτηκα. Είχαμε συνεργαστεί και στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Δεν ήξερα ότι ήταν στον αγώνα, αλλά όταν η οργάνωση μου ανέθεσε να είμαι ο σύνδεσμός του, τότε καταλάβαμε και οι δυο ότι είμαστε μαζί στον αγώνα».
Η Νεφέλη της ΕΟΚΑ
«Στον Αγώνα της ΕΟΚΑ, είχα ενταχθεί πριν την εφημερίδα, τον Μάιο του 1955. Τον Δεκέμβρη του 1954 είχαμε οργανώσει όμως, τη μεγάλη μαθητική διαδήλωση με αρχηγούς τους συμμαθητές μας Ιωνά Νικολάου και Μάκη Γιωργάλλα, οι οποίοι αργότερα έπεσαν στον αγώνα και είναι ήρωες του. Το Μάιο κάναμε και μια δεύτερη διαδήλωση, πολύ εντυπωσιακή. Στις 5 Μάιου του 1955, περίπου στα δεκαεπτάμισή μου χρόνια ορκίστηκα και μου έδωσαν το ψευδώνυμο “Νεφέλη”.
Στην οργάνωση, ήμουν σύνδεσμος. Επίσης συλλέγαμε όποιες πληροφορίες θεωρούσαμε χρήσιμες για τον αγώνα. Εάν για παράδειγμα διαπιστώναμε μια κίνηση των Άγγλων ή κάποιες προθέσεις τους, που έπρεπε να κοινοποιηθούν στην οργάνωση. Οι πληροφορίες δίδονταν σε μικροσκοπικά χαρτάκια, τα οποία διπλώνονταν καλά. Γινόταν ένα πολύ μικρό πακετάκι και γράφαμε πάνω σε ποιον στην οργάνωση πρέπει να πάει.
Είχα συλληφθεί μόνο μια φορά, όταν έγινε μία έκρηξη στην Ονασαγόρου, κοντά στα γραφεία της εφημερίδας. Με πήραν για ανάκριση, με κράτησαν μερικές ώρες και με άφησαν».
Η παθητική αντίσταση και η παράλληλη δράση
«Δεν μπορούσα ποτέ να πω ψέμα. Στην οργάνωση όμως, μου ερχόντουσαν αυθόρμητα όταν με σταματούσαν οι Άγγλοι, λόγω του κέρφιου. Ως δημοσιογράφοι είχαμε δελτίο ελεύθερης κυκλοφορίας, αλλά είχε περιορισμούς. Έπρεπε να κινούμαστε από το γραφείο, μέχρι το σπίτι μας. Εγώ πολύ συχνά, βρέθηκα σε Αγγλικές περιπόλους, εκτός της επιτρεπόμενης διαδρομής. Οπόταν έπρεπε να βρω κάποιο ψέμα. Έλεγα, ας πούμε, ότι μας τηλεφώνησαν στην εφημερίδα ότι κάπου έχει πυρκαγιά ή ότι κάπου έχει διαδήλωση, ή ότι είναι άρρωστη μια θεία μου και είμαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να βοηθήσω. Τέτοια ψέματα.
Όταν άρχισε η παθητική αντίσταση και επειδή κάπνιζα, αν και ήταν ελληνικά τα τσιγάρα μου, είχα μαζί μου και ένα πακέτο Craven “A“, που ήταν Αγγλικά. Έτσι όταν με σταματούσαν, η πρώτη μου πράξη, ήταν να τους κεράσω από αυτά τα τσιγάρα. Πολλές φορές μου έλεγαν, ότι είναι αγγλικά τσιγάρα που τα απαγορεύει η ΕΟΚΑ. Τους απαντούσα χωρίς πολλές λεπτομέρειες και παρίστανα την αδιάφορη τάχα, επειδή έπρεπε να επιβιώσω και να συνεχίσω την δράση μου.
Ως δημοσιογράφος, κάλυπτα και θέματα της ΕΟΚΑ. Όλοι οι δημοσιογράφοι έπραξαν το καθήκον τους εκείνη την εποχή. Όσοι είχαμε την ευλογία, όμως, να είμαστε μέλη της Οργάνωσης, είχαμε μια πιο συναισθηματική προσέγγιση. Προσέχαμε μεν να μην γράψουμε κάτι που να θέτει σε κίνδυνο την κυκλοφορία της εφημερίδας, επειδή υπήρχε λογοκρισία, ωστόσο με τον τρόπο που έγραφε ο καθένας, διοχέτευε ορισμένα πράγματα».
«Ανοίξτε να δω τον αδελφό μου»
«Ένα από τα θέματα που πήγα να καλύψω τότε, ήταν η κηδεία των τεσσάρων μετά την έκρηξη στο Κούρδαλι, που ήταν το μεγαλύτερο ατύχημα στην ιστορία της ΕΟΚΑ. Τότε ήμουν 21 χρονών. Ήμουν πολύ συναισθηματικά δεμένη με εκείνη την ιστορία, επειδή ένας από τους νεκρούς ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός μου και ήμασταν μαζί στο δημοτικό και ένας άλλος ήταν νυμφευμένος στο Κούρδαλι και ήταν γνωστός μου.
Από την έκρηξη στις 20 Ιουλίου του 1958 στο σπίτι του Ανδρέα Πατσαλίδη, σκοτώθηκε ο ίδιος, ο φίλος του από τα Σπήλια Κώστας Αναξαγόρου, ο Παναγιώτης Γεωργιάδης, που ήταν υποτομεάρχης της ΕΟΚΑ και ο Αλέκος Κωνσταντίνου, ένα παιδί που γεννήθηκε στην Κακοπετριά και όταν οι γονείς του χώρισαν, έμενε στην Αμμόχωστο με τη μητέρα του. Η έκρηξη προκλήθηκε από νάρκη, που θα τοποθετείτο για να ανατινάξουν κυβερνητικές εγκαταστάσεις. Και οι τέσσερις κατατεμαχίστηκαν.
Μόλις τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ήρθαν έξω από την εκκλησία δύο άτομα. Ο ένας είπε “ανοίξτε να δω τον αδελφό μου”. Άνοιξαν ένα από τα φέρετρα και διαπίστωσαν ότι ήταν ο Παναγιώτης Γεωργιάδης. Η αναγνώριση ήταν συγκλονιστική. Είδα τον αδελφό του να μετακινεί το δέρμα για να σχηματίσει το πρόσωπό του. Μόλις φάνηκαν τα μαλλιά του που ήταν σγουρά, λέει στον άλλο που ήταν μαζί του “πατέρα είναι ο αδελφός μου”. Ο πατέρας, ο οποίος φαίνεται να είχε κάποια ελπίδα, του είπε, “κοίταξε και τα δόντια”. Όταν είδε τα δόντια και είχε ένα χρυσό δόντι, βεβαιώθηκαν. Έκλεισαν το φέρετρο και το έπιασαν για να το πάρουν στα Λιβάδια Πιτσιλιάς, που ήταν η γενέτειρά του.
Ήταν Σάββατο… Τη Δευτέρα το απόγευμα έγινε γνωστό ότι η Ελπινίκη Κωνσταντίνου ήθελε να ξεθάψουν τον άλλο άγνωστο νεκρό, που ετάφη στα Σπήλια. Ήρθε εκεί με μια κοπέλα και αφού εξασφάλισε άδεια, έγινε η εκταφή. Ήμουν εκεί… Ζήτησε να δει το χέρι του. Όταν το είδε, είπε “αυτός είναι ο γιος μου. Πώς έγινες Αλέκο μου” και άρχισε να κλαίει και να οδύρεται».
«Πού να πάω σε γιατρό, έχω δουλειά τώρα»
«Από το κοιμητήριο ξεκινήσαμε για την Αμμόχωστο, όπου ήταν να ταφεί ο Αλέξης Κωνσταντίνου. Ήμουν με τον φωτογράφο μας, τον Δημητράκη Κωνσταντίνου και περάσαμε από τη Λευκωσία για να αφήσει τις φωτογραφίες. Σταμάτησα έξω από ένα φαρμακείο. Ώσπου να πάει, είχα την έμπνευση να κοιτάξω εάν το μικρό αυτοκίνητο που είχα, χρειαζόταν νερό. Το καυτό νερό πετάχτηκε τότε στα μούτρα μου και με έκαψε. Έτρεξε ο φαρμακοποιός και μου έβαλε μια κίτρινη αλοιφή και μου είπε να πάω σε γιατρό. Του είπα “πού να πάω σε γιατρό, έχω δουλειά τώρα”.
Έτσι συνεχίσαμε προς την Αμμόχωστο. Το φέρετρο σταμάτησε στη Λύση, για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ήρωα. Εκεί με είδε η Βασιλού Αυξεντίου, που τότε θεωρούσαμε πως ήταν μνηστή του Αυξεντίου. Ο γάμος αποκαλύφθηκε όταν τέλειωσε ο αγώνας. Επειδή με ήξερε, με ρώτησε τι έπαθα. Της είπα ότι πονούσα φοβερά, φρόντισε να μου φέρει μια καινούρια αλοιφή και έτσι συνέχισα.
Στην είσοδο της Αμμοχώστου, μας σταμάτησαν οι Άγγλοι και δεν μας άφηναν να συνεχίσουμε. Έκανα καυγά. Τους είπα “είμαι δημοσιογράφος και θα πάω. Έχω δελτίο μετακίνησης”. Τους είπα ότι θα τους καταγγείλω όπου μπορώ και τότε υποχώρησαν και μας άφησαν. Μας είπαν, όμως, ότι εάν δεν επιστρέψουμε στη Λευκωσία, πριν από τα μεσάνυκτα θα συλληφθούμε. Πήγαμε στην κηδεία και επιστρέψαμε ευτυχώς πριν από τα μεσάνυκτα.
Όταν μπήκα στο τυπογραφείο, με είδε ο Γιώργος και νομίζω πως τρόμαξε, όπως και οι υπόλοιποι που ήταν εκεί. Του είπα ότι δεν έγινε τίποτα και πήγα και έγραψα το ρεπορτάζ μου. Μέχρι να τελειώσω έγινε ξημερώματα. Μετά πήγαμε στον γιατρό τον Βάσο Λυσσαρίδη, στην πολυκατοικία του οποίου έμενε ο Γιώργος. Η νοσοκόμα του τον ξύπνησε, ήμασταν πολύ στενά συνδεδεμένοι με τον Λυσσαρίδη λόγω και της σχέσης του με τον αγώνα. Με περιποιήθηκε και δεν θα ξεχάσω με πόση στοργή με κοίταξε και μου είπε, “μην ανησυχείς, δεν θα μείνουν σημάδια”. Μου είπε να μην κυκλοφορώ στον ήλιο και γι’ αυτό για ένα με δύο μήνες, δούλευα μόνο βράδια».
Το ιερό φορτίο
«Τι να θυμηθεί κανένας από τον αγώνα της ΕΟΚΑ, τη θυσία του Αυξεντίου, τους απαγχονισμούς; Ήμασταν έξω από τις φυλακές, μέχρι να γίνουν οι εκτελέσεις. Στο πρώτο μου βιβλίο, περιλαμβάνεται και ένα ρεπορτάζ με τίτλο, “M’ ένα ευτυχισμένο τέλος”. Ήταν οι άνθρωποι στους οποίους χαρίστηκε η θανατική ποινή. Ήταν δύο παιδιά από τον Άγιο Δομέτιο.
Είναι η ιστορία του τόπου μας… Κάθε στιγμή και ένα γεγονός… Είναι το βάρος που κουβαλούμε όλοι όσοι είχαμε την τύχη να αγωνιστούμε για αυτόν τον τόπο. Είναι το πιο ιερό φορτίο. Φόβο και αγωνίες δεν είχα όταν ήμουν στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Μετά όμως διερωτήθηκα αρκετές φορές, πως κατάφερα να κάμω αυτά που έκαμα και στα ρεπορτάζ και σε άλλες περιπτώσεις. Δεν υπάρχει όμως απάντηση. Αυτή ήταν η εποχή, αυτός ήταν και ο τρόπος δράσης. Ήταν μονόδρομος.
Μερικές μέρες πριν τελειώσει ο αγώνας, πριν υπογραφούν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, είχαμε αποφασίσει μία ομάδα δημοσιογράφων να εκδώσουμε μια εφημερίδα που να είναι πιο κοντά στον Αγώνα, την Εθνική. Είχα πάει στην Αθήνα τότε να βρω τον Μακάριο που ήταν εξόριστος μετά τις Σεϋχέλλες και να ζητήσω τη γνώμη και τη βοήθειά του. Τον είδα στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, επικρότησε τη σκέψη μας και με βοήθησε να αποταθώ σε ένα συνάδελφο εκεί, τον Δημοσθένη Χριστοφίδη.
Επέστρεψα πίσω και εκδώσαμε την εφημερίδα στις 17 Φεβρουαρίου του 1959. Δύο μέρες μετά υπεγράφησαν οι συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου. Παρά το ότι υπήρχαν πληροφορίες, κανένας δεν ανέμενε ότι αυτή θα ήταν η εξέλιξη του αγώνα. Η εφημερίδα συνέχισε για λίγο και τον Νοέμβριο του 1959 πωλήθηκε από τους πλειοψηφούντες μετόχους, στην παράταξη που αντιστρατευόταν τον Μακάριο. Έτσι μαζί με τον Γιώργο, με τον οποίο ήμουν πλέον αρραβωνιασμένη αποχωρήσαμε, όπως και δύο άλλοι συνάδελφοι».
Το πραξικόπημα, η εισβολή και το ΡΙΚ
«Μετά την αποχώρηση μου από την Εθνική με κάλεσαν πολλές φορές στο ΡΙΚ, ως συνεργάτιδα και θυμούμαι ότι έγραψα και τα κείμενα για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Αργότερα το 1966 έγινα μόνιμη στο ΡΙΚ. Αρχικά ήμουν στα δελτία ειδήσεων του ραδιοφώνου και δύο χρόνια αργότερα, όταν ανατέθηκε στον σύζυγο μου να εισαγάγει το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων στο ΡΙΚ, πήραν και εμένα στην τηλεόραση, επειδή τα δελτία έπρεπε να γράφονται στη δημοτική και εγώ τη χειριζόμουν καλά.
Ενόσω ήμουν στο ΡΙΚ, είχα αποκτήσει εν τω μεταξύ και τα δύο μου παιδιά, σπούδασα πολιτικές επιστήμες, επειδή θεωρούσα ότι έπρεπε αυτά που γράφεις και λες πρέπει να τα κατέχεις καλά.
Την ημέρα του πραξικοπήματος δεν εργαζόμουν και είχα συνεννοηθεί με την αδελφή μου να πάρουμε τα παιδιά στη θάλασσα. Στις 8:20 πήγαινα να τους ξυπνήσω. Άκουσα τις σειρήνες και πήγα στην κουζίνα. Στο βάθος φαινόταν το Προεδρικό Μέγαρο και είδα καπνούς. Άνοιξα το ραδιόφωνο και άκουσα τι έγινε. Ο σύζυγός μου ήταν στη δουλειά στο ΡΙΚ και θυμούμαι ότι ήρθε σπίτι με έναν συνάδελφό του για να τον φιλοξενήσουμε, διότι ήταν από την Μόρφου και δεν υπήρχε τρόπος να πάει στο σπίτι του.
Την επομένη πήγα στο γραφείο και ζήσαμε εκεί όλη την τραγωδία, να βλέπεις συναδέλφους να είναι με το όπλο εναντίον της Δημοκρατίας, να είναι στρατοκρατούμενο το ΡΙΚ, να μας ειρωνεύονται οι εξ Ελλάδος πραξικοπηματίες. Μείναμε εκεί επί των επάλξεων μέχρι τις 20 Ιουλίου, που μας ξύπνησαν τα αεροπλάνα. Είδαμε με το σύζυγό μου τους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν γύρω από τη Λευκωσία. Αμέσως πήγα στο ΡΙΚ, επειδή έτσι έπρεπε να κάνω. Μέναμε σχεδόν συνέχεια στην δουλειά, ιδίως η ομάδα τη τηλεόρασης.
Οι εργαζόμενοι προσπαθούσαμε να τονώσουμε το ηθικό του κόσμου. Ο άντρας μου τότε είχε μεταπηδήσει από τις ειδήσεις στη Διοίκηση του ΡΙΚ και ήταν βοηθός τμηματάρχης στο εμπορικό τμήμα. Είχε οργανώσει την υπηρεσία μεταδόσεως μηνυμάτων, που ήταν πολύ ουσιώδης για την εποχή, διότι το ΡΙΚ ήταν η μόνη φωνή που άκουγαν οι εγκλωβισμένοι, ακόμα και οι στρατιώτες».
«Μάμα πού είναι η στολή μου;»
«Ο γιος μου ο Ευέλθων, που ήταν 11 χρονών, μια μέρα που ήρθα από τη δουλειά στο σπίτι και είπα να τους μαγειρέψω πριν φύγω ξανά, μου φώναξε, “μάμα που είναι η στολή μου η προσκοπική;”. Του είπα πού είναι και σε τρία τέσσερα λεπτά, βρέθηκε μπροστά μου ντυμένος και μου είπε “έλα να με πάρεις”. Εγώ τα έχασα, αλλά ήταν τόσο επιτακτικό το ύφος του, που είπα εντάξει. Κατεβαίνοντας προς το υπόγειο για να πάρουμε το αυτοκίνητο τον ρώτησα πού πάμε. Μου λέει “δεν άκουσες; Είπαν ότι καλούνται οι πρόσκοποι να παρουσιαστούν στο σχολείο της Ακρόπολης”. Τον πήρα εκεί και έφυγα. Ύστερα από πολλές μέρες, άκουσα από μια φίλη μου, που της είπε ο προϊστάμενος της υπηρεσίας ότι είχε ένα μικρό, που έγινε το δεξί μου χέρι και είχε ένα παράξενο όνομα, είναι ο Ευέλθων. Κατάλαβε ότι ήταν ο γιος μου. Εκεί έκανε ότι μπορούσε διότι εν τω μεταξύ ήρθαν πρόσφυγες από την Κερύνεια.
Η δεύτερη φάση της εισβολής ήταν ακόμη χειρότερη. Είχε αποφασίσει το ΡΙΚ, ότι έπρεπε να μετακινηθεί, επειδή είχαν επισημανθεί οι κύριες εγκαταστάσεις. Έπρεπε να πάμε στον Αστυνομικό Σταθμό Δευτεράς και όταν έφτασαν οι όλμοι μέχρι τη Λεωφόρο Στασίνου κοντά στο σπίτι μας, αποφασίσαμε να φύγουμε, μαζί με τον σύζυγο και τα παιδιά μας. Εμένα με άφησαν στον Αστυνομικό Σταθμό Δευτεράς και εκείνοι προχώρησαν χωρίς να ξέρω που πηγαίνουν. Υπέθετα ότι εάν μπορούσαν να φτάσουν ως εκεί, θα πήγαιναν στα Σπήλια που ήταν οι γονείς μου, όπως και έκαναν. Ήταν δύσκολες στιγμές, επειδή δεν ήξερα αν θα τους ξαναδώ… Και τους τρεις, η κόρη μου ήταν εννιά χρονών και ο γιος μου έντεκα.
Ύστερα μετακινηθήκαμε στο Τρόοδος με το ΡΙΚ. Φύγαμε από τον Σταθμό της Δευτεράς, επειδή είχε επίσης επισημανθεί και τα τούρκικα αεροπλάνα έκαναν χαμηλές πτήσεις πάνω από το κτήριο. Στις 21 Αυγούστου επιστρέψαμε στη Λευκωσία».
«Κίσινγκερ είσαι γουρούνι…»
«Όταν άρχισε το σχολείο, ήταν πολύ συγκλονιστικά τα παιδιά. Σκέφτομαι τώρα πώς και πώς προσελάμβαναν τα γεγονότα. Είχαν μια προσέγγιση εντελώς απρόσμενη και εντελώς έξω από την ηλικία τους. Για παράδειγμα η κόρη μου, όταν πήγε πίσω στο δημοτικό στα διαλείμματα χανόταν. Με κάλεσαν μια μέρα στο σχολείο να μου το πουν. Εγώ νόμιζα ότι πήγαινε στην αδελφή μου, που έμενε απέναντι. Την ρώτησα και μου είπε ότι δεν πάει εκεί. Τότε άρχισα να αγωνιώ. Τελικά τι έκαμνε; Πήγαινε στην Πρεσβεία της Αμερικής και έβαζε ένα σημείωμα στο γραμματοκιβώτιο και έφευγε. Τη ρώτησα τι έγραφε. Μου είπε “τη μια μέρα του έγραψα Κίσινγκερ είσαι δολοφόνος, την άλλη του έγραψα Κίσινγκερ είσαι γουρούνι”. Έγραφε διάφορα… Δεν είναι μόνο τα παιδιά μου, νομίζω όλα τα παιδιά άλλαξαν τότε.
Μετά άρχισε η αγωνία για τον τόπο και τι θα γίνουμε, η οποία φυσικά συνεχίζεται ακόμα. Καλύψαμε όλα τα αντικατοχικά. Θυμούμαι την εκδήλωση των γυναικών στη Δερύνεια. Κράτησε είκοσι μέρες, με επικεφαλής την αείμνηστη Κλαίρη Αγγελίδου, την φίλη μου. Εκεί πηγαίναμε κάθε μέρα για να καλύψουμε το γεγονός. Παρακολουθούσαμε τις προσφυγές της Κύπρου και την μαρτυρική πορεία αυτού του τόπου, όλα αυτά τα χρόνια. Αφυπηρέτησα από το επάγγελμα το 1997».
«Είχα χάσει τα πάντα κάτω από τα πόδια μου»
«Το 2005, πριν δεκαέξι χρόνια έχασα τον σύζυγό μου. Ήταν μεγάλη απώλεια για μένα. Τα πρώτα δέκα χρόνια ήμουν εντελώς χαμένη. Είχα χάσει τα πάντα κάτω από τα πόδια μου, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ ούτε να γράψω. Σιγά-σιγά, βλέποντας τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν θεώρησα ότι έπρεπε να συνεχίσω… Ο σύζυγός μου ήταν τα πάντα για μένα, ήταν ο μέντορας μου. Ήταν αγαπητός σε όλους. Θυμάμαι ένα τουρκοκύπριο, πρώην συνάδελφό του, όταν έμαθε ότι ήταν άρρωστος ήρθε να τον δει. Μόλις τον είδε στο κρεβάτι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Έγραψα και αρκετά βιβλία. Τα δύο είναι αυτοβιογραφικά, είναι η “Νεφέλη” και το “Δωμάτιο 22”. Παράλληλα με τη δημοσιογραφική μου σταδιοδρομία, παρακολουθούσα την πολιτιστική ζωή του τόπου. Ήμουν μέλος σε ΔΣ πνευματικών και κοινωνικών Σωματείων. Έκανα ότι μπορούσα, σε ότι είχε σχέση με τα Γράμματα, διότι πίστευα πάντα ότι “εν οίδα ότι ουδέν οίδα” και ότι έπρεπε πάντα να μαθαίνω. Γι’ αυτό “γηράσκω αεί διδασκόμενη”».
Είναι ενδεικτικό ότι η κ. Ιακωβίδου μετά την αφυπηρέτηση της από το ΡΙΚ, παρέμεινε ενεργή σε Σωματεία και Οργανώσεις, υπηρέτησε το Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης ΕΟΚΑ, ενώ παρέμεινε στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας μέχρι τα ογδόντα της (σ.σ σήμερα είναι 83 χρόνων).
«Δεν υστερεί η γυναίκα»
Κλείνοντας την ρωτώ εάν αναπροσδιορίζεται ως φεμινίστρια. Η απάντηση είναι αρνητική. «Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να φωνάξω, για να διεκδικήσω κάποιο δικαίωμα. Ήμουν πάντα εναντίον αυτού του τρόπου διεκδίκησης. Πιστεύω ότι η γυναίκα οφείλει να αποδείξει αυτό που είναι και δεν έχει κανένα λόγο να μην το αποδείξει, επειδή δεν υστερεί η γυναίκα. Στον αγώνα της ΕΟΚΑ, υπήρχαν πάρα πολλές γυναίκες και ο αγώνας αυτός, πιστεύω ότι καθιέρωσε την ισότητα. Η γυναίκα στον αγώνα της ΕΟΚΑ, έκανε πάρα πολλά τα οποία ήταν πέραν από τις δυνάμεις της. Έκανα μία μελέτη για την προσφορά της γυναίκας στον αγώνα της ΕΟΚΑ και ελπίζω κάποτε κάποιος, να πάρει μια αφορμή για να ερευνήσει τη συμβολή της γυναίκας στον αγώνα, επειδή δεν έχει καταγραφεί. Υπήρξαν πολλές γυναίκες στα κρατητήρια, είχα γράψει πολλά ρεπορτάζ για αυτές.
Χαίρομαι για το ότι πολλές γυναίκες, μετά από μένα ακολούθησαν το επάγγελμα, επειδή τα πρώτα τέσσερα με πέντε χρόνια, ήμουν μόνη μου στο επάγγελμα. Ένιωθα πως, όντας μόνη μου, δεν είχα δικαίωμα να αποτύχω. Έπρεπε να κάνω το παν για να πετύχω. Εάν πέτυχα ή όχι δεν το ξέρω, αλλά κινήθηκα με στόχο να προσφέρω το άπαν των δυνάμεών μου, σε αυτό το λειτούργημα. Χαίρομαι ότι το ακολούθησαν πολλές γυναίκες και καμαρώνω πάρα πολλές, σε πάρα πολύ καίριες θέσεις.
Το επίπεδο της δημοσιογραφίας, σήμερα, για μένα δεν υστερεί. Κάθε εποχή έχει τα χαρακτηριστικά της. Η δημοσιογραφία όταν ασκείται με υπευθυνότητα και ήθος, είναι αξεπέραστη και είναι παιδαγωγός».
Πέρα από τα κείμενά της σε έντυπα και εκπομπές, εξέδωσε τα ακόλουθα βιβλία:
Σελίδες του απελευθερωτικού μας αγώνα – όπως γράφτηκαν τότε… (α΄και β' έκδοση 1992, γ' έκδοση 2002)
Ψηφίδες ποίησης (2000)
Μνήμες του ’74 (2001)
Ρήγας: πολιτικός διανοητής – εθνικός οραματιστής (2001)
Ωδές και βιώματα (2004)
Νεφέλη (2004)
Αντιφώνηση (2017)
Το δωμάτιο 22 (2018)
Μη ορρωδήσασα (2018)
Συνεργάστηκε επίσης στη δημιουργία άλλων έργων, όπως το Ο αγώνας της ΕΟΚΑ μέσα από τον κυπριακό Τύπο και επιμελήθηκε το έργο Κύπρος Χρυσάνθης, ο χρονογράφος. Έγραψε τα σενάρια δύο ντοκιμαντέρ του ΡΙΚ και το μονόπρακτο Η ενέδρα του πεύκου, ενώ συνεργάστηκε στη συγγραφή και άλλων ομαδικών εκδόσεων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «Όταν έφτασα δεν φαντάζεσαι… Μαύρος καπνός, φωτιά… Έκαιαν οι πετρελαιοδεξαμενές»
- «Έβγαζαν τα νύχια τους, έβαζαν το κεφάλι στη μέγγενη… Για 15 μέρες δεν μιλούσε…»
- «Ήθελε να πάει στην ενέδρα… Τον περίμενε ο Χάρος και πήγε να τον συναντήσει»